Ας το πάρουμε απόφαση: ο Θεός δεν ταιριάζει με την επιστήμη
Το άρθρο αναδημοσιεύεται με την άδεια του συγγραφέα, Σπύρου Σφενδουράκη, και με την άδεια του εκδότη του Athens Review of Books, όπου πρωτοδημοσιεύτηκε τον Νοέμβριο του 2010.
Φρανσίσκο Χ. Αγιάλα, Το δώρο του Δαρβίνου στην επιστήμη και στην θρησκεία, μτφρ. Πηνελόπη Τριαδά, Ενάλιος, Αθήνα 2009, σελ. 264
Άντριου Νιούμπεργκ και Μ.Ρ. Γουόλντμαν, Γιατί πιστεύουμε. Πώς η επιστήμη του εγκεφάλου εξηγεί την ανάγκη μας για το Θεό, μτφρ. Γιώτα Γκουμέα, Αβγό, Αθήνα 2010, σελ. 411
Δύο παράξενα βιβλία. Το ένα υποστηρίζει ότι η εξελικτική βιολογία προσφέρει καλή υπηρεσία στη θρησκεία και το άλλο υπονοεί στον τίτλο ότι ο νους μας κατασκευάζει το Θεό, αλλά διαβάζοντάς το συνειδητοποιεί κανείς ότι μάλλον θεωρεί τη θρησκευτική εμπειρία και την επιστημονική γνώση ισότιμες κατασκευές (όψεις;) της πραγματικότητας. Οι στόχοι των δύο βιβλίων δεν είναι παρόμοιοι, ούτε και το περιεχόμενό τους έχει πολλά κοινά. Συνδέονται όμως στενά, αφού σχετίζονται με την πολυσυζητημένη σχέση επιστήμης και θρησκείας, με τις συζητήσεις για το αν, και πώς, μπορεί η επιστήμη να απαντήσει στο ερώτημα περί Θεού. Υπάρχει Θεός, λοιπόν; Ο Αγιάλα απαντά ότι το ερώτημα αυτό δεν ανήκει στο πεδίο της επιστήμης. Οι Νιούμπεργκ και Γουόλντμαν συμφωνούν έμμεσα, αφού έτσι κι αλλιώς κάθε πεποίθηση για την πραγματικότητα είναι μια κατασκευή του νου μας! Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.
Ο Αγιάλα είναι ένας από τους σημαντικούς εξελικτικούς βιολόγους του 20ού αιώνα, με σημαντικότατη συνεισφορά στην εξελικτική και πληθυσμιακή γενετική. Είναι φανατικός υποστηρικτής του νεοδαρβινισμού και, γενικότερα, της σύγχρονης εξελικτικής θεωρίας, και έχει συνδράμει στην καταπολέμηση των ψευδοεπιστημονικών θέσεων των οπαδών του Ευφυούς Σχεδιασμού και του Δημιουργισμού. Ταυτόχρονα, όντας βαθιά θρησκευόμενος χριστιανός (το 1960 είχε, πρόσκαιρα, χειροτονηθεί ιερέας), καταβάλλει σοβαρές προσπάθειες να υποστηρίξει ότι η θρησκευτική πίστη δεν έρχεται σε αντίθεση με την εξελικτική θεωρία, δίνοντας πλήθος διαλέξεων και δημοσιεύοντας σχετικά βιβλία και άρθρα. Αν και έχει διαφορετικές ιδεολογικές καταβολές και άλλες προσωπικές πεποιθήσεις, η επιχειρηματολογία του συγκλίνει με εκείνη του πρόωρα χαμένου Στίβεν Τζέι Γκουλντ περί Μη Επικαλυπτόμενων Επικρατειών (Νon-Οverlapping Μagisteria) επιστήμης και θρησκείας. Προχωρά παραπέρα μάλιστα, υποστηρίζοντας ότι η εξελικτική θεωρία είναι εξαιρετικά χρήσιμη για τη θρησκεία, ιδίως το Χριστιανισμό και τις άλλες μονοθεϊστικές θρησκείες, αφού δίνει διέξοδο στο κλασικό πρόβλημα της ύπαρξης του Κακού (ή, σε μικρότερη κλίμακα, των ατελειών και της μοχθηρότητας). Βέβαια, δεν υιοθετεί την αντίληψη περί θεϊστικής εξέλιξης, δηλαδή την πεποίθηση ότι οι εξελικτικές διεργασίες καθοδηγούνται από το χέρι του Θεού. Η θέση που υιοθετεί είναι ενταγμένη σε μια εκδοχή του λεγόμενου «ντεϊσμού» (σε αντιπαραβολή με το «θεϊσμό»), της άποψης δηλαδή ότι ο Θεός δεν παρεμβαίνει στον υλικό κόσμο αλλά απλώς τον δημιούργησε και έδωσε τους κανόνες με τους οποίους αυτός λειτουργεί. Οι άνθρωποι, μέσα από την επιστήμη, έρχονται όλο και πιο κοντά στο Θεό, αφού μαθαίνουν τους κανόνες αυτούς.
