Πού γίνεται ο σχολιασμός;

Στο τέλος του κάθε άρθρου υπάρχει σύνδεσμος για το ιστολόγιο του συγγραφέα, όπου και μπορείτε να αφήνετε τα σχόλιά σας.

[Κπκ] Επίλογος

6 August 2013
Comments Off on [Κπκ] Επίλογος
Αρθρογράφος: Ebonmuse
Μετάφραση: Evan T


« Προηγούμενο άρθρο [3γ] • Περιεχόμενα

Εν κατακλείδι, τι έχουμε; Ένα σύνολο επιστολών των οποίων οι συγγραφείς δεν φαίνεται να γνώριζαν τις ιστορίες των ευαγγελίων. Μια ομάδα απολογητών του 2ου αιώνα που θεωρούν πως μια ακριβής εικόνα του Χριστιανισμού δεν είναι απαραίτητο να περιλαμβάνει την ενσάρκωση· ένας μάλιστα την αρνείται. Ένα σύνολο ευαγγελίων που γράφτηκαν σε ύφος φανταστικής ιστορίας και παρουσιάζουν πληροφορίες που οι συγγραφείς τους δεν θα έπρεπε να ξέρουν. Και τέλος έχουμε την πλήρη απουσία πρωτογενών αποδείξεων για την ύπαρξη ενός ανθρώπου ονόματι Ιησούς Χριστός.

Η κριτική που γίνεται κατά της θεωρίας του Ιησού-μύθου σφάλλει όταν εικάζει πως το συμπέρασμα βασίζεται αποκλειστικά στην έλλειψη αποδείξεων για την ύπαρξη ενός τέτοιου ατόμου. Αυτό είναι λάθος. Η θεωρία αυτή βασίζεται και σε θετικά στοιχεία, όπως οι στίχοι που παρουσιάστηκαν σ’ αυτό το κεφάλαιο —στίχοι οι οποίοι, όταν δεν διαβάζονται υπό το φως των προκαταλήψεων, μας δείχνουν πως ο Ιησούς που λάτρευαν οι πρώτοι Χριστιανοί δεν ήταν ένα ιστορικό πρόσωπο. Φυσικά για να γίνει αυτό πρέπει πρώτα να καθαρίσει το τοπίο από τις ιστορικές αναφορές που υποτίθεται πως αναφέρονται σ’ αυτό το άτομο, το οποίο έγινε στο 2ο μέρος. Επιπλέον είναι απόλυτα λογικό να λέμε πως έχουμε κάθε δικαίωμα να περιμένουμε κάποια τουλάχιστον στοιχεία έξω από τη Βίβλο, αν υπήρξε πράγματι ένα άτομο που έκανε τα πράγματα που περιγράφουν τα ευαγγέλια, όπως αναφέρω στο 1ο μέρος.

Όλες αυτές οι αλυσίδες επιχειρηματολογίας συγκλίνουν σε ένα συμπέρασμα: ο Χριστιανισμός δεν εδράστηκε σε έναν ιστορικό άνθρωπο. Αντίθετα, ο πρώιμος Χριστιανισμός ήταν μια πολυποίκιλη παράδοση που αρχικά αποτελούνταν από άσχετα μεταξύ τους στοιχεία —την ελληνιστική σοφία, τον εβραϊκό αποκαλυπτικό μεσσιανισμό, την πλατωνική φιλοσοφία, την εβραϊκή Σοφία, στοιχεία από γνωστικές παραδόσεις και μυστηριακές λατρείες και τέλος τον συμπαντικό Υιό του Θεού και τα αλληγορικά ευαγγέλια—, στοιχεία τα οποία σταδιακά άρχισαν να ενώνονται ως μία ενιαία θρησκευτική έκφραση και τέλος αποκρυσταλλώθηκαν σε μία εκκλησία. Κάποια στιγμή η εκκλησία αυτή προσκολλήθηκε σε μία συγκεκριμένη παράδοση που είχε αναπτυχθεί μέσα στο εξελισσόμενο κίνημα —τον Ιησού ως ιστορικό πρόσωπο—, το ανακήρυξε ως δόγμα και κατέστρεψε όλες τις άλλες χριστιανικές σέκτες ως αιρετικές, ξαναγράφοντας την ιστορία υπό το πρίσμα του νέου δόγματος. (Το βιβλίο των Πράξεων είναι το βασικό παράδειγμα που δείχνει τον Παύλο ως ακόλουθο του ιστορικού Ιησού και υποτελή των αρχικών αποστόλων, παρόλο που οι δικές του επιστολές δείχνουν πως δεν ήταν τίποτε από τα δύο.) Αυτό το πρίσμα, χρωματισμένο από τα ευαγγέλια, υπάρχει μέχρι σήμερα, χρωματίζει τις προκαταλήψεις των σύγχρονων Χριστιανών και τους κάνει να βλέπουν μέσα στις επιστολές και στο ιστορικό αρχείο πράγματα που απλά δεν υπάρχουν εκεί.

