Πού γίνεται ο σχολιασμός;
Στο τέλος του κάθε άρθρου υπάρχει σύνδεσμος για το ιστολόγιο του συγγραφέα, όπου και μπορείτε να αφήνετε τα σχόλιά σας.
Αποχαιρετισμός στη θρησκευτική πίστη (48)
Πώς και γιατί είμαι άθεη
Κανείς στην οικογένειά μου δεν είχε ποτέ καλές σχέσεις με τη θρησκεία. Σπάνια αναφερόντουσαν στο θέμα οι γονείς μου, σαν να μην υπήρχε. Εκτός από τη γιαγιά μου, από την πλευρά της μητέρας μου. Θυμάμαι ότι με έπαιρνε καμιά φορά μαζί της στην εκκλησία και αντί για παραμύθια μου έλεγε ιστοριούλες από τη Βίβλο. Αργότερα, κατάλαβα ότι ο πατέρας μου ήταν εντελώς άθεος και η μητέρα μου πίστευε όσο πατάει η γάτα.
Γύρω στα δεκαπέντε μου, λόγω ενός καταπληκτικού καθηγητή θρησκευτικών και μίας φίλης μου, θέλησα να μάθω περισσότερα. Πώς ήταν δυνατόν να μη γνωρίζω απολύτως τίποτα, για κάτι που είχε εκατομμύρια οπαδούς; Από μικρή διάβαζα πάρα πολύ, πράγμα που συνεχίζω μέχρι σήμερα, μυθιστορήματα, φιλοσοφία, ποίηση, κλασικούς και αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, καθώς και επιστημονικά βιβλία διαφόρων θεμάτων, όπως: φυσική, χημεία, αστρονομία, μαθηματικά, ψυχολογία, ιατρική και γενικά ό,τι έπεφτε στα χέρια μου ή μου προκαλούσε κατά καιρούς το ενδιαφέρον. Έτσι ξεκίνησα και αυτή την έρευνα μέσα από τα βιβλία.
Τα χρόνια που ακολούθησαν διάβασα με προσοχή και αρκετές φορές την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, όπως και άλλα θρησκευτικά βιβλία και μελέτες. Έτσι ανακάλυψα ένα σωρό αντιφάσεις και απίθανα πράγματα, τα οποία καμία σχέση δεν είχαν με αυτά που δίδασκε η εκκλησία ή μας μάθαιναν στο σχολείο. Τα συζήτησα με ανθρώπους που πίστευαν και μου σύστησαν κάποιους μορφωμένους παπάδες και θεολόγους για να με διαφωτίσουν και να λύσουν τις άπειρες απορίες που μου δημιουργήθηκαν. Καμία από τις απαντήσεις τους δεν είχε λογική και σαφή εξήγηση ούτε έριξε φως στο πάρα πολύ μπερδεμένο μυαλό μου. Στη συνέχεια μελέτησα και άλλες θρησκείες πέρα από τη Χριστιανική.
Τελικά, το μόνο που κατάφερα από όλα τούτα, είναι, να θαυμάσω τον Ιησού σαν άνθρωπο και φιλόσοφο —ποτέ όμως δεν τον είδα σαν θεό— το ίδιο έγινε και με πολλούς άλλους «ιδρυτές» θρησκευτικών ρευμάτων, όπως τον Βούδα για παράδειγμα. Επίσης εκτίμησα, ενστερνίστηκα και εφάρμοσα επιλεκτικά στη ζωή μου μερικές από τις σοφές διδασκαλίες και πρακτικές, που λίγο πολύ εμπεριέχονται ανεξαιρέτως σε όλες τις θρησκείες του κόσμου. Παράλληλα όμως, έφριξα με τις αναπόδεικτες και παράλογες ανοησίες και φαντασιώσεις, και μου ήταν αδύνατον να τις καταπιώ αμάσητες, ώστε να πιστέψω τελικά κάπου.
Γενικά, η ιδέα του Θεού δεν μου κάθισε ποτέ καλά και η θρησκεία μού φαινόταν σαν ένα μεγάλο, φτιαχτό παραμύθι, δημιουργημένο από τον ίδιο τον άνθρωπο για τον άνθρωπο. Νομίζω πως όλα ξεκίνησαν από την ανάγκη της κάθε κοινωνίας να καλύψει τους φόβους της. Φόβους που δημιουργήθηκαν από τις ελλιπείς γνώσεις για το άγνωστο. Ό,τι δεν μπορεί να εξηγηθεί επιστημονικά ή με την κοινή λογική, κάποιοι επιτήδειοι το αντικαθιστούν ωραιότατα με υπερβατικές, υπερφυσικές και γεμάτες μυστήριο πιθανές ή απίθανες λύσεις. Η μάζα του λαού, παρασυρμένη από τα όμορφα λόγια, πιστεύει, παθιάζεται, ακολουθεί πειθήνια, και εκείνοι με τον ένα ή τον άλλο κερδίζουν αυτό που θέλουν, συνήθως χρήμα και εξουσία. Η θρησκεία είναι μια μορφή ύπουλης, φανατισμένης πολιτικής και αποτελεί το πιο δυνατό μέσο χειραγώγησης και εκμετάλλευσης.
Προσωπικά πιστεύω πως αυτό που οδηγεί τους ανθρώπους να γίνουν τυφλοί οπαδοί μιας θρησκείας, είναι η αδυναμία τους να κουμαντάρουν από μόνοι τους τα της ζωή τους και να βρουν λύσεις για τα προβλήματα που τους απασχολούν — όσο βαρύ και αν ακούγεται αυτό. Κάθε θρησκεία προσφέρει ωραιότατες, παραμυθένιες λύσεις για το υπαρξιακό τους πρόβλημα, καθώς και σαφείς, πακεταρισμένες οδηγίες ζωής, όλα με τη βούλα και τη σφραγίδα ενός Θεού. Και το κυριότερο, τους υπόσχεται πως αν πιστέψουν, ακολουθήσουν και εφαρμόσουν όσα τους λένε, τους περιμένει ένας «παράδεισος» σε μια άλλη ζωή ή δεύτερες και τρίτες ευκαιρίες να επανορθώσουν σε επόμενες ζωές. Μιας και τους είναι λοιπόν πάρα πολύ δύσκολο να μανουβράρουν τα «δεινά του κόσμου τούτου», τα υποφέρουν μοιρολατρικά και αγόγγυστα, με την ελπίδα και την υπόσχεση για ένα καλύτερο μέλλον μετά θάνατον. Παράλληλα καλύπτουν τον ίδιο το φόβο του θανάτου, μιας και τους είναι πάρα πολύ δύσκολο να αποδεχτούν έτσι απλά, πως όπως για όλα τα έμβια όντα υπάρχει ένα τέλος, έτσι υπάρχει και ένα τέλος για την «κορωνίδα της δημιουργίας», τον άνθρωπο.
«Πού το κακό;» θα μου πείτε. Και όμως… Το μυαλό περιορίζεται σε πάρα πολύ στενά, εκτός πραγματικότητας πλαίσια. Ο κάθε πιστός, βολεμένος στην παρηγοριά και τη μασημένη τροφή που του προσφέρεται, καταργείται ως άτομο και γίνεται μέρος μιας ομάδας. Ως δούλος κάποιου Θεού, οφείλει να υπακούει σε συγκεκριμένα δόγματα και κανόνες δίχως να αμφισβητεί τίποτα. Καθοδηγείται από τους αυτοεκλεγμένους «αντιπροσώπους» του Θεού επί της γης και αναγνωρίζει αυτόματα, δίχως δεύτερη κουβέντα, την εξουσία τους, ό,τι μέρος του λόγου και αν είναι οι εξουσιαστές του. Το δε τρελό είναι πως ο πιστός, μέσα από όλο τούτο το παραμύθι, γίνεται τρομερά εγωιστής, επειδή αισθάνεται ανώτερος, όχι μόνο από τα άλλα όντα του πλανήτη, αλλά και από όλους τους συνανθρώπους του που δεν ανήκουν στην ίδια πίστη με την ομάδα του.
Από τότε που ο άνθρωπος δημιούργησε τους θεούς, έπαψε να είναι ο ίδιος Θεός του εαυτού του. Είναι πιο εύκολο να υπάρχει ένας αόρατος καθοδηγητής που θέτει τους κανόνες, που τιμωρεί και επιβραβεύει και κατά κάποιο τρόπο παίρνει την ευθύνη για αποφάσεις και γεγονότα. Κάτι σαν πατέρας του κοπαδιού, σαν ανώτερος βασιλιάς. Δεν είναι τυχαίο που πολλές φορές ο βασιλιάς ενός λαού ήταν και θεός ή απόγονος θεού ή αντιπρόσωπός του. Δεν είναι τυχαίο που ο Ιησούς λογίζεται ως υιός θεού και παράλληλα θεωρείται βασιλιάς ενός υπέργειου, εξιδανικευμένου βασιλείου.
Όλα όσα δίδασκαν και διδάσκουν τα πάμπολλα και ποικίλα δόγματα είναι ένας κλεμμένος αχταρμάς παλαιότερων φιλοσοφιών ή αρχαιότερων θρησκειών, με ελάχιστες προσθήκες και προσαρμογές κατά εποχή ή ανά εκάστοτε λαό. Γι’ αυτό και πολλές φορές μοιάζουν μεταξύ τους ή έχουν πολλά κοινά στοιχεία στη μυθολογία, στην πρακτική τους εφαρμογή και στο τελετουργικό τους. Πρόσθεταν κάθε φορά και ένα σωρό από απίθανα μυθεύματα, κανόνες, απαγορεύσεις, πρακτικές, «εφευρέσεις», τελετές και φαμφάρες, με σκοπό να δημιουργηθεί μια επιβλητική θρησκεία. Μια θρησκεία βασισμένη στην αδυναμία και τις ανάγκες των πιστών, που κάποιοι επιτήδειοι εκμεταλλευόντουσαν για δικό τους κέρδος και καλοζωία. Ορισμένα από αυτά αγγίζουν το όριο του γελοίου, αν τα κοιτάξεις με τα μάτια της κοινής ή επιστημονικής λογικής.
Θα μπορούσα να μιλώ ώρες για το θέμα, αναλύοντάς τα απίθανα της «δικής μας» και μόνο Ορθόδοξης Χριστιανικής πίστης, όπως παρουσιάζεται μέσα από τη Βίβλο. Ας πάρουμε όμως, έτσι απλά, μια πολύ μικρή περίληψη αυτής της «αστείας» ιστορίας, δίχως να λάβουμε υπ’ όψη μας όλα τα κενά, αντιφάσεις, μεγαλειώδη ψέματα, παρατράγουδα και, και, και… Πρώτα-πρώτα, μιλά για ένα ανώτερο ον, δημιουργό των πάντων, που είχε ανάγκη, για έναν απίθανο, αδιευκρίνιστο και παράλογο λόγο, να φτιάξει ένα μέρος και να βάλει μέσα το κατασκεύασμα που επινόησε, τον άνθρωπο. Έφτιαξε ένα ολόκληρο σύμπαν και έκλεισε το δημιούργημά του μέσα σε έναν «Παράδεισο» (αν και, αποδεδειγμένα, από την ίδια τη Βίβλο, υπήρχαν απ’ έξω και άλλες πόλεις με άλλους ανθρώπους, από όπου βρήκε ο Κάιν αργότερα γυναίκα και παντρεύτηκε).
Αυτό πάλι τι σας λέει!! Γιατί ο Κάιν, ο κακός της υπόθεσης, να είναι ο πρόγονος, ο πατέρας όλης της ανθρωπότητας; Αν το συνδυάσουμε με το προπατορικό αμάρτημα, και τα δύο μαζί αποτελούν έναν πάρα πολύ καλό λόγο να βρισκόμαστε συνέχεια με σκυμμένο το κεφάλι, μειονεκτικά απολογούμενοι, για να ξεπλυθούν αμαρτίες άλλων…
Ένας πάνσοφος Θεός λοιπόν, που γνώριζε τα πάντα, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, αλλά έκανε το λάθος να μη ξέρει τι τον περιμένει από το πλάσμα που ο ίδιος έφτιαξε, αφού ομολογουμένως βρέθηκε πολλές φορές προ εκπλήξεως. Σε αυτό το πλάσμα έδωσε «ελεύθερη επιλογή» για να το δοκιμάσει και από την άλλη δημιούργησε κανόνες, τους οποίους από τη φύση του δεν ήταν φτιαγμένο να τους υπακούει και τόσο εύκολα. Χώρια που μοίρασε στον καθένα μας χωριστά άλλες δυνατότητες ή άλλες αρχικές ευκαιρίες με το που ερχόμαστε στον κόσμο.
Αναρωτιέμαι: δεν γνώριζε ή δεν γνωρίζει ο παντογνώστης εκ των προτέρων όλα όσα θα συμβούν στη συνέχεια; Ποια η αρχική ανάγκη να φτιάξει τους ανθρώπους, με μοναδικό σκοπό της ζωής τους τη δοκιμασία; Δεν ξέρει άραγε ποιοι θα τα καταφέρουν να κερδίσουν την υπέροχη αιώνια συνέχεια που υπόσχεται ή ποιοι θα καταδικαστούν σε μια αιώνια τιμωρία; Δεν μοιάζει όλο αυτό σαν κακοφτιαγμένο, προσχεδιασμένο, παιχνίδι, που ο δημιουργός του ξέρει εκ των προτέρων πώς θα καταλήξει; Γιατί τόσος κόπος λοιπόν από μέρους του;
Ας συνεχίσουμε όμως αυτή την απίθανη ιστορία. Μετά από τόσο κόπο λοιπόν, ήρθε και η πρώτη έκπληξη. Έτσι, ο Θεός πέταξε από τον Παράδεισο το δημιούργημά του με το πρώτο του παράπτωμα. (Εδώ ας σημειώσουμε ότι από τη μία τιμώρησε τον Αδάμ επειδή ζητούσε τη γνώση, αλλά αμέσως μετά συγχώρεσε τον γιο του τον Κάιν που σκότωσε τον ίδιο του τον αδερφό. Τι σπουδαία μηνύματα για την ανθρωπότητα!!) Αλλά και στη συνέχεια μετάνιωσε ένα κάρο φορές που έφτιαξε τον άνθρωπο και προσπάθησε να τον καταστρέψει ξανά και ξανά, χωρίς να τα καταφέρνει. Ο ίδιος, βλέπετε, βοηθούσε να επιζήσουν «επιλεκτικά» —να βράσω την επιλογή του— οι καλύτεροι. Οι οποίοι όμως τα έκαναν και πάλι θάλασσα εν καιρώ, για να τον απογοητεύσουν. Ας μην πω τίποτα για την τρομερή και φοβερή εκδικητικότητά του…
Συχνά πυκνά λοιπόν, εκτός από μεγάλες ή μικρές καταστροφές και μαζικές «εκτελέσεις» (Βλέπε Μωυσής και Εβραϊκός λαός στην πορεία για τη γη της Επαγγελίας), έστελνε και κάποιους μεγάλους ηγέτες για να συνετίσουν το ποίμνιο, αλλά προκοπή δεν έβλεπε. Αυτός ο πάνσοφος, μεγαλειώδης δημιουργός του σύμπαντος, που άλλη δουλειά δεν έχει, παρά μία εμμονή να ασχολείται και να μετράει με το καντάρι τις πράξεις του κάθε ανθρώπου, αποφάσισε ξαφνικά να λύσει το πρόβλημα. Έστειλε τον ίδιο το γιο του να θυσιαστεί για να δώσει άλλη μία ευκαιρία στο ελαττωματικό του δημιούργημα!!!! Άλλη λύση δεν βρήκε… Γενικά, είναι άξια θαυμασμού η φοβερή και τρομερή λογική αυτού του παντοδύναμου και πάνσοφου όντος!
