Πού γίνεται ο σχολιασμός;

Στο τέλος του κάθε άρθρου υπάρχει σύνδεσμος για το ιστολόγιο του συγγραφέα, όπου και μπορείτε να αφήνετε τα σχόλιά σας.

[Κπκ] 2β. Σουητώνιος

30 November 2012
Comments Off on [Κπκ] 2β. Σουητώνιος
Αρθρογράφος: Ebonmuse
Μετάφραση: Evan T


« Προηγούμενο άρθρο [2α΄] • Περιεχόμενα Επόμενο άρθρο » [2γ]

Ο Γάιος Σουητώνιος Τράγκυλλος (Gaius Suetonius Tranquillus) ήταν ένας Ρωμαίος βιογράφος και ιστορικός με πιο διάσημο έργο του το “Περί των Βίων των Καισάρων” (De Vita Caesarum), οι βιογραφίες δώδεκα Ρωμαίων Αυτοκρατόρων πασπαλισμένες με μπόλικα κουτσομπολιά και διηγήσεις σκανδάλων. Το βιβλίο γράφτηκε γύρω στα 120 Κ.Χ. και περιέχει ένα χωρίο που συχνά αναφέρουν οι απολογητές:

Iudaeos impulsore Chresto assidue tumultuantis Roma expulit. Επειδή οι Ιουδαίοι διαρκώς προκαλούσαν αναταραχές με την υποκίνηση του Χρηστού, τους εκδίωξε [ο Κλαύδιος] από τη Ρώμη

“De Vita Caesarum”, Βιβλίο V (Κλαύδιος), κεφ. 25 §4

Απεικόνιση του Σουητώνιου
από τα “Χρονικά της Νυρεμβέργης” (1493)

Ως απόδειξη για την ιστορικότητα του Ιησού, αυτή η αράδα είναι πολύ αδύναμη. Με μια και μόνο ανάγνωση προκύπτουν αρκετές ανωμαλίες. Κατ’ αρχάς ο τίτλος του Ιησού είναι γραμμένος λάθος, αλλά μπορεί να μην πρόκειται καν για λάθος. Το “Chrestus” δε σημαίνει “Χριστός” (=Christus), αλλά “Χρηστός”, ένα κανονικότατο και πολύ συνηθισμένο ρωμαϊκό όνομα. Ενδέχεται το χωρίο να αναφέρεται σε κάποιον άλλο Εβραίο ψευδομεσσία, σαν εκείνους που μας αναφέρει ο Ιώσηπος. Επιπλέον ο Κλαύδιος ήταν αυτοκράτορας από το 41 ως το 54 Κ.Χ. Δεν υπάρχουν στοιχεία πως ο Χριστιανισμός είχε εξαπλωθεί στη Ρώμη αυτή την περίοδο ή ότι ήταν καν αρκετά ισχυρός για να προκαλέσει εξέγερση. Σημειώστε επίσης ότι ο Σουητώνιος γράφει πως τις αναταραχές τις προκάλεσαν Εβραίοι και όχι Χριστιανοί (και ο Σουητώνιος όντως αναφέρεται αλλού στο έργο του σε Χριστιανούς, οπότε ήξερε καλά τη διαφορά).

Τέλος είναι αξιοσημείωτο το πότε γράφτηκε το χωρίο. Μετά τον Ιώσηπο, τον κοντινότερο χρονολογικά ιστορικό στον Ιησού, πηδάμε στο 120 Κ.Χ. Μια γενικόλογη αναφορά σε ένα άτομο που ίσως να ήταν ο ιδρυτής του Χριστιανισμού, γραμμένο 70 χρόνια μετά τον θάνατό του δεν είναι και συγκλονιστικό στοιχείο για την ιστορικότητα του Ιησού.

Σχόλια του Μεταφραστή

Να σημειώσω πως η διατύπωση της πρότασης εμένα προσωπικά μου αφήνει την εντύπωση πως ο Σουητώνιος αναφέρεται σε ένα ντόπιο πρόβλημα και πως ο εν λόγω ταραχοποιός ζούσε στην ίδια τη Ρώμη. Μου φαίνεται λίγο παράδοξο να χρησιμοποιείται η λέξη “υποκινητής” (impulsor) για ένα άτομο στην άλλη άκρη της λεκάνης της Μεσογείου· χώρια ότι όπως αναφέρει και ο Ebonmuse, η περίοδος της βασιλείας του Κλαύδιου είναι πολύ νωρίς για χριστιανικές κοινότητες στη Ρώμη.

Η εκδίωξη των Εβραίων από τη Ρώμη από τον Κλαύδιο πάντως, ίσως και να στηρίζεται και από μια αναφορά στις Πράξεις 18,1-4.

1 Μετὰ δὲ ταῦτα χωρισθεὶς ὁ Παῦλος ἐκ τῶν Ἀθηνῶν ἦλθεν εἰς Κόρινθον· 2 καὶ εὑρών τινα Ἰουδαῖον ὀνόματι Ἀκύλαν, Ποντικὸν τῷ γένει, προσφάτως ἐληλυθότα ἀπὸ τῆς Ἰταλίας, καὶ Πρίσκιλλαν γυναῖκα αὐτοῦ, διὰ τὸ διατεταχέναι Κλαύδιον χωρίζεσθαι πάντας τοὺς Ἰουδαίους ἀπὸ τῆς Ρώμης, προσῆλθεν αὐτοῖς, 3 καὶ διὰ τὸ ὁμότεχνον εἶναι ἔμεινε παρ’ αὐτοῖς καὶ εἰργάζετο· ἦσαν γὰρ σκηνοποιοὶ τῇ τέχνῃ. 4 διελέγετο δὲ ἐν τῇ συναγωγῇ κατὰ πᾶν σάββατον, ἔπειθέ τε Ἰουδαίους καὶ Ἕλληνας. (Πρξ 18,1-4)

Το ζευγάρι που γνώρισε ο Παύλος στην Κόρινθο είναι προφανές πως δεν ήταν Χριστιανοί· τα κοινά που είχαν με τον Παύλο ήταν ότι ήταν Εβραίοι και σκηνοποιοί, και θεωρώ εύλογο πως αν ήταν και Χριστιανοί θα μας το ανέφερε ο συγγραφέας, ειδικά δεδομένου πως μετά γίνεται αναφορά στις προσηλυτιστικές προσπάθειες του Παύλου (και ενδεχομένως να προσηλύτισε και τον Ακύλα και την Πρίσκιλλα). Ενδιαφέρον είναι και το ότι αναφέρεται ο διωγμός των Εβραίων από τον Κλαύδιο, αλλά λείπει κάποια αναφορά στο ότι οι Εβραίοι εκδιώχθηκαν από τον Κλαύδιο λόγω του ότι ήταν και Χριστιανοί, όταν γενικότερα η χριστιανική γραμματεία ψοφάει για αναφορές διώξεων.

Περισσότερες ενστάσεις και απαντήσεις σε πιο λεπτά απολογητικά επιχειρήματα μπορείτε να διαβάσετε και στο αντίστοιχο άρθρο του Κώστα.

Υπάρχει άλλο ένα σύντομο χωρίο στο έργο του Σουητώνιου που αναφέρουν οι απολογητές:

Afflicti suppliciis Christiani, genus hominum superstitionis novae ac maleficae [Μετά τη φωτιά της Ρώμης] επιβλήθηκε τιμωρία στους Χριστιανούς, μια κατηγορία ανθρώπων που επιδίδονταν σε μια νέα και κακοποιό δεισιδαιμονία.

“De Vita Caesarum”, Βιβλίο VI (Νέρων), κεφ. 16 §2

Θυμάστε τη δεύτερη ερώτηση στην αρχή του κεφαλαίου; Τι έγραψε ο ιστορικός; Αυτό το μικρό χωρίο δεν αναφέρει τίποτα για την ύπαρξη του Ιησού, οπότε είναι άχρηστο ως απόδειξη για την ιστορικότητά του. Απλά αποδεικνύει πως υπήρχαν Χριστιανοί το 120 Κ.Χ. και κανείς δεν φέρνει αντίρρηση σ’ αυτό.

Συνέχεια…


Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο On the way to Ithaca, όπου και γίνεται ο σχολιασμός.

[Κπκ] 2α΄. Ωριγένης και Ιώσηπος

27 November 2012
Comments Off on [Κπκ] 2α΄. Ωριγένης και Ιώσηπος
Αρθρογράφος: Ebonmuse
Μετάφραση: Evan T


« Προηγούμενο άρθρο [2α] • Περιεχόμενα Επόμενο άρθρο » [2β]

Η ενότητα αυτή έχει προστεθεί για πληρότητα από τον μεταφραστή και δεν αποτελεί τμήμα του αρχικού κειμένου του Ebonmuse.

Ο Ωριγένης Αδαμάντιος
σε γκραβούρα άγνωστης προέλευσης.

Ο Ωριγένης (ή Ωριγένης Αδαμάντιος, όπως ήταν το πλήρες όνομά του) έζησε από το 185 μέχρι το 251 μ.Χ. περίπου και ήταν ένας από τους πρώτους Πατέρες της Πρωτο-Ορθόδοξης Εκκλησίας και σημαντικότατος απολογητής του Χριστιανισμού, τουλάχιστον μέχρι την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο της Κων/πολης το 533 μ.Χ., οπότε και έπαψε να είναι βολικός για το εκκλησιαστικό κατεστημένο και αφορίστηκε ως αιρετικός.

Ο Ωριγένης είναι άξιος αναφοράς σ’ αυτό το δοκίμιο μιας και ήταν από τους πρώτους που αναφέρονται στα γραφόμενα του Ιώσηπου για να στηρίξουν τα επιχειρήματά τους και από τους πρώτους που προσπάθησαν να παραχαράξουν πλαγίως τον Ιώσηπο για τον ίδιο σκοπό· για να στηρίξουν την ιστορικότητα και την αληθοφάνεια των ευαγγελικών περιγραφών.