Άμα βάλουμε στην άκρη τις προκαταλήψεις αυτές και δούμε αυτό που λένε στ’ αλήθεια τα διάφορα κείμενα της Καινής Διαθήκης, το μήνυμά τους είναι ευδιάκριτο. Ο Χριστιανισμός ταλαιπωρείται εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια κάτω από την κακή κατανόηση της ίδιας του της καταγωγής. Είναι καιρός να το αναγνωρίσουμε αυτό και όταν το κάνουμε η ανθρωπότητα θα είναι ένα βήμα πιο κοντά στην ελευθερία και τον διαφωτισμό της αθεΐας.

Συνέχεια…


Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο On the way to Ithaca, όπου και γίνεται ο σχολιασμός.

[Κπκ] 3γ. Προβλήματα με τα Ευαγγέλια

30 July 2013
Comments Off on [Κπκ] 3γ. Προβλήματα με τα Ευαγγέλια
Αρθρογράφος: Ebonmuse
Μετάφραση: Evan T


« Προηγούμενο άρθρο [3βv] • Περιεχόμενα Επίλογος »

Ο κήπος της Γεσθημανής

Αναλογιστείτε τη σκηνή στον Κήπο της Γεσθημανής. Όλοι οι Συνοπτικοί λένε την ιστορία περίπου το ίδιο (εκτός από τον Ιωάννη που την παραλείπει επειδή δεν του αρέσει να δείχνει τον Ιησού σε στιγμές ανθρώπινης αδυναμίας). Τη νύχτα πριν τη σύλληψή του, τη νύχτα πριν τη σταύρωσή του, ο Ιησούς νιώθει για μία φορά στη ζωή του ανησυχία, ίσως και φόβο για το μέλλον. Σε έναν κήπο ονόματι Γεσθημανή αφήνει τους περισσότερους μαθητές του πίσω, παίρνοντας μαζί του μόνο τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη και τους λέει να τον φυλάνε ενώ πάει να προσευχηθεί. Όταν επιστρέφει τους βρίσκει και τους τρεις να κοιμούνται. Αυτό συμβαίνει άλλες δυο φορές για έμφαση και έπειτα έρχεται ο Ιούδας με τους στρατιώτες για να τον συλλάβουν. Η ιστορία βρίσκεται στον Μάρκο στο κεφάλαιο 14, στον Ματθαίο στο 26 και στον Λουκά στο 22.

Το πρόβλημα είναι το εξής: τα ίδια τα ευαγγέλια λένε πως ενώ ο Ιησούς προσευχόταν, οι μαθητές είχαν μείνει πίσω με εξαίρεση τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, που και αυτοί κοιμόντουσαν. Εν ολίγοις, κανείς δεν παρακολουθούσε τον Ιησού να προσεύχεται. Ωστόσο τα ευαγγέλια καταγράφουν τη σκηνή σαν να μην αποτελεί αυτό πρόβλημα! Πώς γίνεται αυτό; Ποιος τα κατέγραψε αυτά;

Οι Φαρισαίοι πηγαίνουν στον Πιλάτο

Το ίδιο πρόβλημα εμφανίζεται στο τέλος του Ματθαίου 27,62-66. Οι Φαρισαίοι πηγαίνουν κρυφά στον Πιλάτο και του ζητάνε να βάλει φρουρούς στον τάφο για να εμποδίσουν τους Χριστιανούς να κλέψουν το σώμα του αρχηγού τους. Πώς γίνεται να βρίσκεται αυτό μέσα σε ένα ευαγγέλιο; Ποιος τα κατέγραφε αυτά; Σίγουρα κανείς από τους μαθητές του Ιησού ή τους υποστηρικτές του δεν ήταν παρόντες στο περιστατικό αυτό.

Οι πειρασμοί του Ιησού στην έρημο

Άλλη μια φορά, σε άλλη μία διάσημη ευαγγελική περικοπή, βλέπουμε τους ευαγγελιστές να καταγράφουν πληροφορίες για τη ζωή του Ιησού στις οποίες δεν θα έπρεπε να είχαν πρόσβαση. Μετά τη βάπτισή του ο Ιησούς πηγαίνει στην έρημο για να νηστέψει για 40 μέρες, και ο Σατανάς τον πειράζει προσφέροντάς του δύναμη και δόξα. Και πάλι —ποιος τα καταγράφει αυτά; Πήγε κάποιος ευαγγελιστής μαζί του στην έρημο; Μήπως πήγαν παραπάνω; Γιατί ο Μάρκος έγραψε πρώτος το ευαγγέλιό του, αλλά οι άλλοι γράφουν περισσότερες λεπτομέρειες. Αλλά κι αυτό είναι αδύνατο γιατί, σύμφωνα με τους Συνοπτικούς, ο Ιησούς κάλεσε τους πρώτους μαθητές μετά τους πειρασμούς του.

