Πού γίνεται ο σχολιασμός;
Στο τέλος του κάθε άρθρου υπάρχει σύνδεσμος για το ιστολόγιο του συγγραφέα, όπου και μπορείτε να αφήνετε τα σχόλιά σας.
Έξωθεν Αξιολόγηση της Πίστης (III)
Μετάφραση: Evan T
« Προηγούμενο Άρθρο (II) |
Απαντήσεις σε επιπλέον κριτική
Ο Victor Reppert έγραψε στο ιστολόγιό του μια κριτική για την Έξωθεν Αξιολόγηση της Πίστης (ΕΑΠ), στην οποία ο John Loftus απάντησε σ’ αυτό το άρθρο. Αν και αυτό το κομμάτι δεν αποτελεί μέρος του κυρίως άρθρου, είναι μια επέκταση των απαντήσεών του στις 6 βασικές αντιρρήσεις στην ΕΑΠ, και θεώρησα σκόπιμο να το συμπεριλάβω στο άρθρο (ΣτΜ).
Ο Βίκτωρ έγραψε:
Κατ’ αρχάς, θα ήταν καλό αν το επιχείρημα ήταν διατυπωμένο με προτάσεις και ένα συμπέρασμα. Τι ακριβώς είναι το αποδεικτέο και ποια η βάση του επιχειρήματος.
Απλοποιημένο το επιχείρημα έχει ως εξής:
Αφού (P) λογικοί άνθρωποι σε διακριτές γεωγραφικές περιοχές σε όλο τον κόσμο υιοθετούν και υπερασπίζονται μια μεγάλη ποικιλία θρησκευτικών πεποιθήσεων βάσει της καταγωγής τους και της κουλτούρας τους, (Q) θα πρέπει να βλέπουμε με σκεπτικισμό τις ίδιες μας τις κληροδοτημένες θρησκευτικές αντιλήψεις, με τον ίδιο σκεπτικισμό που χρησιμοποιούμε για να κρίνουμε άλλες θρησκευτικές πεποιθήσεις.
P
.: Q
Για την ακρίβεια, το P περιλαμβάνει περισσότερα απ’ όσα έγραψα. Το ίδιο και το Q. Οι άνθρωποι σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές σε όλο τον κόσμο υιοθετούν και υπερασπίζονται τη θρησκεία που προσέλαβαν λόγω ανατροφής και κουλτούρας. Πρόκειται για ένα αναντίρρητο κοινωνιολογικό γεγονός. Η ανθρωπολογία αποδεικνύει ότι τα ανθρώπινα όντα είναι εγκλωβισμένα στις κουλτούρες τους και δεν μπορούν, χωρίς πολύ κόπο, να ξεπεράσουν τις πεποιθήσεις που η κουλτούρα τους τούς έχει ενσταλάξει. Η ψυχολογία μάς δείχνει ότι οι άνθρωποι δεν εξετάζουν τις πεποιθήσεις τους ψύχραιμα, αλλά προσπαθούν να επιβεβαιώσουν αυτά που ήδη πιστεύουν. Και αντίθετα με τα επιστημονικά δεδομένα ή τις πολιτικές και ηθικές πεποιθήσεις, δεν υπάρχει μια κοινά αποδεκτή διαδικασία αξιολόγησης που να μας επιτρέπει να αποφασίσουμε ποια θρησκευτική πίστη είναι ορθή. Άρα είναι λογικό να συμπεράνει κανείς πως η θρησκεία που υιοθετεί και υπερασπίζεται ένα άτομο, σε συντριπτικό βαθμό, εξαρτάται μάλλον από “τις συμπτώσεις της γέννησης” παρά από μια ορθολογιστική αξιολόγηση κατά περίπτωση και βάσει των στοιχείων. Αφού ισχύει αυτό, θα πρέπει κι εμείς να βλέπουμε με σκεπτικισμό την ίδια μας τη θρησκευτική ανατροφή, όπως κάνουμε και με τις άλλες θρησκευτικές πεποιθήσεις που απορρίπτουμε. Οι πιθανότητες συνηγορούν ότι κάνουμε λάθος. Πρέπει να βλέπουμε με σκεπτικισμό την κληροδοτημένη μας θρησκευτική πίστη, με τον ίδιο σκεπτικισμό που χρησιμοποιούμε για να κρίνουμε εκείνες που απορρίπτουμε. Εδώ υπάρχει η έννοια του να αξιολογήσουμε μια θρησκευτική πίστη από έξω, εξ ου και την ονομάζω “Έξωθεν Αξιολόγηση της Πίστης”.
Ο Βίκτωρ έγραψε:
Δεύτερον, δεν είναι καθόλου σωστό να επιλέγουμε μόνο τις δικές μας θρησκευτικές πεποιθήσεις ως αντικείμενα αξιολόγησης, αν απλά επέλεγα τις θρησκευτικές μου πεποιθήσεις ως αντικείμενα αξιολόγησης. Ο Keith Parsons κάποτε με ρώτησε: “Πες μου, πραγματικά πιστεύεις ότι αν είχες γεννηθεί ως Βιτζάι αντί για Βίκτωρας και καταγόσουν από την Μπανγκαλόρ και όχι από το Φοίνιξ της Αριζόνας, δεν θα ήσουν τόσο πιστός στον Βράχμα, όσο τώρα στο Θεό;” Η απάντηση είναι ότι δεν ξέρω. Αν ο Keith είχε μεγαλώσει στην Ηνωμένη Εκκλησία των Μεθοδιστών όπως κι εγώ και είχε ανακαλύψει τον Plantinga ή τον Lewis πριν φύγει από το εν λόγω ποίμνιο και δεν είχε ασπαστεί την πίστη της Εκκλησίας των Βαπτιστών της Δυτικής Ρώμης, όπου άκουγε σε εβδομαδιαία βάση απειλές περί κολαστηρίου πυρός, μήπως τώρα θα ήταν Χριστιανός φιλόσοφος και όχι άθεος; Το παιχνίδι των υποθέσεων είναι πολύ πιο δύσκολο απ’ ό,τι φαίνεται.
Δεν θέλω να ξεχωρίσω κάποια συγκεκριμένη πίστη εδώ, αν και εκεί εστιάζω εν τέλει. Αλλά εν τέλει βασίζονται περισσότερο στην πολιτισμική ανατροφή σε σχέση με όλους τους άλλους παράγοντες που μπορούμε να προβλέψουμε. Κάποια πράγματα σίγουρα είναι πιο δύσκολο να προβλεφθούν, αν κάτι γινόταν διαφορετικά. Παραδέχομαι ότι όλοι μας επηρεαζόμαστε έντονα από τους ανθρώπους του περιγύρου μας και τις καταστάσεις που συναντούμε. Αυτό μας δείχνουν οι ψυχολογικές μελέτες. Υπό διαφορετικές συνθήκες, ο Keith Parsons μπορεί να είχε καταλήξει να είναι Χριστιανός φιλόσοφος, δεκτόν. Τόσο εύπλαστο είναι το ανθρώπινο μυαλό· και το δικό μου και το δικό του και του Reppert. Υπό διαφορετικές συνθήκες μπορεί ο Reppert να ήταν σήμερα άθεος φιλόσοφος! Αυτό είμαστε ως ανθρώπινα όντα. Αυτό που νομίζουμε πως πιστεύουμε πλάθεται και μετασχηματίζεται από τις εμπειρίες μας και τις επιρροές [του περιβάλλοντος] συμπεριλαμβανομένων εκείνων με τους οποίους μιλάμε ή σπουδάζουμε μαζί ή όσων έχουμε διαβάσει ή βιώσει. Το γνωρίζουμε αυτό ακόμα κι αν δεν είμαστε σε θέση να προβλέψουμε τι θα είχε συμβεί αν είχε γίνει κάτι διαφορετικό στη ζωή ενός ατόμου. Όντως γνωρίζω ότι αν κάτι διαφορετικό είχε συμβεί σε ένα συγκεκριμένο άτομο, θα ήταν διαφορετικό σε κάποια πτυχή, ανάλογα με το γεγονός και την επίδρασή του επάνω του. Αλλά μερικά πράγματα είναι πολύ πιο εύκολο να προβλεφθούν και ένα είναι φανερό πως ισχύει: αν είχαμε γεννηθεί σε διαφορετική κουλτούρα και είχαμε διαφορετική ανατροφή, θα υιοθετούσαμε την πίστη με την οποία μας ανέθρεψαν.
Ο Βίκτωρ έγραψε:
Αλλά γνωρίζω κάτι γι’ αυτόν το Βιτζάι. Και εγώ και ο Keith συμφωνούμε πως υπάρχει ένας ανεξάρτητος υλικός κόσμος. Ο Βιτζάι δεν το πιστεύει αυτό. Αν οποιοσδήποτε από τους δυο μας είχε γεννηθεί ως Βιτζάι, θα πιστεύαμε ότι ο κόσμος των εμπειριών είναι “maya”, μια ψευδαίσθηση, και δεν θα τον θεωρούσαμε αληθινό. Άρα φαίνεται ότι ο εξωτερικός υλικός ρεαλισμός δεν περνάει την ΕΑΠ. Δεν βλέπω τον λόγο να δεχτώ τον σκεπτικισμό βάσει του υλικού κόσμου μόνο και μόνο γιατί αν είχα γεννηθεί στην Ινδία μπορεί να είχα ανατραφεί απορρίπτοντας τον υλικό ρεαλισμό.
Σ’ αυτή την περίπτωση, ο Βιτζάι θα έπρεπε να υποβάλλει τη δική του θρησκευτική ανατροφή στον ίδιο βαθμό σκεπτικισμού που χρησιμοποιεί για να κρίνει τον Χριστιανισμό, την πιο υλιστική από τις θρησκείες, όπως λέει και ο C.S. Lewis. Πιστεύω ότι αν ο Βιτζάι το έκανε αυτό, θα κατέληγε να εξετάσει κριτικά και την προϋπάρχουσα άποψή του ότι ο κόσμος είναι μια ψευδαίσθηση ή maya, που είναι μια πεποίθηση που έρχεται σε αντίθεση με όλα τα διαθέσιμα στοιχεία. Και πάλι ο Βιτζάι πρέπει να εξετάσει αυτή την πολιτισμικά κληροδοτημένη θρησκευτική άποψη υπό το πρίσμα του σκεπτικισμού. Και εδώ ο Reppert χάνει το βασικό νόημα. Οι απόψεις του Βιτζάι δεν θα έδειχναν καθόλου σκεπτικισμό. Οι ανατολίτικες απόψεις του βασίζονται στη θρησκεία του και, κατά συνέπεια, του ζητώ να τις εξετάσει με σκεπτικισμό. Όσον αφορά τον Reppert, δεν του ζητώ να εξετάσει τη γνώση του ότι υπάρχει υλικός κόσμος βάσει των θρησκευτικών πεποιθήσεων ενός [υποθετικού] Βιτζάι ότι ο κόσμος είναι ψευδαίσθηση. Αν ο Reppert θέλει να συζητήσουμε για κάποιο είδος ακραίου Καρτεσιανού σκεπτικισμού που μπορεί να οδηγήσει κάποιον στο σολιψισμό, τότε μου αποδίδει ένα είδος σκεπτικισμού που δεν με εκφράζει καθόλου. Κανείς δεν μπορεί να είναι τόσο σκεπτικιστής. Η ΕΑΠ δεν μας ζητά ολοκληρωτικό και απόλυτο σκεπτικισμό. Απλά μας ζητά να βλέπουμε σκεπτικιστικά τις δικές μας πολιτισμικά υιοθετημένες θρησκευτικές πεποιθήσεις, όπως κάνουμε και με εκείνες που απορρίπτουμε.
[ΣτΜ: Ουσιαστικά ο συγγραφέας δεν προτείνει τον σκεπτικισμό ως νέα μεταφυσική θεωρία, αλλά ως απόρροια παρατηρήσεων. Ακόμα και σε έναν κόσμο ψευδαισθήσεων, όπως αυτός του Βιτζάι, θα υπάρχει μια εσωτερική λογική για το φαινόμενο της γεωγραφικής κατανομής των θρησκειών, οπότε θα ήταν δίκαιο να αναρωτηθεί μήπως το ότι πιστεύει πως ο κόσμος είναι ψευδαίσθηση είναι αυτό μια ψευδαίσθηση.]
