Πού γίνεται ο σχολιασμός;

Στο τέλος του κάθε άρθρου υπάρχει σύνδεσμος για το ιστολόγιο του συγγραφέα, όπου και μπορείτε να αφήνετε τα σχόλιά σας.

Αποχαιρετισμός στη θρησκευτική πίστη (61)

26 January 2019
Comments Off on Αποχαιρετισμός στη θρησκευτική πίστη (61)

Αρθρογράφος: Λίνα Μ., ετών 29, ιδιωτική υπάλληλος.

Είμαι η Λίνα και γεννήθηκα σ’ ένα νησί που αγκαλιάζεται από το βαθύ μπλε της θάλασσας.

Το χωριό μου μικρό κι η οικογένειά μου απλή και βαθιά θρησκευόμενη, με τα μέλη του ευρύτερου κύκλου της να συμπεριλαμβάνουν ιερείς μα και θεοφοβούμενους ανθρώπους. Το ντύσιμο, η διατροφή, η συμπεριφορά και ο τρόπος σκέψης μας, ήταν επιβεβλημένο να συνάδουν με την άγραφη πηγή δικαίου της κοινωνίας μας. Άνθρωποι μεγαλωμένοι με χριστιανικές διδαχές και βαρύ καημό στο τι θα πει ο κόσμος.

Διάβαζα τη Βίβλο από μικρή και πήγαινα με την οικογένειά μου στην εκκλησία, μα δεν καταλάβαινα τίποτα επί της ουσίας. Μου άρεσε όμως. Οι ψαλμοί, η κατανυκτική ατμόσφαιρα, η ευλάβεια των πιστών, η μυρωδιά κι όλα όσα βιώνει ένα παιδί με τις δικές του αισθήσεις και τα δικά του μάτια, μού γέννησαν την ψευδαίσθηση ότι αυτός είναι ο κόσμος μου κι εδώ ανήκω. Έτσι, μεγαλώνοντας, τρύπωνε όλο και πιο βαθιά στο μυαλό μου, η επιθυμία ν’ απαρνηθώ τα εγκόσμια και να γίνω καλόγρια. Ήμουν ανέκαθεν ένα ντροπαλό, μοναχικό παιδί και σαν έφηβη έβρισκα διέξοδο σ’ ένα ημερολόγιο όπου κι έγραφα πολύ συχνά…

[…]

Το άρθρο είχε δημοσιευτεί εκτός σειράς των “Αποχαιρετισμών” πριν από έναν χρόνο. Μπορείτε να διαβάσετε τη συνέχεια στον παρακάτω σύνδεσμο.

Αποχαιρετισμός στη θρησκευτική πίστη (60)

24 January 2019
Comments Off on Αποχαιρετισμός στη θρησκευτική πίστη (60)

Αρθρογράφος: Έφη Τ., μηχανικός, Θεσ/νίκη, 49 ετών, 2 παιδιά.


Φυσιολογική ζωή, χωρίς νηπιακό εκφοβισμό

«Γάλα τη Μεγάλη Παρασκευή;». Δεν το κατάλαβα με την πρώτη, είχα το μυαλό μου στο παγωτό που κρατούσα στο χέρι και μόλις είχα διαλέξει. «Ορίστε; Δεν σ’ άκουσα!». «Λέω, τρως γάλα σήμερα που είναι Μεγάλη Παρασκευή;!». «Γιατί, τι έχει η Μεγάλη Παρασκευή;». «Νηστεία είναι, δεν τρώμε ούτε λάδι!».

Άντε τώρα να του εξηγήσεις, ότι δεν πιστεύεις στο θεό, ότι δεν τρέμεις μην πας στην κόλαση (ή δεν ελπίζεις να πας στον παράδεισο) κι ότι όλα αυτά είναι μυθολογία και μάλιστα κάποιου άλλου λαού. Να μπλέξεις για άλλη μια φορά σε κουβέντες αδιέξοδες κι ατέρμονες, με ανθρώπους που κατά τα άλλα, στην καθημερινότητά τους, μια χαρά ενσωματώνουν όλες τις «διαβολικές» ανακαλύψεις επιστημόνων που, κόντρα στο «πίστευε και μη ερεύνα», ερεύνησαν, κατανόησαν και εξήγησαν ένα σωρό φαινόμενα. Μήπως να μη μπλέξεις; Να μη μπεις καν στη διαδικασία και να τους αφήσεις στην πλάνη τους;

Αυτό το ερώτημα, δεν το έχω απαντήσει ακόμη. Δεν μπόρεσα να γενικεύσω τις επί μέρους παρατηρήσεις μου και τις «μελέτες περίπτωσης» που έτυχε να συναντήσω. Η καθεμιά διαφορετική. Η καθεμιά με τις ιδιαιτερότητές της. Γιατί το άλλο ερώτημα, το «υπάρχει ή δεν υπάρχει Θεός;», πραγματικά δεν θυμάμαι να με απασχόλησε ποτέ στα σοβαρά.

eikona

Μεγάλωσα σε μια οικογένεια που τηρούσε τις θρησκευτικές παραδόσεις εντελώς «χονδρικά», στα πλαίσια της κοινωνικής συμβίωσης. Δεν μου είπε ποτέ κανείς να κάνω την προσευχή μου, ότι πρέπει να νηστέψω και να κοινωνήσω, ότι οφείλω να εξομολογηθώ τις αμαρτίες μου για να μην πάω στην κόλαση.

Ο πατέρας μου, άνθρωπος σκεπτόμενος, με ανησυχίες και δίψα για μάθηση. Τον θυμάμαι πάντα με ένα βιβλίο στο χέρι. Στις πολύ παλιές μου αναμνήσεις, με τα σκληρόδετα, αυστηρά, σχεδόν τρομακτικά –ίσως λόγω του όγκου τους– βιβλία της Νομικής. Σπούδασε την αγαπημένη του επιστήμη, σε πείσμα των τότε συνθηκών, που τον ανάγκασαν, για λόγους άμεσης επαγγελματικής αποκατάστασης να αναβάλλει το όνειρό του. Αποφάσισε να το πραγματοποιήσει, όταν είχε ήδη δημιουργήσει οικογένεια και είχε δυο παιδιά. Ακόμη τον θαυμάζω γι’ αυτό! Ακόμη θυμάμαι, σαν μέσα σε όνειρο, τις οικογενειακές εξορμήσεις στη Θεσσαλονίκη «για τις εξετάσεις του μπαμπά». Ακόμη και σήμερα χαμογελάω όταν το σκέφτομαι. Μετά, χάθηκαν οι χοντροί μαύροι τόμοι, τη θέση τους πήραν χάρτινα εξώφυλλα. Πάντα χωμένος μέσα στα βιβλία του, ίσως και λίγο στον κόσμο του ώρες ώρες, διάβαζε, ρουφούσε, έψαχνε απαντήσεις στα ερωτηματικά του. Μπορεί γι’ αυτό να νιώθω ότι ποτέ δεν είχα τέτοιου είδους ερωτηματικά, ίσως ο πατέρας μου πρόλαβε να λύσει τα δικά του εγκαίρως, πριν μου τα μεταδώσει.

Η μητέρα μου, άνθρωπος δημιουργικός και πρακτικός, πάντα παρούσα και πρόθυμη, αλλά και με αρκετά «δεν ξέρω» έτοιμα για τις δύσκολες και περίεργες ερωτήσεις, αυτές που θεωρούσε ότι δεν άρμοζε στην ηλικία μας να απαντηθούν. Θυμάμαι με πόση λαχτάρα είχα τρέξει στο σπίτι να ξεδιαλύνω την απορία μου, όταν κάπου στις πρώτες τάξεις του δημοτικού, είχα δει στο σχολείο εκείνο το ομοίωμα ανθρώπου που έδειχνε τα όργανα του ανθρώπινου σώματος. Όλα στη θέση τους, όλα σε τάξη: η καρδιά, οι πνεύμονες, νεφρά, ήπαρ, πάγκρεας, έντερα, όλα εκεί. Η ψυχή; Πού είναι η ψυχή; Τι μέγεθος έχει και τι σχήμα; Και πού χωράει, αφού δεν μένει πουθενά κενός χώρος! Λες στο κεφάλι; Μα κι αυτό γεμάτο είναι, δεν μπορεί! Κάπου θα είναι και δεν τη βλέπω! Είχα την ακλόνητη πεποίθηση, πως όταν μας μιλούσε η δασκάλα για την ψυχή στα θρησκευτικά, έλεγε αλήθεια και φυσικά, μιλούσε για κάτι χειροπιαστό, κάτι που έχουμε όλοι οι άνθρωποι μέσα μας! Τόση απορία, τόση βιασύνη, τόση λαχτάρα, για να εισπράξω ένα μεγαλοπρεπέστατο «δεν ξέρω»!