Η συνωμοσία μεταξύ Φρουρών και Φαρισαίων

Και πάλι στον Ματθαίο στο 28,11-15 βλέπουμε να καταγράφεται χωρίς δυσκολία μια σκηνή την οποία κανείς ακόλουθος του Ιησού δεν θα μπορούσε να είχε δει. Σ’ αυτή την περίπτωση έχουμε τους ιερείς να συνωμοτούν με τους φρουρούς μετά την ανάσταση και να τους δωροδοκούν για να πουν πως οι μαθητές κλέψανε το σώμα του. Ήταν παρών ο Ματθαίος για να το ακούσει αυτό; Πώς είναι δυνατόν τα ευαγγέλια να καταγράφουν περιστατικά που οι συγγραφείς δεν θα μπορούσαν να έχουν δει οι ίδιοι; [ΣτΜ: Σ’ αυτή την περίπτωση πάντως, θα μπορούσαν οι μαθητές να είχαν δει τους Ρωμαίους να διαδίδουν τη φήμη και εύλογα να υπέθεσαν πως υπήρξε κάποια συνωμοσία.]

Η λίστα είναι μεγάλη. Ο Ματθαίος στο 27,19 γράφει για ένα γράμμα που έστειλε η γυναίκα του Πιλάτου στον άντρα της και στο 27,3-8 περιγράφει πως ο Ιούδας επέστρεψε τα αργύρια στους ιερείς και μετά κρεμάστηκε από τις τύψεις. (Μήπως έκανε μια γρήγορη παράκαμψη για να τα πει στους μαθητές;) Ο Λουκάς στο 7,39 μας λέει τι σκεφτόταν ένας Φαρισαίος.

Όλα αυτά είναι πληροφορίες που οι συγγραφείς των ευαγγελίων δεν θα έπρεπε να ξέρουν. Ωστόσο, αν υποθέσουμε πως απλά γράφανε μια φανταστική ιστορία χρησιμοποιώντας διήγηση τρίτου προσώπου, το πρόβλημα αυτό εξατμίζεται.

Η προφανής χριστιανική απάντηση σ’ αυτά είναι ότι οι συγγραφείς των ευαγγελίων θα μπορούσαν να τα έχουν μάθει όλα αυτά μέσω θείας αποκάλυψης, αλλά υπάρχει απάντηση σ’ αυτό. Βάσει της παραδοσιακής εξήγησης, οι συγγραφείς γράψανε πράγματα που βίωσαν οι ίδιοι ως επί το πλείστον. Αλλά αυτές οι αποκαλυψούλες βρίσκονται σκόρπιες σε όλο το κείμενο και δεν ξεχωρίζουν από το υπόλοιπο κείμενο, ούτε αναφέρεται πως αυτά διαφέρουν από τα υπόλοιπα που καταγράφονται. Αν κάποια τα είδαν οι ίδιοι, ενώ άλλα τους αποκαλύφθηκαν θαυματουργά από τον Θεό, δεν θα έπρεπε να κάνουν αυτή τη διάκριση; Δεν θα έπρεπε να είχαν γράψει μια σημείωση για να ξέρει ο αναγνώστης τη διαφορά; Δεν πρόκειται για παράλογη απαίτηση —ο Παύλος το κάνει αυτό στο Α΄ προς Κορινθίους 7, όπου διακρίνει τις θείες εντολές από τις δικές του απόψεις. Γιατί δεν το κάνουν αυτό οι ευαγγελιστές; Γιατί ο Παύλος το θεωρεί απαραίτητο, αλλά αυτοί όχι; Ο Λουκάς μάλιστα το αποκλείει και ως πιθανότητα όταν από τους πρώτους στίχους μας λέει πως η ιστορία του βασίζεται σε αυτόπτες μάρτυρες. Πουθενά δεν αναφέρει πως μέρος της είναι από αποκάλυψη. Είναι σημαντική παράλειψη, για να μην πω προσβολή προς τον Θεό, το να μάθεις πράγματα με θαυμαστό τρόπο και μετά να τα παρουσιάσεις λες και τα είδες να συμβαίνουν με τα μάτια σου.

Επιπλέον, αν όντως είχαν μάθει πράγματα μέσω αποκάλυψης, τότε είναι σχεδόν σίγουρο πως οι ευαγγελιστές θα το ανέφεραν στα γραπτά τους. Το “δεν ήσασταν εκεί για να τα δείτε αυτά” θα ήταν σίγουρα η πιο συχνή ένσταση κατά του πρώιμου Χριστιανισμού, και σίγουρα δεν θα βοηθούσε το ότι οι ευαγγελιστές κατέγραφαν περιστατικά που δεν βίωσαν οι ίδιοι. Η μόνη άμυνα θα ήταν να αποκαλύψουν με ποιον τρόπο έμαθαν αυτές τις πληροφορίες, αλλά δεν το κάνουν.

Συνέχεια…


Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο On the way to Ithaca, όπου και γίνεται ο σχολιασμός.

[Κπκ] 3βv. Σχόλια για τους απολογητές

19 July 2013
Comments Off on [Κπκ] 3βv. Σχόλια για τους απολογητές
Αρθρογράφος: Ebonmuse
Μετάφραση: Evan T


« Προηγούμενο άρθρο [3βiv] • Περιεχόμενα Επόμενο άρθρο [3γ] »

Προσπαθώντας να εξηγήσουν αυτή τη σιωπή των πρώτων Χριστιανών για έναν ιστορικό Ιησού, ακόμα και την κατάφωρη άρνηση του Φήλικος, κάποιοι σύγχρονοι απολογητές καταφεύγουν σε πραγματικά παράλογες στρατηγικές. Η πιο συνήθης είναι ο ισχυρισμός πως οι αρχαίοι απολογητές θεωρούσαν πως το κοινό τους θα έβρισκε πολύ ακραίο το δόγμα της ενσάρκωσης, οπότε δεν προσπάθησαν να το υπερασπιστούν.