Τα πρώτα δύο αποσπάσματα που ακολουθούν προέρχονται από το διάσημο έργο του “Κατά Κέλσον” που έγραψε για να υπεραμυνθεί του Χριστιανισμού από το έργο “Λόγος Αληθής” του Κέλσου (περισσότερο μπορείτε να διαβάσετε στο αντίστοιχο κεφάλαιο για τον Κέλσο)· το τελευταίο από το λιγότερο γνωστό του βιβλίο “Σχολιασμός Ευαγγελίου Ματθαίου” το οποίο σώζεται κατά το ήμισυ. Ας διαβάσουμε:

Ἐβουλόμην δ’ ἄν Κέλσῳ, προσωποιήσαντι τὸν Ἰουδαῖον παραδεξάμενον πως Ἰωάννην ὡς βαπτιστὴν βαπτίζοντα τὸν Ἰησοῦν, εἰπεῖν ὅτι τὸ Ἰωάννην γεγονέναι βαπτιστήν, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτημάτων βαπτίζοντα, ἀνέγραψε τις τῶν μετ’ οὐ πολὺ τοῦ Ἰωάννου καὶ τοῦ Ἰησοῦ γεγενημένων. Ἐν γὰρ τῷ ὀκτωκαιδεκάτῷ τῆς Ἰουδαϊκῆς ἀρχαιολογίας ὁ Ἰώσηπος μαρτυρεῖ τῷ Ἰωάννῃ ὡς βαπτιστῇ γεγενημένῳ καὶ καθάρσιον τοῖς βαπτισαμένοις ἐπαγγελλομένῳ. Ὁ δ’ αὐτός, καίτοι γε ἀπιστῶν τῷ Ἰησοῦ ὡς Χριστῷ, ζητῶν τὴν αἰτίαν τῆς τῶν Ἱεροσολύμων πτώσεως και τῆς τοῦ ναοῦ καθαιρέσεως, δέον αὐτὸν εἰπεῖν ὅτι ἡ κατὰ τοῦ Ἰησοῦ ἐπιβουλή τούτων αἰτία γέγονε τῷ λαῷ, ἐπεὶ ἀπέκτειναν τὸν προφητευόμενον Χριστόν· ὁ δὲ καὶ ὥσπερ ἄκων οὐ μακρὰν τῆς ἀληθείας γενόμενός φησι ταῦτα συμβεβηκέναι τοῖς Ἰουδαίοις κατ’ ἐκδίκησιν Ἰακώβου τοῦ δικαίου, ὅς ἦν ἀδελφὸς “Ἰησοῦ τοῦ λεγομένου Χριστοῦ”, ἐπειδήπερ δικαιότατον αὐτὸν ὄντα ἀπέκτειναν. Τὸν δὲ Ἰάκωβον τοῦτον ὁ Ἰησοῦ γνήσιος μαθητὴς Παῦλός φησιν ἑωρακέναι ὡς “ἀδελφὸν τοῦ κυρίου”. Οὐ τοσοῦτον διὰ τὸ πρὸς αἵματος συγγενὲς ἢ τὴν κοινὴν τῶν ἀνατροφὴν ὅσον διὰ τὸ ἦθος καὶ τὸν λόγον. Εἲπερ οὖν διὰ Ἰάκωβον λέγει συμβεβηκέναι τοῖς Ἰουδαίοις τὰ κατὰ τὴν ἐρήμωσιν τῆς Ἱερουσαλὴμ, πῶς οὐχὶ εὐλογώτερον διὰ Ἰησοῦν τὸν Χριστὸν τοῦτο φάσκειν γεγονέναι; Οὗ τῆς θειότητος μάρτυρες αἱ τοσαῦται τῶν μεταβαλόντων ἀπὸ τῆς χύσεως τῶν κακῶν ἐκκλησίαι καὶ ἠρτημένων τοῦ δημιουργοῦ καὶ πάντ’ άναφερόντων ἐπὶ τὴν πρὸς ἐκεῖνον ἀρέσκειαν. Θα ήθελα να πω στον Κέλσο, που παρουσιάζει τον Ιουδαίο να αποδέχεται τον Ιωάννη τον Βαπτιστή, ο οποίος βάπτισε τον Ιησού, ότι για τον Ιωάννη το Βαπτιστή, που βάπτιζε εις άφεσιν αμαρτιών, γράφει και κάποιος που γεννήθηκε όχι και πολύ αργότερα από τον Ιωάννη και τον Ιησού. Γιατί στο 18ο βιβλίο του της Ιουδαϊκής Αρχαιολογίας ο Ιώσηπος μαρτυρεί ότι ο Ιωάννης ήταν Βαπτιστής και πως υποσχόταν καθαρμό σε όσους βαπτίζονταν. Αυτός δε [ο Ιώσηπος] αν και δεν πιστεύει στον Ιησού ως Χριστό, ψάχνοντας την αιτία της πτώσης της Ιερουσαλήμ και της καταστροφής του Ναού (αν και θα έπρεπε να είχε πει πως αυτά συνέβησαν στον λαό λόγω της συνωμοσίας κατά του Ιησού· επειδή σκότωσαν τον προφητευόμενο Χριστό) λέει παρόλ’ αυτά (και παρά τη θέλησή του όχι μακριά από την αλήθεια) πως αυτά συνέβησαν στους Ιουδαίους ως εκδίκηση για τον Ιάκωβο το Δίκαιο, ο οποίος ήταν αδελφός του Ιησού του λεγομένου Χριστού, τον οποίο σκότωσαν αν και ήταν δικαιότατος. Ο Παύλος, γνήσιος μαθητής του Ιησού, λέει πως θεωρούσε τον Ιάκωβο ως αδελφό του Ιησού όχι τόσο επειδή ήταν συγγενείς εξ αίματος ή για την κοινή τους ανατροφή, όσο για το ήθος και τον λόγο του. Αν λοιπόν λέει [ο Ιώσηπος] πως τα έπαθαν αυτά οι Ιουδαίοι και ερήμωσε η Ιερουσαλήμ λόγω του Ιακώβου, δεν θα ήταν πολύ λογικότερο να συνέβησαν λόγω του Ιησού Χριστού; Του οποίου τη θεία φύση μαρτυρούν τόσες εκκλησίες που αποτελούνται από μια πλημμύρα κακών, που ενώθηκαν με τον Δημιουργό και τα αφιερώνουν όλα στην ευαρέσκειά του;
Ωριγένη “Κατά Κέλσον”, Βιβλίο I, κεφ. 47

 

Καὶ οὐδαμῶς τότε ἦν στρατόπεδα περὶ τὴν Ἱερουσαλὴμ κυκλοῦντα αὐτὴν καὶ περιέχοντα καὶ πολιουρκόντα. Τοῦτογ γὰρ ἤρξατο μὲν ἔτι Νέρωνος βασιλεύοντος παρέτεινε δὲ ἕως τῆς Οὐεσπασιανοῦ ἡγεμονίας· οἷ ὁ υἱὸς Τίτος καθεῖλε τὴν Ἱερουσαλὴμ, ὡς μὲν Ἰώσηπος γράφει, διὰ Ἰάκωβον τὸν δίκαιον, τὸν ἀδελφὸν Ἰησοῦ τοῦ λεγομένου Χριστοῦ, ὡς δὲ ἡ ἀλήθεια παρίστησι, διὰ Ἰησοῦν τὸν Χριστὸν τοῦ θεοῦ. Τότε δεν υπήρχαν καθόλου στρατόπεδα γύρω από την Ιερουσαλήμ, να την περικυκλώνουν και να την περιέχουν και να την πολιορκούν. Αυτό ξεκίνησε επί Νέρωνος και συνεχίστηκε μέχρι τη βασιλεία του Βεσπασιανού. Του οποίου ο γιος ο Τίτος κατέστρεψε την Ιερουσαλήμ, όπως γράφει ο Ιώσηπος, εξ αιτίας του Ιακώβου του αδελφού του Ιησού του λεγομένου Χριστού, αλλά στην πραγματικότητα εξ αιτίας του Ιησού, του Χριστού του Θεού.
Ωριγένη “Κατά Κέλσον”, Βιβλίο ΙI, κεφ. 13

 

Ἐπὶ τοσοῦτον δὲ διέλαμψεν οὗτος ὁ Ἰάκωβος ἐν τῷ λαῷ ἐπὶ δικαιοσύνῃ ὡς Φλάβιον Ἰώσηπον ἀναγράψαντα ἐν εἴκοσι βιβλίοις τὴν Ἰουδαϊκὴν ἀρχαιολογίαν, τὴν αἰτίαν παραστῆσαι βουλόμενον τοῦ τὰ τοσαῦτα πεπονθέναι τὸν λαὸν ὡς καὶ τὸν ναὸν κατασκαφῆναι, εἰρηκέναι κατὰ μῆνιν θεοῦ ταῦτα αὐτοῖς ἀπηντηκέναι διὰ τὰ εἰς Ἰάκωβον τὸν ἀδελφὸν Ἰησοῦ τοῦ λεγομένου Χριστοῦ ὑπ’ αὐτῶν τετολμημένα. Καὶ «τὸ θαυμαστόν ἐστιν» ὅτι, τὸν Ἰησοῦν ἡμῶν οὐ καταδεξάμενος εἶναι Χριστόν, οὐδὲν ἧττον Ἰακώβῳ δικαιοσύνην ἐμαρτύρησε τοσαύτην. Λέγει δὲ ὅτι καὶ ὁ λαὸς ταῦτα ἐνόμιζε διὰ τὸν Ἰάκωβον πεπονθέναι. Τόσο λαμπερά έλαμψε ως δίκαιος ο Ιάκωβος στο λαό που ο Φλάβιος Ιώσηπος έγραψε στο 20ο βιβλίο της Ιουδαϊκής Αρχαιολογίας, θέλοντας να δείξει το λόγο για τον οποίο έπαθε ο λαός και καταστράφηκε ο Ναός, πως αυτά συνέβησαν σύμφωνα με την οργή του Θεού για αυτό που τόλμησαν να κάνουν στον Ιάκωβο τον αδελφό του Ιησού του λεγομένου Χριστού. Και το θαυμαστό είναι ότι, αν και δεν δεχόταν τον Ιησού ως Χριστό, έδωσε άφθονη μαρτυρία για τη δικαιοσύνη του Ιακώβου. Λέει και πως και ο λαός πίστευε πως τα έπαθε αυτά εξαιτίας του Ιακώβου.
Ωριγένη “Σχολιασμός Ευαγγελίου Ματθαίου”, Βιβλίο X, κεφ. 17

Το πρώτο απόσπασμα είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον γιατί μας μεταφέρει μια αλήθεια και μισό ψέμα. Είναι αλήθεια πως ο Ιώσηπος αναφέρεται στον Ιωάννη το Βαπτιστή στην Ιουδαϊκή Αρχαιολογία. Για την ακρίβεια γράφει μπόλικα λόγια και δείχνει να μην τον αντιπαθεί όπως τους ψευδομεσσίες στους οποίους αναφέρεται.