Ο Βίκτωρ έγραψε:
Και τι γίνεται με τις ηθικές πεποιθήσεις; Πιστεύω πως ο βιασμός είναι λάθος. Αν είχα όμως ανατραφεί σε κάποια κουλτούρα που υποστήριζε ότι ο βιασμός επιτρέπεται αν το κάνεις το απόγευμα, επειδή μια γυναίκα που δεν βρίσκεται σπίτι της να την προστατεύει ο άντρας της ουσιαστικά το ζητάει ο οργανισμός της; Η πεποίθησή μου ότι ο βιασμός είναι λάθος αποτυγχάνει στην ΕΑΠ. Δεν έχω βάση να αμφιβάλλω πως ο βιασμός είναι λάθος.
Υπάρχει διαφορά μεταξύ ηθικών και θρησκευτικών πεποιθήσεων, αν και όντως αναμιγνύονται σε πολλές θρησκείες. Η ΕΑΠ είναι τεστ για την εξέταση θρησκευτικών πεποιθήσεων, όχι ηθικών ή πολιτικών. Όταν μιλάω για θρησκευτική πίστη, εννοώ πεποιθήσεις που είναι απαραίτητες για να γίνεται αποδεκτό ένα άτομο από μια συγκεκριμένη θρησκευτική κοινότητα που λατρεύουν [το Θείο] ομαδικά ή/και δέχονται τις ίδιες θεόπνευστες προφητείες/αποκαλύψεις ή/και πεποιθήσεις βάσει των οποίων κρίνεται η θέση ενός ατόμου στο επέκεινα. Ο λόγος για τον ορισμό αυτόν είναι σαφής, αφού η ΕΑΠ είναι κυρίως μια πρόκληση της θρησκευτικής πίστης κοινοτήτων. Επιπλέον, μπορεί να εφαρμοστεί δευτερευόντως και σε μικρότερο βαθμό σε φιλοσόφους που υποστηρίζουν μεταφυσικές, πολιτικές ή και ηθικές απόψεις που δεν καθοδηγούνται τελείως από ομαδικές θρησκευτικές εμπειρίες, αλλά επηρεάζονται από το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο ζουν. Κατά συνέπεια, η ΕΑΠ θα έχει περισσότερη ισχύ ενάντια σε μια θρησκευτική πίστη κάποιας κοινότητας απ’ ό,τι σε συγκεκριμένους φιλοσόφους που δεν σχετίζονται με κάποια θρησκευτική κοινότητα.
Εν τέλει, μπορούμε να εφαρμόσουμε τον ίδιο βαθμό σκεπτικισμού σε ηθικές πεποιθήσεις; Θα έπρεπε να είμαστε καχύποπτοι για το ότι θεωρούμε τον βιασμό ως ανήθικο; Όχι. Απολύτως όχι. Δείτε πάλι τα συγκεκριμένα κριτήρια που έθεσα. Είπα:
Το πόσος σκεπτικισμός απαιτείται εξαρτάται από τον αριθμό των λογικών ανθρώπων που διαφωνούν, αν οι άνθρωποι που διαφωνούν μπορούν να εντοπιστούν σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές, τη φύση των πεποιθήσεων, από πού προήλθαν και πώς υιοθετήθηκαν αυτές και τι είδους στοιχεία μπορούν να χρησιμοποιηθούν κατά τη λήψη απόφασης. Εγώ υποστηρίζω ότι όταν πρόκειται για θρησκευτικές πεποιθήσεις χρειάζεται υψηλός βαθμός σκεπτικισμού λόγω αυτών των παραγόντων.
Αυτό είπα, και όπως και άλλες ηθικές πεποιθήσεις, έτσι κι αυτή, δεν υποφέρουν ιδιαίτερα αν εφαρμοστεί η ΕΑΠ. Αντιλήψεις όπως η αποδοχή του βιασμού βασίζονται ούτως ή άλλως σε κάποια θρησκευτική πεποίθηση, άρα υπόκεινται στην ΕΑΠ ακριβώς λόγω της φύσης της πηγής της πεποίθησης, όπως είπα. Για παράδειγμα, δεν ξέρω κανέναν μη πιστό που θα ήθελε να υπερασπιστεί τη νομιμότητα του βιασμού, αντίθετα με πιστούς που στο παρελθόν το έκαναν βάσει ενός υποτιθέμενα θεόπνευστου κειμένου. Ξέρουμε ότι ο βιασμός είναι λάθος και ξέρουμε ότι η συμπεριφορά αυτή στηρίζεται από θρησκευτικές πεποιθήσεις, όπως και ο φόνος τιμής. Ένας θρήσκος που πιστεύει πως ο βιασμός είναι ηθικά αποδεκτός θα έπρεπε να υποβάλλει την πεποίθησή του αυτή σε έξωθεν σκεπτικιστικό έλεγχο. Και αν το κάνει, θα αρχίσει να αμφιβάλλει για τις θρησκευτικές/ηθικές πεποιθήσεις του, όπως έχω περιγράψει. Όσον αφορά τον Reppert, πιστεύω πως η πεποίθησή του ότι ο βιασμός είναι λάθος θα περάσει αλώβητη τον σκεπτικιστικό έλεγχο, αφού υπάρχουν στοιχεία ότι ως πατέρας κόρης θα επιθυμούσε να βοηθήσει στη διατήρηση μιας ελεύθερης κοινωνίας όπου η κόρη του μπορεί να κινείται ελεύθερα χωρίς να κινδυνεύει να βιαστεί. Αν ο Reppert επιθυμεί να παρουσιάσει κάποιο επιχείρημα περί της ηθικότητας του βιασμού, θα ήθελα να το δω. Θα το θεωρούσα πολύ παράξενο αν ο Reppert κατέληγε να υπερασπίζεται τον βιασμό για να καταρρίψει την ΕΑΠ. Πολύ υψηλό τίμημα, αλλά αν αυτό θέλει να κάνει, είμαι όλος αυτιά. [Μια και μιλάμε περί ηθικής, να υπενθυμίσω στον αναγνώστη ότι έχω επιχειρηματολογήσει αλλού ότι η ηθική έχει εξελιχθεί.]
Ο Βίκτωρ έγραψε:
Και τι γίνεται με τις πολιτικές πεποιθήσεις; Πιστεύω πως η αντιπροσωπευτική δημοκρατία είναι καλύτερο πολίτευμα από τη μοναρχία. Αν ζούσα στην Ευρώπη του 16ου αιώνα ή σε άλλες περιοχές του κόσμου, πιθανότατα δεν θα το πίστευα. Άρα η πίστη μου στη δημοκρατία καταρρίπτει την ΕΑΠ. Δεν έχω λόγο να πιστεύω πως η δημοκρατία είναι καλύτερη από τη μοναρχία.
Το ίδιο ισχύει και για τις πολιτικές πεποιθήσεις, όπως και για τις ηθικές. Ακούστε να σας πω. Υπάρχουν πολλές πολιτικές και ηθικές πεποιθήσεις που νομίζουμε πως είναι απαραίτητες για μια ανθρώπινη κοινωνία, που στην ουσία δεν είναι καθόλου απαραίτητες. Η δημοκρατία είναι μια από αυτές. Οι άνθρωποι μια χαρά τα πήγαν χωρίς δημοκρατία από τη στιγμή που το κυρίαρχο λιοντάρι ή ο κυρίαρχος πίθηκος κυβερνούσε τους υπόλοιπους αρσενικούς και είχε ένα χαρέμι θηλυκών. Πέραν τούτου, υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι ως λογικά ζώα είμαστε περισσότερο ευτυχείς όταν έχουμε λόγο στο πώς κυβερνιέται η χώρα μας. Κι έχουμε βρει και τρόπους να ενσωματώσουμε και τις απόψεις των μειονοτήτων, με κάποιους ελέγχους και ισορροπίες. Και όταν άνθρωποι σε όλο τον κόσμο έχουν τη δυνατότητα, προτιμούν ένα δημοκρατικό πολίτευμα. Επιπλέον στοιχείο γι’ αυτό είναι τα καταρρέοντα δικτατορικά σοσιαλιστικά και κομμουνιστικά καθεστώτα ανά τον κόσμο. Και πάλι το βρίσκω παράξενο που ο Reppert προσπαθεί να αρνηθεί ότι η δημοκρατία είναι καλύτερο πολίτευμα από τη μοναρχία ή τη δικτατορία για να καταρρίψει την ΕΑΠ. Πολύ υψηλό το τίμημα, αλλά αν αυτό θέλει να κάνει, είμαι όλος αυτιά.
[ΣτΜ: Εδώ ο Loftus ίσως είναι άδικος με τον Reppert, αφού δεν μοιάζει να προσπαθεί να καταρρίψει τη δημοκρατία ή την ανηθικότητα του βιασμού, όσο να παρουσιάσει ένα επιχείρημα απαγωγής σε άτοπο.]
Ο Βίκτωρ έγραψε:
Και τι γίνεται με τις επιστημονικές πεποιθήσεις; Αν είχα γεννηθεί στον ισλαμικό κόσμο ή σε κάποιες χριστιανικές ομολογίες, θα είχα διδαχθεί να απορρίπτω ολόκληρη την εξέλιξη. Άρα η εξέλιξη αποτυγχάνει στην ΕΑΠ. Ωστόσο, αυτός δεν είναι λόγος για να απορρίψει κανείς την εξέλιξη.
Εδώ γίνεται εμφανές ότι ο Reppert δεν καταλαβαίνει καθόλου την ΕΑΠ. Η επιστημονική γνώση ανήκει σε τελείως διαφορετική κατηγορία από τη θρησκευτική πίστη (δείτε και παραπάνω τα κριτήρια που ανέφερα). Δεν μαθαίνουμε επιστήμη μόνο από τους γονείς, αν και αυτό θα ήταν θεμιτό. Μπορούμε να πειραματιστούμε μόνοι μας. Η επιστημονική σκέψη είναι ανεξάρτητη από το τι μας λέει κάποιος να πιστέψουμε και δεν απαιτεί τον ίδιο βαθμό σκεπτικισμού για τα συμπεράσματά της. Υπάρχουν μαθηματικά και πειραματικά αποτελέσματα που επιβεβαιώνονται ανεξάρτητα ξανά και ξανά. Αλλά για τη θρησκευτική πίστη δεν υπάρχουν κοινά αποδεκτά τεστ για να τις ξεδιαλέξουμε, και αυτό είναι που κάνει τη διαφορά. Όσον αφορά το παράδειγμα του Reppert, η ΕΑΠ απαιτεί από έναν θρήσκο να υποβάλει σε έλεγχο τις δημιουργιστικές του απόψεις στον σκεπτικισμό ενός επιστήμονα· θεωρίες που έμαθε στα γόνατα της μάνας του και υπερασπίζεται μανιωδώς επειδή ένα αρχαίο, δεισιδαιμονικό προεπιστημονικό κείμενο το αναφέρει. Η επιστήμη και η επιστημονική σκέψη είναι πιθανότατα το μοναδικό αντίδοτο σ’ αυτούς τους θρησκευτικούς μύθους δημιουργίας (σχετικά με τους οποίους οι διάφορες θρησκείες διαφωνούν μεταξύ τους).
Ο Βίκτωρ έγραψε:
Τέλος, ένας μέχρι ενός σημείου φυσικός συντηρητισμός σχετικά με την αλλαγή γνώμης σε θέματα κοσμοθεώρησης ή σε οποιοδήποτε άλλο ζήτημα είναι και φυσικός και λογικός. Νόμιζα πως το επιμύθιο πραγμάτων όπως η καρτεσιανή θεμελιοκρατία είναι ότι αν πετάξεις όλες τις πεποιθήσεις σου ως αδικαιολόγητες και απαιτήσεις όλες να αποδειχτούν πρώτα, είναι δύσκολο να σταματήσεις και στο τέλος δεν σου μένει τίποτα. Οι περισσότεροι πιστεύουν πως ο Καρτέσιος έπρεπε να επαναφέρει τον υλικό κόσμο παραβιάζοντας την ίδια του τη φιλοσοφία. Αν πρέπει να βλέπουμε με σκεπτικισμό όλες τις πεποιθήσεις με τις οποίες μας φόρτωσε μια κοινωνία, φοβάμαι πως θα πρέπει να είμαστε σκεπτικιστές για πολύ περισσότερα και όχι μόνο τη θρησκεία.