Σκεφτείτε όμως τι σημαίνει αυτό. Πραγματικά πρέπει να πιστέψουμε πως οι αρχαίοι απολογητές αμέσως εγκατέλειψαν το πιο σημαντικό δόγμα ολόκληρης της θρησκείας τους φοβούμενοι την κριτική; Το κάνουν οι σύγχρονοι ευαγγελίζοντες αυτό; Άλλωστε, όπως θα έλεγαν σίγουρα οι σύγχρονοι Χριστιανοί, χωρίς το δόγμα της ενσάρκωσης δεν υπάρχει Χριστιανισμός. Αν δεν επρόκειτο να υποστηρίξουν τον ακρογωνιαίο λίθο της θρησκείας τους, τότε γιατί καν κάνανε τον κόπο να γράψουνε;

Το έργο του Αθηναγόρα γράφτηκε με αποδέκτη τον αυτοκράτορα, με στόχο να τον πείσει να σταματήσει τους διωγμούς και τις δολοφονίες των Χριστιανών. Δεν θα εκνευριζόταν πολύ περισσότερο ο αυτοκράτορας αν μάθαινε αργότερα πως ο Αθηναγόρας έγραφε ψέματα για τη βάση της θρησκείας του; Ομοίως πολλοί από τους άλλους απολογητές γράφανε με σκοπό να προσηλυτίσουν. Ακόμα και αν δεχτούμε πως φοβόντουσαν να υπερασπιστούν το δόγμα της ενσάρκωσης, τι νόημα θα είχε να προσηλυτίσουν κάποιους σε μία θρησκεία που έμοιαζε ελάχιστα με τον Χριστιανισμό; Μετά τον προσηλυτισμό μήπως θα πέρνανε τον νεοφώτιστο στην άκρη και θα του λέγανε “Αχ, ναι… ξέχασα να σου πω κι αυτό” και μετά θα του ρίχνανε στη μούρη ένα δόγμα που αλλάζει τελείως τη νεόδμητη πίστη; Όχι, είναι παράλογο να θεωρήσουμε πως οι αρχαίοι απολογητές κάνανε κάτι τέτοιο. Αν αφήσουμε τα γραπτά τους να μιλήσουν μόνα τους αντί να τους επιβάλλουμε τις δικές μας ευαγγελικές προκαταλήψεις, το προφανές συμπέρασμα είναι πως οι άνδρες αυτοί επιχειρηματολογούσαν λες και πράγματι δεν πίστευαν σε έναν ιστορικό Ιησού Χριστό. Πίστευαν σε έναν Λόγο, αλλά δεν θεωρούσαν πως ο Λόγος είχε ενσαρκωθεί ποτέ στη Γη.

 


 

Όμως και αν δεχθεί κάποιος αυτό το συμπέρασμα, παραμένει η προφανής ερώτηση: Προς τι τα ευαγγέλια; Αν ο Χριστιανισμός δεν ξεκίνησε με έναν ιδρυτή-άνθρωπο, γιατί γράφτηκαν τα ευαγγέλια, και πώς κατέληξε να διαδοθεί η πίστη αυτή στην ευρύτερη χριστιανική σκέψη;

Δεν υπάρχουν καθοριστικά στοιχεία για να ξεκαθαρίσει αυτό το ζήτημα, οπότε οποιοδήποτε συμπέρασμα αναγκαστικά είναι εικασία. Έχουμε όμως κάποιες ενδιαφέρουσες ενδείξεις.

Παρόλο που ο Μινούκιος Φήλιξ είναι ξεκάθαρο πως δεν πίστευε σε έναν σταυρωμένο ενσαρκωμένο σωτήρα, το γεγονός πως ασχολείται με την απόρριψη αυτής της κατηγορίας στο βιβλίο του μας δείχνει πως κάποιος απέδιδε αυτή την πεποίθηση στους Χριστιανούς. Ομοίως, ενώ το ”Προς Έλληνας” του Τατιανού δεν αναφέρεται σχεδόν καθόλου στον Ιησού και την ενσάρκωση, υπάρχει μία πρόταση που ίσως αναφέρεται σ’ αυτές τις ιδέες. “Δεν είμαστε ανόητοι, ω Έλληνες, όταν λέμε πως ο Θεός γεννήθηκε ως άνθρωπος” γράφει. (Αυτή είναι η μόνη αναφορά στο έργο του σε κάτι που μοιάζει με την ιστορία των ευαγγελίων, αλλά δεν γράφει περισσότερα.) “Δείτε και τα δικά σας αρχεία,” συνεχίζει, “και δεχθείτε απλά πως κι εμείς λέμε ιστορίες.”