Τισὶ δὲ τῶν Ἰουδαίων ἐδόκει ὀλωλέναι τὸν Ἡρώδου στρατὸν ὑπὸ τοῦ θεοῦ καὶ μάλα δικαίως τινυμένου κατὰ ποινὴν Ἰωάννου τοῦ ἐπικαλουμένου βαπτιστοῦ. κτείνει γὰρ δὴ τοῦτον Ἡρώδης ἀγαθὸν ἄνδρα καὶ τοῖς Ἰουδαίοις κελεύοντα ἀρετὴν ἐπασκοῦσιν καὶ τὰ πρὸς ἀλλήλους δικαιοσύνῃ καὶ πρὸς τὸν θεὸν εὐσεβείᾳ χρωμένοις βαπτισμῷ συνιέναι: οὕτω γὰρ δὴ καὶ τὴν βάπτισιν ἀποδεκτὴν αὐτῷ φανεῖσθαι μὴ ἐπί τινων ἁμαρτάδων παραιτήσει χρωμένων, ἀλλ᾽ ἐφ᾽ ἁγνείᾳ τοῦ σώματος, ἅτε δὴ καὶ τῆς ψυχῆς δικαιοσύνῃ προεκκεκαθαρμένης. καὶ τῶν ἄλλων συστρεφομένων, καὶ γὰρ ἥσθησαν ἐπὶ πλεῖστον τῇ ἀκροάσει τῶν λόγων, δείσας Ἡρώδης τὸ ἐπὶ τοσόνδε πιθανὸν αὐτοῦ τοῖς ἀνθρώποις μὴ ἐπὶ ἀποστάσει τινὶ φέροι, πάντα γὰρ ἐῴκεσαν συμβουλῇ τῇ ἐκείνου πράξοντες, πολὺ κρεῖττον ἡγεῖται πρίν τι νεώτερον ἐξ αὐτοῦ γενέσθαι προλαβὼν ἀνελεῖν τοῦ μεταβολῆς γενομένης [μὴ] εἰς πράγματα ἐμπεσὼν μετανοεῖν. καὶ ὁ μὲν ὑποψίᾳ τῇ Ἡρώδου δέσμιος εἰς τὸν Μαχαιροῦντα πεμφθεὶς τὸ προειρημένον φρούριον ταύτῃ κτίννυται. τοῖς δὲ Ἰουδαίοις δόξαν ἐπὶ τιμωρίᾳ τῇ ἐκείνου τὸν ὄλεθρον ἐπὶ τῷ στρατεύματι γενέσθαι τοῦ θεοῦ κακῶσαι Ἡρώδην θέλοντος. Υπάρχουν κάποιοι Ιουδαίοι που θεωρούν πως η καταστροφή του στρατού του Ηρώδη ήταν έργο του Θεού και πολύ δίκαιο μάλιστα, ως τιμωρία για το ό,τι έκανε στον Ιωάννη τον Βαπτιστή. Γιατί ο Ηρώδης σκότωσε αυτόν, που ήταν αγαθός άνδρας και καλούσε τους Ιουδαίους να είναι ενάρετοι και δίκαιοι μεταξύ τους και ευλαβείς προς τον Θεό και να έρχονται για βάπτισμα. Γιατί αν αποδέχονταν τη βάπτιση, θα γινόταν αποδεκτή από τον Θεό, όχι μόνο για να αφήσουν στην άκρη κάποιες αμαρτίες, αλλά για τον εξαγνισμό του σώματος, θεωρώντας πως η ψυχή είχε εξαγνιστεί ήδη με τη δικαιοσύνη. Και συγκεντρώνονταν πολλοί και πολύ ευχαριστιόνταν από το άκουσμα των λόγων του, και ο Ηρώδης, φοβούμενος πως υπήρχε πιθανότητα αυτοί οι άνθρωποι να στασιάσουν, δεδομένου πως έκαναν πράξη όλες τις συμβουλές του, για να προλάβει ώστε να μη συμβεί κάτι κακό και βρεθεί με προβλήματα, το θεώρησε σκόπιμο να τον θανατώσει, παρά να το μετανοιώσει αργότερα. Και στάλθηκε, λόγω της υποψίας του Ηρώδη, ως φυλακισμένος στον Μαχαιρούντα, το προαναφερθέν φρούριο, όπου και σκοτώθηκε. Και οι Ιουδαίοι θεωρούσαν πως η καταστροφή του στρατού ήταν τιμωρία και σημάδι ότι ο Θεός ήθελε το κακό του.
“Ιουδαϊκή Αρχαιολογία”, XVIII, κεφ. 5, 116-117

Αυτό ήταν η αλήθεια. Το μισό ψέμα επαναλαμβάνεται και στα τρία αποσπάσματα. Ο Ιώσηπος όντως αναφέρεται σε κάποιον Ιάκωβο αδελφό Ιησού σε ένα σημείο και μόνο, στο 20ο βιβλίο όπως λέει και ο Ωριγένης, (το παρουσίασα στην προηγούμενη ενότητα), αλλά αναφέρεται στον Ιάκωβο τον αδελφό του Ιησού του Δαμναίου. Επίσης (και εξίσου σημαντικό) είναι πως ο Ιώσηπος ουδέποτε συνδέει τον θάνατο του Ιακώβου αυτού με την καταστροφή της Ιερουσαλήμ. Είτε ο Ωριγένης διαβάζει κάποιον παραχαραγμένο Ιώσηπο (ή του μετέφεραν λανθασμένα τα περιεχόμενα του βιβλίου) ή παραχαράσσει ο ίδιος τον Ιώσηπο.

Μπορούμε να είμαστε σίγουροι πάντως πως ο Ωριγένης δεν είναι ο πατέρας του παραχαραγμένου Testimonium Flavianum· δεν το αναφέρει καθόλου, παρόλο που βρίσκεται ουσιαστικά δυο σελίδες πίσω από το χωρίο για τον Ιωάννη τον Βαπτιστή! Ο Ευσέβιος παραμένει ο κύριος ύποπτος για την κατασκευή του Testimonium.

Πάντως δείχνει ιδιαίτερα ενοχλημένος που ο Ιώσηπος δεν δέχεται τη θεϊκότητα του Ιησού, αλλά αποδέχεται την ηθική ανωτερότητα του Ιακώβου και του Ιωάννη του Βαπτιστή. Είτε όντως έχει παραπληροφορηθεί για το περιεχόμενο της “Ιουδαϊκής Αρχαιολογίας”, είτε το παίζει ανήξερος.

Συνέχεια…


Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο On the way to Ithaca, όπου και γίνεται ο σχολιασμός.

[Κπκ] 2α. Φλάβιος Ιώσηπος

22 November 2012
Comments Off on [Κπκ] 2α. Φλάβιος Ιώσηπος
Αρθρογράφος: Ebonmuse
Μετάφραση: Evan T


« Προηγούμενο άρθρο [2] • Περιεχόμενα Επόμενο άρθρο » [2α’]

Ρωμαϊκή προτομή που εικάζεται πως απεικονίζει τον Ιώσηπο.

Από όλους τους ιστορικούς που φέρονται να μαρτυρούν την ύπαρξη του Ιησού, ο Ιώσηπος είναι αναμφισβήτητα ο πιο δημοφιλής στους Χριστιανούς. Ήταν ένας αξιοσέβαστος Εβραίος ιστορικός που δούλευε για τους Ρωμαίους υπό την κηδεμονία του αυτοκράτος Βεσπασιανού. Γεννήθηκε γύρω στα 37 Κ.Χ. και είναι ο πιο κοντινός στην εποχή του Ιησού από όσους χρησιμοποιούν οι απολογητές. Τα δύο μεγάλα σωζόμενα έργα του είναι η “Εβραϊκή Αρχαιολογία” (μια λεπτομερής ιστορία του εβραϊκού λαού, βασισμένη ως επί το πλείστον στη Βίβλο) και η “Ιστορία των Ιουδαϊκών Πολέμων” (μια ιστορία της καταστροφικής εβραϊκής εξέγερσης κατά της ρωμαϊκής κατοχής της Ιερουσαλήμ περί τα 70 Κ.Χ.).