Σίγουρα ισχύει ότι ο συντηρητισμός είναι ένα φυσικό χαρακτηριστικό· οι άνθρωποι γενικά δεν θέλουν να αλλάζουν πεποιθήσεις. Είναι τόσο φυσικός που οι άνθρωποι καταλήγουμε σε υπερβολές για να υπερασπιστούμε αυτά που θέλουμε να πιστέψουμε. Δεν θεωρώ ότι αυτός ο συντηρητισμός είναι δικαιολογημένος, διαφορετικά, σε ακραίες μορφές, θα πιστεύαμε ακόμα στον Αη Βασίλη ή ότι οι πατεράδες μας μπορούν να κάνουν τα πάντα ή ότι ένας πατριώτης υπερασπίζεται τη χώρα του είτε έχει δίκιο, είτε άδικο. Αυτό υποσκάπτει επίσης και την έννοια ότι ο συντηρητισμός είναι λογικός. Το λογικό που πρέπει να κάνουμε (και οι άνθρωποι δεν είμαστε καθόλου καλοί σ’ αυτό τον τομέα) είναι να μεγαλώνουμε, να μαθαίνουμε, να σκεφτόμαστε και να ακολουθούμε τη λογική και τα αποδεικτικά στοιχεία όπου κι αν μας οδηγούν αυτά. Αυτό είναι το λογικό, παρόλο που θέλουμε να κρατήσουμε πεποιθήσεις που δεν μπορούν να αιτιολογηθούν λογικά.
Άλλωστε, δεν βλέπω λόγο να πιστέψω πως η ΕΑΠ θα μας οδηγούσε σε ακραίο σκεπτικισμό. Κανένα. Είναι απλά ένα τεστ για να εξετάζουμε κριτικά τις θρησκευτικές αντιλήψεις που υιοθετήσαμε λόγω κοινωνίας με τον ίδιο βαθμό σκεπτικισμού που εφαρμόζουμε στις υπόλοιπες θρησκείες. Όπως έχω επιχειρηματολογήσει, αυτός ο βαθμός σκεπτικισμού είναι εύλογος και κάτι που θα έπρεπε να υιοθετήσουμε όλοι σε σχέση με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, ειδικά τις δικές μας. Όσο πιο αλλόκοτη και εξωφρενική είναι μια δήλωση, τόσο περισσότερα στοιχεία θα έπρεπε να χρειάζονται για να στηριχτεί. Αυτό είναι πολύ λογικό και δεν βρίσκω λόγο να αναθεωρήσω.
Τώρα, για τον σκεπτικισμό γενικότερα, θα έπρεπε να τον βλέπουμε ως κλίμακα. Κάποιες δηλώσεις απαιτούν πολύ σκεπτικισμό (“είδα ένα ροζ ελέφαντα”, “με κυνηγάει η CIA”), άλλες πάλι ελάχιστο (“υπάρχει υλικός κόσμος”, “αν ρίξεις ένα βιβλίο, θα πέσει στο πάτωμα”, “ο Γεώργιος Ουάσινγκτον ήταν ο πρώτος πρόεδρος των ΗΠΑ”). Πραγματικά πιστεύω ότι θα πρέπει να διατηρούμε ένα υγιές επίπεδο σκεπτικισμού σχετικά με όλες τις πεποιθήσεις μας, αλλά κλιμακωτά. Ο σκεπτικισμός είναι αρετή. Λέω κάτι λάθος;
Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο On the way to Ithaca, όπου και γίνεται ο σχολιασμός.
Μετάφραση: Evan T
« Προηγούμενο Άρθρο (I) |
Επόμενο άρθρο (III) » |
Απαντώντας σε έξι βασικές αντιρρήσεις
Το τμήμα αυτό αποτελεί συνέχεια του κυρίως τμήματος της ομιλίας του John Loftus στην “Ευαγγελική Φιλοσοφική Εταιρεία” και απαντά σε έξι πιθανές κριτικές που μπορεί να αντιτάξει ένας ένθεος σχετικά με την Έξωθεν Αξιολόγηση της Πίστης.
Ένα. Οι θρήσκοι θα φέρουν την αντίρρηση ότι η ΕΑΠ δεν δείχνει ότι μια θρησκεία είναι λανθασμένη, απλά και μόνο επειδή πρόκειται για ένα αποδεδειγμένο κοινωνιολογικό γεγονός ότι πιστεύουμε βάσει του πού γεννηθήκαμε. Ο William Lane Craig ρωτά: “Η απλή ύπαρξη θρησκευτικών κοσμοθεωριών που δεν συμβιβάζονται με τον Χριστιανισμό, πώς ακριβώς δείχνει ότι οι χριστιανικοί ισχυρισμοί δεν είναι αληθείς; Λογικά, η ύπαρξη πολλών μη συμβατών δηλώσεων περί αληθείας υπονοεί πως δεν μπορούν να είναι όλοι (αντικειμενικά) αληθείς. Αλλά θα ήταν προφανώς λανθασμένο να συμπεράνουμε ότι καμία δεν είναι (αντικειμενικά) αληθής.” Έχει δίκιο. Όπως και οι Μουσουλμάνοι και οι Μορμόνοι που λένε το ίδιο για τις δικές τους θρησκείες. Άλλωστε, κάποιος μπορεί να έχει δίκιο μόνο και μόνο επειδή έτυχε να γεννηθεί εκεί που γεννήθηκε.
Αλλά πώς αιτιολογείς την τύχη λογικά; Γι’ αυτό έφτιαξα αυτή την πρόκληση αξιολόγησης της πίστης από έξω. Για να μπορεί να εξαχθεί ο παράγων τύχη από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις. Αν οι θρησκευτικές πεποιθήσεις βασίζονται αποκλειστικά στην τύχη, τότε ποιες είναι οι πιθανότητες, βάσει τύχης και μόνο, μια συγκεκριμένη ομολογία Χριστιανισμού στην οποία πιστεύει κάποιος να είναι η σωστή;
Δύο. Λέγεται πως υπάρχουν μικρές μειοψηφίες ανθρώπων που επιλέγουν τον χριστιανικό θεϊσμό, ενώ είχαν γεννηθεί και ανατραφεί ως Μουσουλμάνοι, οπότε οι άνθρωποι μπορούν να ξεφύγουν από την πολιτισμικά επιβεβλημένη πίστη. Αλλά αυτές είναι οι εξαιρέσεις. Οι Χριστιανοί μού ζητούν να εξηγήσω τις εξαιρέσεις. Εγώ τους ζητώ να εξηγήσουν τον κανόνα. Γιατί οι θρησκείες ανθούν σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές; Γιατί συμβαίνει αυτό;
Σχετικά μ’ αυτούς που αλλαξοπιστούν, θεωρώ πως οι περισσότεροι δεν ζυγίζουν αντικειμενικά τα στοιχεία όταν υιοθετούν μια πίστη. Κυρίως αλλάζουν γνώμη βάσει του πόσο πειστικός είναι ο προσηλυτιστής ή/και της θαυμαστής φύσης της ίδιας της θρησκευτικής ιστορίας. Δεν έχουν εξ αρχής τρόπο να ερευνήσουν την προσφερόμενη πίστη. Ποιος ευαγγελίζων θα αναφέρει αντικεμενικά την άσχημη πλευρά της Βίβλου και της Εκκλησίας, ενώ προσπαθεί να ευαγγελίσει την εν λόγω Εκκλησία; Απ’ όσο ξέρω, κανένας. Ποιος ευαγγελίζων θα πει σε ένα πιθανό νέο μέλος για τα άπειρα προβλήματα με τα οποία Χριστιανοί λόγιοι όπως εσείς παλεύουν σε τέτοιες συγκεντρώσεις; Απ’ όσο ξέρω, κανένας. Ποιος ευαγγελίζων θα προσφέρει σε ένα πιθανό νέο μέλος το δικό μου βιβλίο μαζί με ένα βιβλίο χριστιανικής απολογητικής και θα του πει να τα διαβάσει και τα δύο πριν αποφασίσει; Ξανά, απ’ όσο ξέρω, κανένας.
Τρία. Σύμφωνα με μιαν άλλη αντίρρηση, το γεγονός ότι κάποιοι λογικοί άνθρωποι διαφωνούν σχετικά με έναν ισχυρισμό δεν σημαίνει ότι απαιτείται σκεπτικισμός στην εξέταση του ισχυρισμού. Εγώ αντιθέτως, πιστεύω ότι απαιτείται. Το πόσος σκεπτικισμός απαιτείται εξαρτάται από τα κριτήρια που ήδη ανέφερα. Οι λογικοί άνθρωποι δεν στοιχηματίζουν ότι δεν υπάρχει βαρύτητα, αφού υπάρχουν στοιχεία για την ύπαρξή της που τα έχουν διδαχθεί ανεξαρτήτως της γεωγραφικής περιοχής στην οποία μεγάλωσαν. Μπορεί να την τεστάρουν και οι ίδιοι. Ισχυρίζομαι ότι οι θρησκευτικές δηλώσεις ανήκουν σε διαφορετική κατηγορία από τα αποτελέσματα επαναλήψιμων επιστημονικών πειραμάτων ή τις δηλώσεις που είναι προφανώς ορθές και δεν επιδέχονται αντιρρήσεων. Ο σκεπτικισμός εκφράζεται καλύτερα ως κλίμακα [παρά ως δίπολο]. Κάποιες δηλώσεις απαιτούν περισσότερο σκεπτικισμό από άλλες. Εγώ υποστηρίζω ότι οι θρησκευτικές δηλώσεις απαιτούν τον μέγιστο βαθμό σκεπτικισμού, δεδομένων των κοινωνιολογικών στοιχείων. Κινδυνεύω να προσβάλω κάποιους πιστούς τώρα, αλλά οι θρησκευτικές πεποιθήσεις, όπως και η πίστη στην ύπαρξη ξωτικών στην Ισλανδία και τρολλ στη Νορβηγία και στη δύναμη των μαγισσών στην Αφρική, πρέπει να υποβάλλονται στον μέγιστο βαθμό σκεπτικισμού, δεδομένης της παράδοξης φύσης των ισχυρισμών αυτών και το πώς γίνονται αρχικά αποδεκτοί.
Τέσσερα. Κάποιοι μπορούν να αντιπούν πως το επιχείρημά μου είναι αυτοαναιρούμενο. Θα ρωτήσουν: “Μήπως οι πολιτισμικές μου πεποιθήσεις είναι που καθορίζουν την τάση μου προς τον σκεπτικισμό; Αν ναι, τότε”, όπως ρωτά και ο Alvin Plantinga, “μήπως και οι δικές μου αντιλήψεις παράγονται από μια παρόμοια παραγωγική διαδικασία που παράγει και την πίστη; Αν όχι, τότε γιατί νομίζω πως εγώ μπορώ να αναδυθώ πάνω από το πολιτισμικό μου πλαίσιο, αλλά ένας Χριστιανός ένθεος δεν μπορεί να το κάνει;” Απαντώ πως είναι εξαιρετικά δύσκολο να δούμε πέρα από το πολιτισμικό μας υπόβαθρο γιατί, όπως ήδη είπα, μας παρέχει τα ίδια τα μάτια με τα οποία βλέπουμε. Αλλά ακριβώς επειδή γνωρίζουμε από ανθρωπολογικές και ψυχολογικές μελέτες πώς το πολιτισμικό μας περιβάλλον το κάνει αυτό, μπορούμε να ξεπεράσουμε τον πολιτισμό μέσα στον οποίο μεγαλώσαμε.