Ίσως αυτό σημαίνει πως ο Τατιανός γνώριζε την ιστορία των ευαγγελίων. Ίσως. Αλλά αν την ήξερε και αν την πίστευε, τότε γιατί δεν τη συζητά; Ο Τατιανός έγραφε για να προσηλυτίσει Έλληνες και ενώ γράφει πάρα πολλά για τον Λόγο, το παραπάνω φευγαλέο σχόλιο είναι το μόνο που ίσως να αναφέρεται στην ενσάρκωση. Αν νομίζετε πως ο Τατιανός κάνει χάλια δουλειά με την παρουσίαση του Χριστιανισμού στους Παγανιστές, δεν θα είχατε και άδικο, δεδομένου πως δεν αναφέρθηκε καθόλου στο κεντρικό στοιχείο της πίστης του. Για την ακρίβεια σχεδόν το περιφρονεί. Όταν μας λέει να “δεχθείτε απλά πως κι εμείς λέμε ιστορίες” είναι λες και θεωρεί την ενσάρκωση σαν θρύλο ή μύθο του ίδιου επιπέδου με τους ελληνικούς μύθους για τον Ηρακλή, τον Αχιλλέα κ.λπ. Είναι λες και άκουσε την ιστορία των ευαγγελίων, αλλά τη θεωρεί πρόσφατη προσθήκη και καθόλου απαραίτητη για τη χριστιανική πίστη.

Μήπως ισχύει αυτό ακριβώς;

Ας κάνουμε την εξής υπόθεση εργασίας: Έστω πως ο πρώιμος Χριστιανισμός ξεκίνησε με την πίστη σε έναν αποκλειστικά πνευματικό Χριστό, έναν ουράνιο λυτρωτή και παράλληλα είχε κι έναν πυρήνα ηθικών διδαγμάτων που προέκυπταν από τις εβραϊκές γραφές και την ελληνική φιλοσοφία. Αυτός ήταν ο Χριστιανισμός του Παύλου και των άλλων επιστολογράφων της Βίβλου. Αυτή η υπόθεση για τις απαρχές του Χριστιανισμού εξηγεί πολλά· όπως προαναφέραμε, εξηγεί γιατί οι επιστολές δεν φαίνεται να έχουν γνώση των ιστοριών των ευαγγελίων, γιατί μιλάνε εις μάκρος για τον θάνατο του Ιησού, χωρίς όμως να τον εντοπίζουν χρονικά και γεωγραφικά, και γιατί δεν περιγράφουν ποτέ τα θαύματά του και δεν δίνουν βιογραφικές πληροφορίες πέρα από αυτές που προκύπτουν από τις προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης. Επίσης εξηγεί για ποιον λόγο οι επιστολές συχνά αναφέρουν ηθικά διδάγματα παρόμοια με των ευαγγελίων, αλλά ποτέ δεν τα αποδίδουν στον Ιησού. Διδάγματα όπως το “αγαπάτε αλλήλους”, “γυρίστε το άλλο μάγουλο”, “προσευχηθείτε για εκείνους που σας καταριούνται” κ.ο.κ, τα οποία ήταν κεντρικά στα κηρύγματα του Ιησού, επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά στις επιστολές, αλλά κανένας επιστολογράφος δεν λέει “όπως μας δίδαξε ο ίδιος ο Ιησούς” ή κάτι παρεμφερές, και τα ηθικά διδάγματα μεταφέρονται χωρίς να αποδίδονται σε κάποιον. Κάποιες φορές αποδίδονται στον Θεό, δηλαδή τον Πατέρα. Ποτέ κάποιος επιστολογράφος δεν λέει πως αυτά είναι διδάγματα ενός ανθρώπινου όντος που έζησε πρόσφατα. Υπό το πρίσμα αυτής της θεωρίας αυτό είναι και το αναμενόμενο.

Αυτή τη μορφή πήρε ο Χριστιανισμός τις πρώτες δεκαετίες της ζωής του. Κάποια στιγμή μετά το 70 Κ.Χ. ας υποθέσουμε πως μπαίνει στο παιχνίδι ένας ανώνυμος συγγραφέας. Ας τον πούμε Μάρκο. Αυτός ο Μάρκος πήρε αυτά τα διδάγματα, τα συνδύασε με την παυλικιανή παράδοση του συμπαντικού Χριστού, όπως αυτή αναπτύσσεται στις επιστολές, και έγραψε κάτι τελείως νέο. Το έγγραφο αυτό είναι φυσικά το πρώτο ευαγγέλιο, το Κατά Μάρκον.

Γιατί το έκανε αυτό ο Μάρκος δεν μπορούμε να το ξέρουμε, όμως ο πιο πιθανός λόγος ήταν ότι ήθελε να γράψει μια θρησκευτική αλληγορία —μια ιστορία σχεδιασμένη να διδάξει μέσω των διδαχών και των παραβολών μιας θρυλικής ιδρυτικής φιγούρας. Αυτό δεν ήταν πρωτότυπο: στον Ιουδαϊσμό υπάρχει η γνωστή ερμηνευτική τεχνική ονόματι “μιδράς” με την οποία συλλέγονται στίχοι από διάφορα σημεία των γραφών και χρησιμοποιούνται στην κατασκευή νέων ιστοριών με νέα επιμύθια. Ασχέτως λόγου, είναι πολύ πιθανό πως το κείμενο που συνέγραψε ο Μάρκος ήταν φανταστικό και το προόριζε να διαβαστεί ως τέτοιο. Ο κόσμος που θα το διάβαζε θα κατανοούσε πως δεν επρόκειτο για πραγματική ιστορική διήγηση.