Μου άρεσε πάντα να διαβάζω, ήταν ένα παράθυρο στον κόσμο τα βιβλία, όλα τα βιβλία, οποιουδήποτε είδους. Από τα σχολικά βιβλία ιστορίας, μέχρι τις απίστευτες περιπέτειες του Ιουλίου Βερν, κι από την αρχαία ελληνική μυθολογία, μέχρι τις ιστορίες της βίβλου, όλα με συνέπαιρναν, όλα με ταξίδευαν σ’ άλλα μέρη και σ’ άλλες εποχές. Το ίδιο κι οι συζητήσεις του πατέρα μου με γνωστούς, φίλους και συγγενείς, που τύχαινε ν’ ακούσω. Μου άρεσε να τον ακούω να επιχειρηματολογεί ενάντια στις «γραφές» και τις δηλώσεις πίστης στο υπέρτατο ον που μας δημιούργησε. Ρουφούσα την κάθε λέξη. Υπερασπιζόταν τον ορθό λόγο και την επιστήμη κι εγώ ένιωθα περήφανη που ήμουν η κόρη αυτού του ανθρώπου, που κατατρόπωνε με το λόγο του τους συνομιλητές του! Πολλές φορές οι τόνοι ανέβαιναν –αυτό συμβαίνει συνήθως όταν τελειώνουν τα επιχειρήματα άλλωστε– κι οι συζητήσεις κατέληγαν σε δηλώσεις σεβασμού των απόψεων του καθενός.

Κι αργότερα, αυτό έγινε παιχνίδι! Παιχνίδι σκανταλιάρικων παιδιών που θέλουν να γλιτώσουν το μάθημα. Κι έτσι, στα χρόνια του Γυμνασίου και του Λυκείου, βρέθηκα να απασχολώ τους θεολόγους του σχολείου με τις απορίες και τις ανησυχίες μου τόσο πολύ, που μάθημα δεν προλάβαιναν να κάνουν. Φεύγαμε όλοι ευχαριστημένοι, όταν χτυπούσε το κουδούνι για διάλειμμα: οι συμμαθητές γιατί δεν είχαμε προλάβει να πούμε το «παρακάτω μάθημα», οι καθηγητές, γιατί είχαν πολεμήσει να φέρουν στον ίσιο δρόμο ένα εν δυνάμει «απολωλός πρόβατον», κι εγώ, γιατί πραγματικά με διασκέδαζε όταν τους έφτανα σχεδόν στα όρια της υπομονής τους.

Μου προκαλούσε πάντα μεγάλη απορία, πώς γίνεται, στη σημερινή εποχή της καινοτομίας, της ταχύτατης επιστημονικής και τεχνολογικής προόδου, της άρσης κάθε είδους εμποδίου στην επικοινωνία, να υπάρχουν τόσο πολλοί άνθρωποι που πιστεύουν στις απλοϊκές ιδέες ενός αρχαίου λαού νομάδων γιδοβοσκών. Τι το ανώτερο έχει η βιβλική Γένεση, από την αρχαιοελληνική κοσμογονία. Πώς γίνεται να μην βλέπουν όλοι αυτοί οι πιστοί, τα κοινά σημεία στις μυθολογίες σχεδόν όλων των λαών; Κι ακόμη πιο ανεξήγητο, πώς οι ίδιοι που απορρίπτουν τα ιερά βιβλία άλλων θρησκειών, ως κακογραμμένα παραμύθια, αποδέχονται ως αληθινά τα κακογραμμένα παραμύθια της δικής τους θρησκείας! Πόσες παραδοχές αναγκάζεται να κάνει κάποιος, για να θεωρηθούν σοφά και άγια τα λόγια της παλαιάς και της καινής διαθήκης; Είναι αλληγορικά, είναι απλοϊκά γραμμένα, γιατί απευθύνονταν αρχικά σε αγράμματους ανθρώπους κι έπρεπε να γίνουν κατανοητά, τα βαθιά νοήματα είναι κρυμμένα πίσω, κάτω, ανάμεσα στις λέξεις κλπ κλπ κλπ.

Στο άμεσο οικογενειακό περιβάλλον δεν υπήρχε κάποιος ένθερμος υποστηρικτής όλων αυτών, μέχρι που εκδηλώθηκε μία θεία! Η εξ’ αγχιστείας θεία, που λόγω χιλιομετρικών αποστάσεων, δεν συναντιόμασταν συχνά, παρά μόνο μια δυο φορές το χρόνο. Η θεία που πιθανότατα πάντα τόσο πιστή και θρήσκα ήταν, απλά εγώ ήμουν πολύ μικρή για να το διαπιστώσω. Η ταλαίπωρη, δύστυχη, αλλά και τόσο αγωνίστρια θεία, που επί 30 σχεδόν χρόνια πάλευε με νύχια και με δόντια με την ασθένεια της κόρης της και, κόντρα σε κάθε πρόβλεψη, νικούσε, μέχρι που νικήθηκε με τον πιο οριστικό τρόπο. Σε όλο αυτόν τον δύσβατο δρόμο, περπατούσε αγόγγυστα, ακούραστα και στην κυριολεξία με το σταυρό στο χέρι! Πίστη στο θεό, μελέτη των ιερών κειμένων, εκπλήρωση θρησκευτικών καθηκόντων ανελλιπώς, κι όλα με θέρμη, με απόλυτη αφοσίωση, με αληθινή και βαθιά πεποίθηση, ότι ο θεός είναι μεγάλος, ότι ο θεός είναι αγάπη, ότι σκοπός του ανθρώπου είναι η θέωση, ότι πρέπει ο άνθρωπος ν’ αγωνιστεί για να κερδίσει τον παράδεισο. Και παράλληλα νοσοκομεία, νοσηλείες, επιμόρφωση για την ασθένεια, μαθήματα φυσικοθεραπείας, για να μπορεί να συνεχίζει τη σωστή θεραπεία κατ’ οίκον, ξενύχτια κι όλα τα παρεπόμενα μια χρόνιας ασθένειας, με προδιαγεγραμμένη κατάληξη. Αγώνας δρόμου κόντρα στο θάνατο κι ο νικητής γνωστός.

Στο τέλος αυτής της διαδρομής ήταν που κατέρρευσε ο κόσμος μου. Εκεί στην άκρη του διαδρόμου ενός νοσοκομείου. Το μυαλό μου έμοιαζε να παίρνει στροφές ατελείωτες με ιλιγγιώδη ταχύτητα, προσπαθώντας ίσως να τακτοποιήσει τα πράγματα μέσα του. Δεν χωρούσαν! Λίγη ώρα πριν, η εξαδέλφη μου, είχε αφήσει την τελευταία της πνοή, μετά από ατέλειωτες ώρες ταλαιπωρίας. Είχα συγκλονιστεί απ’ το θάνατο, απ’ τα βάσανα της κοπέλας, απ’ την απελπισία που ‘χα δει ζωγραφισμένη στα μάτια του πατέρα της, από το άδειο βλέμμα του αδελφού της κι από την ηρεμία της μητέρας της.