Το 3ο κεφάλαιο του 18ου βιβλίου της “Ιουδαϊκής Αρχαιολογίας” περιέχει ίσως την πιο γνωστή αναφορά στον Ιησού. Ελάχιστα αποσπάσματα έχουν προκαλέσει τόση συζήτηση όσο αυτό, το λεγόμενο “Testimonium Flavianum”. Το πλήρες κείμενο λέει τα εξής:

63 Γίνεται δὲ κατὰ τοῦτον τὸν χρόνον Ἰησοῦς σοφὸς ἀνήρ, εἴγε ἄνδρα αὐτὸν λέγειν χρή: ἦν γὰρ παραδόξων ἔργων ποιητής, διδάσκαλος ἀνθρώπων τῶν ἡδονῇ τἀληθῆ δεχομένων, καὶ πολλοὺς μὲν Ἰουδαίους, πολλοὺς δὲ καὶ τοῦ Ἑλληνικοῦ ἐπηγάγετο: ὁ χριστὸς οὗτος ἦν. 64 καὶ αὐτὸν ἐνδείξει τῶν πρώτων ἀνδρῶν παρ᾽ ἡμῖν σταυρῷ ἐπιτετιμηκότος Πιλάτου οὐκ ἐπαύσαντο οἱ τὸ πρῶτον ἀγαπήσαντες: ἐφάνη γὰρ αὐτοῖς τρίτην ἔχων ἡμέραν πάλιν ζῶν τῶν θείων προφητῶν ταῦτά τε καὶ ἄλλα μυρία περὶ αὐτοῦ θαυμάσια εἰρηκότων. εἰς ἔτι τε νῦν τῶν Χριστιανῶν ἀπὸ τοῦδε ὠνομασμένον οὐκ ἐπέλιπε τὸ φῦλον.

“Ιουδαϊκή Αρχαιολογία”, Βιβλίο XVIII, κεφ. 3, 63-64

Κάποιος που δεν γνωρίζει τις δαιδαλώδεις διαμάχες σχετικά με αυτό το απόσπασμα μπορεί να θεωρήσει πως παρέχει απίστευτα στιβαρή και λεπτομερή στήριξη στις ιστορίες των ευαγγελίων. Για την ακρίβεια, μοιάζει πολύ καλό για να είναι αληθινό. Και πράγματι, η συντριπτική πλειοψηφία των μελετητών [ΣτΜ: συμπεριλαμβανομένης και της επίσημης Καθολικής Εκκλησίας] θεωρούν πως το Testimonium Flavianum είναι, τουλάχιστον εν μέρει, μια πλαστογραφία, μια ύστερη προσθήκη στο έργο του Ιώσηπου. Υπάρχουν πολλοί λόγοι που μας διαβεβαιώνουν γι’ αυτό. Ο ένας είναι η ενθουσιώδης αποδοχή των θαυμάτων του Ιησού που θα μπορούσε να είχε γραφεί μόνο από έναν Χριστιανό, και ο Ιώσηπος δεν ήταν Χριστιανός. Ήταν Ορθόδοξος Εβραίος και παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του. Ο πατέρας της Εκκλησίας Ωριγένης, που συχνά μετέφερε χωρία από τον Ιώσηπο, έγραψε πως “δεν πίστευε πως ο Ιησούς ήταν ο Χριστός”. Επιπλέον, στην “Ιστορία των Ιουδαϊκών Πολέμων” ο Ιώσηπος γράφει ρητά πως πίστευε ότι ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Βεσπασιανός ενσάρκωνε την εκπλήρωση των μεσσιανικών προφητειών (στο οποίο ίσως χρωστούσε και τη δουλειά του).

Αλλά ας υποθέσουμε πως αφαιρούμε τις προφανείς χριστιανικές προσθήκες· φράσεις όπως εἴγε ἄνδρα αὐτὸν λέγειν χρή, ὁ χριστὸς οὗτος ἦν και ἐφάνη γὰρ αὐτοῖς τρίτην ἔχων ἡμέραν πάλιν ζῶν τῶν θείων προφητῶν ταῦτά τε καὶ ἄλλα μυρία περὶ αὐτοῦ θαυμάσια εἰρηκότων. Μήπως ο Ιώσηπος έγραψε ό,τι περισσεύει, οπότε να μπορέσουμε να κρατήσουμε το υπόλοιπο ως μία “μειωμένη” εκδοχή του Testimonium, όπου ο Ιώσηπος απλά μαρτυρεί την ύπαρξη του Ιησού ως δασκάλου και σοφού άνδρα χωρίς να τον προβάλλει ως μεσσία ή θαυματοποιό;

Αυτή είναι η θέση που παίρνουν οι περισσότεροι Χριστιανοί μελετητές σήμερα, αλλά κι αυτή έχει προβλήματα. Κατ’ αρχάς, ακόμα και το “μειωμένο” Testimonium είναι εγκωμιαστικό για τον Ιησού. Αυτό είναι πολύ απίθανο. Ο Ιώσηπος και αλλού όντως αναφέρεται σε άλλους που είχαν αυτοανακηρυχθεί μεσσίες εκείνη την περίοδο, όπως ο Ιούδας ο Γαλιλαίος [XVIII,1,4] και ο Θευδάς ο Μάγος [XX,5,97-99], αλλά δεν λέει ούτε μία καλή κουβέντα γι’ αυτούς. Τους χλευάζει ως εξαπατητές, τους ονομάζει “ψευδοπροφήτες” και “απατεώνες”, τους κατηγορεί για τους πολέμους και τους λιμούς που ταλάνιζαν το Ισραήλ και πολλά άλλα. Αυτό είναι απόλυτα κατανοητό, αφού ο Ιώσηπος έγραφε υπό την κηδεμονία των Ρωμαίων και οι Ρωμαίοι δεν έβλεπαν με καλό μάτι τους αυτοανακηρυσσόμενους μεσσίες που κήρυσσαν την ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης· τη ρωμαϊκή εξουσία, δηλαδή. (Το “μακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσουσιν τὴν γῆν” σίγουρα θα έπεφτε στην ίδια κατηγορία με το “οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἀλλὰ μάχαιραν”). Μερικοί “μεσσίες” μέχρι που εναντιώνονταν ανοιχτά στην εξουσία και σπέρναν διχόνοια (όπως για παράδειγμα η εκδίωξη των εμπόρων από το ναό). Οι Ρωμαίοι συχνά εξέφραζαν τη διαφωνία τους εκτελώντας τους “μεσσίες” και ο Ιώσηπος μας αναφέρει αρκετά παραδείγματα. Αν ο Ιώσηπος είχε όντως γράψει για τον Ιησού, θα τον αποκήρυσσε, όχι μόνο επειδή ήταν ορθόδοξος Εβραίος, αλλά επειδή έπρεπε να μείνει συνεπής με το φιλορωμαϊκό στυλ γραφής του, διαφορετικά θα κινδύνευε τουλάχιστον να συλληφθεί. Είναι σχεδόν αδιανόητο να έγραψε έστω και το “μειωμένο” Testimonium.

Υπάρχουν κι άλλοι καλοί λόγοι για να πειστούμε πως ολόκληρο το χωρίο είναι πλαστό· συγκεκριμένα ότι δεν ταιριάζει με τα συμφραζόμενα. Το κεφάλαιο 3 του βιβλίου 18 της “Ιουδαϊκής Αρχαιολογίας” ξεκινά με τη διήγηση μιας σφαγής Εβραίων που διέταξε ο Πιλάτος ως απάντηση στις διαμαρτυρίες τους για τη χρήση ιερού χρήματος· έπειτα έρχεται το Testimonium, και μετά η επόμενη παράγραφος ξεκινά: “Καὶ ὑπὸ τοὺς αὐτοὺς χρόνους ἕτερόν τι δεινὸν ἐθορύβει τοὺς Ἰουδαίους…” Είναι αδιανόητο ότι ο Ιώσηπος, ένας ορθόδοξος Εβραίος, θα θεωρούσε τον θάνατο του Ιησού ως “ἕτερόν δεινὸν” για τους Εβραίους”. (Φυσικά, θα μπορούσε να πει κανείς πως το δεινό δεν ήταν ο θάνατος του Ιησού, αλλά η ίδρυση του Χριστιανισμού. Ωστόσο, σ’ αυτή την περίπτωση παραμένει το ερώτημα: Πώς δικαιολογείται αυτό με την ενθουσιώδη περιγραφή του Ιησού ακόμα και στο “μειωμένο” Testimonium;) Από την άλλη, αν αφαιρεθεί το Testimonium, το κείμενο ρέει αβίαστα.

Υπάρχει και ένα τελευταίο επιχείρημα κατά της αυθεντικότητας του Testimonium: δεν εμφανίζεται πουθενά πριν τον 4ο αι. Τον 2ο αι. ο Ωριγένης υπερασπίστηκε τον Χριστιανισμό από τις επιθέσεις του παγανιστή Κέλσου [ΣτΜ: στο έργο του “Κατά Κέλσου”] και μεταφέρει άφθονα χωρία από τον Ιώσηπο για να στηρίξει τις απόψεις του, αλλά δεν αναφέρει το Testimonium ούτε μία φορά, παρόλο που θα ήταν ο υπέρτατος άσσος στο μανίκι του. Οι σύγχρονοι απολογητές το εκλογικεύουν λέγοντας πως ο Ωριγένης αγνοούσε την ύπαρξη αυτού του χωρίου, αλλά είναι αδύναμο επιχείρημα δεδομένου πως ο Ωριγένης δείχνει να έχει ευρεία γνώση του έργου του Ιώσηπου και αποδυναμώνεται ακόμα περισσότερο όταν μας ζητούν να πιστέψουμε πως κανείς αρχαίος απολογητής δεν το πρόσεξε πριν το 300 ή δεν το θεώρησε άξιο αναφοράς. Ο πρώτος Χριστιανός που αναφέρεται στο Testimonium είναι ο Ευσέβιος τον 4ο αι., και κάποιοι μελετητές πιστεύουν πως ήταν αυτός που το κατασκεύασε.