Ο πρώιμος Χριστιανισμός ήταν ένα πολυσυλλεκτικό κίνημα και με τον καιρό η ιστορία αυτή σταδιακά μετατοπίστηκε στη χριστιανική συνείδηση. Αρχικά ο κόσμος πιθανότατα κατανοούσε τον σκοπό της ιστορίας και δεν την θεωρούσε κεντρικό στοιχείο της θρησκείας του, αλλά περισσότερο ως διδακτικό μύθο. Μπορεί να μάθαινες κάποια πράγματα για τον Χριστιανισμό διαβάζοντάς την, αλλά δεν ήταν απαραίτητη για να είσαι Χριστιανός. Ίσως αυτό να ίσχυε και στην περίπτωση του Τατιανού και του Μινούκιου Φήλικος· παρόλο που μπορεί να είχαν ακούσει την ιστορία, τη θεωρούσαν καινούρια προσθήκη και περιφερειακή, ίσως και να την περιφρονούσαν. Αυτό στο οποίο πιστεύανε πραγματικά ήταν το δόγμα του Λόγου, ο συμπαντικός παυλικιανός Χριστιανισμός, και το πιστεύανε τόσο ένθερμα που ήθελαν να το κηρύξουνε και στους Εθνικούς.

Με τον καιρό, και καθώς η νέα θρησκεία εξελίχθηκε και διασπάστηκε σε σέκτες, βρέθηκαν και άλλοι συγγραφείς που διάβασαν την αλληγορική ιστορία και την μετάλλαξαν ώστε να μεταδίδει τα δικά τους μηνύματα και να ταιριάζει στις πεποιθήσεις της δικιάς τους κοινότητας (αν οι συγγραφείς αυτοί πιστεύαν πλέον πως η ιστορία ήταν αληθινή είναι ένα ερώτημα που μένει ανοιχτό). Το αποτέλεσμα ήταν ο Ματθαίος, ο Λουκάς και ο Ιωάννης, καθώς και ένα μεγάλο συνονθύλευμα από μη κανονικά ευαγγέλια.

Το ερώτημα που μένει είναι πότε εν τέλει οι Χριστιανοί ξεχάσανε ότι τα ευαγγέλια δεν ήταν πραγματικές ιστορίες. Πότε έσβησε το γεγονός αυτό από τη συλλογική τους μνήμη;

Ένας παράγοντας που πρέπει να βοήθησε πρέπει να ήταν και ο εβραϊκός πόλεμος στα τέλη του 1ου αιώνα, όταν η Ρώμη αποφάσισε να βάλει ένα τέλος μια και καλή στην εβραϊκή ανυποταξία, οπότε και εισέβαλε στην Ιερουσαλήμ και κατέστρεψε ολοκληρωτικά τον Ναό του Σολομώντος. Μιλάμε για μια μεγάλης κλίμακας αναταραχή στην οποία σκοτώθηκε ένα σημαντικό ποσοστό του εβραϊκού πληθυσμού, ενώ οι επιζώντες σκορπίστηκαν στους τέσσερις ανέμους. Μετά από μια τέτοια καταστροφή, που σίγουρα θα προκάλεσε και την καταστροφή αρχείων, κανείς δεν θα ήτανε σε θέση να καταρρίψει μια ιστορία για άλλον ένα μεσσιανικό ιεροκήρυκα στην περιοχή πριν από δεκαετίες —δεν θα είχε απομείνει κανείς που να μπορούσε να πει με βεβαιότητα πως η ιστορία δεν συνέβη στην πραγματικότητα. Θα αρκούσε και το πέρασμα του χρόνου βέβαια, οπότε με τον θάνατο των αρχικών συγγραφέων, οι μετέπειτα γενιές Χριστιανών ξέχασαν τον αρχικό σκοπό των ευαγγελίων.

Το κάτω-κάτω της γραφής πάντως είναι πως στο τέλος οι Χριστιανοί όντως ξέχασαν τον αρχικό σκοπό των ευαγγελίων, τα θεώρησαν λανθασμένα πως ήταν ιστορίες βασισμένες σε ιστορικά γεγονότα και παράλληλα τα τοποθέτησαν πρώτα σε σημασία, με τις επιστολές από τις οποίες ξεπήδησαν να θεωρούνται δευτερεύουσες. Καθώς άρχισε να αποκρυσταλλώνεται και η Εκκλησία, τυποποιώντας το χριστιανικό δόγμα και αφομοιώνοντας ή εξολοθρεύοντας άλλες σέκτες, τα κείμενα εκείνα που είχαν επιβιώσει και κατέγραφαν τον πραγματικό σκοπό των ευαγγελίων θα θεωρούνταν αιρετικά και θα καταστρέφονταν. Το μόνο που μένει είναι να διαβάσει κανείς τις επιστολές, προϋποθέτοντας ως πραγματικά τα ευαγγέλια, και να θεωρήσει πως και οι δύο ομάδες κειμένων γράφτηκαν για να περιγράψουν το ίδιο σετ πεποιθήσεων, και να πώς γεννήθηκε ο σύγχρονος Χριστιανισμός.