Η μητέρα της… η θεία… Όλες αυτές τις ώρες της ατέλειωτης αναμονής και της απόλυτης απελπισίας για εμένα, εκείνη ήταν τελείως ψύχραιμη. Με κάποιο ιερό βιβλίο στο χέρι που δεν αναγνώρισα, ίσως η καινή διαθήκη ή οι ψαλμοί; Ποιος ξέρει… Διάβαζε στην κόρη της, έψελνε, σε κάποιες στιγμές διαύγειας ακολουθούσε και η κοπέλα, η εξαδέλφη μου, προετοίμαζαν την ψυχή της για την έξοδο. Για την άνοδο στον παράδεισο. Κι εγώ, στα όρια της κατάρρευσης, δεν μπορούσα να πιστέψω, ότι η κοπέλα πέθαινε στα 31 της κι η μάνα της, με απόλυτη πίστη κι αφοσίωση στο θεό, στον ίδιο θεό που αποφάσισε να στερήσει τη ζωή από ένα νέο άνθρωπο, προσευχόταν για τον παράδεισο!

Ήταν ο τρόπος της για να αντέξει τον απόλυτο πόνο της απώλειας ενός παιδιού; Για να σταθεί όρθια και να συμπαρασταθεί στο κορίτσι της μέχρι την τελευταία της πνοή; Ήταν η τελευταία και μοναδική παρηγοριά της, ότι η κόρη της θα πήγαινε κάπου καλύτερα, κι ας την στερούνταν για πάντα; Ίσως. Πάντως εμένα μου φαινόταν όλα αυτά στα όρια της παραφροσύνης – ή και πέρα από αυτά. Έβρισκα τελείως λογικό που χρειάστηκε να κρατώ μ’ όλη μου τη δύναμη τον θείο μου, για να μην χτυπάει άλλο το κεφάλι του στον τοίχο, και τελείως παράλογη την ηρεμία της θείας μου. Ήρθε κι ο ρασοφόρος που είχαν καλέσει, ένας μελαχρινός μικροκαμωμένος νεαρός με ευγενική φυσιογνωμία, βγήκαμε έξω, έμειναν μόνοι για λίγο μάνα, πατέρας και κόρη μαζί του, κι όταν βγήκαν, η θεία μου ήταν… πώς να πω «τρισευτυχισμένη» για μια γυναίκα που περιμένει την κόρη της να πεθάνει; Κι όμως, αυτήν την εντύπωση έδινε η όψη της. Χαμογελούσε, κι έλεγε δεξιά κι αριστερά, ότι ο ρασοφόρος είπε πως το ταβάνι του δωματίου ήταν «Γεμάτο αγγέλους! Γεμάτο σας λέω! Την περιμένουν για να την οδηγήσουν».

Κι η κοπέλα τελείωσε αθόρυβα, ήσυχα, ήρθαν οι γιατροί, βεβαίωσαν το γεγονός, κι άρχισε το πήγαινε-έλα. Κυρίες με κότσους και μακριές φούστες πηγαινοέρχονταν πυρετωδώς, για να γίνουν όλα όπως πρέπει. Παπάδες, γιατροί, νοσηλευτές, συγγενείς, αδελφός σε πλήρη σύγχυση, συνεννοήσεις, φορεία, όλα κουβάρι… κι εγώ εκεί στην άκρη του διαδρόμου, να σκέφτομαι ασταμάτητα κι άθελά μου. «Μα τι λένε; Τι κάνουν όλοι αυτοί; Τι παράδεισο; Το κορίτσι τελείωσε! Δεν θα την ξαναδούμε ποτέ πια. Κι οι άγγελοι; Πού τους βάζεις τους αγγέλους; Τι δουλειά είχαν στο ταβάνι; Έχει σημασία ο όροφος που βρισκόμαστε; ΜΑ ΤΙ ΛΕΝΕ; Ποιος θεός; Ποια άφεση αμαρτιών; Ποια τρομερή αμαρτία είχε αυτή η κοπέλα, κι έπρεπε να πεθάνει εξ’ αιτίας της; Κι αφού έπρεπε να πεθάνει ως αμαρτωλή, τι δουλειά έχει να πάει στον παράδεισο; Πώς είναι όλοι τόσο σίγουροι; Και πώς αυτή η μάνα δοξάζει τ’ όνομα του υψίστου που έκανε τέτοιο κακό στο παιδί της; Αν το ’χε κάνει άνθρωπος, θα τον είχε ξεσκίσει με τα ίδια της τα χέρια! Αυτός που λέγεται θεός γιατί δικαιούται να το κάνει; Κι ο θεός που πιστεύει είναι δίκαιος, είναι αγάπη, έπλασε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν του; ΜΑ ΤΙ ΛΕΝΕ;!»

Ένιωθα σαν να είχα παγιδευτεί μέσα στον εφιάλτη κάποιου άλλου. Ένιωθα πως δεν μπορεί να συνέβαιναν όλα αυτά, αυτή τη στιγμή, πως είχαν όλοι παραφρονήσει ξαφνικά. Βγήκα από το κτήριο του νοσοκομείου παραζαλισμένη. Ένιωσα τον ήλιο και τον αέρα μ’ ευγνωμοσύνη μόλις βγήκα έξω, μετά έπρεπε να βρω ταξί, να πάω στο σταθμό των τρένων, η διαδικασία με ηρέμησε, τακτοποιήθηκαν οι σκέψεις μου, χαλάρωσε το μυαλό μου. Το βράδυ, ταξιδεύοντας για τον τόπο της κηδείας, έστειλα μήνυμα στον αγαπημένο μου φίλο, από τα φοιτητικά μας χρόνια ακόμη, για να τον ενημερώσω. Του έγραψα «Αν είχα ποτέ στη ζωή μου, την παραμικρή αμφιβολία βαθιά μέσα μου για την ύπαρξη του θεού, τώρα είμαι πια εντελώς σίγουρη: ΔΕΝ υπάρχει θεός. Η εξαδέλφη μου πέθανε, μετά από ατέλειωτες ώρες – κάθε ανάσα της ένας απίστευτος αγώνας. Όχι, δεν υπάρχει θεός».

Αυτό το επεισόδιο θεωρώ πως ήταν ό,τι πιο κοντινό στον αποχαιρετισμό της θρησκευτικής πίστης έζησα – αν μπορεί να ονομαστεί έτσι. Εκεί έζησα τα πιο έντονα κι αρνητικά αντιθεϊστικά συναισθήματα. Κι ίσως, εκείνη την ημέρα να αυτοπροσδιορίστηκα ως «άθεη». Μάλιστα, για ένα διάστημα, ένθερμη άθεη, έτοιμη πάντα για επιχειρήματα, κουβέντα κι υποστήριξη της θέσης μου. Τώρα πια, έχει καταλαγιάσει μέσα μου αυτή η εχθρότητα. Όχι γιατί άλλαξα γνώμη. Απλά γιατί, στη συναναστροφή μας με άλλους ανθρώπους, καμιά φορά σκέφτεται κανείς πως δεν ωφελεί σε τίποτα να κάνεις τον άλλο εχθρό σου (ή να τον βλέπεις εσύ ως εχθρό σου). Κι όσο η άποψη του διπλανού σου, δεν επηρεάζει αρνητικά τη ζωή σου, αλλά και τη σχέση σου μαζί του, δεν υπάρχει λόγος αντιπαλότητας. Γι’ αυτό λοιπόν, ένα απλό «Εγώ τρώω τα πάντα, όλες τις ημέρες του χρόνου. Εμένα δεν με ενοχλεί που εσύ τη μεγάλη Παρασκευή δεν τρως τίποτα. Σε πειράζει που εγώ τρώω απ’ όλα;», πολλές φορές είναι αρκετό για να κάνει σαφή τη θέση σου, χωρίς πολλά πολλά περιθώρια συζητήσεων.