Το βιβλίο του Αγιάλα, στο μεγαλύτερο μέρος του, παρουσιάζει με απλό, περιεκτικό και σαφή τρόπο τη σύγχρονη εξελικτική θεωρία, και ως τέτοιο είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικό. Επιπλέον, προσφέρει και ισχυρότατα επιχειρήματα ενάντια στις συνήθεις αιτιάσεις των οπαδών του Ευφυούς Σχεδιασμού, αυτής της σύγχρονης και κάπως συγκαλυμμένης εκδοχής του Δημιουργισμού, καταδεικνύοντας πόσο σαθρές είναι αυτές. Τα περισσότερα κεφάλαια του βιβλίου θα έβρισκαν σύμφωνο κάθε εξελικτικό βιολόγο, ο οποίος και θα συνιστούσε την ανάγνωσή τους, μιας και η γραφή του Αγιάλα είναι άμεση, εύληπτη και κατανοητή από τον μέσο, μη ειδικό αναγνώστη. Ακόμα και στο έκτο κεφάλαιο που μιλά για την εξέλιξη του ανθρώπου, μια-δυο φράσεις μόνο θα δημιουργούσαν αντιπαράθεση μεταξύ των εξελικτικών βιολόγων. Επιπλέον, το τελευταίο κεφάλαιο, το οποίο κατά τον τίτλο του αφορά τους ειδήμονες, συνιστά μιαν απλοποιημένη μεν, καταληπτή δε εισαγωγή στην επιστημολογία. Έτσι, μένουν μόνο μερικές σελίδες της εισαγωγής και των κεφαλαίων 2 και 9, στις οποίες αναπτύσσει τις θέσεις του για τη σχέση θρησκείας και επιστήμης, οι οποίες δικαιολογούν τον τίτλο του βιβλίου και αναδεικνύουν την ιδιαιτερότητά του στη σύγχρονη εκλαϊκευμένη βιβλιογραφία για την εξέλιξη. Οι θέσεις αυτές, όπως είπαμε, συνοψίζονται στο ότι οι δύο αυτές περιοχές της ανθρώπινης δραστηριότητας αφορούν διαφορετικά πράγματα. Η επιστήμη εξηγεί με εξαιρετικό τρόπο το πώς λειτουργεί ο φυσικός κόσμος, ενώ η θρησκεία αφορά τον πνευματικό κόσμο, το νόημα και το σκοπό της ύπαρξής μας. Θα ασχοληθούμε λίγο παρακάτω με την άποψη αυτή.
Ας εξετάσουμε πρώτα όμως ποιο είναι το περίφημο δώρο του Δαρβίνου στη θρησκεία που αναφέρεται στον τίτλο του βιβλίου. Η απάντηση απευθύνεται κυρίως στους οπαδούς του Ευφυούς Σχεδιασμού, οι οποίοι απαιτούν ένα Σχεδιαστή πίσω από τον φυσικό κόσμο. Ο Σχεδιαστής αυτός μάλιστα ταυτίζεται, ρητά ή υπόρρητα, με το Θεό των μονοθεϊστικών θρησκειών. Οι άνθρωποι αυτοί δυσκολεύονται πολύ να ερμηνεύσουν τις ατέλειες που είναι πρόδηλες στους οργανισμούς, τη σκληρότητα της φύσης, καθώς και τον εμφανή ρόλο της τύχης και της συγκυρίας σε πολλά φυσικά φαινόμενα. Πώς θα μπορούσαν όλα αυτά να απορρέουν από τη δράση ενός παντοδύναμου και πανάγαθου Θεού; Σύμφωνα λοιπόν με τον Αγιάλα, ο Δαρβίνος σώζει τον πιστό προσφέροντας μια διέξοδο που δεν περιλαμβάνει τις πρόδηλες ακροβασίες της λογικής που υιοθετούν οι οπαδοί του Ευφυούς Σχεδιασμού: όλα αυτά είναι απόρροια των εξελικτικών διεργασιών, της φυσικής επιλογής και των άλλων εξελικτικών δυνάμεων και όχι κάποιας θεϊκής παρέμβασης ή επιθυμίας, αφού ο Θεός δεν παρεμβαίνει στον φυσικό κόσμο αλλά απλώς τον δημιούργησε και τον έβαλε σε κίνηση.