Προφανώς έχουμε ξεστρατίσει πολύ από την πεπατημένη. Αλλά υπάρχουν στοιχεία για τη θεωρία αυτή πέρα από μερικές αράδες απολογητών του 2ου αιώνα. Υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία μέσα στα ίδια τα ευαγγέλια που υποδηλώνουν τον αρχικό σκοπό των ευαγγελίων.

Συνέχεια…


Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο On the way to Ithaca, όπου και γίνεται ο σχολιασμός.

[Κπκ] 3βiv. Μινούκιος Φήλιξ

12 July 2013
Comments Off on [Κπκ] 3βiv. Μινούκιος Φήλιξ
Αρθρογράφος: Ebonmuse
Μετάφραση: Evan T


« Προηγούμενο άρθρο [3βiii] • Περιεχόμενα Επόμενο άρθρο [3βv] »

Για το τέλος κράτησα τον πιο “διαφωτιστικό” απολογητή που υπάρχει. Ο Μάρκος Μινούκιος Φήλιξ (Marcus Minucius Felix) έγραψε μεταξύ 150 και 200 Κ.Χ. το έργο του “Οκτάβιος” που είναι ένας φανταστικός διάλογος μεταξύ του φανταστικού Χριστιανού χαρακτήρα Οκτάβιου και του παγανιστή χαρακτήρα Καικίλιου.

Ο Χριστιανισμός του Μινούκιου Φήλιξ, όπως παρουσιάζεται από τα λεγόμενα του Οκτάβιου, είναι πολύ πιο παράξενος από εκείνον όλων των άλλων απολογητών. Μιλά εις μάκρος για τον μονοθεϊστικό Θεό χωρίς να αναφερθεί καθόλου στον Ιησού ή έστω στην έννοια του Λόγου. Όταν ο Καικίλιος λέει ως πρόκληση στον Οκτάβιο “Υπάρχει έστω και ένα άτομο που να επέστρεψε από τους νεκρούς… ως παράδειγμα για να πιστέψουμε;” ο Οκτάβιος δεν δίνει την προφανή απάντηση. Για την ακρίβεια δεν δίνει καμία απάντηση.

Αλλά δεν είναι αυτό το σημείο-φωτιά. Στο κεφάλαιο 9 ο Καικίλιος επιτίθεται στους Χριστιανούς με μια μεγάλη λίστα συκοφαντιών· κάνουνε, λέει, ομαδικά όργια σε κάθε συγκέντρωση, λατρεύουν το κεφάλι ενός γαϊδάρου ή τα αχαμνά των ιερέων τους, σκοτώνουν και τρώνε μωρά στις τελετές τους κ.λπ. Ο Καικίλιος λέει επίσης αυτό:

Et qui hominem, summo supplicio pro facinore punitum, et crucis ligna feralia, eorim caerimonias fabulantur, congruentia perditis sceleratisque tribuit altaria, ut id colant quod merentur. Και κάποιοι λένε πως αντικείμενο λατρείας τους είναι κι ένας άνθρωπος που θανατώθηκε ως εγκληματίας καθώς και το άθλιο ξύλο του σταυρού του· αντάξιος ως βωμός για τέτοιους διεφθαρμένους ανθρώπους που λατρεύουν ό,τι τους αξίζει.

Octavius, κεφ. IX, σελ. 261

Μην ξεχνάτε ότι ο Μινούκιος τα γράφει αυτά. Μόλις συμπεριέλαβε το κεντρικό δόγμα ολόκληρου του Χριστιανισμού σε μια λίστα με γελοίες και αηδιαστικά ψευδείς κατηγορίες για τη θρησκεία του. Πώς απαντά ο Οκτάβιος;

Η πρώτη απάντηση του Οκτάβιου είναι ότι και οι παγανιστές πιστεύουν παρόμοια πράγματα για ενσαρκωμένους θεούς, αλλά δεν κάνει παραλληλισμούς. Αντίθετα τις γελοιοποιεί. “Συνεπώς ούτε δημιουργούνται θεοί από νεκρούς ανθρώπους, αφού ένας θεός δεν μπορεί να πεθάνει· ούτε γεννιούνται από ανθρώπους, αφού ό,τι γεννιέται, πεθαίνει”, λέει. Οι θεοί δεν μπορούν να δημιουργηθούν από “ανθρώπους που γεννιούνται”; Οι θεοί δεν μπορούν να πεθάνουν; Πού είναι η κρίσιμη εξαίρεση; Πού είναι η διάκριση ουσιών που κανείς Χριστιανός δε θα παρέλειπε; Ο Οκτάβιος δεν προσφέρει καμία απάντηση.