Το αποτέλεσμα όλων αυτών; Όλοι οι άνθρωποι που θα ζήσουν επάνω στη γη, έχουν την ευκαιρία να πάνε μετά θάνατο σε έναν αιώνιο Παράδεισο ή να τιμωρηθούν σε μία αιώνια Κόλαση, ανάλογα με τις πράξεις τους και την πίστη τους. Μετά, τέλος, όλα θα έχουν γίνει όπως τα «σχεδίασε».
Και το αρχικό ερώτημα παραμένει. Γιατί μας έφτιαξε;;; Τι του χρειαζόμαστε; Να περνάει την ώρα του μετρώντας τα σωστά και τα λάθη μας, ώστε να μας κατατάξει κάπου; Για μήπως και δεν ξέρει από πριν πού θα καταλήξει ο καθένας μας; Και αν του χρειαζόμαστε για κάτι, όσοι θα πάμε έστω στον Παράδεισο, γιατί δεν μας έφτιαξε όλους τέλειους από την αρχή, να μας βάλει εκεί να τελειώνει; Γιατί όλη αυτή η δοκιμασία και ταλαιπωρία από μέρους του; Και τέλος, πού θα χρησιμεύσει το περίσσευμα που θα πάει στην κόλαση; Να έχει κάτι και ο διάβολος να παίζει ή βάλανε στοίχημα μεταξύ τους, ποιος θα πάρει τους πιο πολλούς;
Ελπίζω να μην παρεξηγήσατε το χιούμορ μου. Ας σοβαρευτώ όμως λίγο και ας προσπαθήσω να σας πω σε τι πιστεύω τελικά.
Ποτέ δεν είχα την ανάγκη να πιστεύω στην ύπαρξη Θεού και όσο το μελετάω, τόσο πιο πολύ απέχω από αυτή την ιδέα.
Δεν μου χρειάζεται δημιουργός για να αιτιολογήσω το σύμπαν. Γιατί πρέπει όλα να τα έχει φτιάξει κάποιος ή κάτι; Δεν είναι πολύ ανθρώπινη και περιορισμένη σκέψη; Μπορεί κάλλιστα να έγιναν όλα από μόνα τους. Μπορεί από έκρηξη συσσωρευμένης ενέργειας και μάζας (Big bang) ή κάποια άλλη επιστημονική αιτία που δεν την γνωρίζουμε ακόμα. Και η ζωή, σε όσους πλανήτες υπάρχει, να προήλθε από τυχαίες αναμίξεις χημικών στοιχείων κάτω από ορισμένες συνθήκες. Όσο για τις «ανώτερες» μορφές της, συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου, μπορεί να είναι απλά η εξέλιξη ενός «κατώτερου» είδους (Δαρβίνος) ή γενετική παρέμβαση από άλλα παρόμοια είδη που ζουν σε άλλους πλανήτες. Πολλά Μπορεί! Τίποτα όμως δεν είναι αποδεδειγμένο, και τίποτα τόσο παρατραβηγμένο και εγωιστικό όσο η έννοια ενός Θεού που ασχολείται συνέχεια μαζί μας. Δεν μου χρειάζονται οι αρλούμπες και τα αλαλούμ κάποιας θρησκείας για να μου εξηγήσουν τα ανεξήγητα. Προτιμώ να βασιστώ στον ορθολογισμό της επιστήμης για όλες τις αναπάντητες ερωτήσεις, έστω και αν δεν προλάβω να μάθω τις εξηγήσεις κατά τη διάρκεια της δικής μου ζωής. Αν ορισμένα παραμένουν ανεξήγητα, είναι γιατί δεν τα έχουμε ανακαλύψει ακόμα. Δεν είναι όμως αυτός λόγος να καλύπτουμε την ανάγκη μας για γνώση κάτω από παραφιλολογίες και αναπόδεικτους μύθους, για να αποκτήσουμε μια υπερφίαλη «ηρεμία» που κάθε άλλο παρά σε αλήθειες βασίζεται.
Δεν πιστεύω σε ζωή μετά τον θάνατο. Δεν το έχω ανάγκη, γιατί δεν με τρομάζει ούτε ο δικός μου ο θάνατος ούτε και των ανθρώπων που αγαπώ. Είμαι προετοιμασμένη για αυτό το φυσικό και αναπόφευκτο γεγονός. Γεννιόμαστε, πεθαίνουμε και πάει τελείωσε. Καθόλου ενοχλητικό δεν μου φαίνεται σαν ιδέα. Πιο ενοχλητικό είναι να πρέπει να ταλαιπωρηθώ, να υποφέρω και να στερηθώ σε αυτή τη ζωή, περιμένοντας μια καλύτερη επόμενη που δεν είναι και σίγουρο ότι υπάρχει.
Δεν μου χρειάζεται κάποιος μελλοντικός στόχος, σκοπός ή ανταμοιβή, για να ζήσω σεβόμενη τον εαυτό μου και τους άλλους. Μου φτάνει η ευτυχία και η ολοκλήρωση που νιώθω, όταν είμαι σωστός και καλός άνθρωπος. Δεν μου χρειάζονται οι κανόνες κάποιας θρησκείας και ο φόβος της τιμωρίας για να μην αποκλίνω από τον ίσιο δρόμο. Μου φτάνει η μιζέρια που προκαλεί το κακό από μόνο του, για να με συγκρατήσει. Πιστεύω στη λογική, στη φιλοσοφία, στην καλοσύνη, στη δύναμη του ανθρώπου, στην αυτοσυγκράτηση και τον αλληλοσεβασμό. Το καλό και το κακό υπάρχουν μέσα μας και όταν αφήνουμε το δεύτερο να επικρατεί σίγουρα δεν είμαστε ευτυχισμένοι. Ας μάθουμε όσο πιο πολλά μπορούμε, σε αυτή τη σύντομη χρονική στιγμή που λέγετε ζωή, ας προσφέρουμε όσο περισσότερα γίνεται και ας συνεχίσουμε να καλυτερεύουμε τον εαυτό μας μέχρι να κλείσουμε τα μάτια μας.
Πιστεύω επίσης πως πραγματικά ευτυχισμένος είναι ο άνθρωπος που μαθαίνει τον εαυτό του και τους άλλους. Που μπορεί να βλέπει και να διορθώνει τα ελαττώματα του, που έχει τη δυνατότητα να γίνεται κάθε μέρα και καλύτερος και ξέρει να συγκρατεί τα πάθη του για να μη βλάπτει τον ίδιο και τους άλλους. Αυτός που τα πάει καλά με τον εαυτό του, μπορεί να είναι καλός και με τους συνανθρώπους του.
Δεν μου ήρθε ξαφνικά να είμαι άθεη. Νομίζω πως έτσι ήμουν πάντα. Απλά στην πορεία, ερευνώντας και την άλλη άποψη, το τεκμηρίωσα ακόμα πιο πολύ μέσα μου. Ούτε θεωρώ πως είναι εγωιστικό να στηρίζεσαι στις δυνάμεις σου, να σκέφτεσαι και να βρίσκεις απαντήσεις από μόνος σου, χρησιμοποιώντας την κοινή ανθρώπινη λογική, απαντήσεις που δεν συμπεριλαμβάνουν έναν Θεό, όπως συχνά διατυμπανίζουν και μας κατηγορούν αυτοί που πιστεύουν. Επειδή και αυτά που θεωρούν οι θρήσκοι ως δεδομένες και αυθύπαρκτες αλήθειες, κάποιοι άλλοι άνθρωποι τα έχουν σκεφτεί και εφεύρει.
Ο δεύτερος σύζυγός μου είναι και αυτός άθεος εκ πεποιθήσεως, αν και προέρχεται από θρησκευτική οικογένεια.
Ο μοναχογιός μου πάλι, αν και μεγάλωσε με τα δικά μου πρότυπα σχετικά με τη θρησκεία, παλαιότερα ήταν άθεος (μάλιστα σε πολύωρες συζητήσεις που είχε μαζί μου και με άλλους, ανέλυε το όλο θέμα περί Θεού και θρησκειών και απέρριπτε και τα δύο με μεγάλο πάθος)· τώρα τελευταία όμως, στα τριάντα του πια, έχει αρχίσει να πιστεύει από μόνος του στον Θεό. Δεν πηγαίνει μεν στην εκκλησία, αλλά φέτος μου ανακοίνωσε ότι νηστεύει για το Πάσχα. Δεν του έφερα καμία αντίρρηση. Είναι ένας άρτιος, σωστός, φιλοσοφημένος και δυνατός χαρακτήρας και του έχω εμπιστοσύνη. Ό,τι και αν επιλέξει, είμαι σίγουρη πως θα βρει τον δρόμο που του ταιριάζει και δεν θα κάνει κάτι που θα βλάψει τον εαυτό του ή τους άλλους. Εξ’ άλλου, τα πιστεύω του καθενός, ακόμα και του ίδιου του παιδιού μου, είναι πάρα πολύ προσωπικό θέμα και αναφαίρετο δικαίωμα του καθενός.
Όλοι σχεδόν οι φίλοι μου πιστεύουν, από λίγο ως πολύ, σε κάποια θρησκεία, και μάλιστα η κολλητή μου είναι αυτό που λένε «της εκκλησίας». Πάρα πολλές φορές μιλάμε και αναλύουμε μεταξύ μας θρησκευτικά και φιλοσοφικά θέματα —εδώ και σαράντα χρόνια— και δεν έχουμε καυγαδίσει ποτέ.
Όπως βλέπετε, δεν είχα ποτέ και δεν έχω κανένα πρόβλημα με όσους πιστεύουν οπουδήποτε. Δικαίωμά τους!!! Ο καθένας πιστεύει σε αυτό στο οποίο τον οδηγεί η λογική του και τον κάνει να αισθάνεται καλύτερα με τον εαυτό του. Μα ούτε και οι άλλοι έχουν πρόβλημα μαζί μου, αν και δηλώνω ανοιχτά αυτό που είμαι, γιατί δεν έχω φανατισμό και δεν προσπαθώ να πείσω κανέναν να ενστερνιστεί τα δικά μου πιστεύω, αλλά μήτε και κατηγορώ ποτέ κανέναν για τα δικά του.
Πού και πού μόνο ενοχλούμαι, όταν υπάρχει άμετρος και παράλογος φανατισμός από την άλλη πλευρά. Όταν ακούω να βρίζουν την «πίστη μου στην απιστία». Με ποιο δικαίωμα; Όπως εγώ σέβομαι την πίστη τους, περιμένω να σεβαστούν κι εκείνοι τη δική μου και όλους εμάς που διαλέξαμε αυτό το είδος «θρησκείας».
Κατά έναν περίεργο τρόπο, το ίδιο ακριβώς ενοχλούμαι όταν ακούω τους ομοϊδεάτες μου να καταφέρονται με άσχημο τρόπο ή με χαρακτηρισμούς εναντίων αυτών που πιστεύουν κάπου. Μπορούμε να συνυπάρχουμε ανταλλάσσοντας ήρεμα απόψεις. Το κακό είναι να μη σεβόμαστε ο ένας τα Πιστεύω του άλλου.
Γενικά μου φαίνεται τρομακτικός, άδικος και παράλογος κάθε καυγάς, κάθε μάχη και κάθε πόλεμος, που γίνεται επειδή οι άνθρωποι έχουν διαφορετικές απόψεις και ιδεολογίες. Δεν βλέπω τον λόγο γιατί πρέπει όλοι να είμαστε, να πιστεύουμε ή να προτιμάμε τα ίδια πράγματα σε κανέναν τομέα της ζωής μας. Και δεν βλέπω τον λόγο, γιατί πρέπει να προσπαθούμε να κάνουμε τους άλλους να σκέφτονται με το δικό μας τρόπο. Πού το κακό στη διαφορετικότητα;
Το κακό ξεκινά όταν μία μονάδα ή ομάδα θέλει να επιβληθεί με το ζόρι στους άλλους. Πολλές φορές, τέτοιου είδους φανατισμοί οδηγούν σε ακραίες καταστάσεις. Η έχθρα φτάνει σε τέτοια σημεία, που οι μεν προσπαθούν να μειώσουν με κάθε τρόπο τους δε ή ακόμα και να τους εξαφανίσουν από προσώπου γης. Πόσοι πόλεμοι και πόσα θύματα δεν έχουμε θρηνήσει και συνεχίζουμε να θρηνούμε στις μέρες μας, λόγω διαφοράς στην ιδεολογία και κυρίως σε θρησκευτικά θέματα;
Πάντως νομίζω, με κάθε επιφύλαξη, ότι ο φανατισμός δεν προέρχεται από υπερβολική πίστη, αλλά από κρυμμένη καταπίεση ή υπερβολικά άρρωστο εγωισμό. Αφού καταπιέζομαι εγώ για να υπηρετώ αυτή τη συγκεκριμένη ιδέα, γιατί να μην καταπιεστούν και οι άλλοι; Αφού εγώ πιστεύω αυτό, που είμαι καλύτερος και εξυπνότερος από όλους, γιατί να μην το πιστεύουν και οι άλλοι; Δεν είναι λογικό να μισούμε, να εξευτελίζουμε και να σκοτώνουμε τους συνανθρώπους μας, για να τους δείξουμε και να τους οδηγήσουμε στον «σωστό δρόμο» που εμείς νομίζουμε.