[Παράδειγμα] Γνωρίζουμε ότι οι άνθρωποι δεν βλέπουν ή δεν ακούν την πραγματικότητα όπως πραγματικά είναι. Ό,τι βλέπουμε φιλτράρεται από τα μάτια μας. Ό,τι ακούμε φιλτράρεται από τα αυτιά μας. Βλέπουμε και ακούμε μόνο ένα πολύ περιορισμένο ποσοστό από το σύνολο των στοιχείων στον κόσμο. Αλλά αν μπορούσαμε να δούμε και να ακούμε όλο το ηλεκτρομαγνητικό και ηχητικό φάσμα, ουσιαστικά θα βλέπαμε και θα ακούγαμε μόνο λευκό θόρυβο. Το γνωρίζουμε αυτό αν και δεν μπορούμε να δούμε και να ακούσουμε οι ίδιοι λευκό θόρυβο. Επίσης γνωρίζουμε ότι το έδαφος που πατάμε κινείται σαν ένα σμάρι μέλισσες σε μικροσκοπικό επίπεδο. Η επιστημονική γνώση για τον κόσμο είναι λοιπόν αυτή που μας κάνει σκεπτικιστές ως προς αυτά που όντως μπορούμε να δούμε και να ακούσουμε.
Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για τις ανθρωπολογικές και ψυχολογικές μελέτες που μας δείχνουν πως θα πρέπει να βλέπουμε με σκεπτικισμό ότι οδηγηθήκαμε να πιστεύουμε, ακόμα κι αν δεν μπορούμε να δούμε τίποτα στραβό με τις πεποιθήσεις μας που θα μας έκανε να αμφιβάλλουμε. Η ΕΑΠ είναι το καλύτερο τεστ που μπορούμε να έχουμε για την εξέταση πολιτισμικά κληροδοτημένων αντιλήψεων.
Στην πραγματικότητα το επιχείρημά μου δεν αυτοαναιρείται καθόλου. Προτείνει να αμφιβάλλουμε γι’ αυτά που πιστεύουμε. Δεν είναι αυτοαναιρούμενο να πει κανείς ότι κατά πάσα πιθανότητα κάνουμε λάθος. Άλλωστε, μιλάμε για πιθανότητες. Ο αγνωστικιστής φιλόσοφος J. L. Schellenberg απαντά σε μια παρόμοια κριτική ως εξής: “Αυτή η αντίρρηση μπορεί να είναι ορθή μόνο αν τα επιχειρήματά μου μπορούν να εφαρμοστούν και στον εαυτό τους, αλλά δεν χρειάζεται και πολύ για να δει κανείς ότι αυτό δεν ισχύει.” Κι αυτό γιατί υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ του να υπερασπίζεσαι ένα σύνολο θρησκευτικών πεποιθήσεων ως το μόνο σωστό και του να αρνείσαι ότι υπάρχουν επαρκείς λόγοι για να το δεχτείς ως σωστό. Ο ισχυρισμός του είναι ότι οι πιστοί ενός συγκεκριμένου συνόλου θρησκευτικών πεποιθήσεων “δεν τις έχουν αποδείξει επαρκώς και αυτό μας ωθεί να συνεχίσουμε την αναζήτηση… επειδή ο σκεπτικισμός είναι το τελευταίο οχυρό στην αναζήτηση της αλήθειας.”
Πέντε. Λέγοντας ότι η θρησκευτική πίστη ενός ατόμου κληροδοτείται ως επί το πλείστον από τις συμπτώσεις της γέννησής του, μήπως διέπραξα τη λογική πλάνη εκ καταγωγής; Η λογική αυτή πλάνη συμβαίνει όποτε κάποιος επιχειρηματολογεί πως μια πεποίθηση είναι λανθασμένη εξ αιτίας της καταγωγής της πεποίθησης αυτής.
Δεν νομίζω ότι η πλάνη εκ καταγωγής είναι τόσο σπουδαία όσο νομίζει ο κόσμος, ειδικά όταν μιλάμε για θρησκείες. Αν κάποιος έχει την παρανοϊκή αντίληψη ότι τον κατασκοπεύει η CIA και ανακαλύψουμε ότι η αντίληψη αυτή οφείλεται στο ότι πήρε κάποιο παραισθησιογόνο, όπως LSD, τότε έχουμε έναν καλό λόγο να αμφιβάλλουμε για την παρανοϊκή του πεποίθηση, αν και δεν έχουμε ουσιαστικές αποδείξεις ότι είναι λανθασμένη και μπορεί να κατηγορηθούμε ότι διαπράττουμε την πλάνη εκ καταγωγής. Παρομοίως αν μπορούμε να εντοπίσουμε τις απαρχές του Πρωτοχριστιανισμού σε αρχαίες δεισιδαιμονίες ανθρώπων, τότε έχουμε μια καλή βάση για να είμαστε σκεπτικιστές. Πιο συγκεκριμένα, αν όλες οι πεποιθήσεις μας βασίζονται στο περιβάλλον μας, τότε αυτό ισχύει ασχέτως αν το να το ισχυριστεί κανείς [υποτίθεται ότι] διαπράττει την πλάνη εκ καταγωγής.
Ωστόσο, δεν διαπράττεται πλάνη εκ καταγωγής αν δεν καταλήξω στο συμπέρασμα ότι η πίστη ενός πιστού είναι λάθος επειδή γνωρίζω πώς την απέκτησε. Δεν λέω ότι η πίστη τους είναι λάθος λόγω του πώς την υιοθέτησαν. Απλά λέω ότι οι πιστοί θα πρέπει να είναι καχύποπτοι για τις πολιτισμικά υιοθετημένες πεποιθήσεις τους ακριβώς λόγω του πώς τις υιοθέτησαν.
Έξι. Μια τελική αντίρρηση είναι ότι όλο το επιχείρημα είναι κυκλικό. Μήπως έχω απλά επιλέξει ένα νέο μεταφυσικό σύστημα βασισμένο σε διαφορετικούς πολιτισμικούς παράγοντες; Το αρνούμαι αυτό διότι είχα μια πολύ στιβαρή βάση να επιλέξω τον σκεπτικισμό, βάσει κοινωνιολογικών, ανθρωπολογικών και ψυχολογικών δεδομένων. Οι μεθοδολογικές διαδικασίες είναι εκείνα τα τεστ που χρησιμοποιούμε για να ερευνήσουμε κάτι. Το πώς ερευνούμε κάτι είναι ένα τελείως διαφορετικό θέμα που πρέπει να αιτιολογηθεί ανεξάρτητα, όπως έκανα εγώ σήμερα. Δεν μπορεί να πει κάποιος ότι πρέπει να βλέπω την ΕΑΠ και τα αποτελέσματά της με σκεπτικισμό, αφού δικαιολόγησα το τεστ βάσει δεδομένων. Η έξωθεν αξιολόγηση της πίστης πρέπει να αμφισβητηθεί ανεξάρτητα.
Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο On the way to Ithaca, όπου και γίνεται ο σχολιασμός.
Μετάφραση: Evan T
Επόμενο άρθρο (II) » |
Στις 20 Μαρτίου 2009 ο θεολόγος και πρώην ιεροκήρυκας John W. Loftus ανάρτησε στο ιστολόγιό του (Debunking Christianity) το κείμενο που ακολουθεί. Πρόκειται για μια παραλλαγή του κειμένου του “Έξωθεν Αξιολόγηση της Πίστης” που εμφανίζεται στο βιβλίο του “Γιατί έγινα Άθεος. Ένας πρώην ιεροκήρυκας απορρίπτει τον Χριστιανισμό.”. Το παρακάτω κείμενο το διάβασε σε ομιλία του την ίδια ημέρα στην “Ευαγγελική Φιλοσοφική Εταιρεία“.
ΕΞΩΘΕΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ
του John W. Loftus
Η πιο σημαντική ερώτηση στο ζήτημα της αναζήτησης της αλήθειας των ισχυρισμών του Χριστιανικού θεϊσμού είναι αν θα πρέπει να εξετάσουμε τα διαθέσιμα στοιχεία μέσα από τα μάτια της πίστης ή του σκεπτικισμού. Η πλήρης ουδετερότητα, αν και επιθυμητή, μοιάζει πρακτικά αδύνατη, αφού η κοσμοθεώρηση που χρησιμοποιούμε για να ζυγίσουμε τα στοιχεία προϋπάρχει της εξέτασης των στοιχείων. Κατά συνέπεια, η ερώτηση που θα εξετάσω σήμερα είναι αν θα πρέπει να εξετάσουμε τα στοιχεία υπέρ ενός συνόλου θρησκευτικών πεποιθήσεων με προδιάθεση να πιστέψουμε ή να είμαστε σκεπτικιστές.
Η Έξωθεν Αξιολόγηση της Πίστης (ΕΑΠ) είναι μόνο ένα από πολλά επιχειρήματα που χρησιμοποιώ για να δείξω ότι όταν εξετάζουμε στοιχεία σχετικά με ένα σύνολο θρησκευτικών πεποιθήσεων, ο σκεπτικισμός είναι απαραίτητος. Υπάρχουν πάρα πολλά στέρεα και αδιαμφισβήτητα στοιχεία υπέρ της αξιολόγησης αυτής τα οποία μπορούν να εξαχθούν από κοινωνιολογικά, ανθρωπολογικά και ψυχολογικά στοιχεία. Θα ξεκινήσω με κάποια από αυτά τα στοιχεία που δημιουργούν τα θεμέλια της αξιολόγησης. Έπειτα θα περιγράψω τη διαδικασία της αξιολόγησης, θα αναφέρω κάποια παραδείγματα του τι ακριβώς απαιτεί η αξιολόγηση από τον πιστό και θα υπερασπιστώ την αξιολόγηση έναντι έξι βασικών αντιρρήσεων.
Μεταξύ Χριστιανών απολογητών γίνονται έντονες συζητήσεις σχετικά με τους μπεϋζιανούς “παράγοντες υποβάθρου” οι οποίοι παίζουν γενικά σημαντικό ρόλο στην έρευνα των αληθειών του Χριστιανισμού· την πιθανότητα ανάστασης του Ιησού, την πιθανότητα των θαυμάτων και το πρόβλημα του κακού. Αλλά ο πιο σημαντικός παράγοντας υποβάθρου για τον γνωσιακό έλεγχο της αλήθειας μιας θρησκευτικής πίστης είναι το κοινωνιολογικό και πολιτισμικό υπόβαθρο του ατόμου.
Η βάση της αξιολόγησης της πίστης από έξω έχει δηλωθεί επαρκώς από τον μετριοπαθή Χριστιανό φιλόσοφο John Hick: “Είναι προφανές ότι στο 99% των περιπτώσεων η θρησκεία που ακολουθεί κάποιος εξαρτάται από τις συγκυρίες κατά τη γέννησή του.” Δηλαδή, αν είχαμε γεννηθεί στη Σαουδική Αραβία, θα ήμασταν Σουνίτες Μουσουλμάνοι τώρα. Αν είχαμε γεννηθεί στο Ιράν, θα ήμασταν Σιίτες. Αν είχαμε γεννηθεί στην Ινδία, θα ήμασταν Ινδουιστές. Αν είχαμε γεννηθεί στην Ιαπωνία, θα ήμασταν Σιντοϊστές. Αν είχαμε γεννηθεί στη Μογγολία, θα ήμασταν Βουδιστές. Αν είχαμε γεννηθεί στο Ισραήλ του 1ου αι. π.Χ., θα ανήκαμε στην Ιουδαϊκή πίστη της εποχής και αν είχαμε γεννηθεί στην Ευρώπη το 1000 μ.Χ., θα ήμασταν Ρωμαιοκαθολικοί. Τα πρώτα 900 χρόνια θα πιστεύαμε στη θεωρία του αντίλυτρου για τη θυσία του Ιησού. Ως Χριστιανοί, αργότερα κατά το Μεσαίωνα, θα θεωρούσαμε ορθότατο να σκοτώνουμε μάγισσες, να βασανίζουμε αιρετικούς και να ανακτήσουμε την Ιερουσαλήμ από τους απίστους με τις Σταυροφορίες. Στο πεδίο της Κοινωνιολογίας αυτά τα γεγονότα είναι όσο πιο κοντά στην έννοια του αδιαμφισβήτητου γεγονότος μπορούμε να φτάσουμε.