Το επιχείρημα αυτό φαντάζει εξαιρετικά απλοϊκό στα μάτια ενός μη θρησκευόμενου ανθρώπου. Δηλαδή, ο παντοδύναμος Θεός δεν ήξερε ότι οι φυσικές διεργασίες που έθεσε σε κίνηση θα οδηγούσαν σε όλα αυτά; Όντας παντοδύναμος και άχρονος, γνώριζε την εξέλιξη των πραγμάτων. Άρα, είτε παρεμβαίνει σήμερα στον φυσικό κόσμο είτε όχι, το πρόβλημα της ατέλειας και του Κακού παραμένει ίδιο και απαράλλαχτο. Αλήθεια, τι σόι εναλλακτική λύση είναι αυτή; Πραγματικά, μένει κανείς έκπληκτος με τη δύναμη της πίστης: αυτή μπορεί να κάνει έναν κατά τα άλλα ευφυή άνθρωπο να υποστηρίζει τόσο απλοϊκές θέσεις για να στηρίξει την πίστη του! Το δώρο αποδεικνύεται άδειο!
Μα μήπως και η άλλη θέση, αυτή για τα μη επικαλυπτόμενα πεδία επιστήμης και θρησκείας, δεν είναι κι αυτή ανάλογα σαθρή; Λες και η θρησκευτική πίστη δεν προέκυψε μέσα από την εξελικτική πορεία των ανθρώπων! Λες και δεν έχει στηριχτεί στην επιθυμία των ανθρώπων να εξηγήσουν τον κόσμο! Απλώς, σήμερα, τα περισσότερα από τα αρχικά ερωτήματα έχουν απαντηθεί πειστικότατα από την επιστήμη χωρίς να χρειάζεται Θεός (μια μη αναγκαία υπόθεση, όπως λέγεται ότι είπε κι ο σπουδαίος μαθηματικός Λαπλάς στον Ναπολέοντα). Μερικά από τα ερωτήματα που οδήγησαν στην κατασκευή της έννοιας του Θεού φαίνεται ότι παραμένουν ακόμα αναπάντητα. Σε αυτά καταφεύγουν όσοι νιώθουν την ανάγκη να υπερασπιστούν μεταφυσικές θέσεις. Ποια λένε ότι είναι αυτά; Ο σκοπός και το νόημα της ύπαρξής μας! Κάποιοι προσθέτουν και τους κανόνες της συνύπαρξης των ανθρώπων, δηλαδή την ηθική. Αυτό το τελευταίο καταρρίπτεται εύκολα, βέβαια, κι έτσι ο Αγιάλα δεν το επικαλείται. Ο Γκουλντ έκανε ακριβώς το αντίθετο: έχοντας υλιστικό-μαρξιστικό υπόβαθρο δεν μπορούσε να αναφερθεί σε κάποιο αόριστο, υπερβατικό νόημα της ύπαρξης, οπότε θεώρησε προνομιακό το ρόλο της θρησκείας μόνο στο πεδίο της ηθικής. Η ηθική όμως μπορεί άνετα να στηριχθεί σε καθαρά υλιστική βάση, όπως, για παράδειγμα, δείχνει η σύγχρονη εξελικτική θεώρηση.