Με δυο λόγια:
Αν η πίστη στις όποιες ιδέες μας δεν μας κάνει καλύτερους, ισορροπημένους και ευτυχισμένους ανθρώπους, αν δεν μας κάνει να αγαπάμε και να σεβόμαστε τον εαυτό μας και τους συνανθρώπους μας, τότε σίγουρα δεν είναι μια καλή πίστη ή έστω μια πίστη που μας ταιριάζει.
Το ίδιο ισχύει αν δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε πλήρως αυτά στα οποία πιστεύουμε. Αν δεν καταφέρνουμε να είμαστε στη ζωή μας, με απόλυτη ελευθερία και άνεση, αυτό που πραγματικά θέλουμε και είμαστε μέσα μας, αν ζοριζόμαστε ή προσπαθούμε να το κρύψουμε και να δείξουμε κάτι άλλο, κάπου έχουμε κάνει λάθος. Αν μη τι άλλο, λέμε ψέματα και κοροϊδεύουμε τον ίδιο μας τον εαυτό.
Και τέλος, δεν είναι δικό μας θέμα και δεν μας αφορά τι πιστεύουν οι άλλοι ή ποιον τρόπο ζωής διάλεξαν για να ζήσουν. Δικαίωμά τους!!! Ας ασχοληθούμε με το τι κάνουμε και ποιοι πραγματικά θέλουμε να είμαστε. Δικαίωμά μας!!! Ευθύνη και υποχρέωσή μας!!!
Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο sfrang, όπου και γίνεται ο σχολιασμός.
Μια καμήλα που δεν καταπίνεται με τίποτα – Εισαγωγή
Μετάφραση: Evan T
• Περιεχόμενα | Επόμενο άρθρο [1] » |
Εισαγωγή του μεταφραστή
ΕΝΑΡΞΗ ΣΕΙΡΑΣ ΑΡΘΡΩΝ: Μια καμήλα που δεν καταπίνεται με τίποτα
Πέμπτη, 4 Αυγούστου 2011 από Evan T
Ώρα να πιάσω άλλο ένα ενδιαφέρον δοκίμιο του Ebonmuse, το “Choking on the Camel”· εξίσου ενδιαφέρον με τα προηγούμενα δύο (“Το Φάντασμα στη Μηχανή” και “Το Ακίνητο πρώτο κινούν”). Εδώ ο Ebonmuse κάνει μια επισκόπηση όλων των ιστορικών στοιχείων που σχετίζονται με την ιστορική ύπαρξη του Ιησού.
Το ξέρω πως έχουν γραφτεί πολλά για το ζήτημα, αλλά εμένα αυτές οι μεταφράσεις με βοηθάνε να ασχοληθώ πιο εμπεριστατωμένα με ένα ζήτημα απ’ ό,τι θα επέτρεπε ένα μεμονωμένο άρθρο για μία μόνο ιστορική πηγή. Είναι και μια ευκαιρία για αναζήτηση πρωτογενών πηγών (έχω δει πολλές φορές στο ίντερνετ να εμφανίζονται “αρχαία κείμενα” παραποιημένα).
Να σημειώσω πως σ’ αυτό το δοκίμιο ο Ebonmuse εκφράζει την πεποίθησή του ότι: α) ιστορικός Ιησούς δεν υπήρξε ποτέ και β) ο πρώιμος Χριστιανισμός δεν λάτρευε έναν ενσαρκωμένο Λόγο. Προσωπικά δεν συμφωνώ με τις διαπιστώσεις του. Για το δεύτερο σημείο ίσως και να είναι κάπως πειστικός, αλλά για το πρώτο σημείο προσωπικά θεωρώ πως είναι πολύ πιο λογικό ο Χριστιανισμός να είχε έναν ιδρυτή (αν λεγόταν όντως Ιησούς, αυτό είναι άλλο ζήτημα). Ωστόσο, το δοκίμιο είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον και το θεώρησα σκόπιμο να το παρουσιάσω ολόκληρο (μαζί με το τρίτο μέρος όπου αναπτύσσει τις απόψεις του περί ενός πνευματικού Ιησού και όχι υλικού). Και να μη συμφωνείτε, θα το βρείτε ενδιαφέρον ανάγνωσμα, πιστεύω.
Όπως όλα τα προηγούμενα δοκίμια του Ebonmuse έτσι και αυτό θα παρουσιαστεί σε κομμάτια που θα διευκολύνουν τον σχολιασμό. Τα τμήματα θα σημειώνονται με τη συντομογραφία [Κπκ]. Το όνομα του δοκιμίου (“Choking on the Camel”) σαφώς παραπέμπει στο γνωστό “διυλίζω τον κώνωπα και καταπίνω την κάμηλο” ο εστί μεθερμηνευόμενον “ασχολούμαι με ψιλολεπτομέρειες και αδιαφορώ για χοντρά προβλήματα”.
Ακολουθεί η εισαγωγή του Ebonmuse, μαζί με τα περιεχόμενα του δοκιμίου. Σημειωτέον ότι μπορείτε να βρείτε πολλές αναλύσεις και αλλού για τα συγκεκριμένα επιχειρήματα και όσο μπορώ θα ενσωματώσω κάποιες παρατηρήσεις ως δικά μου σχόλια.
Μια καμήλα που δεν καταπίνεται με τίποτα – Εισαγωγή
Για σχεδόν δύο χιλιάδες χρόνια οι Χριστιανοί τιμούν τον Ιησού Χριστό ως Κύριο και Σωτήρα τους. Οι ιστορίες των ευαγγελίων που διηγούνται τη ζωή του είναι γνωστές σε όλους (έστω και σε γενικές γραμμές) είτε είναι πιστοί, είτε όχι. Σύμφωνα με αυτά τα κείμενα ο Ιησούς γεννήθηκε από μια παρθένα ονόματι Μαρία στην πόλη της Βηθλεέμ και γενεαλογικά καταγόταν από το βασιλιά Δαβίδ. Όταν ενηλικιώθηκε λένε πως ξεκίνησε το έργο του, δίδαξε τους ανθρώπους να αγαπάνε ο ένας τον άλλο, γιάτρεψε αρρώστους και χωλούς, έκανε θαύματα και συγκέντρωνε μεγάλα πλήθη που έρχονταν από πολύ μακριά για να τον ακούσουν να μιλάει. Αλλά τα ευαγγέλια συνεχίζουν και γράφουν πως παράλληλα προσέβαλε τους διεφθαρμένους και κοσμικούς θρησκευτικούς ηγέτες, οι οποίοι συνωμότησαν για να συλληφθεί με ψευδείς κατηγορίες και να εκτελεστεί με σταύρωση. Αλλά εν τέλει, λένε τα ευαγγέλια, αναστήθηκε από τον τάφο, εν δόξη, την τρίτη ημέρα μετά τον θάνατό του και αναλήφθηκε στους ουρανούς, αποδεικνύοντας τη θεϊκή του φύση. Η εκκλησία που ίδρυσε έχει εξαπλωθεί πολύ, είναι ιδιαίτερα ισχυρή και επιβιώνει μέχρι σήμερα. Έχει δισεκατομμύρια οπαδούς και υπάρχουν πολλές ομολογίες σε όλο τον κόσμο. Ό,τι και να πούμε για τον Ιησού –καλώς ή κακώς– είχε τρομερή επιρροή στην υφήλιο.
Υπήρξε όμως πραγματικά;
Σίγουρα πρόκειται για μια ερώτηση που σοκάρει· τόσο πολύ που επί δύο χιλιετίες σχεδόν κανένας δεν σκέφτηκε να την κάνει. Ο Χριστιανισμός είχε εν τω μεταξύ εξαπλωθεί σε όλο τον κόσμο, και η ιστορική ύπαρξη του Σωτήρα τους θεωρούνταν δεδομένη, και κανείς δεν τολμούσε να την αμφισβητήσει.
Ωστόσο αυτή η πεποίθηση τώρα αμφισβητείται. Στον 20ο αιώνα, η απόλυτη δύναμη που είχε η θρησκεία πάνω στην κοινωνία άρχισε να μειώνεται, και το αποτέλεσμα ήταν ένα είδος μικρής αναγέννησης στους ακαδημαϊκούς κύκλους, που για πρώτη φορά ξεκίνησαν να εφαρμόζουν τη μέθοδο της κριτικής ανάλυσης κειμένων στη Βίβλο, και ειδικά στην Παλαιά Διαθήκη (βλ. “Αφήστε τις πέτρες να μιλήσουν”). Μέχρι στιγμής η καταγωγή της Καινής Διαθήκης δεν έχει διερευνηθεί επαρκώς, και παρόλο που η πλειοψηφία των λογίων θεωρεί πως ο Ιησούς όντως υπήρξε, η άποψη αυτή είναι περισσότερο αποτέλεσμα παράδοσης παρά απότοκο των αποδεικτικών στοιχείων.
Πρόσφατα όμως έχει εμφανιστεί μια μικρή, αλλά διαρκώς διογκούμενη, ομάδα ατόμων που αντιτίθενται στην παράδοση. Αυτοί οι ακαδημαϊκοί στρέφουν την προσοχή, μεταξύ άλλων, στο ότι τα ιστορικά στοιχεία για την ύπαρξη του Ιησού είναι πολύ αδύναμα, αν όχι ανύπαρκτα, ότι η ζωή του έχει πάρα πολλά κοινά στοιχεία με το αρχέτυπο του μυθικού ήρωα που εμφανίζεται σε πολλούς πολιτισμούς και ότι πολλά βιβλία και στίχοι της Καινής Διαθήκης μας λένε πολύ παράξενα πράγματα (αν δεν τα δούμε μέσα από ένα πέπλο προκαταλήψεων).
Δεν είμαι επαγγελματίας ιστορικός, αλλά θεωρώ κι εγώ τον εαυτό μου σκεπτικιστή. Είναι άποψή μου πως ο Ιησούς Χριστός, ως ιστορική φιγούρα, πιθανότατα δεν υπήρξε ποτέ. Αντίθετα θεωρώ πως ο Χριστιανισμός ξεκίνησε ως μυστηριακή θρησκεία, ένα παρακλάδι του μεσσιανικού Ιουδαϊσμού, που λάτρευε μια θεότητα-λυτρωτή της οποίας η θυσία και ανάσταση πιστευόταν πως διαδραματίστηκε στον Ουρανό. Επιπλέον θεωρώ πως με τον καιρό αυτό το σύστημα πίστης αναμείχθηκε με τις παραβολές και ηθικές διδασκαλίες της ελληνιστικής φιλοσοφίας, και αυτό το κράμα πεποιθήσεων σταδιακά μεταλλάχθηκε σε μια ολοκαίνουργια θρησκεία που κατέληξε να πιστεύει στην ύπαρξη ενός ανθρώπου που έζησε πρόσφατα και ενσάρκωνε όλες αυτές τις έννοιες.
Οι Χριστιανοί απολογητές δηλώνουν ευθαρσώς πως τέτοιες θέσεις έχει μόνο μια μικρή μειοψηφία αθέων και ότι τα αποδεικτικά στοιχεία τούς εκθέτουν. Ωστόσο τα τελευταία χρόνια ξεκίνησαν έναν καταιγισμό αντεπιθέσεων, όπως το βιβλίο The Case for Christ του Lee Strobel. Γιατί να καταναλώνουν τόσο κόπο στην αντιμετώπιση τέτοιων ισχυρισμών, αν θεωρούν πως είναι αβάσιμες; [ΣτΜ: Non Sequitur, κατ’ εμέ.]
Εν τέλει όλα αυτά είναι αδιάφορα· τα στοιχεία είναι που έχουν σημασία, και είμαι βέβαιος πως τα στοιχεία είναι με το μέρος μας. Αυτό το δοκίμιο θα επιχειρήσει να εξετάσει τα στοιχεία αυτά. Το πρώτο μέρος θα εξετάσει τα στοιχεία που στηρίζουν την ιστορικότητα του Ιησού (το αντίθετο κάνουν, για την ακρίβεια) και πώς οι υπάρχουσες αναφορές δεν πληρούν τα κριτήρια ύπαρξης ενός ιστορικού χαρακτήρα. Το δεύτερο μέρος θα απαντήσει στις συνήθεις επιθέσεις Χριστιανών απολογητών κατά της θεωρίας του μυθικού Ιησού. Στο τρίτο μέρος θα παρουσιάσω κάποιες υποθέσεις για το πώς μπορεί να προέκυψε ο Χριστιανισμός χωρίς την ύπαρξη μιας ιστορικής φιγούρας, αναλύοντας βιβλικούς στίχους που μας βοηθούν να δούμε την εξέλιξη της νεαρής χριστιανικής πίστης, ενώ θα καλύψει και θέματα όπως ο αρχικός σκοπός των ευαγγελίων.
(Σημείωση: Αρκετό από το υλικό σ’ αυτό το άρθρο προέρχεται από την εξαιρετική ιστοσελίδα του Earl Doherty “Το παζλ του Ιησού” και το ομώνυμο βιβλίο. Το συνιστώ ανεπιφύλακτα σε όλους τους ενδιαφερόμενους, αλλά εν τω μεταξύ αποφάσισα να παρουσιάσω μια συμπυκνωμένη εκδοχή των επιχειρημάτων του Doherty με δικές μου προσθήκες, με στόχο να εισάγω τον αναγνώστη σ’ αυτή την ακαδημαϊκή συζήτηση.)
Περιεχόμενα
ΣτΜ: Οι ενότητες με πλάγια γράμματα είναι δικές μου προσθήκες
και δεν υπάρχουν στο αρχικό κείμενο του Ebonmuse.
- Η συνωμοσία της σιωπής
- Τα Επιχειρήματα των Απολογητών
- α. Φλάβιος Ιώσηπος
- β. Σουητώνιος
- γ. Πλίνιος ο Νεώτερος
- δ. Τάκιτος
- ε. Μαρά Βαρ Σεραπίων
- ς. Λουκιανός ο Σαμοσατεύς
- ζ. Το Εβραϊκό Ταλμούδ
- η. Θαλλός
- θ. Φλέγων ο Τραλλεύς
- ι. Κέλσος
- ια. Γαληνός εκ Περγάμου
- ιβ. Νουμήνιος
- ιγ. Άλλοι
- Κατακλείδα
- Η Θρησκεία του Λόγου
- α. Προβλήματα με τις Επιστολές
- β. Προβλήματα με τους απολογητές του 2ου αι.