Αν ζούσαμε στην Αρχαία Αίγυπτο ή Βαβυλώνα, θα ήμασταν βαθύτατα δεισιδαίμονες και πολυθεϊστές. Αν ζούσαμε στον Αρχαίο Κόσμο θα αναζητούσαμε θεϊκή καθοδήγηση μέσω μαντείων, θα προσπαθούσαμε να αλλάξουμε τις καταστάσεις με μαγεία και θα πιστεύαμε στο τρομερό κακό μάτι. [ΣτΜ: Στην Ελλάδα το πιστεύουμε ακόμα, και το δέχεται και η εκκλησία.]
Υπάρχει και μια ολόκληρη σειρά θεμάτων, ηθικών και πολιτικών, που μπορούν να προκαλέσουν διαμάχη, και εξαρτώνται από τις συγκυρίες της γέννησης. Οι Λευκοί Αμερικανοί θα είχαν πιστέψει τον Πρόεδρο Andrew Jackson ότι ήταν μοιραίο και εντολή από τον Θεό να καταλάβουν τις περιοχές των Ινδιάνων, επεκτείνοντας τις ΗΠΑ προς τα δυτικά. Κατά τη διάρκεια του 17ου αι. θα πιστεύαμε ότι οι γυναίκες είναι κατώτερες νοητικά σε σχέση με τους άντρες και κατά συνέπεια δεν θα τις αφήναμε να αποκτήσουν μόρφωση στα ίδια αντικείμενα με τους άντρες, πόσο μάλλον να ψηφίσουν. Όπως και ο Thomas Jefferson και οι περισσότεροι Αμερικανοί τότε, θα πιστεύαμε τα ίδια για τους μαύρους, ότι είναι κατώτεροι νοητικά σε σχέση με τους λευκούς, ενώ αν είχαμε γεννηθεί στον Νότο θα πιστεύαμε ότι βάσει της Βίβλου δικαιούμαστε να έχουμε σκλάβους. Αν είχαμε γεννηθεί σήμερα στην Παλαιστινιακή Λωρίδα της Γάζας, θα μισούσαμε τους Εβραίους και πιθανότατα θα θέλαμε να τους σκοτώσουμε όλους.
Αυτές οι ηθικές, πολιτικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις, που βασίζονται σε πολιτισμικές συνθήκες, μπορούν να καταγραφούν σε μια μακροσκελή λίστα πεποιθήσεων που θα είχαμε υιοθετήσει, αν είχαμε γεννηθεί σε άλλη χρονική περίοδο και άλλον τόπο. Ο Βολταίρος είχε δίκιο: “Κάθε άνθρωπος είναι πλάσμα της εποχής στην οποία ζει, και λίγοι είναι ικανοί να υψωθούν πάνω από τις ιδέες του καιρού τους.
Οι κοινωνικές συνθήκες μάς προμηθεύουν με τις αρχικές μας πεποιθήσεις που χρησιμοποιούμε από εκείνη τη στιγμή όταν αφομοιώνουμε γεγονότα και εμπειρίες. Γι’ αυτό ονομάζονται “πεποιθήσεις ελέγχου”. Λειτουργούν κάπως σαν παρωπίδες. Από τη στιγμή που θα τις φορέσουμε, μπορούμε να δούμε μόνο ό,τι μας αφήνουνε να δούμε, μιας και η λογική λειτουργεί πλέον για να εξυπηρετεί τις παρωπίδες.
Ο Michael Sherman, πρώην Χριστιανός, νυν Άθεος, έχει κάνει μια εκτενή έρευνα σχετικά με το για ποιον λόγο οι άνθρωποι πιστεύουν στον Θεό και [εν γένει] σε παράξενα πράγματα. “Οι περισσότεροι από μας, τον περισσότερο καιρό, υιοθετούμε τις πεποιθήσεις μας για μια πληθώρα λόγων που δεν έχουν τίποτα να κάνουν με δεδομένα και λογική. Αντίθετα οδηγούμαστε σε ορισμένες πεποιθήσεις βάσει γενετικής προδιάθεσης, επιρροών από γονείς και αδέλφια, πίεσης από τον κοινωνικό περίγυρο, εκπαιδευτικών εμπειριών και καθημερινών εμπειριών γενικότερα, οι οποίες διαμορφώνουν τις προτιμήσεις μας και τις συναισθηματικές μας τάσεις, σε συνδυασμό με πολυάριθμες κοινωνικές και πολιτισμικές επιρροές. Σπάνια καθόμαστε μπροστά σε ένα τραπέζι με δεδομένα με σκοπό να τα ζυγίσουμε και να επιλέξουμε την πιο λογική πεποίθηση, ανεξάρτητα από το τι πιστεύαμε πριν. Αντίθετα, τα δεδομένα από τον κόσμο τα δεχόμαστε φιλτραρισμένα από τα φίλτρα των θεωριών, των υποθέσεων, των υποψιών και των προκαταλήψεών μας που έχουμε συγκεντρώσει κατά τη διάρκεια της ζωής μας. Έπειτα ξεχωρίζουμε τα στοιχεία και επιλέγουμε εκείνα που επιβεβαιώνουν όσα ήδη πιστεύουμε, ενώ αγνοούμε ή εκλογικεύουμε εκείνα που δεν συμβαδίζουν με τις πεποιθήσεις μας. Όλοι το κάνουμε αυτό, αλλά οι έξυπνοι άνθρωποι το κάνουν καλύτερα.”
Ο Χριστιανός φιλόσοφος Robert McKim συμφωνεί υπό μία έννοια. Γράφει: “Φαίνεται πως είμαστε εξαιρετικά ικανοί στο να βρίσκουμε επιχειρήματα που στηρίζουν θέσεις που ήδη υποστηρίζουμε. Η λογική είναι, σε μεγάλο ποσοστό, σκλάβος των δεσμεύσεών μας. Γι’ αυτό και η υπόθεση μιας ‘ανεξάρτητης και λογικής κρίσης’ δεν είναι αξιόπιστη”, ισχυρίζεται. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι Χριστιανοί απολογητές που υπερασπίζονται την πίστη τους δεν έχουν λόγους για να το κάνουν. Φυσικά και έχουν. Αυτοί οι απολογητές, αν είναι καλοί σ’ αυτό που κάνουν, θα είναι έξυπνα άτομα. Αλλά όπως μας υπενθυμίζει ο Michael Shermer “οι έξυπνοι άνθρωποι, επειδή είναι πιο ευφυείς και πιο μορφωμένοι, μπορούν να προσφέρουν ευφυείς λόγους για να υποστηρίξουν πεποιθήσεις που αποδέχτηκαν για μη-ευφυείς λόγους.”
Η ψυχίατρος Δρ. Valerie Tarico περιγράφει τη διαδικασία υπεράσπισης ανόητων πεποιθήσεων από έξυπνα άτομα. Ισχυρίζεται ότι “δεν χρειάζονται και πολλές λανθασμένες υποθέσεις για να μας εκτρέψουν τελείως προς λάθος κατεύθυνση”. Σαν παράδειγμα αναφέρει τον ψυχισμό ενός παρανοϊκού σχιζοφρενούς. Για ένα τέτοιο άτομο η η καταδίωξη που πιστεύει πως του γίνεται από τη CIA είναι απολύτως αληθινή. “Μπορείς να κάθεσαι ως ψυχίατρος με το διαγνωστικό σου εγχειρίδιο και να σκέφτεσαι: ‘Όσο παράξενο κι αν ακούγεται, η CIA πραγματικά τον κυνηγάει αυτό τον άνθρωπο’. Τα επιχειρήματά του είναι στέρεα, η λογική του πειστική, τα στοιχεία του οργανωμένα σε τακτοποιημένα αρχεία. Το μόνο που χρειάζεται για να χτίσει κανείς ένα εντυπωσιακό σπίτι ψευδαισθήσεων, σαν αυτά των τσίρκων, είναι ένα καθαρό, καλά οργανωμένο μυαλό και μερικές λανθασμένες υποθέσεις. Τα παρανοϊκά άτομα μπορούν να είναι πολύ πειστικά”. Κατά τη γνώμη της αυτό είναι που κάνουν οι Χριστιανοί, και εξηγεί γιατί είναι δύσκολο να αποτινάξει κανείς την ευαγγελική πίστη. Φυσικά, δεν περιμένω από τους Χριστιανούς να συμφωνήσουν μαζί της ότι όντως αυτό κάνουν, αλλά δεν μπορούν να αρνηθούν ότι άτομα προσηλωμένα στη θρησκευτική πίστη όντως το κάνουν αυτό. Τι άλλο μπορεί να εξηγήσει το ότι υπάρχουν ακόμα Μορμόνοι, όταν τα στοιχεία από την έρευνα του DNA αποδεικνύουν πέραν πάσης αμφιβολίας ότι οι Ινδιάνοι δεν κατάγονται από τη Μέση Ανατολή;
Έχω ερευνήσει την πίστη που είχα όντας Χριστιανός, ξεκινώντας με την πεποίθηση ότι ήταν ορθή. Ακόμα και εκ των ένδον και με χριστιανικές πεποιθήσεις ελέγχου, δεν μπορούσα να συνεχίσω να πιστεύω. Τώρα πλέον από έξω τη θεωρώ τελείως παράλογη. Οι Χριστιανοί είναι μέσα. Εγώ τώρα είμαι έξω. Οι Χριστιανοί βλέπουν τα πράγματα από μέσα. Εγώ βλέπω τα πράγματα από έξω. Από μέσα μοιάζουν αληθινά. Από έξω φαντάζουν σχεδόν παράδοξα. Όπως σοφά είπε ο Mark Twain “η ευκολία με την οποία κατανοώ ότι η θρησκεία ενός άλλου ανθρώπου είναι ανοησία με διδάσκει να υποπτεύομαι ότι το ίδιο είναι και η δική μου”.
Αυτή η διαφορά οπτικής γωνίας μέσα/έξω είναι ένα σημαντικό δίλημμα και με ωθεί να προτείνω και να υπερασπιστώ την ΕΑΠ, η οποία καθιστά την υιοθέτηση σκεπτικισμού ως την προτιμητέα στάση όταν καλείται κάποιος να εξετάσει μια θρησκεία, ειδικά τη δική του. Η αξιολόγηση της πίστης από έξω είναι απλώς μια πρόσκληση για να εξετάσει κανείς την πίστη του σαν να μην ανήκε σ’ αυτή. Καλεί τους πιστούς “να εξετάσουν τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις σαν να μην τις είχαν, με τον ίδιο σκεπτικισμό που θα χρησιμοποιούσαν για να εξετάσουν ξένες θρησκευτικές πεποιθήσεις.” Προϋποτίθεται ότι όταν εξετάζεις ένα οποιοδήποτε σύνολο θρησκευτικών αντιλήψεων ο σκεπτικισμός είναι απαραίτητος, μιας και είναι πολύ πιθανόν οι συγκεκριμένες πεποιθήσεις που έχει υιοθετήσει να είναι λανθασμένες.
Η ΕΑΠ δεν διαφέρει από τον πρίγκιπα στη Σταχτοπούτα, που πρέπει να εξετάσει 45.000 κορίτσια για να βρει ποια έχασε το κρυστάλλινο γοβάκι στον χορό της προηγούμενης νύχτας. Όλες λένε ότι εκείνες το έχασαν. Άρα ο σκεπτικισμός είναι δικαιολογημένος. Ειδικά όταν δεν είναι δυνατόν να βρούμε εμπειρικά σε ποιανής το πόδι ταιριάζει το γοβάκι.