Αλλά ας επανέλθουμε στον Αγιάλα. Δεδομένου ότι αποδέχεται πλήρως τη βιολογική εξέλιξη, πώς είναι δυνατό να αναφέρεται σε νόημα και σκοπό της ύπαρξής μας; Αν η ύπαρξή μας έχει νόημα, θα έπρεπε είτε να είμαστε προϊόντα ειδικής δημιουργίας είτε να υπάρχει παρόμοιο νόημα σε όλους τους οργανισμούς, δηλαδή να υπάρχει κάποιο σχέδιο στην εξέλιξη της ζωής. Τα ερωτήματα αυτά θα είχαν νόημα (!) εάν δεχθεί κανείς ότι ο Θεός που έθεσε σε κίνηση το σύμπαν είχε κάποιο σχέδιο εξαρχής. Τα έκανε όλα με σκοπό να εμφανιστεί κάποιο είδος που θα αντιλαμβανόταν ότι πρέπει να πιστέψει στην ύπαρξή Του και να βρει το νόημα αυτό! Άρα, η εξελικτική θεώρηση καταρρίπτεται, αφού και πάλι δεν υπάρχει περιθώριο για τύχη, ατέλειες, συγκυρίες. Δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν μπορεί να κρατά κανείς δύο καρπούζια στην ίδια μασχάλη.
Ποια, πάλι, είναι η απάντηση στο ερώτημα περί νοήματος που δίνει η θρησκεία; Μήπως οι άθεοι ζουν μια ζωή στερημένη από νόημα; Ή μήπως δίνουμε νόημα με τις επιλογές μας και με τους στόχους που θέτουμε –εμείς οι ίδιοι– είτε ως άτομα είτε ως κοινωνικές ομάδες; Από μιαν άλλη σκοπιά, ας σκεφτεί κανείς ποια είναι η πραγματική διάσταση της θρησκείας στον κόσμο, πέρα από τις φιλοσοφικές αναζητήσεις ολιγάριθμων θεολόγων ή φιλοσόφων. Πώς θα δεχόταν η μεγάλη πλειονότητα των θρησκευόμενων ανθρώπων ένα Θεό στερημένο από την καθημερινή σχέση του με τον κόσμο;
Όλες οι προσπάθειες των εχθρών της Εξέλιξης, από τους Δημιουργιστές έως τους οπαδούς του Ευφυούς Σχεδιασμού, έχουν ως αποτέλεσμα τις διατυπώσεις και αναδιατυπώσεις επιστημονικοφανών κλισέ. Όμως και αυτά σκοντάφτουν στην πνευματική ακαμψία των εκπροσώπων των Εκκλησιών.
Η περίπτωση των Νιούμπεργκ και Γουόλντμαν είναι κάπως πιο περίπλοκη. Ο πρώτος συγγραφέας, ο οποίος έχει και την κύρια ευθύνη του βιβλίου, έχει σπουδάσει παθολογία και πυρηνική ιατρική αλλά ασχολείται κυρίως με το τι συμβαίνει στον εγκέφαλο κατά τη διάρκεια υπερβατικών «εμπειριών», χρησιμοποιώντας τεχνικές εγκεφαλικής απεικόνισης. Η δική τους άποψη για το αν υπάρχει Θεός είναι ασαφής. Το ίδιο, βέβαια, φαίνεται να ισχύει και για το ερώτημα αν υπάρχει οτιδήποτε! Η έμφασή τους αφορά τον τρόπο που ο νους μας κατασκευάζει τις εικόνες και τις αντιλήψεις του κόσμου, βάσει της δομής και του τρόπου λειτουργίας του εγκεφάλου. Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου τους παρουσιάζει αποτελέσματα καταγραφών της εγκεφαλικής δραστηριότητας σε διάφορες καταστάσεις, με έμφαση στις καταστάσεις υπερβατικών «εμπειριών», σύμφωνα τουλάχιστον με το τι δηλώνουν οι ίδιοι οι άνθρωποι που ελέγχονται.