- γ. Προβλήματα με τα Ευαγγέλια
Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο On the way to Ithaca, όπου και γίνεται ο σχολιασμός.
Αποχαιρετισμός στη θρησκευτική πίστη (47)
Το τέλος του κόσμου άργησε (άλλη) μια μέρα
Κανείς δεν γεννιέται πιστεύοντας σε κάτι πέραν της παντοδυναμίας της μαμάς και του μπαμπά του… και όταν κάποια στιγμή μεγαλώνοντας συνειδητοποιεί ότι κι αυτή ακόμα είναι επίπλαστη, υφίσταται επιτέλους την πρώτη βασική ώση ενηλικίωσης: είμαστε μόνοι, ασήμαντοι, πεπερασμένοι.
Καμία έκπληξη που εφηύραμε το αλκοόλ, τα ναρκωτικά, τη θρησκεία…
Οι γονείς μου δεν ήταν θεοφοβούμενοι άνθρωποι. Δεν ξέρω πώς τα κατάφεραν, είχαν κι οι δυο μόρφωση μόλις δημοτικού, καταγωγή από φτωχούς αγράμματους αγρότες, και μεγάλωσαν σε εποχές που η θρησκοληψία φοριόταν ακόμα πολύ.
Ο μπαμπάς, μεροκαματιάρης σιδεράς και εμφορούμενος από τις διδαχές του κομμουνισμού, την είχε προφανώς σκαπουλάρει κατατάσσοντας θεούς και δαίμονες ως μία ακόμα πανουργία του κεφαλαίου για την καταδυνάστευση του προλεταριάτου.
Η μαμά, λίγο πιο διαλλακτική, δεν αρνιόταν τελείως τις μεταφυσικές της ανησυχίες αλλά δεν τις χάριζε και σε κανένα μεσάζοντα: αν περνώντας τύχαινε σε κανένα γραφικό ερημοκλήσι, σταματούσε ευχαρίστως να «ανάψει το καντηλάκι», να ξεκλέψει δηλαδή λίγες προσωπικές στιγμές εφησυχασμού και ενδοσκόπησης.
Δεν θα έλεγα ότι μου μίλησαν ποτέ ενάντια στη θρησκεία, μα ούτε και τα μάσησαν μπροστά στην —απροκάλυπτη ούτως ή άλλως— υποκρισία των παπάδων. Ποτέ δεν μου απαγόρευσαν κάποια σχετική σχολική δραστηριότητα (π.χ. εκκλησιασμούς, αγιασμούς), ενώ ποτέ δεν με κράτησαν και μακριά από το γενικότερο socializing του πράγματος (γάμοι, βαφτίσια, ανάσταση, i-βασίλης κ.λπ.).
Κάπως έτσι λοιπόν, με τη θρησκεία ντεκόρ και φολκλόρ, ξεκίνησα το δημόσιο σχολείο αρχές δεκαετίας του ’80, όπου παρά την κατάργηση της ποδιάς, ο αυταρχισμός και ο επαρχιωτισμός καλά κρατούσαν. Θυμάμαι χαρακτηριστικά δασκάλους που (αυτόβουλα κατά πώς φαίνεται, δεν ξέρω κιόλας) αφιέρωναν ολόκληρες ώρες διδασκαλίας σε ατόφιο προσηλυτισμό.
Κυριολεκτικά και μεταφορικά, ανακάλυπτα πλέον την κόλαση: εκφοβισμοί, τύψεις, νουθεσίες, να προσευχόμαστε πρωί-βράδυ, να αγαπάμε τον καλό (και a propos εκδικητικόοο) θεούλη, να εξομολογούμαστε τις φοβερές καθημερινές αμαρτίες μας… ιδού γνώση λαμπρή προς καλλιέργεια, τέρψη και διάπλαση των παίδων!
Θα έλεγε κανείς ότι δεν υπήρχε λόγος να με ακουμπήσουν όλα αυτά, και όμως, ο τρόμος μιλάει στην παιδική ψυχή, τη μαυρίζει: θυμάμαι πολύ καθαρά ένα διάστημα που επηρεασμένη από τις σχολικές πλύσεις το είχα ρίξει στην προσευχή παρακαλώντας τον καλό θεούλη να μην τιμωρήσει εμένα και τους αγαπημένους μου.
Ευτυχώς οι φοβικές κρίσεις σταδιακά ξεθύμαναν, ευθέως ανάλογα με τις ώρες προσηλυτισμού στο σχολείο, και οριστικά πια υποχώρησαν με την εμφάνιση της μοναδικής δασκάλας που μου εντυπώθηκε ποτέ ως πρότυπο: ο πρώτος άνθρωπος που —στα εννιά ολόκληρα χρόνια της ζωής μου— άκουσα ανοιχτά και θαρραλέα να αμφισβητεί την ύπαρξη του θεού, μπολιάζοντάς με για πάντα έκτοτε με την ιδέα του αγνωστικισμού και τη σημασία της κριτικής σκέψης κι αντίληψης.
Έπειτα ήρθαν οι προσωπικές μου αναζητήσεις, τα εξωσχολικά μου αναγνώσματα (ναι, ο Δαρβίνος και η εξέλιξη υπάγονται εδώ, με τη Μανίνα) και όλες οι συνεπακόλουθες λογικές ενστάσεις στις απανωτές διανοητικές σφαλιάρες του Υπουργείου Θρησκευμάτων.
Ερωτήματα τύπου ποιοι είμαστε, πού πάμε, πώς και αν ορίζεται το καλό και το κακό και ποιο είναι το νόημα-της-ζωής-τελοσπάντων, με απασχολούσαν ανέκαθεν, όπως όλους. Όμως ούτε κατ’ ελάχιστο ένιωσα ποτέ να βρίσκω ικανοποίηση στις χαοτικές απαντήσεις των θρησκευτικών, άσχετα με το πόσο ενδιαφέρουσες ή λυρικές έβρισκα ενίοτε τις μεταφορές τους.
Πράγματι, ήδη ως το τέλος της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης η σχέση μου με τις εν γένει μεταφυσικές ερμηνείες του κόσμου διαμορφωνόταν σε ένα έντονο αλλά ξεκάθαρα αποστασιοποιημένο (λογοτεχνικό/ανθρωπογεωγραφικό/κοινωνιολογικό) ενδιαφέρον για τα σύμβολα και την αλληγορία. Με συνάρπαζαν οι απανταχού θρύλοι και οι λαϊκές παραδόσεις, την κατάβρισκα να ξετυλίγω κλωστίτσες συμπυκνωμένης σοφίας και προαιώνιας μνήμης μέσα από τα κουβάρια του συλλογικού φαντασιακού που ανακάλυπτα στις σελίδες της βίβλου, τις παραβολές του Ιησού, τα συναξάρια των αγίων, την Ορφική και Ησιόδεια κοσμογονία, τα Ομηρικά έπη, τους άθλους του Ηρακλή, τους μύθους του Αισώπου, τους παράδοξους δεσμώτες ή το ανδρόγυνο του Πλάτωνα, τις επτά σφαίρες της Ροδοσταυρικής κτίσης, τις τρεις ρίζες του Υγκντράσιλ, το «αυτόματο» του Γκουρτζίεφ, τις περιπλανήσεις του Σιντάρτα, τις ιστορίες του Χότζα, τις διδαχές του Προφήτη, τα ονειρέματα του Δον Χουάν, τις ανάστατες ψυχές των ποιητών, και πάει λέγοντας… Κι έτσι αναίμακτα θα συμπορευόμουν ακόμα με τα απανταχού σκιρτήματα-κοσμικής-συνείδησης υποθέτω, αν δεν συνέβαινε το υπερπαράδοξο —κάπου στο δεύτερο έτος πια των σπουδών μου— να ερωτευτώ έναν χριστιανό.
Καταρχάς να εξηγηθώ μπας και διασώσω μια ρανίδα αξιοπρέπειας: δεν ήταν το πρώτο πράγμα που διέκρινες πάνω του. 😀 Διέκρινες μάλλον έναν άνθρωπο εξαιρετικά εύστροφο, βαθιά καλλιεργημένο και σε έντονη ψυχική εγρήγορση. Έναν άνθρωπο με έφεση στις τέχνες, και ιδιαίτερα τη μουσική και τη λογοτεχνία. Έναν άνθρωπο με «αρχές και ιδεώδη» (ουαί κι αλί, θα μάθαινα…) εν μέσω μάλιστα εποχών που στα νεανικά και ονειροπόλα ακόμα μάτια μου, τα πάσης φύσης ιδανικά έμοιαζαν τουβλάκια σε ασυγκράτητο σούπερ ντόμινο.
Κι έβρισκα, το ομολογώ, κάτι βαθιά γοητευτικό σε αυτή του την (εκ των υστέρων μόνο ως τέτοια αντιληπτή) ψύχωση: ο εσωτερισμός και οι εμμονές, οι συνεχείς συναισθηματικές (αλλά τόσο ποιητικές) μεταπτώσεις, η πυρετώδης γραφή και σκέψη, κι ο Έρωτας, αυτός ο αλλόκοτος, που γητεύει… Όντας τελείως ανυποψίαστη μπροστά στην απιθανότητα μιας σεναριακής πλοκής που θα κορόιδευα και σε σαπουνόπερα ακόμα (διάολε!) τίποτα απ’ όσα φαίνονταν ή λέγονταν εκείνα τα χρόνια δεν μου προμήνυε αυτό που ερχόταν. Τίποτα δεν με προϊδέαζε ότι είχα παράφορα ερωτευτεί μια αναλαμπή, μια προνύμφη. Κι ότι κάπου υποδόρια, πίσω από το φαινομενικά τόσο φευγάτο κι ατίθασο lifestyle του, παράλογες έγνοιες βράζαν και χόχλαζαν, μνήμες καταναγκαστικές ξυπνούσαν κι αγρίευαν, τύψεις και “πρέπει” εμφυτευμένα βαθιάαα, στον πρώτο νου, βλάσταιναν πια κι ερχόταν η ώρα του θερισμού, η εκκόλαψη του κτήνους…
Και, κάπως έτσι, κύριε δικαστά, —αφελής κι ανοχύρωτη, στη δίνη της ερωτικής παραζάλης, βήμα το βήμα τις μικρές μα απανωτές συγκαταβατικές υποχωρήσεις, προσπαθώντας να προστατέψω και να σεβαστώ την ιδιαιτερότητά του— ξύπνησα κάποτε ανελέητα γδαρμένη απ’ τη δική μου, σε ένα αδιάλλακτο κι εφιαλτικό σύμπαν όπου όφειλα λέει να είμαι αλλιώς για να είμαι ΟΠΩΣ ΠΡΕΠΕΙ.
Γιατί τόσο πολύ ολιγώρησα; Γιατί άφησα το κτήνος να θεριέψει;
Δύσκολο να το εξηγήσω, τότε και τώρα, μα πες το πείσμα/άγνοια κινδύνου + ρομαντισμό/υπερεκτίμηση δυνάμεων/όλα τα παραπάνω. Κόντρα στις εύλογες ανησυχίες και απεγνωσμένες παραινέσεις δικών και φίλων, κόντρα στον ίδιο τον εαυτό και τη στοιχειώδη λογική μου, πέρασα σχεδόν δύο κατάμαυρα χρόνια παλεύοντας να γεφυρώσω το χάσμα, προσποιούμενη ότι δήθεν μπορούσα.
Τον έβλεπα να κατρακυλάει, στα μάτια μου χρειαζόταν βοήθεια, ήμουν ο τελευταίος σύνδεσμός του με τον κόσμο, δεν ήταν δυνατό να τον εγκαταλείψω… Τι ειρωνεία, έτσι ακριβώς σκεφτόταν κι αυτός, πάσχιζε να με βοηθήσει ο δυστυχής, πάσχιζε λέει να σώσει την ψυχή μου! Κι ενόσω εγώ αρνούμουν να παραδεχτώ το εξόφθαλμο, το τρενάκι του χριστιανορθόδοξου τρόμου συνέχιζε αμετάκλητο την αδυσώπητη τροχιά του: μια στο καρφί μια στο πέταλο, ο αγαπημένος μου κέρδιζε σταθερά έδαφος, φτάνοντας μέχρι κι απροσχημάτιστα κάποτε πια να απαιτεί την πλήρη «προσαρμογή μου», τη μεταμόρφωσή μου δηλαδή σε μια αφοσιωμένη, υποστηρικτική, υποταγμένη, χριστοήθη σύζυγο, την κατά τας Γραφάς άλλωστε (κι ένα μάτσο καλογέρους ζηλωτάς btw) προβλεπόμενη.
Σου έχει συμβεί ποτέ να κοιτάς τον εαυτό σου από απόσταση; Όχι δεν μιλάω για αστρικές προβολές και τέτοια, κυριολεκτώ! Να νιώθεις πλήρως εκδιωγμένος από σένα ενόσω κάποιος άλλος εκβιαστικά καταλαμβάνει το σώμα σου, το ντύνει, το ταΐζει, το κινεί, το ορίζει, κατά τη δική ΤΟΥ βούληση αλλά για το καλό ΣΟΥ. Έτσι κι εγώ, κοίταζα μόνο, αγκυλωμένη κι έντρομη, ανίκανη να επικοινωνήσω, να αντισταθώ, να ξεφύγω — κάτι σε «ο Τζόνι πήρε το όπλο του» αλλά σε βερσιόν κοσμοκαλόγριας ένα πράγμα. 🙂
Αλλά αρκετά με τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες. Εξυπακούεται ότι κατάφερα τελικά να σπάσω τον κλοιό και να αναπνεύσω (ακόμα τρομάζω με το πόσο κυριολεκτικά εννοώ τη λέξη). Αλλά όχι ότι ήταν και εύκολο. Συστηματικά αποδιώχνοντας όλο αυτό τον καιρό όσους εγκαίρως και καλόκαρδα αποπειράθηκαν να με απαγκιστρώσουν, είχα πια μείνει ολομόναχη στην πλευρά της λογικής — απέναντί μου μαινόταν τώρα ένας συντονισμένος, λυσσαλέος κι ελεεινά ΑΝΗΘΙΚΟΣ πόλεμος «τιμής» και φανατίλας. Μα όσο επώδυνος και τραυματικός, τόσο και αναπόφευκτος ήταν αυτός ο χωρισμός, σαν ξέρασμα.