Το πόσος σκεπτικισμός απαιτείται εξαρτάται από τον αριθμό των λογικών ανθρώπων που διαφωνούν, αν οι άνθρωποι που διαφωνούν μπορούν να εντοπιστούν σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές, τη φύση των πεποιθήσεων, από πού προήλθαν και πώς υιοθετήθηκαν αυτές, και τι είδους στοιχεία μπορούν να χρησιμοποιηθούν κατά τη λήψη απόφασης. Εγώ υποστηρίζω ότι όταν πρόκειται για θρησκευτικές πεποιθήσεις χρειάζεται υψηλός βαθμός σκεπτικισμού λόγω αυτών των παραγόντων.
Σίγουρα κάποιος αρχικά μπορεί να φέρει την αντίρρηση ότι αυτή η στάση είναι ιδιαίτερα δρακόντεια. Γιατί να υιοθετήσει κανείς μια τόσο ακραία στάση; Γιατί αυτή είναι η στάση με την οποία προσεγγίζουν όλες τις άλλες θρησκείες πέρα από τη δική τους. Αν κάποιος πει ότι δεν μπορεί να το κάνει, επειδή κανείς δεν μπορεί να εξετάσει οτιδήποτε χωρίς τις προϋπάρχουσες ιδέες του, τότε αυτό το τεστ παρουσιάζει την πρόκληση στον πιστό να αλλάξει τις προϋπάρχουσες αυτές ιδέες. Αν απλά δεν μπορεί να το κάνει, τότε ας μου επιτρέψει να προτείνω να κάνει ό,τι και ο Καρτέσιος με την υποθετική του αμφιβολία, αν και δεν συνιστώ αυτό το είδος ακραίας αμφιβολίας. Προτείνω να αναλογιστεί την πίστη του από την οπτική γωνία κάποιου που δεν ανήκει στη θρησκεία του.
Αν αρνείται να το κάνει αυτό, τότε πρέπει να αιτιολογήσει για ποιον λόγο έχει δύο μέτρα και δύο σταθμά. Γιατί εξετάζει άλλα θρησκεύματα με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι το δικό του; Αν κάποιος πει ότι αυτό είναι άδικο, τότε φέρει την ευθύνη να αιτιολογήσει για ποιον λόγο είναι ορθή αυτή η διπλή προσέγγιση.
Θα παραδεχτώ ότι αυτό που προτείνω είναι δύσκολο. Αυτό οφείλεται στο ότι, όπως μας ενημερώνει ο ανθρωπολόγος Δρ. David Eller, οι πολιτισμικά κληροδοτούμενες πεποιθήσεις είναι εκείνες που χρησιμοποιούμε για να βλέπουμε. Δεν βλέπουμε το πολιτιστικό μας υπόβαθρο. Βλέπουμε με το πολιτιστικό μας υπόβαθρο. Οι πολιτισμικά κληροδοτούμενες πεποιθήσεις μας είναι ουσιαστικά τα μάτια μας. Δεν μπορούμε να ξεριζώσουμε εύκολα τα μάτια μας και μετά να τα κοιτάξουμε. Αλλά πρέπει να το προσπαθήσουμε, αν πραγματικά θέλουμε να εξετάσουμε εκείνα που μας έμαθαν να πιστεύουμε. Μόνο τίμια, συνεπή και γενναία άτομα θα το κάνουν αυτό.
Για έναν Χριστιανό ένθεο αυτή η πρόκληση του να εξετάσει την πίστη του απ’ έξω σημαίνει πως δεν μπορεί πλέον να αναφέρει χωρία από τη Βίβλο για να υπερασπιστεί ότι ο Ιησούς πέθανε στον σταυρό για τις αμαρτίες μας. Ο Χριστιανός ένθεος πρέπει τώρα να το εξηγήσει λογικά. Δεν μπορεί να αναφέρει χωρία από τη Βίβλο για να εξηγήσει πώς γίνεται ο Ιησούς να είναι 100% Θεός και 100% άνθρωπος, και να μην περισσεύει τίποτα. Θα πρέπει να προσπαθήσει να το κατανοήσει ως προϊόν δεισιδαιμόνων ανθρώπων που δεν είχαν κανένα πρόβλημα να πιστέψουν πως ο Παύλος και ο Βαρνάβας ήταν ενσαρκωμένοι θεοί (Πράξεις 14,11.28,6). Ο Χριστιανός ένθεος δεν μπορεί να υποθέσει ότι υπάρχει απάντηση στο πρόβλημα του κακού πριν εξετάσει τα στοιχεία. Και πρέπει να δει με σκεπτικιστικό μάτι τα θαύματα στη Βίβλο πριν τα πιστέψει, όπως θα ήταν σκεπτικιστής για θαύματα που υποστηρίζουν άλλα θρησκεύματα. Γιατί; Επειδή δεν μπορεί να ξεκινήσει με το να πιστέψει προκαταβολικά τη Βίβλο, ούτε και να εμπιστευτεί άλλα άτομα στο περιβάλλον του, Χριστιανούς, που του λένε ότι ξέρουν την αλήθεια, ούτε μπορεί να εμπιστευτεί προσωπικές θρησκευτικές εμπειρίες τρίτων, μιας και τέτοιες εμπειρίες υπάρχουν σε όλες τις θρησκευτικές παραδόσεις που διαφοροποιούνται ακριβώς λόγω των περιεχομένων των εμπειριών αυτών. [Ένα άτομο που δέχεται την πρόκληση] θα χρειαστεί στοιχεία και ουσιαστικούς λόγους γι’ αυτές τις πεποιθήσεις.
Η ΕΑΠ ζητά επίσης από τον πιστό να εξετάσει τις κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες που τον οδήγησαν αρχικά στο να υιοθετήσει τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Δηλαδή, ο πιστός πρέπει να αναρωτηθεί ποιος ή τι τον επηρέασε, και ποιοι είναι οι ουσιαστικοί λόγοι για την υιοθέτηση της πίστης του στα αρχικά στάδια. Χριστιανέ, αναρωτήσου αν οι αρχικοί λόγοι για τους οποίους έγινες Χριστιανός ήταν ισχυροί. Σκέψου τα προβλήματα που βίωσες στις εκκλησίες σου και τα ιδεολογικά προβλήματα που χρειάστηκε να αντιμετωπίσεις σε τέτοιες συναθροίσεις. Αν μπορούσες να πας πίσω στον χρόνο ξέροντας πώς συμπεριφέρονται οι πιστοί στην εκκλησία, θα επέλεγες πάλι να πιστέψεις; Και εκείνα τα αρχικά επιχειρήματα που σε έπεισαν να πιστέψεις, σίγουρα σήμερα θα τα θεωρούσες ως απλοϊκά ή ανούσια. Αναρωτήσου αν θα επέλεγες να γίνεις Μορμόνος, αν σε είχε πλησιάσει μια φιλική ομάδα Μορμόνων σε κάποια περίοδο της ζωής σου που ήσουν ευάλωτος. Οι περισσότεροι από εμάς, τον περισσότερο καιρό, δεν έχουμε καλούς αρχικούς λόγους για τους οποίους υιοθετήσαμε μια θρησκευτική πίστη, η οποία από εκεί και πέρα λειτουργεί σαν παρωπίδες στο πώς βλέπουμε τα αποδεικτικά στοιχεία. Απλά καταλήγουμε να πιστεύουμε αυτά που διδαχθήκαμε από άτομα που εμπιστευόμαστε σε μια πρωτίστως Χριστιανική κοινωνία.
Κατ’ ελάχιστον, ένας πιστός θα πρέπει να είναι πρόθυμος να υποβάλλει την πίστη του σε εξονυχιστική έρευνα διαβάζοντας όσο το δυνατόν περισσότερες καλοδιατυπωμένες κριτικές της πίστης του, γραμμένες από άλλα άτομα που λένε ότι πιστεύουν. Για παράδειγμα, η Ευαγγελική πίστη μπορεί να νοηθεί ως ένα κλαδάκι που φυτρώνει σε ένα μεγάλο κλαρί ονόματι “Χριστιανισμός”, το οποίο με τη σειρά του φυτρώνει σε ένα μεγάλο δέντρο που λέγεται “Θρησκεία”. Η συζήτηση θα πρέπει να ξεκινήσει σήμερα με το ερώτημα “Ποιος Χριστιανισμός στον σημερινό κόσμο αντιπροσωπεύει τον αληθινό Χριστιανισμό;” Η σημερινή Χριστιανική πίστη έχει μικρή ομοιότητα με τη θεολογία και την ηθική των Χριστιανισμών του παρελθόντος, και θα έχει μικρή ομοιότητα με τους Χριστιανισμούς του μέλλοντος, αφού η Χριστιανική πίστη είναι σαν χαμαιλέοντας και αλλάζει με την πρόοδο της ανθρώπινης γνώσης. Αλλά μόλις ολοκληρωθεί αυτή η συζήτηση (αν είναι αυτό ποτέ δυνατόν) η επόμενη συζήτηση θα είναι μεταξύ του Χριστιανισμού και όλων των άλλων θρησκειών του πλανήτη. Υποστηρίζω ότι οι Ευαγγελικοί δεν μπορούν να κερδίσουν την πρώτη συζήτηση, πόσο μάλλον τη δεύτερη. Ο κοινωνικός ανθρωπολόγος Δρ. David Eller έχει δίκιο: “Τίποτα δεν είναι πιο καταστροφικό για μια θρησκεία από τις άλλες θρησκείες. Είναι σαν να συναντάς έναν σωσία σου φτιαγμένο από αντι-ύλη.”
Ωστόσο, αν εξετάσεις την πίστη σου με σκεπτικισμό και περάσει αυτό το νοητικό τεστ, τότε μπορείς να την κρατήσεις. Τόσο απλό. Αν όχι, τότε εγκατάλειψέ την, όπως έκανα κι εγώ. Υποπτεύομαι ότι αν κάποιος είναι πρόθυμος να εξετάσει την πίστη του από έξω, τότε θα βρει ότι η θρησκευτική του πίστη είναι ελαττωματική και θα την εγκαταλείψει μαζί με τις υπόλοιπες θρησκείες, όπως έκανα κι εγώ.
Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο On the way to Ithaca, όπου και γίνεται ο σχολιασμός.
Οι θρήσκοι πάνε στον παράδεισο, οι άθεοι πάνε παντού
Πέμπτη, 16 Αυγούστου 2012
Σε κάθε “μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης” πάντα νιώθω λίγο περιθωριακός. Πόσο μάλλον τώρα που έχουμε για πρωθυπουργό έναν μου(ν)τζαχεντίν της ορθοδοξίας που κάθε δεύτερη λέξη του όταν μιλάει είναι “θεός”, “παναγία”, “ορθοδοξία” ή κάτι αντίστοιχο. Το να μην είσαι χριστιανός στην Ελλάδα είναι τόσο παράξενο όσο το να είσαι χορτοφάγος. Όπως οι θείοι από το χωριό σε κοιτάνε σαν εξωγήινο αν τους πεις ότι δεν τρως αρνί, μπριζόλες, κοκορέτσι, σπληνάντερο και άλλες παραδοσιακές ελληνικές λιχουδιές, με το ίδιο ακριβώς βλέμμα θα σε κοιτάξουν αν τους πεις ότι είσαι άθεος.
Εδώ που τα λέμε, δεν είναι και εύκολο να είσαι άθεος σε αυτή τη χώρα. Πρώτα απ’όλα, όσο άθεος κι αν αισθάνεσαι, κατά 99% όταν δεν είχες ακόμα δικαίωμα επιλογής βαφτίστηκες χριστιανός επειδή “έπρεπε”. Μετά, στο σχολείο, από την τρίτη δημοτικού κι έπειτα είχες ένα μάθημα που λεγόταν “θρησκευτικά”, το οποίο όμως δεν ήταν “θρησκευτικά”, αλλά χριστιανική κατήχηση. Κατόπιν, όταν έβγαζες για πρώτη φορά ταυτότητα, ο αστυνομικός δε σε ρωτούσε καν, ή σε ρωτούσε εντελώς τυπικά για το τι να γράψει στο πεδίο “θρήσκευμα”: Χριστιανός Ορθόδοξος, προφανώς. Από εκεί και πέρα, φυσικά ήσουν ελεύθερος να διαλέξεις τη θρησκεία σου. Εντάξει, όχι και τόσο ελεύθερος. Αν ας πούμε διάλεγες το Ισλάμ, δε θα έβρισκες πουθενά τζαμί να προσευχηθείς.