Βέβαια, δεν παύω ποτέ να εκπλήσσομαι από τις συμπεριφορές των ανθρώπων που πιστεύουν. Πώς γίνεται να παρουσιάζουν συμπεριφορά παράφρονα, στα θέματα που σχετίζονται με την πίστη τους, αλλά να είναι φυσιολογικοί άνθρωποι σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή τους;

Ο θεός της θείας, της επεφύλασσε κι άλλες εκπλήξεις στο δρόμο για τον παράδεισο. Έχασε και το δεύτερο παιδί της, με τραγικό τρόπο και σε περίοδο που η ίδια είχε σοβαρότατα προβλήματα υγείας. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη μορφή της, μισοσκυμμένη πάνω από το φέρετρο του γιου της, με τα μαλλιά να κρέμονται ξέπλεκα, με το βλέμμα της τρελής –λόγω των δυνατών φαρμάκων που έπαιρνε για την αρρώστια της; λόγω της τραγικής απώλειας;– ίσα που να στέκεται στα πόδια της. Έστελνε δέηση στο θεό της, να δεχτεί το γιο της στον παράδεισο. Προσευχόταν κι έψελνε. Προσευχόταν ακόμη σ’ αυτόν που της πήρε τα δυο παιδιά της! Τι να πεις όμως γι’ αυτήν τη μάνα; Δικαιούται να παραφρονήσει. Όμως η φίλη–συμπαραστάτρια που της είπε όλο χαρά μετά την κηδεία, «Μη στεναχωριέσαι καθόλου! Προσευχόμαστε ΟΛΕΣ νύχτα–μέρα! Δεν χρειάζεται ν’ ανησυχείς!», αυτή; Πώς να δικαιολογήσεις αυτή τη συμπεριφορά; Δεν είναι συμπεριφορά παράφρονα;

Όπως παρομοίως παράφρων πρέπει να ήταν και η κυρία που, ως παρηγορία, είπε στον θείο μου, την ημέρα της κηδείας της «Τι να κάνουμε; Την αγάπησε ο θεός και την πήρε. Θα είναι καλά εκεί που θα πάει τώρα». Γιατί εν τέλει, η αστείρευτη πίστη της θείας, η απόλυτη εμπιστοσύνη της στο θεό, που δεν χάθηκαν ούτε για μια στιγμή, παρά την τραγικότητα της απώλειας δύο παιδιών, δεν τη γλίτωσαν από κανένα βάσανο. Πέθανε μετά από μακρά κι επίπονη ασθένεια δύο περίπου ετών. Τόσο πολύ την αγάπησε ο θεός της, που ακόμη κι ο θάνατός της ήταν αργός.

Παρόλα αυτά, ο θείος μου, μετά από μερικές ώρες, μου είπε πως ένιωσε μια ηρεμία μέσα του, την ώρα της κηδείας της, μέσα στην εκκλησία. Πως επειδή η ίδια πίστευε πάρα πολύ, ήταν πολύ συμφιλιωμένη με την ιδέα του θανάτου της. Είχαν ήδη αποχαιρετιστεί εν ζωή, κι ένιωσε πως η χριστιανική τελετή, σφράγισε τη διαδικασία με το τέλος που η ίδια θα ήθελε.

Παραφροσύνη; Ίσως. Κι αυτός τη δικαιούται. Αλλά, αν αυτού του είδους η παραφροσύνη τον βοηθάει να σταθεί όρθιος, μετά από αυτήν την περιπέτεια ζωής, ποια είμαι εγώ που θα τον κρίνω;

Συνέχεια…


Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο sfrang, όπου και γίνεται ο σχολιασμός.

Αποχαιρετισμός στη θρησκευτική πίστη (59)

22 January 2019
Comments Off on Αποχαιρετισμός στη θρησκευτική πίστη (59)

Αρθρογράφος: Νίκος Π. 23 ετών, άγαμος, εικονογράφος.


Από την καταπίεση στην απελευθέρωση.

Γεννήθηκα σε μια αρκετά καλή θα έλεγα οικογένεια. Ο πατέρας μου παπάς (ένας φιλήσυχος, καλοσυνάτος και εξαίρετος άνθρωπος) και η μάνα μου θεολόγος σε Λύκειο (το ίδιο εξαίρετη με τον πατέρα μου). Και οι δυο, άνθρωποι της Εκκλησίας.

Τα παιδικά μου χρόνια, δεν μπορώ να πω πως ήταν και τα καλύτερα. Δυο πράγματα είναι που σφραγίσανε την αθώα ψυχή μου: Ο καθωσπρεπισμός και ο Χριστιανισμός! Θυμάμαι πως αρχικά ήμουν ένα ζωηρό παιδάκι γεμάτο κέφι για παιχνίδια. Όμως πρέπει να ήμουν παραπάνω ζωηρός από όσο έπρεπε, διότι θυμάμαι μια φορά που ήμουν στους δρόμους και έπαιζα με κάτι παιδιά ο μεγάλος μου αδερφός όρμησε να με βαρέσει επειδή ήμουν πολύ άτακτος και ενοχλούσα όλη τη γειτονιά. Και οι γονείς μου που το έμαθαν μετά τον επικροτούσαν! Δεν θυμάμαι άλλα από αυτό το περιστατικό, αλλά εξ’ αιτίας αυτού του παιδικού τραύματος χαράχτηκε ανεξίτηλα μέσα μου ο καθωσπρεπισμός. Κάτι που η μάνα μου μού το δίδασκε εμμέσως με τις πράξεις της, σχεδόν καθημερινά. Να πρέπει δηλαδή να σεβόμαστε π. χ. τους καθηγητές μας (ακόμα κι αν αυτοί είναι βδελυρά καθάρματα) να μην είμαστε κακομαθημένοι, και γενικά να έχουμε ένα καλό όνομά στην κοινωνία.

Ξεκίνησα με αυτόν τον πρόλογο για να σας δείξω πως ριζώθηκε μέσα μου ο καθωσπρεπισμός που όπως θα σας πω παρακάτω, έπαιξε μεγάλο ρόλο που έγινα Χριστιανός. Αν και άνθρωποι της Εκκλησίας, οι γονείς μου δεν μου άσκησαν μεγάλη θρησκευτική καταπίεση. Η μάνα μου μας πίεζε (όχι έντονα) να εκκλησιαζόμαστε τις Κυριακές και να νηστεύουμε έστω μόνο το κρέας την Μεγάλη Εβδομάδα. Ο πατέρας μου δεν θυμάμαι να με πίεσε για κάτι τέτοιο.

eikona

Όμως τώρα αρχίζουν τα δύσκολα για μένα. Η θεία μου (αδερφή της μάνας μου) είναι μεν πολύ καλός άνθρωπος αλλά είναι και φανατικά θρησκόληπτη όπως και ο άντρας της και η κόρη της. Ο γιος της όχι και τόσο. Κάθε Πάσχα και καλοκαίρι πηγαίναμε και μέναμε σε αυτούς, στη βόρεια Ελλάδα (Εγώ κατοικώ στον Πειραιά). Η θείοι μου νήστευαν κανονικότατα και πήγαιναν όσο πιο τακτικά γινόταν στην Εκκλησία. Μου μιλούσαν για τον “πανάγαθο” Θεό, για τους αγίους κ.λ.π. Χωρίς να το καταλάβω ενστερνίστηκα αμέσως ό,τι μου έλεγαν περί Χριστιανισμού. Ο ύπουλος καθωσπρεπισμός μου με βοήθησε να καταπιώ αμάσητα ό,τι μου λέγανε. Βέβαια ήμουν και μικρό παιδί τότε και ο αθώος εγκέφαλος μου δεν μπορούσε να κρίνει τι είναι σωστό και τι λάθος.