Κέρδισα κάτι μέσα από αυτό το πρόσκαιρο, οικειοθελές, μπάι-πας ύπαρξης; Ναι, βαριά αθεράπευτη τελειωτική ενηλικίωση. Απότομο ξύπνημα στην πραγματικότητα όπου η θρησκεία δεν είναι πια ένα αθώο ανθολόγιο παραμυθιών και συμβόλων αλλά ο άσπονδος εχθρός της νόησης και το πλέον ύπουλο μεθόδευμα επιβολής εξουσίας. Οι «πνευματικοί πατέρες» και οι (μονα)δικές τους αλήθειες δεν είναι παρά δόκανα, αριστοτεχνικά στημένα στους δρόμους της ποθητής αυτοπραγμάτωσης. Λεία και τρόπαιο, ο αφύλακτος παιδικός νους, εκεί προσβάλλει, εκεί ενδημεί ο αληθινός ο ιός του θεού, που μέχρι πρότινος δυστυχώς αψηφούσα.
Τα δυο μου σεντς λοιπόν για όποιον τυχόν αναγνώστη
· είναι χριστιανός: θέλω σαφώς να σου το ξεκαθαρίσω, δεν έπεσα θύμα καμιάς πλάνης, δεν με παρέσυραν οι σοφιστείες «σάπιων αθέων και σιωνιστών» ή οι διαβολές αιρετικών και αλλοθρήσκων. Όχι! Τη γνήσια κι ατόφια πίστη σου σιχάθηκα, βιώνοντάς τη βαθιά στο μεδούλι μου, καρφί το καρφί τη μισαλλοδοξία, το μισογυνισμό, την υποκρισία, την παράνοια, τον ολοκληρωτισμό, την αδιαλλαξία, την αλαζονεία, τον εκφοβισμό, τη δεισιδαιμονία, τον αποκλεισμό, το ζόφο, την ασφυξία ΣΟΥ… (Κι αν όλα αυτά νομίζεις ότι δεν σε αφορούν, κάνε μια επανάληψη στις «ιερές» γραφές σου, δεν λέει να μείνεις μετεξεταστέος. μπρρρρ)
· είναι άνθρωπος: είναι πολύ πιο ύπουλη, πολύ πιο δυνατή από αυτό που αρχικά ίσως αφήνει να διαφανεί. Σκέψου σε τι τεχνάσματα, τι μεταλλάξεις και προσαρμογές έχει καταφύγει όλες αυτές τις χιλιετίες για να μπορεί να επιβιώνει —το κλέος της ασυναρτησίας!— ακόμα και σήμερα. Μην επαναπαύεσαι μπροστά στη θρησκεία, μη θεωρείς ότι με λόγο και παρρησία αντιμετωπίζεται ο θρησκόληπτος. Ξαγρύπνα ασταμάτητα όταν σε περιτριγυρίζει, λίγο για σένα, πολύ για το παιδί — their precious.
Είμαστε μόνοι, ασήμαντοι, πεπερασμένοι.
Σε ένα ασύλληπτο, άπειρο, μετέωρο σύμπαν.
Καμία έκπληξη που εφηύραμε το αλκοόλ, τα ναρκωτικά, τη θρησκεία.
Μα αν τα ναρκωτικά πολλοί αγάπησαν, πρώην φίλε μου, τα πρεζάκια ουδείς.
Δεν σε κατηγορώ, πώς θα μπορούσα; Είσαι στα μάτια μου το πρώτο, το τραγικότερο θύμα. Έτσι την πρωτοπήρες την αγάπη, στην αγκαλιά της μανούλας ρουφώντας λιβάνι, έτσι την πρόσφερες, το ξέρω.
Κοιμήσου λοιπόν τον μακάριο ύπνο σου, κανένας πια δεν θα τολμήσει να σε ενοχλήσει, εγώ μονάχα ίσως πού και πού θα νανουρίζω
ξέρω κάτι όμορφα παραμύθια
για τόπους άλλους
μακρινούς και φιλόξενους
όπου ο Αυστραλοπίθηκος ποτέ δεν άφησε βλάσφημα χνάρια
και τα πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών είναι αδιάσειστα ντοκουμέντα
εκεί αρετή είναι ν’ αγαπάς τον διπλανό και να μισείς —πολύ πολύ— τον απέναντι
στους τόπους που ο Χριστούλης δεν κάνει λαμπόγυαλο τα δικά σου παγκάρια
κι οι χριστιανοί είναι άνθρωποι γλυκείς, καλοί και πράοι
μα οι άθεοι, ω αυτοί!, ανήθικα ανερμάτιστα κτήνη
εκεί μακριάααα κι αληθινάααα
όπου αποσύρονται οι δυνατοί
απ’ τα εγκόσμια
ΥΓ. Ο τίτλος αναφέρεται φυσικά στον πρώην σύζυγό μου και νυν «ιερομόναχο» Π. Ακόμα αδημονεί αλλά που θα πάει, ίσως αύριο…;
Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο sfrang, όπου και γίνεται ο σχολιασμός.
Αποχαιρετισμός στη θρησκευτική πίστη από ένα παιδί (46)
Μεγάλωσα σε μια γειτονιά του Μπαρουτάδικου, όπως έλεγαν το Αιγάλεω τότε, δίπλα στον Κηφισό. Περιβόλια, καμίνια, λάσπη το χειμώνα και σύννεφα ψιλής σκόνης το καλοκαίρι. Τα ζόρικα χρόνια μετά την κατοχή. Ο φόβος και η απελπισία, η πείνα και η μιζέρια κυριαρχούσαν στον αγώνα για επιβίωση. Ενώ οι απόκληροι, οι γύφτοι, τα συντρίμμια του εμφύλιου και των ξερονησιών, οι φυγόδικοι, οι ζητιάνοι, οι μεροκαματιάρηδες και οι μανάδες που πάσχιζαν να τα φέρουν βόλτα, σχημάτιζαν μια μεγάλη κατ’ ευφημισμόν “αυλή των θαυμάτων”. Μια “αυλή” όμως που για μας τα πιτσιρίκια ήταν ένας πραγματικός κόσμος θαυμάτων, συναρπαστικός και μοναδικός, γεμάτος δράση, περιπέτειες και μοναδικές εμπειρίες. Τα κοινωνικά προβλήματα, τα πολιτικά πάθη, ο αγώνας για το καθημερινό τσουκάλι, οι ανισότητες και οι αδικίες είχαν αναπόφευκτη επίδραση και στη διαμόρφωση του χαρακτήρα των μικρών διαβόλων που ένιωθαν τον απόηχό τους ανάμεσα στα παιγνίδια, τα γέλια και τις σκανταλιές τους.
Το “κόκκινο” φάντασμα που πλανιόταν τότε πάνω από τη χώρα, θολό και μπερδεμένο, άλλοτε σαν απειλή και άλλοτε σαν ελπίδα, βρισκόταν στο επίκεντρο καθημερινών συζητήσεων και διενέξεων. Οι περισσότεροι μιλούσαν για “συμμορίτες” και τους φανταζόντουσαν σαν ανήμερα θεριά με γένια και φυσεκλίκια που έσφαζαν όποιον έβρισκαν μπροστά τους, ενώ λιγοστοί ήταν αυτοί που κάτι ψιθύριζαν για αγωνιστές και τολμούσαν δειλά δειλά να πουν έναν καλό λόγο γι’ αυτούς. Για κοινωνική δικαιοσύνη, για το ψωμί των φτωχών και άλλα μπερδεμένα που δεν τα πολυκαταλαβαίναμε.
Στο σπίτι δεν πολυκουβέντιαζαν γι’ αυτά τα θέματα. Μόνο μια φορά θυμάμαι τον πατέρα σε κάποιες εκλογές να λέει, αγανακτισμένος από την ανέχεια και την ανεργία: “Τώρα δεν πάει άλλο, θα ρίξουμε κόκκινο!”, για να αντιμετωπίσει το επιτιμητικό βλέμμα της μητέρας, η οποία ωστόσο το μόνο κακό που έβλεπε στους “κόκκινους” ήταν η σχέση τους με τη θρησκεία. “Είναι άθεοι!”, δεν έπαυε να τονίζει, απευθυνόμενη κυρίως σε μένα. Ο κουκουές τότε, φυλακισμένος και κυνηγημένος, δεν είχε φυσικά ούτε μέλλον ούτε προκοπή, και η καημένη η μητέρα έτρεμε στη σκέψη ότι ίσως παρασυρόμουν κι εγώ σ’ αυτόν το δρόμο της απώλειας. “Είναι άθεοι, παιδί μου… γι’ αυτό και δεν κάνουν χαΐρι και προκοπή…”, μου κοπάναγε συνέχεια.
Πάντως από ότι έβλεπα γύρω μου ούτε αυτοί που πίστευαν στον θεό έκαναν προκοπή. Βυθισμένοι στη φτώχεια ήταν οι περισσότεροι, καμαρώνανε για την εθνικοφροσύνη τους, και μερικοί ψιλοχαφιεδίζανε για να τα έχουν καλά με τον χωροφύλακα ελπίζοντας σε κανένα διορισμό.
Εκείνη που έκανε προκοπή ήταν η εκκλησία και οι άνθρωποί της. Δεμένη σφιχτά με τους μηχανισμούς της εξουσίας, ήταν πανταχού παρούσα. Λειτουργίες, βαφτίσια, αγιασμοί, εξορκισμοί, νηστείες, κατηχητικό και το μάθημα των θρησκευτικών στο σχολείο. Με συμπλήρωμα τις απαραίτητες νουθεσίες των γονιών περί του να βαδίζουμε στον “δρόμο του θεού”, τις εμφανίσεις διαφόρων αγίων σε “θαύματα” που ήταν τότε της μόδας, και τις ιστορίες που κυκλοφορούσαν οι γυναικούλες της γειτονιάς για τιμωρίες αμαρτωλών στα καζάνια της κόλασης.
Σ’ αυτό το περιβάλλον και με αυτά τα ερεθίσματα μεγάλωσα. Προσπαθώ τώρα να εντοπίσω πότε αποχαιρέτησα τη θρησκευτική “πίστη” και συνειδητοποιώ ότι ουσιαστικά ποτέ δεν έγινα πιστός! Ή μάλλον για να το θέσω καλύτερα, από τη στιγμή που άρχισα να καταλαβαίνω ότι η Χιονάτη, ο Κοντορεβυθούλης και η Σταχτοπούτα ήταν παραμύθια και φανταστικοί ήρωες που δεν υπήρξαν ποτέ στην πραγματικότητα, έβαλα αμέσως στην ίδια κατηγορία και τις ιστορίες για τον θεό! Και ησύχασα… Αρκετά με μπέρδευε μέχρι τότε αυτός ο ασπρομάλλης γέρος που εμφανιζόταν άλλοτε πανάγαθος κι άλλοτε άπονος και σκληρός.
Φυσικά και με γοήτευαν σαν παιδί οι ζαχαρωμένες ιστοριούλες με την Παναγίτσα και τον Χριστούλη, τη φάτνη και τους Μάγους. Όπως και τα μελομακάρονα και τα κάλαντα τα Χριστούγεννα, τα κόκκινα αυγά και οι λαμπάδες της Ανάστασης τη Λαμπρή. Όπως και ο ανοιξιάτικος Επιτάφιος με τα κορίτσια που τον στόλιζαν και τις ευωδιές από τα λουλούδια. Εκεί που κόλλαγα ήταν η κεντρική εικόνα του θεού και τα θαύματα. Με τίποτα δεν μπορούσα να τα χωνέψω. Με τίποτα δεν μπορούσα να τα δεχτώ σαν πραγματικότητα. Γιατί;
Εν τάξει, ήμουν από μικρός, διάολος… Ζιζάνιο και ξεροκέφαλος και καπετάν φασαρίας. Πρώτος στις εξορμήσεις στα περιβόλια, στους πετροπολέμους, στα άγρια παιγνίδια μιας άγριας εποχής. Κι όσο τις έτρωγα από τον δάσκαλο κι απ’ τον πατέρα μου τόσο και πείσμωνα και αυθαδίαζα και πήγαινα κόντρα στις καθώς πρέπει αντιλήψεις. Και φυσικά κόντρα στις διδαχές για το “καλό παιδί” που… ακούει τους γονείς του, φιλάει το χέρι των παπάδων και δεν κάνει αταξίες! Και ένιωθα απέραντη ηδονή όταν τις μέρες της μεγαλοβδομαδιάτικης νηστείας σήκωνα ένα μάρμαρο από τη σερβάντα της μαμάς και βούταγα κουλουράκια που ήταν έτοιμα για το Πάσχα. Και την πρώτη χρονιά που με έστειλαν μόνο μου στην εκκλησία να κοινωνήσω, έκατσα στην ουρά με τα άλλα παιδιά, αλλά όταν είδα κάτι γριές να γλείφουν το κουταλάκι, σιχάθηκα, την κοπάνισα και γύρισα σπίτι, όπου ανακοίνωσα καμαρωτός ότι “έκανα χρυσό δοντάκι”!
Παρ’ όλα αυτά η απόλυτη άρνηση των μεταφυσικών στοιχείων της θρησκείας, και επακόλουθα της πίστης, πιστεύω ότι δεν θα συνέβαινε, τουλάχιστον από την παιδική ηλικία, αν δεν συνυπήρχαν και άλλοι τρεις βασικοί παράγοντες. Ένα μπαούλο βιβλία, ένας γείτονας, ταλαιπωρημένος αριστερός, που μιλούσε σιγά και φοβισμένα και, όσο κι αν ακούγεται παράξενο, ο νυχτερινός ουρανός!
Το μπαούλο με τα βιβλία ήταν ο κρυφός θησαυρός που έκρυβε το σπίτι μας παρ’ όλη τη φτώχεια που μας έδερνε. Ανεκτίμητη περιουσία και μοναδικό εφόδιο για ένα ανήσυχο παιδί εκείνης της εποχής. Η ύπαρξή του οφειλόταν σε ένα περίεργο μεράκι του πατέρα μου. Λέω περίεργο γιατί ούτε εγγράμματος ήταν ούτε ασχολήθηκε ποτέ επαγγελματικά με κάτι που θα τον έφερνε κοντά στον κόσμο της μελέτης και των βιβλίων. Έβγαλε απλά το δημοτικό στο χωριό και σε νεαρή ηλικία, αντί να υπηρετήσει στο στρατό, κατατάχτηκε εθελοντής χωροφύλακας!