Είναι αλήθεια ότι οι συγγραφείς αποκαλύπτουν πολλά ενδιαφέροντα πράγματα για τον τρόπο που ο εγκέφαλός μας μετατρέπει τις αισθήσεις σε αντίληψη, καθώς και για το πώς μπορεί να δημιουργεί ψευδείς εικόνες και αισθήσεις. Παράλληλα, σχολιάζουν το πώς δημιουργούνται πεποιθήσεις βάσει των εμπειριών αυτών αλλά και βάσει των τάσεων που έχει ο εγκέφαλός μας να αποδέχεται έτοιμες έννοιες και πεποιθήσεις της κοινωνίας στην οποία αναπτύσσεται. Ο αναγνώστης που δεν έχει έλθει σε επαφή με τα πρόσφατα ευρήματα των νευροεπιστημών, έχει να μάθει πολλά καινούργια και απρόσμενα πράγματα. Μπορεί, όμως, να παρασυρθεί εύκολα στην άποψη ότι όλες οι αντιλήψεις και οι πεποιθήσεις είναι απλώς διαφορετικοί, ισότιμοι τρόποι αντιμετώπισης του κόσμου, αφού οι συγγραφείς δεν παίρνουν σαφή θέση, εσκεμμένα ή όχι.
Αντιθέτως, διαφαίνεται ότι υιοθετούν την άποψη πως αυτό που έχει σημασία είναι να βρίσκει κανείς νόημα στη ζωή του, ανεξάρτητα από το ποιο σύστημα πεποιθήσεων έχει αποδεχθεί. Είναι χαρακτηριστικό ότι αφιερώνουν ολόκληρο κεφάλαιο στην περίπτωση ενός άθεου που υιοθέτησε «πνευματικό» τρόπο ζωής (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) έπειτα από κάποια υπερβατική εμπειρία που είχε. Λες και μια μεμονωμένη, επιλεγμένη κατ’ ουσίαν, περίπτωση τέτοιου είδους έχει κάποια ξεχωριστή σημασία! Οι συγγραφείς, αν και τοποθετούν τις 30 [ The Athens Review of books Νοέμβριος 2010θρησκευτικές πεποιθήσεις και την αντίληψη του θείου στο σύνολο των κατασκευών του νου, δεν παίρνουν θέση ως προς τη γνωσιολογική αξία αυτών των πεποιθήσεων. Αντί γι’ αυτό, τηρούν ίσες αποστάσεις απέναντι σε κάθε σύστημα πεποιθήσεων και σε κάθε τρόπο αντίληψης του κόσμου. Ναι, ο νους μας δεν αντιλαμβάνεται τον κόσμο όπως είναι, αφού κάθε εμπειρία των αισθήσεων περνά από μια περίπλοκη διεργασία ερμηνείας από τον εγκέφαλο, στην οποία υπεισέρχονται παράγοντες όπως οι πρότερες εμπειρίες, οι κοινωνικές σχέσεις και αντιλήψεις κ.λπ. Επιπλέον, ο νους δημιουργεί και μια σειρά από ψευδείς εμπειρίες, υπό την έννοια ότι δεν έχουν να κάνουν με πραγματικές διεγέρσεις των αισθητηρίων οργάνων. Και δεν υπάρχει τρόπος να διακρίνει κανείς τι είναι πιο πραγματικό από το άλλο, αφού κάθε τέτοια προσπάθεια εμπεριέχει μιαν αντίστοιχη ερμηνεία εκ μέρους του νου που την επιχειρεί.
Δυστυχώς, η διαφαινόμενη στο βιβλίο αυτό τάση των συγγραφέων προς απόψεις τύπου «Νέας Εποχής» (New Age), επιβεβαιώνεται από πιο πρόσφατα πονήματά τους (π.χ., How God Changes Your Brain: Breakthrough Findings from a Leading Neuroscientist, Ed. Ballantine Books, 2009). Ο πρώτος και βασικός συγγραφέας μάλιστα, ο Άντριου Νιούμπεργκ, στο φετινό του βιβλίο με τίτλο Principles of Neurotheology (Ed. Ashgate, 2010) επιχειρεί να «ενοποιήσει» θρησκεία και επιστήμη με τρόπο που –υποτίθεται ότι– διατηρεί και τις δύο.