Αξίζει να σημειωθεί πως οι γονείς μου ήταν αυστηροί αν κάναμε βλακείες, αν λέγαμε κακές λέξεις, αν δεν διαβάζουμε τα μαθήματά μας (τι μανία που είχε αυτή η μάνα μου για αυτό το ενοχλητικό διάβασμα, ρε παιδί μου…) Ο πατέρας μου είχε (και έχει ακόμα) βροντερή φωνή και όταν νευρίαζε και φώναζε (πράγμα σπάνιο, ευτυχώς) πάγωνε το αίμα μου και με έπιαναν τα κλάματα. Η δε μάνα μου, όταν ουρλιάζει (πράγμα επίσης σπάνιο) θυμίζει υστερική μάγισσα. Οι φορές που με μάλωσαν χαράχτηκαν βαθιά στην καρδιά μου γιατί δυστυχώς ήμουν από τη φύση μου πολύ ευαίσθητος. Ακόμα και τώρα που είμαι κοτζάμ 23 χρονών μου έρχονται, έτσι στο άσχετο, σαν Ερινύες αυτές οι κακές στιγμές με φυσική αντίδραση να σφίγγω τις γροθιές μου.

Τα χρόνια άρχιζαν να κυλάνε αργά και βαρετά εξ’ αιτίας αυτής της βάναυσης (για μένα) σκλαβιάς που ονομαζόταν “σχολείο”. Ποτέ στη ζωή μου δεν μου άρεσε το σχολείο. Ποτέ! Προτιμούσα να πλάθω με το μυαλό μου δικούς μου μαγευτικούς κόσμους και περιπέτειες με την ζωηρή μου φαντασία, μακρυά από ενοχλητικές αγγαρείες και έτσι εκδηλώθηκε η αγάπη μου για τη ζωγραφική. Κατά την ώρα του μαθήματος δεν πρόσεχα καθόλου την δασκάλα που παρέδιδε τα μαθήματα. Ήταν τόσο άχρηστα και βαρετά για μένα. Εν πάση περιπτώσει, όσον αφορά το θεολογικό κομμάτι, ήμουν χαρούμενος που ο καλός Χριστούλης με αγαπούσε και βρισκόταν στους ουρανούς για να με προστατεύει.

Μαζί με την αγάπη μου για τον καλό Χριστούλη όμως, καραδοκούσε στο μυαλό μου ένας αιώνιος φόβος, ο χειρότερος όλων: Η Κόλαση! Εκείνο το φρικτό βραχώδες και σκοτεινό μέρος, με τους απαίσιους δαίμονες να κάνουν σουφλέ τους κακούς ανθρώπους, ήταν πραγματικά ο χειρότερος εφιάλτης μου! Από τότε που μου ριζώθηκε αυτός ο φόβος, προσπαθούσα να ήμουν το καλύτερο παιδί για να μην θυμώσει ο Θεός. Και δεν τα πήγα κι άσχημα. Θα μπορούσα βέβαια και καλύτερα.

Εδώ θα ανοίξω μια μεγάλη παρένθεση και θα σταματήσω για λίγο να μιλάω για θρησκείες, αλλά θα επανέλθω. Τέλειωσα, λοιπόν με καλούς βαθμούς, την έκτη δημοτικού. Επιτέλους! Τα αυστηρά αυτά χρόνια (ήμουν σε ιδιωτικό δημοτικό σχολείο και αυτό λέει πολλά) τελείωσαν και τώρα θα έκανα καινούριους φίλους στο Γυμνάσιο. Στη Δευτέρα Γυμνασίου, λοιπόν, συνέβη κάτι που άλλαξε την ζωή μου: Ερωτεύτηκα! Μια πεντάμορφη συμμαθήτρια μου, πολυτάλαντη, αέρινη, μυστηριώδες, αλλά και ατίθαση, στρογγυλοκάθισε στην καρδιά μου. Στην Πρώτη Γυμνασίου την έβλεπα μόνο σαν φίλη, αλλά τον επόμενο χρόνο αυτός ο κερατάς ο Έρωτας με ρήμαξε με τα μαγικά του βέλη και έκανε την καρδιά μου σουρωτήρι… Πόσο την αγαπούσα αυτή την κοπέλα… Ήθελα να την βλέπω κάθε μέρα, να ακούω την βελούδινη φωνή της και να αναπνέω τον ίδιο αέρα με αυτήν. Ήταν η μόνη μου παρηγοριά για αυτά τα δύσκολα χρόνια του γυμνασίου που παρεμπιπτόντως ήταν χειρότερα από αυτά του δημοτικού γιατί οι περισσότεροι καθηγητές εκεί μέσα ήταν καθίκια!

Στην Τρίτη Γυμνασίου, η αγάπη μου για αυτή την κοπέλα αυξήθηκε δραματικά και την είχα σαν θεά. Μόνο εικόνισμα δεν της είχα κάνει. Έμαθα όμως ότι τα είχε με άλλον. Το πόσο στεναχωρήθηκα δεν μπορείτε να το φανταστείτε. Η αγάπη μου, το φως μου να είναι στα χέρια κάποιου άλλου; Γιατί; Είναι άραγε μια δοκιμασία του Θεού; Ίσως… Εκείνη βέβαια δεν ήξερε ότι ήμουν ερωτευμένος μαζί της. Έμαθα πως κάποια στιγμή, εκείνη, χώρισε με τον λεγάμενο. “Ο Θεός με αγαπάει και ποτέ δεν με εγκατέλειψε!” έλεγα μέσα μου. Που να’ ξερα… Κάποια στιγμή, λοιπόν, πήρα το θάρρος να της εξομολογηθώ τα αισθήματά μου για αυτήν. Το έκανα μέσω κινητού τηλεφώνου, γιατί ήμουν πολύ ντροπαλός να της το πω από κοντά. Όμως εκείνη δεν ένιωθε το ίδιο για μένα και μου απάντησε πως δεν γίνεται να ήμαστε μαζί. Βέβαια εκείνη στάθηκε πραγματική κυρία, και μου “σέρβιρε” την χυλόπιτα με τέτοιο τρόπο, με σκοπό πονέσω όσο γίνεται λιγότερο. Τόσο καλό κορίτσι είναι!

Η χυλόπιτα όμως, δεν παύει να είναι χυλόπιτα. Πόνεσα πολύ και έκλαψα όσο πιο αθόρυβα μπορούσα για να μην με ακούσουν οι γονείς μου, που φυσικά, δεν τους το χα πει. Δεν ήθελα για κανένα λόγο να το μάθουν, γιατί oi γονείς μου, φαίνεται να είχαν κάποια κολλήματα πάνω σε αυτό το θέμα: Όταν τους μιλούσα για κορίτσια, εκείνοι αντί να χαρούν που άρχισα να ωριμάζω, έδειχναν μια κάποια… αδιαφορία. Προτιμούσαν (ιδιαίτερα η μάνα μου) να ασχολούμαι με τα μαθήματά μου, γιατί μάλλον “ήμουν πολύ μικρός για τέτοια”… Μια άλλη απογοήτευση ήταν όταν (Τρίτη Γυμνασίου πάντα) μια μέρα, ζωγράφισα ένα πολυμορφικό αμάξι (είχα πάθος με τα αμάξια τότε) σε μια κόλλα Α4, με μεγάλη επιτυχία για την ηλικία μου, κι όταν την έδειξα όλος χαρά στον πατέρα μου για να του δείξω αυτήν μου την επιτυχία, εκείνος την κοίταξε με αδιάφορο ύφος και μου έλεγε πως καλό θα ήταν να διαβάζω τα μαθήματά μου αντί να ζωγραφίζω. Αυτό ήταν πάρα πολύ γερό χαστούκι για μένα. Πήρα την ζωγραφιά, απομονώθηκα στο δωμάτιο μου και την έσκισα σε χίλια κομμάτια και δεν ξαναζωγράφισα αμάξι από τότε.