Υπάρχει άλλο ένα σύντομο χωρίο στο οποίο ο Ιώσηπος αναφέρεται στον Ιησού. Στο 20ο βιβλίο της “Ιουδαϊκής Αρχαιολογίας”, στο κεφάλαιο 9 γράφει το εξής:

197 Πέμπει δὲ Καῖσαρ Ἀλβῖνον εἰς τὴν Ἰουδαίαν ἔπαρχον Φήστου τὴν τελευτὴν πυθόμενος. ὁ δὲ βασιλεὺς ἀφείλετο μὲν τὸν Ἰώσηπον τὴν ἱερωσύνην, τῷ δὲ Ἀνάνου παιδὶ καὶ αὐτῷ Ἀνάνῳ λεγομένῳ τὴν διαδοχὴν τῆς ἀρχῆς ἔδωκεν.   Στέλνει τότε ο Καίσαρας στην Ιουδαία τον Αλβίνο ως έπαρχο, όταν άκουσε για το θάνατο του Φήστου. Ο δε βασιλιάς αφαίρεσε την αρχιεροσύνη από τον Ιώσηπο και έδωσε το δικαίωμα διαδοχής στον γιο του Άνανου, που λεγόταν κι αυτός Άνανος.
198 τοῦτον δέ φασι τὸν πρεσβύτατον Ἄνανον εὐτυχέστατον γενέσθαι: πέντε γὰρ ἔσχε παῖδας καὶ τούτους πάντας συνέβη ἀρχιερατεῦσαι τῷ θεῷ, αὐτὸς πρότερος τῆς τιμῆς ἐπὶ πλεῖστον ἀπολαύσας, ὅπερ οὐδενὶ συνέβη τῶν παρ᾽ ἡμῖν ἀρχιερέων.   Λένε για τον Άνανο τον γηραιό πως αποδείχθηκε πολύ τυχερός άνθρωπος, αφού είχε πέντε παιδιά που γίνανε όλοι αρχιερείς του Θεού και επειδή ο ίδιος είχε την ίδια τιμή για μεγάλο διάστημα, κάτι το οποίο δεν είχε ξανασυμβεί σε κανέναν από τους αρχιερείς μας.
199 ὁ δὲ νεώτερος Ἄνανος, ὃν τὴν ἀρχιερωσύνην ἔφαμεν εἰληφέναι, θρασὺς ἦν τὸν τρόπον καὶ τολμητὴς διαφερόντως, αἵρεσιν δὲ μετῄει τὴν Σαδδουκαίων, οἵπερ εἰσὶ περὶ τὰς κρίσεις ὠμοὶ παρὰ πάντας τοὺς Ἰουδαίους, καθὼς ἤδη δεδηλώκαμεν.   Ο Άνανος ο νεώτερος, ο οποίος, όπως ήδη είπαμε, είχε γίνει αρχιερέας, ήταν θρασύς και παράτολμος άνθρωπος και μέλος των Σαδδουκαίων, οι οποίοι είναι οι πιο αυστηροί από όλους τους άλλους Εβραίους όταν κρίνουν παραστρατήματα, όπως ήδη έχουμε πει.
200 ἅτε δὴ οὖν τοιοῦτος ὢν ὁ Ἄνανος, νομίσας ἔχειν καιρὸν ἐπιτήδειον διὰ τὸ τεθνάναι μὲν Φῆστον, Ἀλβῖνον δ᾽ ἔτι κατὰ τὴν ὁδὸν ὑπάρχειν, καθίζει συνέδριον κριτῶν καὶ παραγαγὼν εἰς αὐτὸ τὸν ἀδελφὸν Ἰησοῦ τοῦ λεγομένου Χριστοῦ, Ἰάκωβος ὄνομα αὐτῷ, καί τινας ἑτέρους, ὡς παρανομησάντων κατηγορίαν ποιησάμενος παρέδωκε λευσθησομένους.   Επειδή λοιπόν ήταν τέτοιος ο Άνανος, και επειδή ο Φήστος ήταν νεκρός και ο Αλβίνος ακόμα καθ’ οδόν, θεώρησε πως του δόθηκε η ευκαιρία· συγκέντρωσε συνέδριο κριτών και έφερε κατηγορούμενο τον αδελφό του Ιησού του λεγόμενου Χριστού, που τον λέγανε Ιάκωβο, και κάποιους άλλους, με την κατηγορία ότι παρέβησαν τον νόμο, και τους παρέδωσε για λιθοβολισμό.
201 ὅσοι δὲ ἐδόκουν ἐπιεικέστατοι τῶν κατὰ τὴν πόλιν εἶναι καὶ περὶ τοὺς νόμους ἀκριβεῖς βαρέως ἤνεγκαν ἐπὶ τούτῳ καὶ πέμπουσιν πρὸς τὸν βασιλέα κρύφα παρακαλοῦντες αὐτὸν ἐπιστεῖλαι τῷ Ἀνάνῳ μηκέτι τοιαῦτα πράσσειν: μηδὲ γὰρ τὸ πρῶτον ὀρθῶς αὐτὸν πεποιηκέναι.   Σε όσους όμως τους θεωρούσαν αξιοσέβαστους πολίτες και πως δεν θα παρέβαιναν εύκολα τους νόμους δεν άρεσε αυτό, και έστειλαν κρυφά μήνυμα στο βασιλιά να διατάξει τον Άνανο να σταματήσει τέτοιου είδους ενέργειες, γιατί και όταν το έκανε πρώτη φορά δεν ήταν σωστό.
202 τινὲς δ᾽ αὐτῶν καὶ τὸν Ἀλβῖνον ὑπαντιάζουσιν ἀπὸ τῆς Ἀλεξανδρείας ὁδοιποροῦντα καὶ διδάσκουσιν, ὡς οὐκ ἐξὸν ἦν Ἀνάνῳ χωρὶς τῆς ἐκείνου γνώμης καθίσαι συνέδριον.   Κάποιοι από αυτούς πήγαν και βρήκαν και τον Αλβίνο, που βρισκόταν καθ’ οδόν έξω από την Αλεξάνδρεια, και τον ενημέρωσαν πως δεν ήταν σωστό ο Άνανος να συγκαλέσει συνέδριο χωρίς τη συγκατάθεσή του.
203 Ἀλβῖνος δὲ πεισθεὶς τοῖς λεγομένοις γράφει μετ᾽ ὀργῆς τῷ Ἀνάνῳ λήψεσθαι παρ᾽ αὐτοῦ δίκας ἀπειλῶν. καὶ ὁ βασιλεὺς Ἀγρίππας διὰ τοῦτο τὴν Ἀρχιερωσύνην ἀφελόμενος αὐτὸν ἄρξαντα μῆνας τρεῖς Ἰησοῦν τὸν τοῦ Δαμναίου κατέστησεν.   Ο Αλβίνος συμφώνησε με αυτά και έγραψε οργισμένος επιστολή στον Άνανο και τον απείλησε πως θα τον τιμωρούσε γι’ αυτό που έκανε. Και ο βασιλιάς Αγρίππας, εξ αιτίας αυτού, του αφαίρεσε την αρχιεροσύνη, ενώ κατείχε το αξίωμα μόνο τρεις μήνες, και έκανε αρχιερέα τον Ιησού του Δαμναίου.

“Ιουδαϊκή Αρχαιολογία”, Βιβλίο XX, κεφ. 9, 197-203

Αυτό το χωρίο δεν είναι τόσο φανερή πλαστογραφία όπως το Testimonium. Ωστόσο είναι και αυτό ευάλωτο.

Ο Ιώσηπος ήταν Εβραίος ιστορικός, αλλά εργαζόταν υπό την αιγίδα του Ρωμαίου αυτοκράτορα Βεσπασιανού· έγραφε για ρωμαϊκό κοινό. Ένα ρωμαϊκό κοινό δεν θα ήξερε έννοιες του ιουδαϊκού μεσσιανισμού και δεν θα ήξερε τι σημαίνει η λέξη “χριστός”. Αν ο Ιώσηπος τη χρησιμοποιούσε χωρίς εξήγηση αυτό θα τους μπέρδευε. Ωστόσο, αν αγνοήσουμε το Testimonium ως πλαστογραφία, αυτό είναι το μόνο σημείο που χρησιμοποιείται ο όρος χωρίς να δίδεται και ερμηνεία, και δεδομένου ότι είναι αμφίβολο πως ο Ιώσηπος θα χρησιμοποιούσε τον όρο χωρίς ερμηνεία, η φράση είναι πιθανότατα εμβόλιμη.

Με αυτό κατά νου, εξηγούνται και άλλα προβλήματα του χωρίου. Το ένα είναι η παράδοξη σειρά των λέξεων στην παράγραφο. Γιατί ο Ιώσηπος αναφέρει πρώτο τον Ιησού όταν το κείμενο μιλάει ουσιαστικά για κάποιον άλλο; Λογικότατο όμως αν υποθέσουμε ότι ένας Χριστιανός πλαστογράφος έδωσε προτεραιότητα στο όνομα του σωτήρα του, συνειδητά ή ασυνείδητα. Το άλλο είναι η επιλογή λέξεων. Κάποιοι έχουν μεταφράσει την κρίσιμη φράση ως “ο αδελφός του Ιησού, του επονομαζόμενου Χριστού”. Ωστόσο η μετάφραση αυτή δεν στηρίζεται από το πρωτότυπο ελληνικό κείμενο. Για την ακρίβεια το ελληνικό κείμενο χρησιμοποιεί τις ίδιες λέξεις με το Κατά Ματθαίον 1,16 (σε διαφορετική πτώση).

Ίσως όλα αυτά να είναι συμπτώσεις, αλλά υπάρχει άλλη μία ανωμαλία. Διαβάζοντας το υπόλοιπο κεφάλαιο 9 μαθαίνουμε πως οι Εβραίοι οργίστηκαν τόσο πολύ από τον λιθοβολισμό του Ιακώβου που έγραψαν στον βασιλιά Αγρίππα απαιτώντας να απολυθεί ο Άνανος. Γιατί να εκνευριστούν τόσο οι Εβραίοι με τον φόνο ενός αποστάτη, ενός χριστιανού ηγέτη, που να απαιτήσουν την εκθρόνιση ενός δικού τους αρχιερέα;

Κανένα από αυτά τα τέσσερα σημεία δεν αποτελεί συγκλονιστικό στοιχείο, αλλά και τα τέσσερα μαζί οδηγούν στο συμπέρασμα πως και αυτό είναι μια μετέπειτα χριστιανική προσθήκη. Ίσως ο Ιώσηπος να έγραφε για κάποιον άλλο, κάποιον τυχαίο Εβραίο ονόματι Ιάκωβο, και κάποιος Χριστιανός σχολιαστής αργότερα θεώρησε πως αναφερόταν στον αδελφό του Ιησού, αλλά ενοχλήθηκε που ο Ιώσηπος δεν τον ανέφερε και ανέλαβε να διορθώσει το λάθος προσθέτοντας το “ἀδελφὸν Ἰησοῦ τοῦ λεγομένου Χριστοῦ” στη φράση.