Ανεξάρτητα από αυτό όμως τα επιχειρήματα που αναπτύσσουν στο εν λόγω βιβλίο έχουν τη δική τους αξία και οφείλουμε να τα αντιμετωπίσουμε ως έχουν. Είναι όντως ισότιμες όλες οι πεποιθήσεις που κατασκευάζει ο εγκέφαλός μας; Η επιστήμη και η θρησκεία έχουν όντως την ίδια αξία ως συστήματα γνώσης; Η απάντηση, για άλλη μια φορά, είναι απλή: αρκεί να δώσει κανείς λίγο περισσότερη προσοχή στον τρόπο που εργάζονται οι ίδιοι οι συγγραφείς. Δηλαδή στη χρήση της τεχνολογίας για την απεικόνιση του εγκεφάλου. Ανεξάρτητα από το πώς ο νους μας μεταφράζει και ερμηνεύει την πραγματικότητα, έχουμε αναπτύξει τεχνητές αισθήσεις και όργανα, τα οποία καταγράφουν και περιγράφουν τον κόσμο χωρίς τη μεσολάβηση των εγκεφαλικών μας κυκλωμάτων. Και οι περιγραφές αυτές συγκλίνουν σε μια περιγραφή του κόσμου που ταιριάζει με τις επιστημονικές μας θεωρίες. Τυχαίο; Το παράδειγμα των χρωμάτων είναι το πιο απλό. Μάθαμε ότι το χρώμα δεν είναι παρά ο τρόπος που μεταφράζει ο εγκέφαλός μας την αντανάκλαση ακτινοβολίας συγκεκριμένου φάσματος από τα αντικείμενα. Μπορεί ο εγκέφαλός μας να αντιλαμβάνεται ένα κόκκινο άνθος και να «βλέπει» κάτι που όλοι ονομάζουμε ως εμπειρία του κόκκινου χρώματος, αλλά το άνθος απλώς απορροφά την ακτινοβολία στο μεγαλύτερο μέρος του υπόλοιπου ορατού φάσματος. Έτσι, ο εγκέφαλός μας βλέπει κάτι που δεν υπάρχει καθεαυτό, μα κατασκευάζει την αντίληψη του «κόκκινου».
Έχουμε όμως με τη σειρά μας κατασκευάσει όργανα που ξεπερνούν τα όρια του εγκεφάλου μας. Μπορούμε να καταγράψουμε τις ακτινοβολίες σε πολύ ευρύτερο φάσμα από το ορατό, χωρίς να παρεμβαίνει κάποια αντίληψη χρώματος. Επιπλέον, ο εγκέφαλός μας έχει εξελιχτεί να αντιλαμβάνεται τον κόσμο με τρόπους που προσφέρουν κάποια υπηρεσία στην επιβίωσή μας. Άρα, εάν απλώς έκανε αυθαίρετες ερμηνείες, εάν απλώς κατασκεύαζε έναν αυθαίρετο κόσμο αντί να τον αντιλαμβάνεται, δύσκολα θα καταφέρναμε να επιβιώσουμε για δεκάδες, εκατοντάδες ή και εκατομμύρια χρόνια. Αναμένουμε, μάλιστα, η δική μας νοητική κατασκευή να συγκλίνει αρκετά με εκείνη του εγκεφάλου των υπόλοιπων ζώων, ιδίως όσων είναι κοντινοί συγγενείς μας, αφού ο εγκέφαλός μας δεν εμφανίστηκε από το πουθενά και δεν διαφέρει στη βασική του κατασκευή από εκείνους των συγγενικών μας ειδών.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Σημαίνουν ότι ναι μεν ο εγκέφαλός μας δημιουργεί μια εικόνα του κόσμου και πεποιθήσεις για αυτόν, αλλά υπάρχει ένας κόσμος εκεί έξω που δεν είναι ξένος προς τις εικόνες μας ούτε και προς τις πεποιθήσεις μας. Και έχουμε αναπτύξει τρόπους να τον καταλαβαίνουμε ακόμα καλύτερα απ’ όσο μπορεί ο εγκέφαλός μας. Ακόμα και οι πεποιθήσεις μας μπορούν να υποβληθούν σε έλεγχο ως προς το πόσο καλά ταιριάζουν με αυτόν τον κόσμο εκεί έξω. Γι’ αυτό και μπορούμε να διακρίνουμε την υποκειμενική, ψευδή εμπειρία ενός ακρωτηριασμένου άκρου από την, εξίσου υποκειμενική, αλλά αληθή εμπειρία ενός υπαρκτού άκρου από έναν αρτιμελή άνθρωπο.