Αλλά το πράγμα γίνεται ακόμη διασκεδαστικότερο, όταν ο Οκτάβιος αρχίζει να επιτίθεται σε συγκεκριμένες θέσεις του Καικίλιου και στο κεφάλαιο 29 λέει:

Hec et hujusmodi nobis non licet nec andire etiam pluribus turpe defendere est. Ea enim de castis fingitis et puducis quae fieri non crederemus, nisi de vobis probaretis. Nam quod religioni nostrae hominem noxium, et crucem ejus adscribitis, longe de vicinia veritatis erratis, qui putatis Deum credi, aut meruisse noxium, aut potuisse terrenum. Τέτοια πράγματα και κακόφημα σαν κι αυτά δεν επιτρέπεται ούτε να τα ακούμε και είναι και ντροπιαστικό να υπερασπιζόμαστε τους εαυτούς μας από τέτοιες κατηγορίες. Γιατί προσποιείσαι πως αυτά τα πράγματα γίνονται από αγνούς και μετριόφρονες ανθρώπους, τα οποία δεν θα έπρεπε να πιστεύουμε καν πως γίνονται, εκτός και αν απέδειξες πως αληθεύουν για σένα. Γιατί όταν αποδίδεις στη θρησκεία μας τη λατρεία ενός εγκληματία και του σταυρού του, απομακρύνεσαι από την αλήθεια, με το να πιστεύεις πως ένας εγκληματίας άξιζε, ή ότι ένα επίγειο ον θα μπορούσε να γίνει πιστευτό ως Θεός.

Octavius, κεφ. XXIX, σελ. 331

Το νόημα αυτών των γραμμών δεν θα μπορούσε να είναι σαφέστερο. Ο Οκτάβιος αρνείται ότι οι Χριστιανοί λατρεύουν έναν επίγειο σταυρωμένο άνδρα. Δεν αφήνει κανένα περιθώριο παρερμηνείας, κανένα περιθώριο για εξαιρέσεις και διευκρινίσεις και πουθενά δεν λέει πως ο άνδρας που λατρεύουν δεν ήταν εγκληματίας, αλλά αθώος και μάλιστα Υιός του Θεού. Δεν λέει τίποτα τέτοιο. Για την ακρίβεια η τελευταία του φράση λέει ξερά πως κανένα επίγειο ον οποιουδήποτε είδους δεν γίνεται να θεωρείται ως θεός. Έπειτα συνεχίζει με τον ίδιο ευθύ τρόπο για να αντικρούσει την κατηγορία πως οι Χριστιανοί σκοτώνουν και τρώνε μωρά.

Ορισμένοι Χριστιανοί σχολιαστές, μη μπορώντας να πιστέψουν αυτό που λέει απλά το κείμενο, έχουν προσπαθήσει να υπονοήσουν πως ο Φήλιξ υπονοούσε πως οι Χριστιανοί λατρεύουν έναν ανθρώπινο, εσταυρωμένο Ιησού, παρόλο που τίποτε στα γραφόμενά του δεν προδίδει κάτι τέτοιο και αντίθετα το αρνείται. (Οι πατέρες μετά τη Σύνοδο της Νικαίας, στη μετάφρασή τους δίνουν σ’ αυτό το κεφάλαιο τον τίτλο: “Επιχείρημα: Ούτε αληθεύει πως ένας άνθρωπος δεμένος στον σταυρό λόγω των εγκλημάτων του λατρεύεται από τους Χριστιανούς, γιατί όχι μόνο πιστεύουν πως ήταν αθώος, αλλά θεωρούν πως ήταν και Θεός.” Τι σχέση έχει αυτό με το κείμενο; Ο Φήλιξ δεν λέει τίποτα τέτοιο. Οι μεταφραστές βλέπουν στο κείμενο πράγματα που νομίζουν πως θα έπρεπε να υπάρχουν.)

Συνέχεια…


Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο On the way to Ithaca, όπου και γίνεται ο σχολιασμός.

[Κπκ] 3βiii. Τατιανός

8 July 2013
Comments Off on [Κπκ] 3βiii. Τατιανός

Αρθρογράφος: Ebonmuse
Μετάφραση: Evan T


« Προηγούμενο άρθρο [3βii] • Περιεχόμενα Επόμενο άρθρο [3βiv] »

Στο έργο του “Προς Έλληνας”, γραμμένο περί το 160 Κ.Χ., ο Τατιανός παρακινεί τον αναγνώστη να ασπαστεί τη χριστιανική πίστη. Όπως και ο Θεόφιλος και ο Αθηναγόρας, αναλίσκεται στο να περιγράφει διεξοδικά τον Λόγο, αλλά ποτέ δεν αναφέρεται σε κάποια ενσάρκωση, ούτε αναφέρει το όνομα του Ιησού και ισχυρίζεται πως η σωτηρία βασίζεται στη γνώση του Θεού. Αργότερα αποκόπηκε από τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό και έγινε μέλος μιας αίρεσης, ενώ συνέθεσε και ένα κράμα των τεσσάρων κανονικών ευαγγελίων, με τίτλο “Διατεσσάρων”. Αυτό ίσως υποδηλώνει πως άλλαξε πεποιθήσεις ή μπορεί να σημαίνει κάτι άλλο· το ζήτημα των ευαγγελίων και του πώς τα έβλεπε ο Τατιανός θα το συζητήσουμε διεξοδικότερα παρακάτω.


Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο On the way to Ithaca, όπου και γίνεται ο σχολιασμός.