Αυτό το συμπέρασμα είναι αρκετά λογικό και κάνει το χωρίο να ρέει καλύτερα. Άλλωστε, αν ο Ιώσηπος είχε όντως γράψει τη φράση “ο λεγόμενος Χριστός” είναι δύσκολο να την είχε αφήσει χωρίς εξήγηση· χώρια ότι ο ισχυρισμός είναι εξαιρετικά θρασύς αφού υπονοεί πως το άτομο είναι ο θεόσταλτος μεσσίας, ο πολυαναμενόμενος σωτήρας των Εβραίων που θα εγκαθίδρυε το αιώνιο βασίλειο του Θεού στη γη. Είναι πολύ λογικό να υποθέσουμε ότι ο Ιώσηπος τουλάχιστον θα έγραφε κάτι παραπάνω για ένα άτομο που θα τολμούσε να αποδεχθεί έναν τόσο βαρυσήμαντο τίτλο, ακόμα και αν δεν δεχόταν τους μεσσιανικούς ισχυρισμούς του. Αλλά τέτοιο κείμενο δεν υπάρχει πουθενά στον Ιώσηπο, άρα μπορούμε να συμπεράνουμε με ασφάλεια ότι ποτέ δεν έγραψε την επίμαχη φράση.

Σχόλια του Μεταφραστή

Το επιχείρημα του Ebonmuse για την ομοιότητα μεταξυ Ιώσηπου και Ματθαίου είναι πάρα πολύ αδύναμο. Κατ’ αρχάς η ομοιότητα περιορίζεται σε τρεις λέξεις, η μία άρθρο: “ο λεγόμενος Χριστός”, και δεν υπάρχουν και πολλοί τρόποι στα Ελληνικά για να εκφραστεί αυτή η έννοια. Ακόμα και αν δεν πρόκειται για απλή σύμπτωση, δεν θα το θεωρούσα και διόλου απίθανο ένας Χριστιανός αντιγραφέας να διάβασε μια άλλη παρεμφερή έκφραση στο πρωτότυπο και εκ παραδρομής να χρησιμοποίησε μια άλλη παρόμοια. Δεν απαιτείται δόλος για ένα τέτοιο λάθος.

Άλλη μία ένσταση: Παρόλο που ο Ιώσηπος έγραφε για Ρωμαίους, και σίγουρα δεν θα αναγνώριζαν εβραϊκή ορολογία, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως το “Χριστός” είναι ελληνική λέξη, και οι μορφωμένοι Ρωμαίοι δεν θα είχαν πρόβλημα να την κατανοήσουν. Σίγουρα όμως δεν θα την κατανοούσαν ως “θεόσταλτος” (Παρεμπιπτόντως ο ισχυρισμός του Ebonmuse ότι Χριστός=Μεσσίας είναι λανθασμένος, αφού ο μεσσίας έπρεπε να είναι κεχρισμένος, αλλά ο κάθε κεχρισμένος δεν είναι μεσσίας. Για την ακρίβεια κεχρισμένοι στο Ισραήλ ήταν όλοι οι βασιλιάδες, οι αρχιερείς και οι προφήτες, οπότε ο μεσσίας έπρεπε να είναι κεχρισμένος ως βασιλιάς).

Προσωπικά θεωρώ πιο λογική την εξής εξήγηση, που προκύπτει πιο αβίαστα από το κείμενο: Ο Άνανος σκότωσε τον αδελφό ενός Ιησού που ήταν κεχρισμένος. Οι Ιουδαίοι ενοχλήθηκαν τόσο που ο Αγρίππας έδιωξε τον Άνανο και έβαλε στη θέση του τον… Ιησού του Δαμναίου (να θυμίσω πως οι αρχιερείς των Εβραίων χρίονται κι αυτοί). Δύο πιθανά σενάρια βλέπω εδώ: ή να έχουμε μια πραγματικά φοβερή σύμπτωση με έναν κεχρισμένο Ιησού που είχε αδελφό ονόματι Ιάκωβο που ενεπλάκησαν σε μια ενδοϊερατική διαμάχη για την αρχιεροσύνη (ασυνήθιστα ονόματα δεν είναι στα εβραϊκά, αλλά η σύμπτωση είναι εντυπωσιακή) ή όντως έγινε κάποια πλαστογράφηση εδώ, αλλά στο όνομα του Ιακώβου και όχι του Ιησού. Δεν το βρίσκω απίθανο ένας γραφέας να είδε το όνομα του Ιησού και ένα άσχετο όνομα ως αδελφό του και να θεώρησε σκόπιμο να το διορθώσει, νομίζοντας πως ο Ιώσηπος αναφερόταν στον δικό του Ιησού.

Η ύπαρξη πάντως του Ιησού του Δαμναίου στην ίδια παράγραφο σίγουρα περιπλέκει οποιαδήποτε ερμηνεία αυτού του χωρίου.

Συνέχεια…


Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο On the way to Ithaca, όπου και γίνεται ο σχολιασμός.

[Κπκ] 2. Τα Επιχειρήματα των Απολογητών

16 November 2012
Comments Off on [Κπκ] 2. Τα Επιχειρήματα των Απολογητών
Αρθρογράφος: Ebonmuse
Μετάφραση: Evan T


« Προηγούμενο άρθρο [1] • Περιεχόμενα Επόμενο άρθρο » [2α]

Παρόλο που δεν υπάρχει εξωβιβλική καταγραφή της ύπαρξης του Ιησού από συγχρόνους του, οι Χριστιανοί απολογητές δεν είναι έτοιμοι να καταθέσουν τα όπλα. Ισχυρίζονται πως παρόλο που δεν υπάρχουν ντοκουμέντα από αυτόπτες μάρτυρες, τα ιστορικά αρχεία μας παρέχουν επαρκή στήριξη για τη χριστιανική εικόνα των απαρχών του Χριστιανισμού.

Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν αντέχουν σε προσεκτικό έλεγχο των στοιχείων. Αν και υπάρχουν εξωβιβλικές αναφορές στον Ιησού, η έλλειψη αναφορών από αυτόπτες μάρτυρες και μόνο αρκεί για να τα τοποθετήσουμε όλα στην κατηγορία των φημολογιών. Δηλαδή, οι ιστορικοί που έζησαν μετά τον καιρό του Ιησού δεν μπορούν να μας δώσουν άμεση μαρτυρία για την ύπαρξή του. Μπορούν μόνο να επαναλάβουν το τι είπαν άλλοι χωρίς να μπορούν να το επιβεβαιώσουν οι ίδιοι. Θα είναι όμως χρήσιμο να δούμε ποιοι είναι οι αρχαίοι ιστορικοί που αναφέρονται συχνότερα ως αποδείξεις για την ιστορικότητα του Ιησού. Εξετάζοντας τις μαρτυρίες τους θα πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας τα τρία παρακάτω κριτήρια:

  • Ποιος είναι ο συγγραφέας; Το πρώτο που πρέπει να μας προβληματίσει είναι το ποιος γράφει, τι ξέρουμε για τη ζωή του, τις απόψεις του, τη θρησκεία στην οποία πίστευε. Προφανώς, η μαρτυρία κάποιου τυχαίου περαστικού που μπορεί να επαναλάμβανε δημοφιλείς θρύλους έχει μικρότερη αξία από τη μαρτυρία ενός γνωστού και καταξιωμένου ιστορικού που γνωρίζουμε πως είχε τη συνήθεια να ελέγχει τις πηγές του. Επιπλέον πρέπει να αναρωτηθούμε αν επρόκειτο για πατέρα της Εκκλησίας ή γενικώς Χριστιανό. Αν ναι, τότε η μαρτυρία του είναι λιγότερο αξιόπιστη, αφού πιθανώς θα έχει χρωματιστεί θεολογικά. Μερικοί από τους πρώτους Χριστιανούς το θεωρούσαν αποδεκτό ακόμα και να αποκρύπτουν ή και να κατασκευάζουν στοιχεία, αν αυτό εξυπηρετούσε τη θρησκευτική τους ατζέντα, μια συνήθεια γνωστή ως “ευσεβής απάτη”. Για παράδειγμα, ο Ευσέβιος, ένας επίσκοπος του 3ου αι., δήλωνε ανοιχτά πως μερικές φορές ήταν απαραίτητο το ψεύδος για χάρη του Χριστιανισμού (βλ. http://www.infidels.org/library/modern/richard_carrier/NTcanon.html#6).
  • Τι έγραψαν; Το δεύτερο που πρέπει να μας απασχολήσει είναι αν ο συγγραφέας όντως μαρτυρεί την ιστορικότητα του Ιησού ή απλά περιγράφει τις πεποιθήσεις της νέας θρησκείας. (Αν πω “Οι Μορμόνοι πιστεύουν πως ο άγγελος Μορόνι έδωσε στον Joseph Smith χρυσές χαραγμένες πλάκες” δεν σημαίνει ότι μαρτυρώ πως αυτό το γεγονός όντως συνέβη). Αναφέρεται στον Ιησού ονομαστικά ή απλά αναφέρει πως ο Χριστιανισμός υπήρχε; Οι απολογητές συχνά εμφανίζουν ιστορικούς που εμπίπτουν στη δεύτερη κατηγορία, αλλά κανείς δεν αμφιβάλλει πως ο Χριστιανισμός υπήρχε το 2ο αι. Για να είναι χρήσιμη μια μαρτυρία δεν πρέπει να λέει πως οι Χριστιανοί πιστεύουν στη θεϊκότητα κάποιου Ιησού, αλλά πρέπει να μεταφέρουν την προσωπική τους μαρτυρία πως όντως υπήρχε ένα τέτοιο άτομο και έκανε όντως αυτά που του αποδίδονται.
  • Πότε έγραψε; Όσο πιο αργά έζησε ένας ιστορικός, τόσο λιγότερη βαρύτητα φέρει η μαρτυρία του (η μαρτυρία συγχρόνου θα είχε το μεγαλύτερο βάρος, αλλά τέτοιες δεν υπάρχουν). Ένας ιστορικός που έζησε τον 2ο αι, εκατό και πλέον χρόνια μετά τον καιρό του Ιησού, δεν είναι σε θέση να επιβεβαιώσει τις ιστορίες που αναπτύχθηκαν γύρω από το άτομο του τελευταίου, ωστόσο η πλειοψηφία των ιστορικών που παρουσιάζουν οι απολογητές ανήκουν σ’ αυτή την κατηγορία. Αφού οι ιστορικοί αυτοί δεν μπορούν να καταγράψουν προσωπικές μαρτυρίες, πρέπει να βασίζονται σε προγενέστερες πηγές, οι οποίες και είναι αυτές που πρέπει να παρουσιαστούν, ει δυνατόν.