Προσωπικά σκέφτηκα πολύ μέχρι να καταλήξω στην αθεΐα. Χρόνια ολόκληρα το σκεφτόμουν, μήπως ήταν βλασφημία, μήπως καιγόμουν στις αιώνιες φωτιές της Κόλασης για την αχαριστία μου, που στο κάτω-κάτω σε Αυτόν χρωστούσα και την ύπαρξή μου την ίδια. Ε, και μετά αποφάσισα ότι το ματς της θρησκείας με τη λογική θα το παίξω διπλό, κόντρα στην προϊστορία και τη δυνατή έδρα των γηπεδούχων.
Τι με ώθησε στην αθεΐα; Πολλοί παράγοντες. Πρώτα απ’όλα, η λογική. Ίσως να μπορούσα να πιστέψω στην ύπαρξη ενός ανώτερου όντος που δημιούργησε το σύμπαν, αλλά σίγουρα όχι με τη μορφή που περιγράφεται στη Βίβλο και πασάρεται από την εκκλησία. Μετά, ήταν κάποια γεγονότα στη ζωή μου. Δε θα ξεχάσω ποτέ εκείνο τον ιερέα που μας έκανε θρησκευτικά στην Α’ Λυκείου, ντυμένος πάντα με τα ράσα του, ο οποίος προσπαθούσε να μας μιλήσει με μία διαφορετική γλώσσα, πιο παιχνιδιάρικη, ήθελε να μας προσεγγίσει όπως ο Χριστόδουλος όταν ζητούσε από τους νέους να πάνε στις εκκλησίες με τα σκουλαρίκια. Και μια φορά, πάνω στην κουβέντα, είπε: “Εγώ δεν έχω τίποτα με τους μαύρους, μια χαρά άνθρωποι είναι. Αλλά να παντρευτώ μαύρη; Και να μου βγει το παιδί μαύρο; Δε γίνεται”. Ε, δε θέλει και πολύ για να χάσεις την πίστη σου.
Τώρα πια η αθεΐα είναι mainstream, ειδικά στους νέους. Το να κάνεις πλακίτσες για την παρθενιά της Παναγίας ή τα θαύματα του Χριστού είναι πολύ πιο εύκολο τώρα που υπάρχουν τα social media. Αλλά θα έλεγες το ίδιο αστείο στο οικογενειακό τραπέζι, μπροστά στους γονείς, τους θείους και τις γιαγιάδες σου; Μάλλον όχι.
Είναι λοιπόν βλασφημία να βρίζεις τα θεία;
Σε πρώτη φάση, το να βρίζεις τα θεία είναι κάπως αγενές. Όταν ο άλλος πιστεύει κάτι, δεν είναι ευγενικό να τον προσβάλλεις γι’αυτό. Είτε πιστεύει στον θεό, είτε στον Αλλάχ, είτε στο ιπτάμενο μακαρονοτέρας, είτε στην παγκόσμια ειρήνη. Και κάθε πίστη είναι σεβαστή, ακόμα και χωρίς την παραμικρή απόδειξη. Αν εσύ θες να πιστεύεις ότι το σύμπαν το έφτιαξε ο Μπαζαούρ, ένας γιγάντιος γορίλας που ένα βράδυ έφαγε τα κέρατά του και ξέρασε, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν οι γαλαξίες, οι πλανήτες και τα αστέρια, είναι δικαίωμά σου και θα το σεβαστώ. Για να γίνει αυτό όμως θα πρέπει η πίστη σου να πληροί δύο όρους.
Πρώτον, η πίστη σου δε θα πρέπει να κηρύσσει το μίσος. Αν η θρησκεία σου προστάζει να κόψεις το λαρύγγι όποιου δεν την ασπάζεται, να το μαγειρέψεις στο φούρνο μικροκυμάτων και να το ταΐσεις στον σκύλο σου, τότε δε θα τη σεβαστώ. Θα την πολεμήσω. Κι ας σου φαίνομαι βλάσφημος — αυτό που για σένα είναι βλασφημία, για μένα είναι νόμιμη άμυνα.
Δεύτερον, η πίστη σου πρέπει να είναι αυστηρά προσωπική. Δεν μπορείς να την επιβάλεις σε κανέναν. Αν προσπαθήσεις να μου επιβάλεις την πίστη σου, θα σε πολεμήσω. Θα βρίσω τα θεία σου τόσο πολύ, που αν υπάρχουν θα ρίξουν επιτόπου κεραυνό και θα με κάνουν φλαμπέ. Κι ας σου φαίνομαι βλάσφημος – αυτό που για σένα είναι βλασφημία, για μένα είναι ελευθερία θρησκευτικής έκφρασης.
Πολλοί φανατικοί χριστιανοί στην Ελλάδα δεν καταλαβαίνουν γιατί οι νέοι συνηθίζουν να βρίζουν τα θεία. Μοιάζουν με τους ελέω θεού μονάρχες που βασάνιζαν τους υπηκόους τους, τους επέβαλλαν φοβερούς φόρους, σκότωναν όποιον γούσταραν, και μετά αναρωτιόντουσαν γιατί τους μισεί ο κόσμος. Πολλοί στην ηλικία μου έχουν γνωρίσει τη θρησκευτική καταπίεση, είτε από την οικογένειά τους, είτε από το σχολείο, είτε από οπουδήποτε αλλού. Και όταν καταπιέζεις κάποιον σίγουρα μπορείς να ελπίζεις σε κάποια βραχυπρόθεσμα οφέλη, όμως μακροπρόθεσμα το μόνο που καταφέρνεις είναι να τον κάνεις να σιχαθεί αυτό που τον καταπιέζει και να αντιδρά σε αυτό βίαια.
Έτσι λοιπόν, όταν μετά από χρόνια καταπίεσης σου δίνεται η ελευθερία σε ένα κοινωνικό δίκτυο να εκφράσεις αυτό που νιώθεις για τη θρησκεία, μπορεί να το κάνεις με άγριο τρόπο. Να βρίσεις τα θεία, να ρίξεις χριστοπαναγίες, να ειρωνευτείς θρησκευτικά σύμβολα. Είναι μία μορφή εκδίκησης: Εσείς με καταπιέζατε τόσα χρόνια, αλλά τώρα θα δείτε τι θα πάθετε, θα σας τα κάνω εγώ στάχτη τα είδωλά σας.
Μπορεί να είναι μία αγενής και ανώριμη μορφή αντίδρασης, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν είναι και κατανοητή. Ας μην ξεχνάμε ότι η Εκκλησία στην Ελλάδα είναι καθεστώς, και άρα είναι λογικό να προκαλεί αντιδράσεις. Ή μήπως έγινε ο περίφημος διαχωρισμός Εκκλησίας-Κράτους και το έχασα αυτό το επεισόδιο;
Επίσης, ας μην ξεχνάμε ότι αυτό που πολλοί θεωρούν “βλασφημία” μας έχει δώσει κάποια από τα μεγαλύτερα αριστουργήματα. Ο Καζαντζάκης αφορίστηκε για το “Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται” και τον “Τελευταίο Πειρασμό” – αλλά αυτό δε μειώνει τη λογοτεχνική τους αξία. Πολλοί θεώρησαν “βλάσφημο” το Life of Brian των Μόντι Πάιθον — αλλά εξακολουθεί να είναι μία από τις πιο αστείες ταινίες όλων των εποχών. Γιατί πολύ απλά, κάποιοι δεν μπορούν να καταλάβουν το χιούμορ ή τη φιλοσοφική σκέψη που μπορεί να κρύβεται πίσω από μία ιστορία με θρησκευτικό προκάλυμμα.
Το debate μεταξύ θρήσκων και άθεων είναι μάταιο. Όπως σε ένα debate μεταξύ γαύρων και βάζελων θα φτάσουν μέχρι τo ντέρμπι της πρώιμης ιουρασικής περιόδου και το αν η μπάλα είχε περάσει τη γραμμή ή όχι στο σουτ του τυραννόσαυρου Ρεξ (και δε θα βγάλουν άκρη), έτσι και σε ένα debate μεταξύ θρήσκων και άθρησκων κανείς δε θα μπορούσε να αποδείξει με βεβαιότητα την ύπαρξη ή τη μη ύπαρξη του θεού, εκτός κι αν ήταν εκεί την ώρα που δημιουργήθηκε ο κόσμος και μπορεί να μας πει ως αυτόπτης μάρτυρας. Επομένως, η μόνη λύση είναι να το ρίξουμε στην πλάκα. Θα σου πω εγώ “η Κοκκινοσκουφίτσα είναι πιο ρεαλιστικό και διδακτικό παραμύθι από τη Βίβλο”, θα μου πεις εσύ “και τότε πώς δημιουργήθηκε το σύμπαν ρε έξυπνε, το βρήκες δώρο σε συσκευασία απορρυπαντικού;”, και στο τέλος θα πάμε να τα πιούμε αγκαλιά σε ένα μπαράκι να χτυπήσουμε γκόμενες.
Γιατί σε τελική ανάλυση, θρήσκοι και μη, να γαμήσουμε θέλουμε. Και αυτό μας ενώνει.
Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο Ο άνθρωπος του μετρό, του ίδιου του αρθρογράφου, όπου και γίνεται ο σχολιασμός.
→ Θρησκεία
Δευτέρα, 13 Αυγούστου 2012
Αυτό τον καιρό, οι μουσουλμάνοι σε όλο τον κόσμο έχουν ραμαζάνι, τον μήνα της νηστείας, που διαφέρει κάπως από τη δική μας Σαρακοστή αφού η δική τους νηστεία ισχύει μόνο την ημέρα, από την ανατολή ως τη δύση του ήλιου δηλαδή, αλλά είναι απόλυτη: δεν τρώνε και δεν πίνουν τίποτε. Εξαιρούνται ασθενείς, οδοιπόροι, έγκυες και θηλάζουσες, καθώς και όσοι θα μπορούσε να κινδυνέψει η υγεία τους από τη νηστεία. Το τέλος του ραμαζανιού, του μήνα της νηστείας, είναι το Εΐντ-ουλ-Φιτρ, μεγάλη γιορτή, η πρώτη από τις δίδυμες μουσουλμανικές γιορτές της χρονιάς. Η δεύτερη, εβδομήντα μέρες αργότερα, είναι το Εΐντ-αλ-αντά, περίπου το ανάλογο του δικού μας Πάσχα. Οι γιορτές αυτές στα τούρκικα λέγονται bayram, που έχει περάσει και στα ελληνικά, μπαϊράμι. Την Κυριακή, στις 19 του μήνα, τελειώνει το ραμαζάνι και οι μουσουλμάνοι γιορτάζουν —στα τούρκικα θα λέγαμε σεκέρ μπαϊράμ, που λέγεται έτσι επειδή μοιράζουν γλυκά.
Επειδή το μουσουλμανικό ημερολόγιο είναι σεληνιακό, δηλαδή έχει 12 μήνες των 29-30 ημερών, και επειδή δεν υπάρχει εμβόλιμος μήνας να παίρνει τα μπόσικα, το σεληνιακό έτος κρατάει γύρω στις 11 ημέρες λιγότερο από το δικό μας με αποτέλεσμα κάθε χρόνο το τέλος του ραμαζανιού, όπως και όλες οι άλλες γιορτές, να πέφτει περίπου 11 μέρες νωρίτερα από την προηγούμενη χρονιά. Έτσι, φέτος το ραμαζάνι τελειώνει στις 19 Αυγούστου ενώ του χρόνου στις 9 Αυγούστου, και μέσα σε 33 χρόνια θα έχει κάνει τον κύκλο της χρονιάς. Δηλαδή, το ραμαζάνι πότε πέφτει καλοκαίρι, πότε άνοιξη, πότε χειμώνα ή φθινόπωρο. Και το εβραϊκό ημερολόγιο είναι σεληνιακό, όμως έχει εμβόλιμο μήνα.