Αλώνισε την Ήπειρο, μετείχε στο απόσπασμα που κυνηγούσε τους διαβόητους λήσταρχους Ρεντζαίους και κατέληξε στα Χανιά να κυνηγά ζωοκλέφτες. Εκεί τον βρήκε η δικτατορία του Μεταξά, το κίνημα των Χανίων και τελικά η αποπομπή του από το Σώμα της Χωροφυλακής μαζί με όλους τους Κρητικούς! Στη συνέχεια άνοιξε μια μπακαλοταβέρνα στο Αιγάλεω που θάφτηκε σύντομα κάτω από τα ψυχοπονιάρικα και επιπόλαια βερεσέδια της κατοχής αφήνοντάς μας στο έλεος της πείνας.
Σ’ όλη αυτή τη διαδρομή, το υπηρεσιακό μπαούλο που τον συνόδευε, εκτός από στολές, σώβρακα και φανέλες, γέμιζε σιγά σιγά και με βιβλία! Η θητεία του στη Χωροφυλακή τον βοήθησε να μάθει να γράφει καλλιγραφικά, να βάζει μια εντυπωσιακή υπογραφή και να χρησιμοποιεί καθαρευουσιάνικες εκφράσεις! Ήταν και Βενιζελικός φυσικά, και ως εκ τούτου διάβαζε μετά μανίας τον “Ανεξάρτητο Τύπο”. Την καλή αυτή εφημερίδα της δεκαετίας του ’30 που είχε την πρωτοπόρα για την εποχή της έμπνευση να μοιράζει τεύχος τεύχος στους αναγνώστες της κλασσικά μυθιστορήματα καθώς και ένα λογοτεχνικό περιοδικό υψηλού επιπέδου, τον “Νέο Κόσμο”.
Έτσι στο μπαούλο συγκεντρώθηκαν σιγά σιγά όλα σχεδόν τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας! Δεμένα όμορφα τα περισσότερα, με τα αρχικά του πατέρα στη ράχη. Το μπακάλικο μπορεί να χάθηκε, το μπαούλο όμως επέζησε και αυτό ήταν το πρώτο και σημαντικότερο σχολείο μου.
Την κατοχή τη βγάλαμε με εξαθλίωση, πείνα και μια περιπετειώδη φυγή από την Αθήνα προς το χωριό της Κρήτης, όπου βρήκαμε καταφύγιο και τα στοιχειώδη μέσα για επιβίωση. Όταν με την απελευθέρωση επιστρέψαμε, πέρασε ένα μεγάλο διάστημα μέχρι να βρει μια μόνιμη δουλειά ο πατέρας. Περιστασιακά μεροκάματα εδώ και κει και το ψωμί ψωμάκι πάλι, περιμένοντας κανένα δέμα σωτηρίας από το χωριό με ξερά σύκα, λάδι ή σκουληκιασμένες φακές.
Παρ’ όλη την άσχημη αυτή κατάσταση και παρ’ όλα τα προβλήματά του, ο πατέρας μου, με την προτροπή και της μητέρας που έβλεπε στη μόρφωση τη μόνη διέξοδο για το… μέλλον μου, είχε τη φαεινή ιδέα να μου μάθει από νωρίς τα γράμματα. Ξετρύπωσε την παλιά ταμπέλα του μπακάλικου, που έγραφε ΕΙΛΙΚΡΙΝΕΙΑ από μπροστά και ήταν μαύρη από πίσω, πήρε και μια κιμωλία και άρχισε, πριν να κλείσω τα 5 χρόνια, να μου μαθαίνει την αλφαβήτα!
Αυτό ήταν. Άρχισα από νωρίς να διαβάζω! Και σκάλιζα φυσικά το μπαούλο βγάζοντας έναν έναν τους θησαυρούς που περιείχε. Θησαυρούς πραγματικούς! Όλη την κλασσική λογοτεχνία για ένα παιδί της εποχής. Από τους “Αθλίους” και την “Παναγία των Παρισίων” του Ουγκό μέχρι το “Από τη Γη στη Σελήνη” και το “Ροβήρος ο Κατακτητής” του Ιουλίου Βερν, τη “Μανόν Λεσκό” του Αβά Πρεβό, τους “Τρεις Σωματοφύλακες” του Δουμά, τον “Ρομπέν των Δασών” και πολλά άλλα. Και όλα σε πλήρεις μεταφράσεις και επιμελημένες εκδόσεις με τις κλασσικές εικόνες και γκραβούρες που κεντούσαν τη φαντασία μου και άπλωναν τους παιδικούς μου ορίζοντες σε όλο τον κόσμο.
Συλλαβιστά στην αρχή, με λίγο ζόρι στη συνέχεια, άρχισα να μπαίνω σε έναν καινούργιο κόσμο. Με ήρωες, περιπέτειες, εξωτικούς τόπους, εξερευνήσεις, παλικαριές και ανάμεσά τους διάχυτα και τα κοινωνικά μηνύματα. Διάβαζα λοιπόν μετά μανίας, και φυσικό ήταν να θέλω να μοιάσω στους “καλούς ήρωες” που ήταν ατρόμητοι, εξολόθρευαν τους κακούς, πάλευαν με τα στοιχειά της φύσης και υποστήριζαν το δίκιο και τους αδύνατους. Ενισχύθηκε έτσι η φυσική μου τάση στις περιπέτειες και η δίψα να γνωρίσω νέους τόπους ενώ αποκρυσταλλώθηκε η τοποθέτησή μου δίπλα στους φτωχούς και τους αδικημένους. Δίπλα στους απόκληρους και τους ζητιάνους που έβλεπα γύρω μου, δίπλα στους εργάτες που ιδρωκοπούσαν χωρίς να καταφέρνουν να τα φέρνουν βόλτα, δίπλα στους άνεργους…
Κάπου εκεί άρχισε να με τρώει και το ερώτημα: Και ο καλός θεούλης πού είναι; Πώς αφήνει τον κόσμο να πεινάει; Γιατί δεν βοηθάει τον Κωστιό ας πούμε, τον κουτσό άστεγο με τις πατερίτσες που κοιμάται τις κρύες νύχτες του χειμώνα στα άχυρα του διπλανού βουστασίου; Γιατί δεν νοιάζεται γι’ αυτούς που πεινάνε; Γι’ αυτούς που σέρνουν τα κουρέλια τους ζητιανεύοντας; Μήπως μας λένε ψέμματα το σχολείο και οι παπάδες;
Απέναντι από το σπίτι μας έμενε η Βούλα, μια συμμαθήτριά μου στην οποία έκανα τον… ξύπνιο δείχνοντάς της τα βιβλία που διάβαζα. Ο πατέρας της, ο κυρ-Κώστας, ήταν αριστερός που μόλις είχε γυρίσει καταπτοημένος και μελαγχολικός από την εξορία. Προφανώς είχε κάνει τη δήλωση “μετανοίας”, κι αυτό πρέπει να του είχε στοιχίσει ψυχολογικά. Ήταν λιγομίλητος αλλά πότε πότε ερχόταν, ξεφύλλιζε κανένα βιβλίο και έκανε κάποιο σχόλιο, πάντα με τρόπο ήρεμο, συμβουλευτικό. Απ’ αυτόν λοιπόν άκουσα για πρώτη φορά την ξεκάθαρη κουβέντα ότι δεν υπάρχει θεός! Σιγανά και με απόλυτη σιγουριά. “Παραμύθια των παπάδων, είπε, για να αποκοιμίζουν τον κόσμο και να τον εκμεταλλεύονται”.
Μου έκανε φοβερή εντύπωση αυτή η κουβέντα, κυρίως γιατί η άρνηση του θεού ήταν τότε μια πράξη που χρειαζόταν τόλμη και θάρρος για να ειπωθεί ανοιχτά. Την πίστη στον θεό και την υπακοή στους θρησκευτικούς κανόνες τα είχα συνδυάσει με τον φόβο. Με τα φοβισμένα και υπάκουα “καλά παιδιά” που τα κοροϊδεύαμε, και με τα οποία δεν ήθελα να μοιάσω σε καμιά περίπτωση!
Ο κυρ-Κώστας λοιπόν μου έδειξε ότι, αν μη τι άλλο, δεν ήταν και τόσο φοβερό το να πιστεύεις ότι δεν υπάρχει θεός. Δεν λέω ότι πείσθηκα, δεν λέω ότι δεν εξακολουθούσα να μην μπορώ να δώσω απάντηση στο αιώνιο ερώτημα των θρησκευομένων “… και τον κόσμο ποιος τον έφτιαξε;”, αλλά τουλάχιστον άρχισα να εξοικειώνομαι με την ιδέα ότι δεν υπάρχει θεός. Ήταν ένα πρώτο βήμα αντίστασης στα αόρατα δεσμά της πίστης που όλο το γύρω περιβάλλον προσπαθούσε να μου επιβάλλει.
Το δεύτερο βήμα έγινε με τον… ουρανό.
Από μικρός είχα ένα κόλλημα με τον νυχτερινό ουρανό. Μου άρεσε να χαζεύω τα άστρα, ειδικά τις καλοκαιριάτικες νύχτες όταν στις μεγάλες ζέστες κοιμόμαστε στρωματσάδα στην αυλή. Άκουγα τότε τον πατέρα μου να κάνει πρώτα μια πρόβλεψη του καιρού μελετώντας το φεγγάρι, και ύστερα να μας δείχνει ένα ένα τα αστέρια που ήξερε και να αραδιάζει ένα σωρό σχετικές ιστορίες και παραμύθια, απ’ αυτά που θυμόταν κι αυτός απ’ το χωριό μας στην Κρήτη από όπου έφυγε νεαρός για να γίνει χωροφύλακας. Μιλούσε και το παιδικό μου μυαλό ταξίδευε στο άπειρο, η φαντασία μου έπλαθε κόσμους περίεργους και εξωγήινους με κεραίες και μεγάλα κεφάλια, ενώ φούντωνε η λαχτάρα να μάθω περισσότερα και να βρω απάντηση στα ερωτήματα που με βασάνιζαν. Σπουδαίο σχολείο αυτές οι καλοκαιριάτικες νύχτες! Σπουδαίο, όχι τόσο για τις σκόρπιες και ασαφείς γνώσεις γύρω από τις ονομασίες κάποιων άστρων, όσο για το γεγονός ότι πλάτυναν τους ορίζοντες της σκέψης και έβαλαν το μυαλό από νωρίς στον βασανιστικό δρόμο του προβληματισμού και των ερωτημάτων.
Στο άλλο σχολείο τώρα, το επίσημο, άκουγα κάτι παραμυθάκια που δεν κολλούσαν με αυτά που έβαζε ο νους μου για τους αμέτρητους κόσμους και τα αστέρια του ουρανού. Ότι κάπου εκεί, λέει, ψηλά, καθότανε ένας αγριωπός γέρος με άσπρη γενειάδα που μόνος του είχε φτιάξει όλα αυτά τ’ αστέρια. Πώς διάολο τα’ φτιαξε, αναρωτιόμουν, και πού στεκόταν πριν να τα φτιάξει; Τον κοίταζα καλά στις εικόνες, έφερνα στο μυαλό μου και τον απέραντο ουρανό, και το πράγμα απλά δεν έδενε με τίποτα!
Αλλά ήταν και το άλλο. Μας έλεγαν ότι είχε δυο μεγάλα μάτια και μας κοίταγε όλους μην τυχόν και κάνουμε καμιά αμαρτία! Κανείς δεν του ξέφευγε, λέει, και όποιον τσάκωνε τον τιμωρούσε. Ε, αυτό κι αν ήταν που δεν μπορούσα να το χωνέψω όσο κι αν μου το κοπανούσαν όλοι, απ’ το δάσκαλο μέχρι τον παπά στο κατηχητικό και τη μητέρα που, όπως είπαμε, φοβόταν μη γίνω αλήτης και αντίχριστος κομμουνιστής.
Με τίποτα δεν μπορούσα να δεχτώ ότι αυτός ο άγριος γεράκος κατάφερε να φτιάξει τον ήλιο και όλη αυτή τη μυρμηγκιά των άστρων που έβλεπα ψηλά. Τον ξανακοίταζα και δεν μου γέμιζε απλά το μάτι… Ύστερα έλεγα και το άλλο… Ας πούμε ότι τα έφτιαξε όλα αυτά τα χιλιάδες αστέρια. Είναι δυνατόν αντί να φροντίζει να μην τρακάρει το ένα άστρο με το άλλο, να κάθεται και να κοιτάζει εμένα μην τυχόν και κάνω καμιά αταξία;
Να με παραφυλάει αν βούτηξα λίγο γλυκό απ’ το βάζο της μαμάς, αν έκλεψα κανένα πεπονάκι από τα περιβόλια του Μαλτέζου ή αν κοίταξα το βρακάκι της Μαλάμως, της συμμαθήτριας μου; Τι διάολο, δεν έχει άλλη δουλειά να κάνει με τόσες χιλιάδες άστρα που πρέπει να προσέχει; Αλλά ήταν και το άλλο… Αφού μας παρακολουθεί γιατί δεν τιμωρεί το χοντρογόμαρο, τον περιβολάρη, τον Μαλτέζο, που μια μέρα έσπασε στο ξύλο τον Κωστιό, τον φουκαρά σακάτη, επειδή, λέει, έπαιζε κιθάρα και ενοχλούσε τις γυναίκες που δούλευαν στο περιβόλι του; Ή τον Τσιτόπουλο, τον πλούσιο φούρναρη που έκανε έξωση και πέταξε στον δρόμο τον άνεργο κυρ-Σταμάτη επειδή του χρωστούσε μερικά νοίκια; Όλη η γειτονιά τον καταριότανε, ο θεός δεν τον πήρε χαμπάρι;
Αρα, έλεγα, έχει δίκιο ο κυρ-Κώστας. Δεν είναι δυνατόν να είναι αλήθεια αυτά που λένε οι παπάδες. Ετσι, βούταγα ήσυχος το γλυκό της μητέρας και απολάμβανα και το βρακάκι της Μαλάμως κάνοντας τις πρώτες μου πονηρές σκέψεις!