Μπορεί, αγαπητοί αναγνώστες, να κουραστήκατε και να λέτε “προχώρα επιτέλους στο ψητό! Πες μας την εμπειρία σου με τις θρησκείες!”… Υπομονή, αγαπητοί μου, θα φτάσουμε και σ’ αυτό… Πέρασαν λοιπόν τα χρόνια, χωρίς να σταματώ σκέφτομαι και να αγαπώ την κοπέλα εκείνη και συνέχιζα να μεγαλώνω. Στο τέλος της Τρίτης Γυμνασίου συνέβη ένα γεγονός εξαιρετικά σημαντικό για την ζωή μου: Ανακάλυψα τις τσόντες! Και μάλιστα όχι τις κλασσικές τσόντες, όπου πρωταγωνιστούν άντρες οι οποίοι χουφτώνανε στήθη, γλουτούς, και αιδοία, αλλά τσόντες ποδολαγνείας με λεσβίες! Αυτό ακριβώς! Ήμουν σεξουαλικά διεστραμμένος από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, αλλά νόμιζα πως ήμουν ο μοναδικός στον πλανήτη που είχα αυτό το παράξενο φετίχ. Αυτές τις αιώνιες απορίες που με βασάνιζαν για την σεξουαλική μου ταυτότητα, τις έλυσα με την μαγεία του Ίντερνετ. Πόσο ευτυχισμένος ήμουν! Η ζωή μου ήταν πια ολοκληρωμένη. Δεν χρειαζόμουν πια καμιά κοπέλα. Τώρα είχα ένα σωρό πεντάμορφες γυναίκες στα βιντεάκια με το να γαργαλάνε η μια τις πατούσες της άλλης! Όλες μου τις ερωτικές φαντασιώσεις τις απολάμβανα και με το παραπάνω, έστω εικονικά, με το δώρο του Θεού που λέγεται Ίντερνετ! Εννοείται πως δεν είχα εξομολογηθεί σε κανέναν απολύτως αυτό το φετίχ μου, γιατί ντρεπόμουν απίστευτα και οι γονείς μου δεν είχαν πάρει καθόλου χαμπάρι ότι απολάμβανα τσόντες, αφού το έκανα κρυφά.

Και τώρα, μπορούμε να φτάσουμε στο “ψητό”, στη θρησκεία! Πέρασαν λοιπόν τα χρόνια και πέρασα στην Σχολή Καλών Τεχνών της Φλώρινας. Όμορφη πόλη, διαφορετική θα έλεγα. Από τα πρώτα παιδιά που με πλησίασαν ήταν ο Ηλίας, ένα πολύ καλό παιδί και πολύ της Εκκλησίας. Στο δεύτερο έτος λοιπόν μια μέρα που γυρνάγαμε μαζί από την Σχολή, του είπα του Ηλία πως βαριόμουνα και δεν είχα τι να κάνω. Μου λέει λοιπόν ο Ηλίας: “Δεν έρχεσαι μαζί μου στο Κατηχητικό σήμερα;” Εγώ ρώτησα: “Τι κάνουν σε ένα Κατηχητικό; Πως περνάνε την ώρα τους;” Εκείνος μου απάντησε πως παίζουνε πινγκ-πονγκ, συζητάγανε, γελάγανε και ανταλλάσσανε απόψεις περί θρησκειών, θέματα καθημερινής ζωής κ.α. Ε, λοιπόν, μιας και δεν είχα τι να κάνω κι επειδή δεν ήθελα να του χαλάσω το χατίρι (αυτό είναι ένα σημαντικό ελάττωμα που έχω. Το να καταπιέζομαι και να κάνω τις χάρες των άλλων ακόμα κι αν δε μου άρεσαν… Ο καθωσπρεπισμός που λέγαμε…) είπα να πάω στο Κατηχητικό. Κατηχητής μας ήτανε ένας αρχιμανδρίτης (ώρα του καλή!) πρώην φυσικός, αρκετά καλός μπορώ να πω και με πολλές γνώσεις. Το πρώτο μας μάθημα ήταν “Χριστιανισμός και Επιστήμη”. Μας εξήγησε πως η θρησκεία και η επιστήμη συμβαδίζουν, φέρνοντας μας κάποια, πειστικά (για το μυαλό μου) επιχειρήματα. Ένιωθα ωραία. “Να και κάτι που δεν ήξερα” είπα στον εαυτό μου. Είπα να συνεχίσω να παρακολουθήσω τα μαθήματα του Κατηχητικού, μιας και υποστήριζα πως ο Θεός θέλει να έρθω πιο κοντά Του και με αυτά τα μαθήματα, σίγουρα θα το πετύχαινα.

Και φτάνουμε λοιπόν στο σημείο που περιμένατε: Στην πρώτη βρωμιά του Χριστιανισμού. Ένα βράδυ, λοιπόν, συγκεντρωθήκαμε στο υπόγειο του ναού (εκεί κάναμε τα μαθήματα) μας ανακοίνωσε ο κατηχητής μας πως “θα δούμε μια ταινία. Μια ταινία που ακούει στο όνομα “Οι σειρήνες της ροκ”. Μας εξήγησε πως αυτή η ταινιούλα θα μας δείξει την προέλευση της ροκ μουσικής (που τόσο γούσταρα) και τα μηνύματα που μας δίνει. Ε, λοιπόν, ειλικρινά σας λέω, καλύτερα να είχα αρρωστήσει βαριά για να έχανα αυτό το μάθημα! Τι τρομερό βίντεο ήταν αυτό; Φρικιαστικό θα έλεγα! Η ροκ μουσική που αγαπούσα και που με γέμιζε ενέργεια και ηδονή, μαθαίνω τώρα πως δεν είναι τίποτα άλλο παρά ο Σατανάς μεταμφιεσμένος σε μουσικές και στίχους. Τα αντίστροφα δαιμονικά μηνύματα, το σκοτάδι πίσω από τους στίχους, και γενικά η σατανική δυσωδία που κρυβόταν από πίσω, όχι απλά με απογοήτευσαν. Όχι απλά με τρομοκράτησαν. Αλλά με έκαναν να νιώσω μια πραγματική ψυχολογική κόλαση, χειρότερη από αυτή που μάθαμε όταν ήμασταν μικροί.

Την επόμενη μέρα από εκείνη την αναθεματισμένη (για να μην το πως αλλιώς και φανώ άκομψος) νύχτα, ήμουν κυριολεκτικά ένας άλλος άνθρωπος. Έτρεμα τα πάντα. Φοβόμουν απίστευτα πως ανά πάσα στιγμή, θα εμφανιστεί μαγικά ο Διάολος και θα με πάρει στην Κόλαση! Όχι μόνο φοβόμουν να ακούσω ροκ ή μέταλ μουσική, αλλά φοβόμουν ΟΠΟΙΟΔΗΠΟΤΕ άλλο είδος μουσικής υπήρχε: Από την Τζαζ, μέχρι και την Κλασσική (!) Υποπτευόμουν τους πάντες ότι είναι Σατανιστές. Έτρεμα μέχρι και την σκιά μου (κυριολεκτικά, όχι αστεία!) γιατί μπορεί αυτή η σκιά να ήταν του ίδιου του Σατανά, ο οποίος κάλλιστα θα μπορούσε να εμφανιστεί μπροστά μου και να με πάρει! Παράλληλα αναρωτιόμουν κάποιες φορές, πώς ήταν δυνατόν να κυκλώνομαι από αυτές τις επικίνδυνες φοβίες και “κολλήματα”. Ένα άλλο “κόλλημα” που είχα ήταν η αδικαιολόγητη μικροβιοφοβία… Τι θα μπορούσα λοιπόν εγώ ο καημένος να κάνω για να αμυνθώ; Πώς θα μπορούσα να τα βάλω με τον Σατανά και με τους μυριάδες δαίμονές του; Μα είναι απλό! Πώς δεν το σκέφτηκα πριν, ο χαζός; Η προσευχή βέβαια! Το πολύτιμο όπλο που μέχρι και τον Σατανά απομακρύνει!