Συνέχεια…


Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο On the way to Ithaca, όπου και γίνεται ο σχολιασμός.

[Κπκ] 1. Η συνωμοσία της σιωπής

10 November 2012
Comments Off on [Κπκ] 1. Η συνωμοσία της σιωπής
Αρθρογράφος: Ebonmuse
Μετάφραση: Evan T


« Εισαγωγή • Περιεχόμενα Επόμενο άρθρο [2] »

Φανταστείτε πως είστε ένας φοιτητής του Ιστορικού που πρέπει να κάνει μια εργασία για τη ζωή του Γεωργίου Ουάσινγκτον, του πρώτου προέδρου των ΗΠΑ και ενός από τους πιο σημαντικούς πατέρες του αμερικανικού έθνους.

Εκ πρώτης όψεως η εργασία φαίνεται πολύ εύκολη. Υπάρχουν ένα κάρο εγκυκλοπαίδειες και βιβλία με βιογραφικά στοιχεία για τον Ουάσινγκτον γραμμένα από σοβαρούς ακαδημαϊκούς. Οποιοσδήποτε από αυτούς θα αρκούσε για να γραφεί μια αρκετά λεπτομερής εργασία. Επειδή όμως είστε πολύ επιμελείς, αυτό δε σας αρκεί. Για να αποκτήσετε ιδιαίτερα λεπτομερή εικόνα θέλετε να αγνοήσετε τις σύγχρονες πηγές, που γράφτηκαν αιώνες μετά τα γεγονότα, και να χρησιμοποιήσετε απ’ ευθείας τις πρωτογενείς πηγές. Θέλετε να βασίσετε την εργασία σας σε στοιχεία από πρώτο χέρι: γράμματα που έγραψε ο ίδιος ο Ουάσινγκτον, βιογραφίες που έγραψαν άνθρωποι που τον γνώριζαν προσωπικά και ιστορίες για τα λόγια και τα έργα του που γράφτηκαν όσο ακόμα ζούσε.

Χτενίζοντας τα αρχεία όμως, ανακαλύπτετε κάτι παράδοξο· δεν μπορείτε να εντοπίσετε καθόλου πρωτογενείς πηγές. Αν και ο Ουάσινγκτον υποτίθεται πως έκανε πολλά θαυμαστά πράματα –διοίκησε τον Ηπειρωτικό Στρατό, απελευθέρωσε τις αμερικανικές αποικίες από τη Βρετανία, προήδρευσε της εθνοσυνέλευσης που έγραψε το Σύνταγμα των ΗΠΑ, έγινε ο πρώτος Πρόεδρος των ΗΠΑ– αλλά για κάποιο λόγο δεν υπάρχουν καθόλου αρχεία γραμμένα από άτομα που έζησαν τα γεγονότα ή απλά από άτομα που ζούσανε εκείνη την περίοδο. Οι ιστορικοί που ζούσαν την περίοδο του Ουάσινγκτον καθώς και αυτοί που έζησαν αμέσως μετά δεν τον αναφέρουν καθόλου. Οι πρώτες αναφορές δεν εμφανίζονται παρά σε αναξιόπιστα και κατακερματισμένα αρχεία που γράφτηκαν δεκαετίες μετά τον θάνατό του. Με τον καιρό οι αναφορές γίνονται περισσότερες μέχρι που έναν αιώνα αργότερα ένα σωρό ιστορικοί που δεν τον γνώρισαν, ούτε τον είδαν ποτέ, όλοι μαρτυρούν την ύπαρξή του και τα έργα του. Αυτά τα γραπτά είναι που έφτασαν μέχρι τις μέρες μας και δημιούργησαν την αφθονία στοιχείων που έχουμε σήμερα· όχι οι πρωτογενείς πηγές.

Δεν θα αρχίζατε να υποπτεύεστε πως κάτι πολύ παράξενο συμβαίνει;

Σύμφωνα με τα ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης, η φήμη του Ιησού έφτασε στα πέρατα της οικουμένης όσο ζούσε. Ήταν γνωστός στο Ισραήλ αλλά και εκτός αυτού (Μτ 4,25), ήταν γνωστός όχι μόνο ως διδάσκαλος και σοφός, αλλά και ως προφήτης και θαυματοποιός (Μτ 14,5. Λκ 5,15. Ιω 6,2). Μεγάλα πλήθη τον ακολουθούσαν όπου πήγαινε (Λκ 12,1), μετέστρεψε αρκετούς Εβραίους ώστε να οργίσει τους Φαρισαίους (Ιω 12,11), τράβηξε την προσοχή πολλών Εβραίων και Ρωμαίων ηγετών (Μτ 14,1 — Λκ 19,47). Και όταν σταυρώθηκε έγιναν πολλά σημεία σε μεγάλη κλίμακα: ένας μεγάλος σεισμός (Μτ 27,51), παγκόσμια τρίωρη συσκότιση (Λκ 23,44), και τα σώματα των αγίων αναστήθηκαν από τους τάφους τους και άρχισαν να περπατάν στους δρόμους της Ιερουσαλήμ, εμφανιζόμενοι σε πολλούς (Μτ 27,52-53).

Αν όλα αυτά όντως έγιναν, είναι απίστευτο που οι ιστορικοί της εποχής δεν τα πρόσεξαν.

Κι όμως, όταν εξετάζουμε τα στοιχεία, αυτό ακριβώς βλέπουμε. Ούτε ένας σύγχρονος ιστορικός δεν αναφέρει τον Ιησού. Το ιστορικό αρχείο δεν έχει αναφορές σ’ αυτόν για αρκετές δεκαετίες μετά τον υποτιθέμενο θάνατό του. Οι πρώτες-πρώτες εξωβιβλικές αναφορές είναι δύο σύντομα χωρία στο έργο του ιστορικού Ιώσηπου που γράφτηκαν γύρω στο 90 Κ.Χ., αλλά το πρώτο θεωρείται σχεδόν από όλους ότι είναι πλαστογραφία, ενώ εικάζεται πως πλαστό είναι και το δεύτερο (βλ. κεφ. 2). Η πρώτη αυθεντική εξωβιβλική αναφορά σε έναν ιστορικό, ανθρώπινο Ιησού δεν εμφανίζεται παρά στα μέσα του 2ου αι.

Ελάχιστοι Χριστιανοί απολογητές θα αναφέρουν όλα αυτά τα θαυμαστά γεγονότα, αλλά όπως και στην υποθετική ιστορία με τον Ουάσινγκτον, μπορούμε να υποθέσουμε πως κάτι είναι ύποπτο. Η ρόδινη εικόνα των ευαγγελίων με έναν περιπλανώμενο άγιο θαυματοποιό που τον ακολουθούσαν πλήθη χιλιάδων δεν έχει καμία σχέση με την καταγεγραμμένη ιστορία, και η πραγματικότητα είναι πως δεν υπάρχουν αναφορές στον άνθρωπο Ιησού μέχρι το τέλος του 1ου αι.

Γιατί αυτό; Σίγουρα δεν έφταιξε το ότι δεν υπήρχαν αξιόλογοι ιστορικοί εκείνη την περίοδο. Υπήρχε, για παράδειγμα, ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς, ένας Εβραίος φιλόσοφος που έζησε από το 20 π.Κ.Χ. μέχρι το 50 Κ.Χ. Οι απόψεις του είχαν επηρεαστεί από τον Πλατωνισμό και είχαν αρκετά κοινά σημεία με τον Χριστιανισμό, και τα γραπτά του δείχνουν ότι είχε ενδιαφέρον για παρακλάδια όπως οι Εσσαίοι και οι Θεραπευτές. Έγραψε για τον Πόντιο Πιλάτο και, σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες, ζούσε μέσα ή κοντά στην Ιερουσαλήμ την περίοδο που ο Ιησούς πέθανε και συνεπώς πρέπει να είχε δει τα σημεία. Ωστόσο κανένα βιβλίο του δεν αναφέρει τον Ιησού ή τον Χριστιανισμό.

Το ίδιο συμβαίνει και με άλλους συγγραφείς της περιόδου. Ο Ιούστος της Τιβεριάδος, ένας ντόπιος Γαλιλαίος ιστορικός που συνέγραψε γύρω στο 80 Κ.Χ. καλύπτοντας την περίοδο που έζησε ο Ιησούς, δεν τον αναφέρει. Ο Ρωμαίος συγγραφέας Σενέκας ο Νεότερος που γεννήθηκε γύρω στο 3 π.Κ.Χ. και πέθανε γύρω στο 60 Κ.Χ. έγραφε συχνά περί ηθικής, αλλά δεν αναφέρει τίποτα για τον Ιησού και τη διδασκαλία του. Ο ιστορικός Πλίνιος ο Πρεσβύτερος γεννήθηκε γύρω στο 20 Κ.Χ. Έγραφε συχνά για επιστήμη και φυσικά φαινόμενα, αλλά στην 37-τομη “Φυσική Ιστορία” του δεν αναφέρει για κάποιον σεισμό ή παράξενο σκοτάδι την περίοδο που πέθανε ο Ιησούς, παρόλο που ζούσε όταν υποτίθεται ότι συνέβησαν όλα αυτά. Για την ακρίβεια, δεν υπάρχει ούτε μία σύγχρονη καταγραφή του σκοταδιού και κανείς δεν αναφέρει ούτε το σεισμό· πόσο μάλλον ένα μάτσο αναστημένους αγίους.