Εμείς λέμε ραμαζάνι, αλλά στα αραβικά είναι ramadan —εμείς το πήραμε από τα τούρκικα, όπου είναι ramazan, όπως και στα περσικά. Ramadan είναι στα αραβικά ο ένατος μήνας του ημερολογίου, από ρίζα r-m-d π.χ. ramida (καμένος), δηλαδή “ο καυτός μήνας”. Παλιότερα υπήρχαν εμβόλιμες ημέρες και στο μουσουλμανικό ημερολόγιο και ο μήνας αυτός έπεφτε πάντοτε καλοκαίρι.
Την έναρξη και τη λήξη του ραμαζανιού συνήθως την ανακοινώνουν οι κατά τόπους θρησκευτικές αρχές, που σημαίνει ότι μπορεί να υπάρχει διαφορά μιας μέρας από τον ένα τόπο στον άλλο. Παλιότερα ο συγχρονισμός ήταν ακόμα πιο δύσκολος. Ο Κονδυλάκης σε ένα χρονογράφημά του έχει έναν “γιανίτσαρο” που ταξίδευε από το Ηράκλειο στα Χανιά: “Εγώ, φεύγοντας από το Κάστρο αφήκα Μπαϊράμι· αλλά στο Ρέθυμνο εβρήκα Ρεμαζάνι κι εις τα Χανιά σήμερο μόνο εκάμανε Μπαϊράμι!”
Φέτος οι μουσουλμάνοι της Αθήνας θα γιορτάσουν με δημόσια προσευχή στο ΟΑΚΑ και στο ΣΕΦ, το πρωί της επόμενης Κυριακής. Φαίνεται απίστευτο, αλλά υπάρχουν και κάποιοι στενόκαρδοι και κακόψυχοι συμπολίτες μας, που ενοχλήθηκαν από την παραχώρηση των χώρων, και έχουν προαναγγείλει αντιδράσεις. Μου έστειλαν μάλιστα ένα βιντεάκι από πρωινή ενημερωτική εκπομπή της ΝΕΤ, όπου ο χρυσαυγίτης Ηλίας Κασιδιάρης, αφού με καμάρι δηλώνει ότι οργανωμένα τα μέλη της ΧΑ έχουν στο παρελθόν επιτεθεί σε δημόσιες προσευχές μουσουλμάνων, υποστηρίζει ότι η παραχώρηση των χώρων είναι αντίθετη με το Σύνταγμα. (Το βιντεάκι είναι εδώ, και δεν ξέρω αν οι δημοσιογράφοι ήταν τραγικά απροετοίμαστοι ή απλώς φιλικοί προς τον καλεσμένο τους.) Ο Κασιδιάρης λέει ότι η δημόσια προσευχή είναι δημόσια συνάθροιση, επομένως το Σύνταγμα “δεν επιτρέπει” μια τέτοια δραστηριότητα, διότι το Σύνταγμα αναγνωρίζει το δικαίωμα της δημόσιας συνάθροισης μόνο σε Έλληνες.
Είναι όμως έτσι; Καταρχάς, να δούμε τι λέει το Σύνταγμα. Έχουμε το Άρθρο 11 που διέπει τις δημόσιες συναθροίσεις:
1. Οι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συνέρχονται ήσυχα και χωρίς όπλα.
2. Μόνο στις δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις μπορεί να παρίσταται η αστυνομία. Οι υπαίθριες συναθροίσεις μπορούν να απαγορευτούν με αιτιολογημένη απόφαση της αστυνομικής αρχής, γενικά, αν εξαιτίας τους επίκειται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια, σε ορισμένη δε περιοχή, αν απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής, όπως νόμος ορίζει.
και το άρθρο 13 παρ. 2 που διέπει την άσκηση της λατρείας:
Κάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη και τα σχετικά με τη λατρεία της τελούνται ανεμπόδιστα υπό την προστασία των νόμων. Η άσκηση της λατρείας δεν επιτρέπεται να προσβάλλει τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη. Ο προσηλυτισμός απαγορεύεται.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι πουθενά το Σύνταγμα δεν απαγορεύει δημόσιες συναθροίσεις αλλοδαπών, αυτό είναι ερμηνεία κασιδιάρικη. Κατά τη γνώμη άλλων, η αναφορά στους Έλληνες γίνεται ακριβώς για να δειχτεί ότι αρμόδια για την οριοθέτηση του δικαιώματος είναι η Βουλή, ο νομοθέτης, και όχι π.χ. η αστυνομία. Επίσης, είναι ένα θέμα αν η δημόσια προσευχή εμπίπτει μόνο στο άρθρο 11 και όχι πρωταρχικά στο άρθρο 13 που επιβάλλει την ανεμπόδιστη άσκηση της λατρείας.
Άλλωστε, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στο άρθρο 11, διευρύνει το δικαίωμα συνάθροισης για κάθε ανθρώπινο ον, ώστε να ισχύει και πέραν των πολιτών του κράτους. Εξάλλου, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει κατ’ επανάληψη κρίνει ότι το γεγονός ότι η δημόσια προσευχή γίνεται από πιστούς μειονοτικής θρησκείας δεν επαρκεί για να δικαιολογήσει περιορισμούς. Δηλαδή, σε συνταγματικό επίπεδο νομίζω ότι το ζήτημα είναι σαφές, οι κασιδιάρικες αιτιάσεις δεν έχουν καμιά βάση.
Πέρα από αυτό, ξεχνάμε ότι υπάρχουν στο λεκανοπέδιο πολλές χιλιάδες Έλληνες πολίτες μουσουλμανικού θρησκεύματος, είτε μειονοτικοί της Θράκης, είτε μουσουλμάνοι της Κω και της Ρόδου, είτε πολιτογραφημένοι μετανάστες, είτε Έλληνες που έχουν ασπαστεί το Ισλάμ. Απορώ ειλικρινά πώς αυτό το αναντίρρητο γεγονός ξέφυγε από τον δημοσιογράφο της ΝΕΤ. Θα μπορούσε να ρωτήσει τον κ. Κασιδιάρη, ώστε να δούμε τι θα απαντούσε —ακαδημαϊκό βέβαια το ενδιαφέρον, διότι είδαμε πιο πάνω ότι δεν υπάρχει κανένα συνταγματικό κώλυμα και σε δημόσιες προσευχές αλλοδαπών. Επίσης, ο δημοσιογράφος ξέχασε να ρωτήσει τον Κασιδιάρη αν το Σύνταγμα κατοχυρώνει το δικαίωμα στην αυτοδικία (διότι, κι αν ακόμα δεχτούμε ότι παράνομα γίνονται οι δημόσιες προσευχές, ασφαλώς δεν είναι αρμόδιοι οι χρυσαυγίτες για την τήρηση των νόμων, και μια τέτοια δήλωση σε άλλα κράτη μπορεί και να είχε δρομολογήσει διαδικασίες για την απαγόρευση της συμμορίας).
Όμως, επειδή στην εκπομπή της ΝΕΤ έγινε αναφορά και στην αρχαία Ελλάδα, και πάλι εντελώς λανθασμένα, ξεχάστηκε το γεγονός ότι στην αρχαία Ελλάδα και ναοί άλλων θεών ανεγείρονταν και τελετές γίνονταν. Για το θέμα αυτό είχα γράψει παλιότερα, με αφορμή το ψέμα του Άδωνη Γεωργιάδη, ότι δήθεν στην αρχαία Ελλάδα απαγορευόταν η ανέγερση ναών άλλων θεών και ότι μόνο με τη ρωμαιοκρατία επιτράπηκε. Ξεσηκώνω τρεις παραγράφους από το παλιό μου άρθρο:
Η Βένδις (ή Βενδίς με περισπωμένη) ήταν θρακική θεότητα που άρχισε να λατρεύεται επισήμως στην Αθήνα από τους Θράκες εμπόρους την εποχή του Περικλή. Στην εποχή του Πλάτωνα έχει πλέον οργανωμένη επίσημη λατρεία, με εορτές και πομπές στις οποίες συμμετείχαν επισήμως και οργανωμένα και Αθηναίοι πολίτες. Η Πολιτεία του Πλάτωνα (Πολιτεία 327Α-328Β) ξεκινάει με αναφορά στα Βενδίδεια, τη γιορτή προς τιμή της θρακικής αυτής θεότητας. Την εποχή του Αλεξάνδρου, το αθηναϊκό κράτος χρηματοδοτούσε τα έξοδα των Βενδιδείων, όπως φαίνεται από τα κατάστιχα της Ακρόπολης (δείτε εδώ στους στίχους 86-87)
Θα αντιτάξουν κάποιοι ότι η Βένδις δεν ήταν και τόσο ξένη, αφού οι Θράκες ήταν περίπου ελληνικό φύλο και αφού τη Βένδη κάποιοι την ταύτιζαν με την Άρτεμη. Δεν έχουν δίκιο, αλλά δεν θα προσπαθήσω να τους αντικρούσω, διότι έχω κι άλλο παράδειγμα, ακόμα πιο τρανταχτό. Πιο αιγυπτιακή θεότητα από την Ίσιδα γίνεται; Δεν γίνεται. Κι αν η λατρεία της Ίσιδας έγινε μια από τις σημαντικότερες λατρείες του ελληνικού κόσμου κατά την προχωρημένη ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο, στην Αθήνα λατρευόταν από πολύ παλιότερα. Το ξέρουμε αυτό, επειδή το 333 π.Χ., όταν δίνεται σε εμπόρους από το Κίτιο της Κύπρου άδεια να ανεγείρουν ναό της Αφροδίτης στον Πειραιά, προστίθεται η φράση «καθάπερ καὶ οἱ Αἰγύπτιοι τὸ τῆς Ἴσιδος ἱερὸν ἵδρυνται» (εδώ, στο τέλος).
Δίνεται δηλαδή η άδεια στους Κιτιείς να ιδρύσουν ναό της Αφροδίτης, όπως ακριβώς έχουν οι Αιγύπτιοι ιδρύσει ναό της Ίσιδας. Επομένως, όχι απλώς δινόταν δικαίωμα σε ξένους να ιδρύουν ναούς για ξένες θεότητες, αλλά αυτό στη συνέχεια δηλωνόταν χωρίς καμιά φόρτιση, σαν κάτι το καθημερινό –μπορούμε όχι αβάσιμα να υποθέσουμε ότι θα υπήρχαν και πολλές άλλες τέτοιες περιπτώσεις.
Αλλά και στη Βασιλεύουσα, στη βυζαντινή Κωνσταντινούπολη, τζαμιά υπήρχαν από τον 8ο αιώνα, για να τελούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα οι Άραβες ταξιδιώτες και μέτοικοι. Η πρώτη αναφορά σε κείμενο είναι στον Πορφυρογέννητο: ὁ Μάσαλμας͵ ὁ κατὰ Κωνσταντινουπόλεως ἐκστρατεύσας͵ οὗτινος καὶ δι΄ αἰτήσεως ἐκτίσθη τὸ τῶν Σαρακηνῶν μαγίσδιον ἐν τῷ βασιλικῷ πραιτωρίῳ. Μαγίσδιον, συχνότερα μασγίδιον, είναι το αραβικό masjid, το τέμενος, το τζαμί. Εκστράτευσε εναντίον της Πόλης ο Μασάλμας, που είναι ο Maslamah στα αραβικά, πολιόρκησε την Κωνσταντινούπολη ανεπιτυχώς, κι όταν αποκρούστηκε η επίθεση ζήτησε από τον αυτοκράτορα των Ρωμαίων να ιδρυθεί τέμενος για τους ομοπίστους του -κι ο νικητής αυτοκράτορας, ο Λέων Ίσαυρος πρέπει να ήταν, δέχτηκε και άνοιξε το τζαμί.
Όταν αυτός ο τόπος έβγαζε φιλόσοφους και αυτοκράτορες, ήταν ανοιχτόκαρδος και φιλικός προς το διαφορετικό, τώρα που βγάζει Κασιδιάρηδες γίναμε φοβικοί.
Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία, του ίδιου του αρθρογράφου, όπου και γίνεται ο σχολιασμός.