Άρχιζα λοιπόν να προσεύχομαι… Να προσεύχομαι… να προσεύχομαι, να σταυροκοπιέμαι, να προσεύχομαι και να σταυροκοπιέμαι! Δεν προσευχόμουν μόνο για μένα, αλλά και για τα πρόσωπα που αγαπούσα, κυρίως για την κοπέλα που ερωτεύτηκα στο Γυμνάσιο που ήμουν ακόμα τρελά ερωτευμένος μαζί της… Ακόμη όταν πήγαινα στην Εκκλησία τις Κυριακές (αφού πει το δι’ ευχών ο παπάς, γιατί νωρίτερα δεν άντεχα. Βαριόμουν απίστευτα την Εκκλησία, ξέρετε) έγραφα ασταμάτητα τα ονόματα από τους ανθρώπους που αγαπώ στα χαρτάκια “Υπέρ Υγείας” για να τους προστατεύσει ο Θεός. Έτσι ένιωθα λίγο πιο ανακουφισμένος. Αλλά προσωρινά μόνο. Γιατί λίγο αργότερα, ένιωθα πάλι τις ίδιες φοβίες περί δαιμονισμού και αιώνιων βασανιστηρίων στην Κόλαση, τόσο για τον εαυτό μου, όσο και για τους άλλους. Κάποια στιγμή λοιπόν, στο χιλιοταλαιπωρημένο μου μυαλό ξεπήδησε μια ειλικρινής απορία: “Ο καλός Θεός τι κάνει για όλα αυτά;” Αλλά την κατάπια αμέσως αυτή την απορία γιατί η Εκκλησία σίγουρα θα την θεωρούσε “βλάσφημη” και με τις βλασφημίες μπορεί κάλλιστα να επιτρέψει στον Διάβολο να με δαιμονίσει ή να με στείλει στην Κόλαση όταν πεθάνω.

Αυτό λοιπόν το μαρτύριο, συνεχιζόταν για μέρες και νύχτες, αλλά παρόλα αυτά συνέχιζα ακάθεκτος να πηγαίνω στο Κατηχητικό, χωρίς να χάσω ούτε ένα μάθημα! Θα αναρωτιέστε τώρα για μένα “Μα καλά, ρε Νίκο, τόσο ηλίθιος είσαι ή τόσο μαζοχιστής και συνέχιζες να πηγαίνεις Κατηχητικό;” Ο λόγος που πήγαινα ακόμα στο Κατηχητικό είναι γιατί φοβόμουν πως αν δεν πήγαινα, θα με τιμωρούσε ο Θεός. Ξέρει να τιμωρεί μια χαρά ο Θεός! Έχει μπόλικη φαντασία και αμέτρητες δυνάμεις. Θα μπορούσα λοιπόν, εγώ το τιποτένιο σκουπίδι να σηκώσω κεφάλι στον παντοδύναμο Θεό; Όχι βέβαια!

Και το ταξίδι για τα πρόθυρα της τρέλας συνεχίζεται: Νέα μαθήματα για τον Χριστιανισμό που ενώ με γέμιζαν φρίκη και νέες αβάσταχτες φοβίες, τα κατάπινα αμάσητα γιατί φοβόμουν τον Θεό. Τώρα προστέθηκε λοιπόν και μια επιπλέον, η Κατήχηση: Τις Κυριακές μετά την Θεία Λειτουργία πηγαίναμε εγώ, ο Ηλίας και ο Λουκάς (κολλητός του Ηλία και φανατικά θρησκόληπτος) στο μοναστήρι του Αγίου Αυγουστίνου. Εκεί ήμασταν μαζεμένοι καμιά εικοσαριά άτομα, (σχεδόν όλες γριές καρά-θεούσες, και κάτι παλαιών αρχών άντρες, θρησκόληπτοι και αυτοί). Εκεί μας έκανε ομιλίες ένας ιερέας. Το τι άκουσα σε αυτά τα μαθήματα δεν μπορεί να το διανοηθεί το μυαλό σας! Ένα μόνο παράδειγμα θα σας πω, και νομίζω θα καταλάβετε: Μας εξήγησε λοιπόν αυτός ο ιερέας πως το Σύμπαν που διαστέλλεται, στην πραγματικότητα δεν είναι παρά ο ίδιος ο Θεός που ετοιμάζει να μας κάψει όλους για τις αμαρτίες μας, με αφορμή τις gay παρελάσεις που κάνουν οι ομοφυλόφιλοι(!!!) Ναι! Καλά ακούσατε!

Αυτό ήταν για μένα η χαριστική βολή! Γύρισα σπίτι μου, πλήρως απογοητευμένος (νευριασμένος ούτε καν διανοήθηκα να είμαι γιατί μπορεί να θύμωνε ο Θεός και να με κάψει). Με το που μπήκα μέσα, έστρεψα το βλέμμα μου σε ένα από τα πολλά εικονίσματα του Χριστού που είχα και ξέσπασα πάνω του με βωμολοχίες (αλλά όχι πολύ σκληρές βωμολοχίες, γιατί ο Θεός θα θύμωνε περισσότερο και θα με έκαιγε στα σίγουρα). Μετά το ξέσπασμα, ζήτησα συγχώρεση από τον Θεό, που τόλμησα να ξεσπάσω πάνω του. Ελπίζω να γίναμε ξανά φιλαράκια με τον Θεό, έτσι δεν είναι καλέ μου Θεέ;

Εκτός από αυτή την μικρή κόλαση από το συνονθύλευμα τρόμων και δεισιδαιμονιών είχα και ένα άλλο πρόβλημα: Ο εθισμός μου στην πορνογραφία! Αυνανιζόμουν κάθε μέρα. Δεν είχα ποτέ κοπέλα ξέρετε… Και το παράδοξο είναι πως όσο περνούσε ο καιρός τόσο λιγότερο το ευχαριστιόμουνα. Γιατί άραγε; Ο καθημερινός αυνανισμός με γέμιζε ολοένα και περισσότερες τύψεις, επειδή “ο αυνανισμός θεωρείται σοβαρή αμαρτία” Έκανα κάθε προσπάθεια να το σταματήσω, αλλά δεν κατάφερα τίποτα. Μάλιστα μια φορά (ακούστε τώρα, να πάθετε!) στάθηκα γονατιστός μπροστά στην εικόνα του Αγίου Νικολάου και του έδωσα το λόγο μου πως δεν θα αυνανιστώ ξανά. Άντεξα μόνο μια βδομάδα (πράγμα, μεγάλος άθλος για μένα) Όταν αθέτησα την υπόσχεσή μου αποφάσισα να αυτοτιμωρηθώ για να… εξιλεωθώ! Και ξέρετε τι έκανα; Έμεινα θεονήστικος για μια ολόκληρη μέρα. Πιστέψτε με, αυτό ήταν ιδιαίτερα επίπονο για μένα, γιατί τρώω πολύ και μου αρέσει το καλό φαγητό.

Συνέχιζα λοιπόν να αυνανίζομαι καθημερινά, να προσεύχομαι σαν τρελός και να ακούω νέες “αλήθειες” για τον Χριστιανισμό. Μερικές από αυτές είναι οι εξής:

— Ο Χριστιανισμός είναι η μόνη αληθινή θρησκεία και αυτό μας το επιβεβαιώνει το γεγονός ότι έχει επικρατήσει όλα αυτά τα χρόνια χωρίς πολέμους και σφαγές σε αντίθεση με τους μουσουλμάνους.

— Η αγνότητα επιβάλλεται! Είναι το χρέος του κάθε άντρα, αλλά και της γυναίκας.

— Οι Πόντιοι λέγανε: “Να σκέφτεσαι τον θάνατο 7 φορές την μέρα”

— Η ελεημοσύνη είναι ο πιο εύκολος τρόπος για να πάμε στον Παράδεισο.

Και ξέρετε τι έκανα μετά από αυτό το τελευταίο που άκουσα; Έδωσα ολόκληρο 50ευρω στην Εκκλησία, για να κερδίσω την Βασιλεία των Ουρανών!! (βρίστε με, μου αξίζει!)