Δεν ήμουν καμιά ευφυΐα. Ούτε με διέκρινε καμιά ιδιαίτερη ευστροφία πνεύματος. Απλώς “έπαιρνα” τα γράμματα όπως έλεγαν τότε. Υπήρχαν όμως κι άλλοι καλοί, ίσως και καλύτεροι, μαθητές που ήταν “καλά παιδιά”, πήγαιναν στην εκκλησία, δεν συμμετείχαν στις εξορμήσεις στα περιβόλια, δεν έκαναν παρέα τα γυφτόπουλα και ακολουθούσαν γενικά τον “ίσιο δρόμο” του κατηχητικού. Μερικοί έκαναν και τα παπαδοπαίδια. Με την παρέα μου σπάγαμε πλάκα μαζί τους, τους κοροϊδεύαμε σε κάθε ευκαιρία και τους βάζαμε στόχο όταν περνούσαν σοβαροί και καλοντυμένοι. Εκείνο που με διαφοροποιούσε από αυτούς ήταν όχι μόνο η έμφυτη δίψα μου για περιπέτειες και η ξεροκεφαλιά που με εμπόδιζε να δέχομαι εύκολα όσα έλεγαν ή πίστευαν οι άλλοι, αλλά και μια ενστικτώδης ταύτισή μου με τη λογική εξήγηση των πραγμάτων που συμβάδιζε με την επαναστατικότητα που μου είχαν εμφυσήσει οι ήρωες των βιβλίων που διάβαζα.
Ο κόσμος να χαλάσει δεν πίστευα στα θαύματα… Ούτε στα μαγικά… Ούτε στα τζάμια που ήτανε τότε στη μόδα να παίρνουν, λέει, τη μορφή της Παναγίας ή διαφόρων αγίων και να ξεσηκώνουν τη γειτονιά με τις γυναικούλες να προσκυνούν και να ανάβουν κεριά… Ούτε φυσικά στα ξεματιάσματα με τα φτου-φτου και τις σολομωνικές… Ούτε στους φτωχοδιάβολους αγύρτες που γύριζαν τις γειτονιές και πουλούσαν αγίους και απειλές για Δεύτερες Παρουσίες και πυρές στην κόλαση…
Κάποια γερή σπείρα αμφισβήτησης πρέπει να βρισκόταν ριζωμένη σε κάποιο γονίδιο μου και οι συγκυρίες στο συγκεκριμένο περιβάλλον έτυχε να την ενισχύσουν από νωρίς.
Συμπέρασμα: Είναι τόσο παράλογη, τόσο αφελής και τόσο αστήριχτη η πίστη στα παραμύθια περί θεού των μονοθεϊστικών θρησκειών ώστε και ένα παιδί, παίζοντας και παρατηρώντας τον κόσμο γύρω του, αν τύχει να βοηθηθεί από κάποιους παράγοντες, μπορεί να διαπιστώσει το ψέμμα στο οποίο στηρίζεται, τις αντινομίες που κρύβει και την εξαπάτηση στην οποία στοχεύει.
Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο sfrang, όπου και γίνεται ο σχολιασμός.
Παρασκευή, 12 Οκτωβρίου 2012
Χτες το βράδυ ξεκίνησα να πάω να δω το Corpus Christi. Ο λόγος που θέλησα να πάω να παρακολουθήσω τη συγκεκριμένη παράσταση ήταν η επιθυμία μου να στηρίξω το δικαίωμα των δημιουργών της στην ελεύθερη έκφραση. Δεν φανταζόμουν ωστόσο πως θα αντιμετώπιζα τόσες δυσκολίες και κινδύνους σε αυτό το απλό εγχείρημα.
Πήρα το μετρό, κατέβηκα στον Κεραμεικό και κατευθύνθηκα από Κωνσταντινουπόλεως προς Ιερά Οδό, όπου βρίσκεται το θέατρο. Όμως ήδη από την προηγούμενη διασταύρωση είδα μεγάλο πλήθος συγκεντρωμένο και ΜΑΤ που εμπόδιζαν τη διέλευση. Έστριψα λοιπόν δεξιά και βγήκα Ιερά Οδό από το προηγούμενο στενό. Μπροστά στο θέατρο υπήρχε συγκεντρωμένο άλλο πλήθος και άλλος κλοιός των ΜΑΤ που τους εμπόδιζε να πλησιάσουν. Πίσω από τον κλοιό υπήρχαν μερικοί πολίτες: ιερείς, μοναχοί, μια κυρία με μαντίλι στο κεφάλι και μερικοί άντρες με κοστούμια, τρεις εκ των οποίων, όπως έμαθα μετά, ήταν βουλευτές της Χρυσής Αυγής.
Ο αέρας μύριζε δακρυγόνο, τα μάτια έτσουζαν, ωστόσο γενικά επικρατούσε σχετική ηρεμία. Πλησίασα τους αστυνομικούς και είπα ότι θέλω να περάσω για να μπω στο θέατρο.
– Φύγετε κυρία μου. Φύγετε σας παρακαλώ.
– Δεν θα γίνει η παράσταση;
– Δεν ξέρουμε. Σας παρακαλώ κάντε πίσω.
Έκανα λίγο πίσω, αλλά δεν έφυγα. Προσπάθησα μάταια να εντοπίσω τους φίλους με τους οποίους είχαμε κανονίσει να συναντηθούμε εκεί. Έφερα βόλτα τον κλοιό, προσπαθώντας να περάσω, εξηγώντας ότι θέλω να μπω στο θέατρο για να δω την παράσταση, μάταια όμως. Οι προσπάθειές μου αυτές, καθώς και η μπλούζα με το σήμα της Ένωσης Άθεων που φορούσα, τράβηξαν την προσοχή των διαδηλωτών που άρχισαν να σχολιάζουν:
– Τι θέλει αυτή; Να δει τη παράσταση;
– Λεσβία είναι και θέλει να δει τις αδερφάρες;
– Κοίτα τι γράφει η μπλούζα! Ένωση Άθεων!
– Άθεη είναι!
Το ενδιαφέρον τους στράφηκε πάνω μου, και ξεκίνησαν πολλές κουβέντες, οι περισσότερες γεμάτες ένταση. Λογικά άλματα, ύβρεις και απειλές χαρακτήριζαν το μεγαλύτερο μέρος των διαλόγων. Προσπάθησα να κρατηθώ ήρεμη και σταθερή, να απαντώ λογικά και ψύχραιμα, να διατηρήσω την επαφή με τους συνομιλητές μου, και τα κατάφερα, δεν μπορώ να πω το ίδιο όμως για εκείνους. Θα προσπαθήσω να μεταφέρω εδώ μέρος των διαλόγων, ανάκατα γιατί δεν μπορώ πια να θυμηθώ με ακρίβεια ποιος είπε τι, με λίγες εξαιρέσεις.
– Άντε από δω χάμω, κουμμούνι του κερατά!
– Τι ήρθες τις δεις τις αδερφάρες; Λεσβία είσαι;
– Δεν σε αφορά.
– Λεσβία είναι μωρέ, δεν την βλέπεις; Δεν έχεις άντρα μαζί σου, δεν έχεις παιδιά ούτε εγγόνια, λεσβία είσαι!
– Κοίτα τη μπλούζα, είναι άθεη! Ουστ από δω μωρή!
– Θέλω να δω το έργο.
– Τις αδερφάρες θες να δεις; Είναι αδερφάρες! Ανώμαλοι!
– Βρίζουν το χριστό μας, την παναγία μας!
– Πού το ξέρετε; Το είδατε το έργο;
– Όχι, αλλά μου το είπαν. Μου είπαν ότι βρίζει το χριστό μας. Πρέπει να απαγορευτεί!
– Αν δεν θέλετε, μην δείτε το έργο. Εγώ γιατί να μην το δω;
– Βλασφημούν το θεό μας! Εμείς έχουμε τον έναν αληθινό θεό!
– Θα ρίξει ο θεός κεραυνό να σε κάψει! Θα δεις τι θα σας κάνει ο θεός!
– Αφού λοιπόν θα το κάνει ο θεός, εσείς γιατί ασχολείστε; Πάτε σπίτια σας να ξεκουραστείτε και εμπιστευτείτε τον θεό.
– Θα πας στην κόλαση!
– Δεν υπάρχει θεός, ούτε κόλαση.
– Δεν υπάρχει; Ε δεν μιλάω μαζί σου, δεν αξίζεις τον κόπο.
– Εγώ θέλω να μιλήσουμε. Πιστεύω ότι αξίζεις τον κόπο.
– Άντε καλέ, μην ασχολείσαι μαζί της, δεν αξίζει, ένα σκουπίδι είναι!
– Φύγε από δω, Αλβανή!
– Ελληνίδα είμαι.
– Ελληνίδα; Αμ’ δεν κάνουν τέτοια οι Ελληνίδες! Αλβανή είσαι!
– Είσαι σκουπίδι! Ο θεός να σε ελεήσει.
– Αυτή τώρα είναι η θρησκεία της αγάπης;
– Ο χριστός έδιωξε τους αργυραμοιβούς από το ναό του με το φραγγέλιο! Έτσι κι εμείς θα διώξουμε εσάς!
– Δεν είναι ναός εδώ, θέατρο είναι, εσείς είστε που εμποδίζετε εμάς, όχι το αντίθετο.
– Ο χριστός είπε “δεν ήρθα να φέρω αγάπη, αλλά διχόνοια”, είπε “φέρτε τους εχθρούς μου και σφάξτε τους εμπρός μου”!
– Δηλαδή θα ήθελες να με σφάξεις;
– Άκου να δεις μωρή, εμείς είμαστε Έλληνες χριστιανοί φασίστες! Το 90% στην Ελλάδα είναι χριστιανοί φασίστες, κατάλαβες; Φασιστικά έχω το δικαίωμα να σου πω να φύγεις!
– Φασιστικά έχεις τη δύναμη, όχι το δικαίωμα.
Κι άλλες φωνές, κι άλλες βρισιές, κι άλλος παραλογισμός. Τυφλή οργή και μίσος, λεκτικές επιθέσεις γεμάτες χολή. Είσαι αγάμητη, είσαι κακογαμημένη, είσαι γυναίκα και το θέλεις το ξύλο σου, πού ‘σαι ρε Παπαδόπουλε… Πιο φανατισμένες φαίνονταν οι γυναίκες, το πιο πολύ μεσόκοπες, αλλά και μερικές ηλικιωμένες και νέες. Η κυρία με το μαντίλι στο κεφάλι που βρισκόταν κοντά στους βουλευτές ήταν από τις πιο οργίλες. Όταν μου μιλούσε στεκόταν τόσο κοντά μου, που πετάγονταν τα σάλια της στο πρόσωπό μου. Της είπα πολλές φορές, πολύ ήρεμα:
– Σε παρακαλώ, κάνε ένα βηματάκι πίσω. Σε παρακαλώ, μίλα πιο σιγά, να σε ακούω καλύτερα.
Μάταιος κόπος. Τα ίδια και με τον κύριο που διατεινόταν ότι “το 90% είμαστε χριστιανοί φασίστες”.
– Μίλα πιο σιγά, να χαρείς. Δεν μπορώ να σε ακούσω καλά έτσι.
– Έχω στεντόρεια φωνή!
Θα ήθελα να μπορούσα να τους πω: δεν είμαι λεσβία, αλλά κι αν ήμουν, τι θα πείραζε; Έχω άντρα και παιδί, αλλά κι αν δεν είχα, τι θα πείραζε; Δεν είμαι Αλβανή, αλλά κι αν ήμουν, τι θα πείραζε; Δεν είμαι κομμουνίστρια, αλλά κι αν ήμουν, τι θα πείραζε; Δεν πιστεύω στο θεό, αλλά τι πειράζει; Κάποιοι άνθρωποι έχουν για το θεό και το χριστό και την παναγία άλλη άποψη από εσάς, τι πειράζει; Ζητάτε σεβασμό στο δικαίωμά σας να πιστεύετε στο θεό όπως εσείς θέλετε, γιατί δεν σέβεστε το δικαίωμα των άλλων να πιστεύουν με άλλο τρόπο ή να μην πιστεύουν καθόλου;
Στο αναμεταξύ ο κλοιός είχε χαλαρώσει. Προσπάθησα ξανά να πλησιάσω στο θέατρο. Μέσα από την κλειστή καγκελόπορτα είδα έναν άνθρωπο να έρχεται προς το μέρος μας. Υπέθεσα ότι ήταν κάποιος από τους συντελεστές που ερχόταν να ανοίξει για να μπει το κοινό. Έκανα να του μιλήσω, αλλά ένας ψηλός, παχύς, σωματώδης άντρας —ήταν ο Ηλίας Παναγιώταρος, βουλευτής της Χρυσής Αυγής, όπως πληροφορήθηκα μετά— ήρθε προς το μέρος μου και μου είπε να φύγω.
– Δεν θέλω να φύγω, θέλω να δω την παράσταση.
– Βρε άντε φύγε από δω, παλιολεσβία, βρωμοκομμούνι, άντε μην φας καμία!
Ήταν αδύνατον να τον παρακάμψω, με απωθούσε με το σώμα του, προχωρώντας κατά πάνω μου, αναγκάζοντάς με να υποχωρήσω. Ένας άλλος άντρας που ήταν μαζί του με πλησίασε και με απώθησε κι εκείνος, σωματικά και λεκτικά. Ακούμπησε πάνω μου και με έσπρωξε με το σώμα του. Πολλοί παρευρισκόμενοι με παρότρυναν να απομακρυνθώ.
– Φύγε από δω, άντε τώρα, άντε τώρα μη φας ξύλο, δεν βλέπεις τι γίνεται;
– Δεν θέλω να φύγω. Δεν θέλω να υποχωρήσω μπροστά στη βία. Έχω δικαίωμα να βρίσκομαι εδώ, έχω δικαίωμα να δω το έργο.
Προσπαθούσα να μείνω σταθερή στη θέση μου, προσπαθούσα να συζητήσω, αλλά μάταια. Το θέατρο πάντα κλειστό και τα ΜΑΤ μπροστά. Οι φίλοι μου άφαντοι. Όσο κι αν ήθελα να μείνω ήρεμη, ένιωθα ταραγμένη, όλο και πιο μόνη και κουρασμένη. Κάποια στιγμή υποχώρησα στο περίπτερο που βρισκόταν λίγα μέτρα από την είσοδο. Χώθηκα στο πίσω μέρος, ανάμεσα σε στοίβες με περιοδικά και γαριδάκια. Εκεί βρισκόταν και ένα ζευγάρι που είχε έρθει να δει την παράσταση και είχε καταφύγει όπως κι εγώ στην ασφάλεια του περιπτέρου. Μίλησα μαζί τους, μια ήρεμη, λογική και συγκροτημένη κουβέντα. Η παρουσία τους μου έκανε πολύ καλό, σύντομα ένιωσα καλύτερα, η ταχυπαλμία μου καταλάγιασε.