Τέτοια γεγονότα δημιουργούν ιστορικούς. Το να υποθέτουμε πως ούτε ένα άτομο από εκείνα που βίωσαν αυτά τα θαυμαστά γεγονότα δεν ένιωσε την ανάγκη να τα καταγράψει ή ότι κανείς δεν έκανε τον κόπο να συντηρήσει τέτοια αρχεία είναι στα όρια του παραλόγου. Μόνο και μόνο οι θαυματουργές ιάσεις του Ιησού, αν μαθεύονταν, θα προσέλκυαν μια πληθώρα κόσμου απελπισμένου για γιατρειά απ’ όλη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Παράλληλα, αν μαθευόταν πως μπορούσε να αναστήσει και τους νεκρούς, όπως λένε τα ευαγγέλια (Μτ 9,25-26) τα πλήθη θα ήταν δεκαπλάσια. Σίγουρα κάποιος θα έγραφε για κάτι τέτοιο, έστω και αν το απέρριπτε ως λαϊκή δεισιδαιμονία. Και γεγονότα όπως η συσκότιση του ήλιου και η ανάσταση των αγίων, αν όντως συνέβησαν, θα είχαν αφήσει ανεξίτηλο σημάδι στη συλλογική μνήμη της ανθρωπότητας και θα είχαν παράξει μια πληθώρα αναφορών γεμάτων δέος. Το να πούμε πως οι μετέπειτα γενιές απλά άφησαν αυτή τη γνώση να εξαφανιστεί παύει να είναι απλά απίστευτο και καταντά γελοίο.

Ο μόνος λογικός τρόπος για να το εξηγήσουμε αυτό, πέρα από το να να υποθέσουμε μια “συνωμοσία σιωπής” μεταξύ των αρχαίων συγγραφέων, είναι ότι τα θαυμαστά αυτά γεγονότα που καταγράφονται στα ευαγγέλια δεν συνέβησαν ποτέ. Και κάποιοι μετριοπαθείς πιστοί μπορεί να προτιμήσουν αυτή την επιλογή. Μπορεί να πουν: Ναι, τα ευαγγέλια είναι έργο ανθρώπων. Μπορεί να υπερέβαλαν τη φήμη του Ιησού ή και να εφηύραν και μερικά θαύματα για να κάνουν πιο μουράτη την ιστορία. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως ο Ιησούς δεν υπήρξε. Ίσως τα ευαγγέλια να διατήρησαν τον ιστορικό πυρήνα, λέγοντας την ιστορία ενός μεταρρυθμιστή Γαλιλαίου ραββίνου, η οποία διανθίστηκε από τις μετέπειτα γενεές.

Σ’ αυτό θα μπορούσαμε να αντιτάξουμε πως δεν είναι ότι οι ιστορικοί της εποχής απλά δεν επιβεβαιώνουν τις λεπτομέρειες των ευαγγελίων, αλλά δεν αναφέρουν καθόλου τον Ιησού. Αν ήταν όντως ένα αληθινό πρόσωπο που έκανε έστω και κάποια από τα πράματα που αναφέρει η Βίβλος, δεν είναι παράλογο να μην τον είχε προσέξει τουλάχιστον ένας ιστορικός; Ο Ιώσηπος και άλλοι γράφουν για ψευδομεσσίες της εποχής τους. Φυσικά, αν υποθέσει κάποιος έναν Ιησού που δεν έκανε θαύματα και δεν τράβηξε ιδιαίτερα την προσοχή των συγχρόνων του, τότε προφανώς δεν μπορεί να αποδειχθεί πως ένα τέτοιο πρόσωπο δεν υπήρξε ποτέ. Υπάρχει ωστόσο ένας καλύτερος τρόπος να εξηγηθούν οι απαρχές του Χριστιανισμού, αυτός του κεφ. 3, που εξηγεί όλα τα στοιχεία χωρίς να χρειάζεται ιστορικός Ιησούς.

Τα ευαγγέλια δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως απόδειξη της ιστορικότητας του Ιησού, αφού η ίδια τους η αξιοπιστία είναι που τίθεται υπό αμφισβήτηση. Όταν ισχυρίζονται συγκλονιστικά γεγονότα που η ιστορία της εποχής δεν επιβεβαιώνει (όπως είδαμε περιληπτικά και παραπάνω) αυτό από μόνο αρκεί για θέσει εν αμφιβόλω την αξιοπιστία τους. Επιπλέον, περιέχουν πολλές εσωτερικές αντιφάσεις, κάτι που υποδηλώνει πως οι συγγραφείς δεν κατέγραψαν ιστορικά γεγονότα που ανακαλούσαν, αλλά μια ιστορία, όπου ένιωθαν άνετα να αλλάξουν κάποια σημεία για να τονίσουν κάτι. Τέλος, τα ίδια τα ευαγγέλια δεν είναι πρωτογενείς πηγές. Για την ακρίβεια, οι πρώτες αναφορές στα ευαγγέλια εμφανίζονται στα κείμενα του Ιουστίνου του Μάρτυρα και του Ειρηναίου του Λουγδούνου γύρω στο 150 Κ.Χ.! Αυτό σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι γράφτηκαν το νωρίτερο στα τέλη του 1ου αι., δεκαετίες μετά τα γεγονότα που περιγράφουν και μετά από χρόνο επαρκέστατο για να ανακατευθούν τα γεγονότα με τη μυθολογία και το θρύλο. Τέλος τα ευαγγέλια δεν είναι ανεξάρτητες μαρτυρίες. Είναι γνωστό εδώ και καιρό ότι το κατά Μάρκον είναι το απλούστερο και γι’ αυτό πιθανότητα το παλαιότερο ευαγγέλιο που παρέχει τη βασική ιστορία πάνω στην οποία χτίζουν ο Ματθαίος, ο Λουκάς και ενδεχομένως ο Ιωάννης, προσθέτοντας και αλλάζοντας λεπτομέρειες. Στην καλύτερη περίπτωση τα ευαγγέλια παρέχουν ανώνυμες, αργοπορημένες, θεολογικά κατευθυνόμενες πληροφορίες με λεπτομέρειες που οι άλλες σύγχρονες πηγές δεν επιβεβαιώνουν.

Αν ο Ιησούς Χριστός υπήρξε πραγματικά ως ιστορικό πρόσωπο, θα περιμέναμε να βρούμε πρωτογενείς, σύγχρονες μαρτυρίες· καταγεγραμμένα λόγια του και πράξεις του, γραμμένα από ανθρώπους που τον είδαν ή τουλάχιστον ζούσαν όταν ζούσε κι εκείνος. Θα περιμέναμε να υπήρχαν άφθονες μαρτυρίες από την αρχή. Από την άλλη, αν είναι απλά ένας θρύλος που αργότερα θεωρήθηκε αληθινό πρόσωπο, είναι φυσιολογικό να μη βρίσκουμε πρωτογενείς μαρτυρίες για τη ζωή του. Είναι φυσιολογικό τα ιστορικά αρχεία να είναι ελάχιστα ή ανύπαρκτα και οι λεπτομέρειες να εμφανίζονται αργότερα, καθώς οι ιστορίες για τον θρύλο άρχισαν να διαδίδονται και να εμπλουτίζονται με κάθε επανάληψη. Είναι φυσιολογικό οι ξεκάθαρες αναφορές να εμφανίζονται πολύ μετά τον υποτιθέμενο θάνατό του. Και φυσικά, αυτό είναι το σενάριο που βρίσκουμε και στην πραγματικότητα.

Οι Χριστιανοί απολογητές συχνά επιμένουν πως τα αποδεικτικά στοιχεία για την ύπαρξη του Ιησού είναι τόσο ισχυρά που το να αρνηθούμε την ύπαρξή του θα σήμαινε πως θα έπρεπε να αρνηθούμε την ύπαρξη και πολλών άλλων ιστορικών μορφών, όπως ο Μέγας Αλέξανδρος ή ο Αβραάμ Λίνκολν. Η σύγκριση αυτή όμως είναι άκυρη. Γνωρίζουμε πως άτομα όπως ο Μέγας Αλέξανδρος ή ο Λίνκολν υπήρξαν ακριβώς επειδή έχουμε πρωτογενή στοιχεία: αντικείμενα φτιαγμένα από τους ίδιους, πράγματα που έγραψαν οι ίδιοι ή που έγραψαν οι σύγχρονοί τους γι’ αυτούς. Στην περίπτωση του Ιησού όμως δεν έχουμε τέτοια στοιχεία. Η μορφή των στοιχείων ταιριάζουν καλύτερα με τη γέννηση και τη διάδοση ενός θρύλου. Όπως είπε και κάποιος γνωστός, το να δεχόμαστε άκριτα την ιστορικότητα του Ιησού είναι σαν να διυλίζουμε κώνωπες και να καταπίνουμε καμήλους.

Μπορεί όμως ο άνθρωπος Ιησούς να απορριφθεί τόσο εύκολα; Οι σύγχρονοι Χριστιανοί απολογητές διαφωνούν. Λένε πως παρά την έλλειψη πρωτογενών πηγών, εξακολουθούν να υπάρχουν καλοί λόγοι πως ο μεσσίας τους ήταν πραγματικός. Το 2ο μέρος λοιπόν θα εξετάσει κριτικά τα αποδεικτικά στοιχεία που παρουσιάζουν, δείχνοντας πως δεν αντέχουν την κριτική εξέταση.

Συνέχεια…


Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο On the way to Ithaca, όπου και γίνεται ο σχολιασμός.