Εξ όσων γνωρίζω, μέχρι σήμερα δεν έχει υπάρξει η παραμικρή επιβεβαίωση οποιασδήποτε θρησκευτικής πεποίθησης. Κάθε «υπερβατική» εμπειρία παραμένει αυστηρά προσωπική, υποκειμενική υπόθεση. Χωρίς εξωτερική επιβεβαίωση, δεν μπορεί να διακριθεί από τις ψευδείς αντιλήψεις, τα οράματα ή τις παραισθήσεις. Αντιθέτως, οι ερμηνείες για τον κόσμο που χτίζονται διαρκώς μέσα από την επιστημονική έρευνα, μπορεί συχνά να φέρνουν σε αμηχανία το νου μας (π.χ., κβαντική φυσική), αφού αυτός έχει εξελιχθεί για να αντιλαμβάνεται άμεσα τα φαινόμενα σε άλλη κλίμακα του χώρου και του χρόνου, αλλά η αξιοπιστία τους διαρκώς αυξάνεται (λ.χ., διαφορετικά δεν θα μιλούσαμε με κινητά τηλέφωνα). Το σημαντικότερο: δεν χρησιμοποιούν ή απαιτούν την παραμικρή θεϊκή παρουσία ή παρέμβαση.
Ο νους μας όντως μπορεί να κατασκευάζει θεούς και δαίμονες, να χάνεται σε υπερβατικές εμπειρίες ή σε αλλοιώσεις της συνήθους συνειδησιακής κατάστασης (π.χ., με χρήση παραισθησιογόνων κ.λπ.), αλλά έχουμε καταφέρει να φτιάξουμε ένα σύστημα γνώσης του κόσμου που παρακάμπτει τις ατέλειες του εγκεφάλου του καθενός μας. Και αυτό ονομάζεται επιστήμη. Μπορεί να μη μας έχει προσφέρει όλες τις απαντήσεις που θα θέλαμε, αλλά έχει προσφέρει όλες τις απαντήσεις που μπορούμε να θεωρήσουμε αξιόπιστες. Κάθε τι εκτός της επιστήμης είτε περιμένει τη σειρά του (έρθει – δεν έρθει αυτή ποτέ) είτε δεν αφορά τη γνώση του κόσμου (π.χ., αισθητική και συναισθηματική απόλαυση κ.λπ.). Ας το πάρουμε απόφαση: ο Θεός δεν ταιριάζει με την επιστήμη.
Η Γιώτα Γκουμέα κατάφερε να αποδώσει αξιοπρεπώς τον κάπως ασαφή τρόπο γραφής των Νιούμπεργκ και Γουόλντμαν, υποπίπτοντας σε ελάχιστα σφάλματα. Θα περιμέναμε, βέβαια, έναν πρόλογο από κάποιον ειδικό που να εισαγάγει τον αναγνώστη στο θέμα και στις θέσεις των συγγραφέων, αλλά πλέον αυτό ακούγεται ως πολυτέλεια στο σύγχρονο εκδοτικό τοπίο. Η Πηνελόπη Τριαδά απέδωσε σε γενικές γραμμές καλά τον ρυθμό γραφής και το ύφος του συγγραφέα, αλλά έχει υποπέσει σε μερικά σφάλματα ορολογίας (με τη «χιστιδίνη» να βγάζει μάτι, αντί για την πολύ γνωστή «ιστιδίνη») και τα ελληνικά της είναι μέτρια. Επιπλέον, οι εικόνες είναι φτωχής ποιότητας και λείπει και πάλι ένας πρόλογος στην ελληνική έκδοση. Δεν θέλουμε να αποδεχθούμε ως μοιραία την υποβάθμιση της ποιότητας στις εκδόσεις «εκλαϊκευμένης επιστήμης» λόγω της οικονομικής κρίσης ή/και του μικρού αναγνωστικού κοινού. Θα τονίσουμε για μια ακόμη φορά ότι η μετάφραση τέτοιων βιβλίων απαιτεί από μεταφραστές και επιμελητές καλή γνώση του σχετικού επιστημονικού πεδίου, αλλά και –εξίσου ή και περισσότερο– καλή γνώση της ελληνικής γλώσσας.
Ο σχολιασμός γίνεται στο ιστολόγιο Αόρατη Μελάνη