Πιάσαμε κουβέντα, σχολιάσαμε τη μισαλλοδοξία και την τύφλωση των φανατικών. Αναρωτηθήκαμε γιατί βρίσκονταν εκεί τρεις βουλευτές της Χρυσής Αυγής —Παναγιώταρος, Λαγός, Παππάς— και κανένας βουλευτής άλλων κομμάτων. Γιατί έδιναν το παρών μόνο φανατικοί θρησκόληπτοι και κανένας υπέρμαχος του πνεύματος και της ελεύθερης έκφρασης. Κάναμε κάποια τηλεφωνήματα σε ραδιοσταθμούς και δημοσιογράφους, παρακαλώντας να ενημερώσουν όσο περισσότερα ΜΜΕ και πολιτικούς μπορούσαν για την κατάσταση που επικρατούσε εκεί.
Μετά από λίγη ώρα βγήκαμε πάλι προς τα έξω. Το ίδιο μοτίβο επαναλαμβανόταν κάθε τόσο. Ο κλοιός σχηματίστηκε πάλι. Τα ΜΑΤ απωθούσαν τους πάντες, εκτός από τους βουλευτές που βρίσκονταν μέσα του. Κάποια στιγμή έγινε μια αναταραχή, οι δημοσιογράφοι πετάχτηκαν πάνω, οι κάμερες πλησίασαν: είχαν έρθει κάποιοι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και της ΔΗΜΑΡ. Σίγουρα ήταν οι Τατσόπουλος, Ρεπούση και Κατριβάνου, άκουσα και για τον Δρίτσα αλλά δεν είμαι σίγουρη, δεν τους γνωρίζω άλλωστε όλους εξ όψεως. Έγιναν δηλώσεις, έγιναν κουβέντες για να ανοίξει το θέατρο να μπουν μόνον οι βουλευτές, “για να μην τους περάσει” των διαδηλωτών. Τι να μην τους περάσει, σκέφτηκα, το θέμα είναι να μπει το κοινό, να γίνει η παράσταση, αν μπουν μόνον οι βουλευτές, σιγά το κατόρθωμα.
Η ώρα περνούσε, η κατάσταση σταθερή. Ακούστηκε ότι οι συντελεστές φοβούνταν —και δικαίως, κατά τη γνώμη μου— ότι αν άνοιγαν τις πόρτες στο κοινό, ενδεχομένως να έμπαιναν και θρησκόληπτοι διαδηλωτές με την πρόφαση ότι θέλουν να δουν το έργο, και να δημιουργούσαν προβλήματα μετά, με πρώτους κατά πάσα πιθανότητα τους ίδιους τους βουλευτές της Χρυσής Αυγής. Έτσι οι πόρτες δεν άνοιγαν, οι διαδηλωτές δεν έφευγαν, ούτε κι εμείς άλλωστε. Ρωτούσαμε κάθε τόσο τους αστυνομικούς αν θα γινόταν η παράσταση, και η απάντηση ήταν σταθερά “δεν ξέρουμε ακόμη”. Είδα κάποια στιγμή την Ιωάννα Κούρτοβικ μπροστά μου να λέει στους αστυνομικούς:
– Αυτοί οι άνθρωποι εδώ δεν προκαλούν διατάραξη της δημόσιας τάξης; Γιατί δεν τους απομακρύνετε; Γιατί δεν κάνετε κάτι;
Δεν άκουσα την απάντηση, αλλά την είδα έμπρακτα: τίποτε.
Ένιωθα μετέωρη. Στην αρχή δεν ένιωθα φόβο, αλλά με το πέρασμα της ώρας, υπήρξαν στιγμές που λιποψύχησα. Θυμήθηκα τον άντρα μου, που πάντα ανησυχεί: μην πέσω σε φανατικούς, μην πάθω τίποτα, μην φάω ξύλο. Σκέφτηκα το παιδί μου, που θα κοιμόταν ήσυχο στο σπίτι. Κι αν στ’ αλήθεια με χτυπούσαν; Κι αν γίνονταν επεισόδια και μας μάζευαν όλους στις κλούβες; Κι αν δεν μπορούσα να ξαπλώσω απόψε αγκαλιά με τον άντρα μου, κι αν δεν μπορούσα να ξυπνήσω αύριο το παιδί μου για να πάει στο σχολείο; Μπήκα στον πειρασμό να φύγω — αλλά είπα, όχι. Δεν θα τους επιτρέψω να με διώξουν, δεν θα τους αφήσω να με τρομοκρατήσουν. Θα μείνω εδώ, και θα μιλήσω μαζί τους όσο αντέχω, και θα ξεκουραστώ και μετά θα μιλήσω ξανά, κι ας μην ακούνε, ας μοιάζουν να μην ακούνε, ας αρνούνται να ακούσουν. Γιατί όλο και κάποιος μπορεί να ακούσει έστω μια κουβέντα, γιατί όλο και κάποιος μπορεί να κρατήσει κάτι μέσα του, αν όχι από αυτούς, από όσους παρακολουθούν τη συζήτηση. Γιατί ακόμη κι αν κανείς δεν με ακούσει, εγώ θα νιώθω καλά με τον εαυτό μου μόνο αν μιλήσω, μόνο αν σταθώ και τους αντιμετωπίσω. Ήρεμα, ευγενικά και σταθερά.
Εν τω μεταξύ βρήκα μερικούς από τους φίλους μου. Κάποια στιγμή φάνηκε ένας γνωστός μου, ύστερα κι άλλος. Άρχισαν πάλι οι συζητήσεις, με δημοσιογράφους, με γνωστούς και αγνώστους, με υποψήφιους θεατές και με διαδηλωτές. Έπιασα κουβέντα με έναν κύριο που είχε έρθει να διαμαρτυρηθεί κατά της παράστασης.
– Το έργο αυτό προσβάλλει τον χριστό.
– Τι να σας πω, δεν το ξέρω, δεν το έχω δει.
– Εγώ το έχω δει. Δεν κρίνω κάτι αν δεν το δω.
– Μα τότε γιατί μας στερείτε το δικαίωμα να δούμε κι εμείς και να κρίνουμε μόνοι μας;
– Εγώ σας το στερώ;
– Βέβαια, αφού δεν μας αφήνετε να το δούμε!
– Πώς δεν σας αφήνω; Πάτε να το δείτε.
– Μα δεν ζητάτε να απαγορευτεί;
– Ναι, ζητάω να απαγορευτεί.
– Γιατί το ζητάτε;
– Γιατί προσβάλλει το χριστό και την παναγία!
– Δεν μου το περιγράφετε, να ξέρω κι εγώ τι ακριβώς δείχνει;
– Δείχνει τον χριστό πάνω στον σταυρό και τους δώδεκα αποστόλους να χορεύουν, δείχνει τον Ιούδα με τον χριστό, ότι είχε σχέση ο Ιούδας με τον χριστό, μιλάει για σχέσεις ανάμεσα σε άντρες, δείχνει την παναγία ότι είναι έγκυος και πάει να γεννήσει, ένας άντρας παίζει την παναγία, της λένε πού είναι ο άντρας σου και λέει πήγε να παρκάρει…
– Δείχνει μια άλλη άποψη για τον χριστό και την παναγία, όχι την δική σας.
– Είναι βλάσφημο το έργο! Βλασφημεί την πίστη μου!
– Και γιατί να μην το κάνει;
Εκεί ο κύριος μπλόκαρε. Ως εκείνη την ώρα, ήταν ήρεμος και συζητήσιμος. Εκεί τσίτωσε.
– Τι λες εκεί; Γιατί να μην βλασφημεί; Πώς γιατί;
– Η βλασφημία είναι αμφισβήτηση του δόγματος. Εσύ αν δεν θέλεις μην το αμφισβητείς. Ένας άλλος γιατί να μην το αμφισβητήσει; Εσύ πιστεύεις, εγώ που δεν πιστεύω, γιατί να μην το αμφισβητήσω;
– Δηλαδή δεν πιστεύεις στο θεό;
– Όχι.
– Ε τότε δεν μιλάμε! Δεν πιστεύουμε τα ίδια!
Γύρισε την πλάτη του και απομακρύνθηκε με μεγάλες δρασκελιές.
– Δεν πιστεύουμε τα ίδια, αλλά μπορούμε να μιλήσουμε!
– Δεν μπορούμε!
– Πρέπει να μπορούμε! Είμαστε συνάνθρωποι, συμπολίτες, ζούμε στην ίδια χώρα, στον ίδιο πλανήτη. Πρέπει να μπορούμε να συνεννοηθούμε!
Κι όμως, δεν μπορέσαμε.
Κι άλλοι άνθρωποι, κι άλλες κουβέντες.
– Γιατί βρίζετε το χριστό μας; Θέλετε να βρίσουμε εμείς τη μάνα σας;
– Δεν βρίζω κανέναν, θέλω μόνο να δω το έργο.
– Το έργο βρίζει τον χριστό μας. Θέλεις να δείξω εγώ ένα έργο που να βρίζει τη μάνα σου;
– Η μάνα μου, όπως και η δική σου, είναι υπαρκτά πρόσωπα. Ο χριστός και η παναγία είναι ιδέες, υπάρχουν μόνο μέσα στο κεφάλι σου.
– Τι λες εκεί! Ο χριστός είναι αδελφός μου!
– Άλλο ο αδελφός σου, άλλο ο χριστός. Ο ένας είναι άνθρωπος, ο άλλος είναι πεποίθηση. Άλλο να βρίζω εσένα ή τους δικούς σου ανθρώπους, άλλο τις πεποιθήσεις σου.
– Για πες μου, θες να έρθω εγώ να βρίσω τις πεποιθήσεις σου;
– Βρίσε τες, ελεύθερα! Κορόιδεψέ τες, κάνε ό,τι θέλεις!
– Μπα; Για πήγαινε να βρίσεις τον Μωάμεθ μπροστά στους μουσουλμάνους, να δεις τι θα σου κάνουν!
– Και αυτό σημαίνει ότι δικαιολογείσαι να μου το κάνεις κι εσύ;
Τζίφος, αδιέξοδο.
Τουλάχιστον όμως μιλούσαν, ορισμένοι. Και μερικοί άκουγαν κιόλας. Όπως εκείνος που παρακολουθούσε τον διάλογό μου με τις χριστιανές μαινάδες που με έβριζαν χυδαία, και όταν γύρισα και τον ρώτησα:
– Εσύ πιστεύεις στον θεό.
– Ναι.
– Κοίταξε αυτούς τους ανθρώπους. Πιστεύεις ότι αυτή τη στιγμή διαπνέονται από το πνεύμα του θεού;
Δεν μίλησε. Έσκυψε το κεφάλι και απομακρύνθηκε.
Το ίδιο ερώτημα απηύθυνα και στους ιερείς που βρίσκονταν εκεί, με το σταυρό στο χέρι, αυτοί τουλάχιστον χωρίς να βρίζουν και να απειλούν, αλλά και χωρίς να προσπαθούν να συγκρατήσουν το ποίμνιό τους.
– Είστε ιερέας. Πείτε μου σας παρακαλώ, εγκρίνετε αυτό που συμβαίνει εδώ; Εγκρίνετε αυτή τη συμπεριφορά; Τι κάνετε για να την αποτρέψετε;
Σιγή ιχθύος, αδιαφορία πλήρης.
Πιο αποκαρδιωτικό απ’ όλα, όμως, και από τις βρισιές και από τις απειλές και τα σπρωξίματα, ήταν η προτροπή που άκουγα διαρκώς από αστυνομικούς, από δημοσιογράφους, από ανθρώπους που είχαν έρθει να δουν την παράσταση, από τους λίγους διαδηλωτές που προσπαθούσαν να χαμηλώσουν τους τόνους, ακόμη και από έναν περαστικό:
– Άσ’ το τώρα, άσ’ το καλύτερα.
– Φύγε, κάνε πίσω, άσ’ τους.
– Άσ’ το σου λένε, δεν βλέπεις τι γίνεται;
– Άσ’ τους παιδί μου, δεν παίρνουν από λόγια.
– Φύγε, άσ’ το, φύγε, άσ’ το.
Με έπιαναν από το χέρι και μαλακά προσπαθούσαν να με απομακρύνουν, μου χαμογελούσαν φιλικά, προστατευτικά.
Όχι, δεν φεύγω, όχι, δεν το αφήνω. Έχω δικαίωμα να είμαι εδώ. Έχω δικαίωμα να έχω μια διαφορετική άποψη. Έχω δικαίωμα να παρακολουθήσω ένα θεατρικό έργο της επιλογής μου. Έχω δικαίωμα να τα κάνω όλα αυτά, ακόμη κι αν ορισμένοι νιώθουν προσβεβλημένοι, ακόμη κι αν ενοχλούνται, ακόμη κι αν προσπαθούν να με απωθήσουν με τη βία, αφού έχουν εξαντλήσει τα νόμιμα μέσα χωρίς να το πετύχουν, αφού οι κατηγορίες κατά των συντελεστών κρίθηκαν αβάσιμες και τα ασφαλιστικά μέτρα παράνομα. Και θα ασκήσω αυτό μου το δικαίωμα, χωρίς να επιτρέψω στη βία και τον τραμπουκισμό να με πτοήσει.
Γιατί αν το αφήσω, αν κάνω πίσω, στον χώρο που θα αφήσω εκείνοι θα προχωρήσουν λίγο περισσότερο. Γιατί αν υποχωρήσω, εκείνοι θα νιώσουν λίγο πιο δυνατοί και πιο δικαιωμένοι. Γιατί αν φύγω, εκείνοι θα μείνουν και θα απλωθούν όσο που να μην μένει για μένα καθόλου χώρος πια. Γιατί αν δεν μείνω σταθερή στη θέση μου τώρα, κάποια στιγμή δεν θα μπορώ να βγω ούτε από την πόρτα του σπιτιού μου. Και αργά ή γρήγορα θα φτάσουν και μέσα στο ίδιο μου το σπίτι.
Γι’ αυτό θα μείνω. Θα είμαι ο εαυτός μου, με τις απόψεις μου, στον τόπο μου. Δεν πρόκειται να φύγω.
Είμαι εγώ, και είμαι εδώ.
Κι εδώ θα μείνω.
Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο Αόρατη Μελάνη, της ίδιας της αρθρογράφου, όπου γίνεται ο σχολιασμός.