Έφτασα λοιπόν 21 χρονών και επέστρεψα στον Πειραιά, για να περάσω τα Χριστούγεννα με την οικογένεια μου. Υπήρχε λοιπόν κάτι που δεν είχα κάνει ως τώρα: Δεν είχα ολοκληρώσει ποτέ μια γυναίκα. Παρόλο που θεωρείται τρισμέγιστη αμαρτία (όπως και οτιδήποτε όμορφο υπάρχει στη ζωή) το να κάνεις σεξ πριν το γάμο, εγώ το τόλμησα και επισκέφτηκα το Μεταξουργείο, γνωστό για τους φτηνιάρικους οίκους ανοχής. Την πρώτη μου φορά, πήγα με έναν φίλο μου από το Γυμνάσιο, γιατί αυτός ήξερε τα κατατόπια σε αυτά τα αμαρτωλά μέρη. Με το που μπήκαμε μέσα και μας πλησίασε η σχεδόν ολόγυμνη κοπέλα, εγώ έκανα μεταβολή στα γρήγορα και βγήκα αμέσως από κει μέσα. Ο λόγος ήταν που δεν ήθελα να μάθει ο φίλος μου ότι είμαι ποδολάγνος, γιατί έπρεπε να το πω στην κοπέλα για να προχωρήσουμε και θα άκουγε ο φίλος μου και θα γινόμουν ρεζίλι.

Ο λόγος που ήθελα να κάνω σεξ δεν ήταν για να πουλάω μούρη στους ελάχιστους φίλους μου, ούτε να ικανοποιήσω το Εγώ μου. Αλλά γιατί ήλπιζα πως θα γινόταν ένα μικρό θαύμα, πως θα σταματούσα να αυνανίζομαι, πως η ανηδονία μου θα εξαφανιζόταν. Μερικούς μήνες αργότερα πήγα μόνος μου αυτή τη φορά στον ίδιο οίκο ανοχής, μιας και ήξερα πια τον δρόμο. Ήταν διαφορετική κοπέλα αυτή τη φορά. Της εξήγησα δειλά πως έχω το συγκεκριμένο φετίχ, αλλά εκείνη δεν την πείραζε καθόλου (δουλειά της ήταν άλλωστε) και προχωρήσαμε στο δωματιάκι. Και πιστέψτε με, το σεξ που έκανα ήταν απλά απαίσιο και ανούσιο! Δεν ένιωσα την παραμικρή ηδονή, δεν το ευχαριστήθηκα καθόλου, και σίγουρα ούτε αυτή, άσχετα αν υποκρινόταν. Ούτε καν εκσπερμάτισα. Ντύνομαι, λοιπόν, αποχαιρετιόμαστε με την κοπέλα και φεύγω από τον οίκο ανοχής. Στον δρόμο για την επιστροφή, ένιωθα κενός και φυσικά αμαρτωλός. Μόλις εκμεταλλεύτηκα σεξουαλικά μια άκακη γυναίκα για 10 ψωροευρώ! Ντρεπόμουν για τον εαυτό μου. Δεν πήγα σπίτι, αλλά στην Εκκλησία την γειτονιάς μου. Ίσως το καταφύγιο του Θεού να με έκανε να νιώσω άνθρωπος ξανά. Μας το είχαν μάθει και στο Κατηχητικό αυτό: πως όταν μπαίνεις στον οίκο του Θεού, γαληνεύει η ψυχή σου. Έλα όμως που δεν γαλήνεψα καθόλου! Αντιθέτως, ένιωσα μια καινούρια ενοχή: την ενοχή της εκμετάλλευσης μιας γυναίκας.

Πήρα λοιπόν μια απόφαση! Θα πήγαινα σε ψυχίατρο! Δεν με ενδιέφερε το κόστος της επίσκεψης, θα πήγαινα εκεί με κάθε κόστος! Ήταν η τελευταία σανίδα σωτηρίας που μου είχε μείνει. Άπαξ και αποτύχει κι αυτός, τότε όλα τελειώσαν. Θα έμπαινα στο επίπονο κελί, που λέγεται “κατάθλιψη”. Δυστυχώς όμως, έπρεπε να το πω στους γονείς μου πως θα πάω εκεί, για να ξέρουν όχι τίποτ’ άλλο. Η μάνα μου το πήρε εντάξει. Αλλά ο πατέρας μου όμως, μόλις του το είπα και του πρόσθεσα αναγκαστικά πως είμαι εθισμένος στην πορνογραφία, δεν καταδέχτηκε καν να με κοιτάξει στα μάτια. Συνέχιζε να βλέπει τηλεόραση. Δεν ξέρω τι ήταν αυτό που τον πείραζε. Το ότι θα πάω σε έναν επιστήμονα που σίγουρα η επιστήμη πάει κόντρα στη θρησκεία, ή το ότι είμαι εθισμένος στην πορνογραφία που θεωρείται αμαρτία; Μάλλον και τα δύο. Δεν του το συγχώρεσα ποτέ αυτό. Η στάση του ήταν απαράδεχτη. Δηλαδή αν ήμουν ομοφυλόφιλος τι θα έκανε; Θα με αποκλήρωνε;

Πήγα λοιπόν δειλά, και χωρίς καμιά σχεδόν ελπίδα στον ψυχίατρο, ο οποίος είναι ταυτόχρονα και σεξολόγος, και πραγματικά σας λέω έμεινα μετά την συζήτηση που κάναμε, Α-ΝΑΥ-ΔΟΣ!! Ο άνθρωπος αυτός κατάφερε να εντοπίσει αμέσως το πρόβλημα μου, σχεδόν από μόνος του. Ξέρετε ποιο ήταν το πρόβλημα; Ότι έπασχα από ιδεοψυχαναγκαστικό μηχανισμό! Τώρα εξηγούνται όλα! Έτσι δικαιολογείται το γεγονός της μικροβιοφοβίας, έτσι εξηγείται η αβυσσαλέα τρομολαγνεία περί του Σατανά και των Δαιμόνων του κ.λ.π.. Για όσους δεν ξέρουν τι είναι ο ιδεοψυχαναγκαστικός μηχανισμός, είναι να το πω μπακαλίστικα, σαν να είσαι κυκλωμένος από εμμονές και φοβίες. Και όσο εσύ προσπαθείς να διώξεις την κάθε φοβία, τόσο εκείνη μεγαλώνει και πολλαπλασιάζεται! Για περισσότερες πληροφορίες αυτής της ψύχωσης ψάξτε στο Ίντερνετ!

Αυτός ο υπέροχος επιστήμονας, απάντησε σε όλες τις απορίες μου, με βοήθησε απίστευτα και μου έγραψε μερικά ψυχοφάρμακα που θα έπρεπε οπωσδήποτε να πάρω, γιατί η κατάσταση μου μόνο με φαρμακευτική αγωγή θα μπορούσε να θεραπευτεί. Με το που την ξεκίνησα, άρχισε ίσως η πιο δύσκολη περίοδος της ζωής μου, γιατί, όπως με είχε προειδοποιήσει ο γιατρός, αυτή η θεραπεία θα μου δημιουργήσει μια “κοιλιά” μέχρι να γίνω καλά. Αυτό συμβαίνει σχεδόν σε κάθε θεραπεία και είναι απολύτως φυσιολογικό. Αλλά έκανα υπομονή. Αξιοζήλευτη υπομονή. Και τα κατάφερα! Σιγά-σιγά, διώχθηκαν από μέσα μου οι φοβίες! Δεν έπλενα πια τα χέρια μου 100 φορές την μέρα, άκουγα πια ροκ μουσική, χωρίς φόβο και πολλά άλλα. Σώθηκα από μια θεραπεία από έναν επιστήμονα και όχι από παρακάλια και γλειψίματα και τάματα στον “καλό” Θεό.

Οι μέρες περνούσαν και συνέχιζα να πηγαίνω τακτικά στον ψυχίατρο μου και εκείνος με βοηθούσε ακόμα περισσότερο. Σε μια επίσκεψη λοιπόν του είπα «Γιατρέ, αυνανίζομαι κάθε μέρα! Αυτό είναι αμαρτία». Κι εκείνος, όλο ηρεμία μου αποκάλυψε πως ΔΕΝ είναι αμαρτία. Εγώ επέμενα πως η Εκκλησία λέει πως είναι αμαρτία και πως αν αυνανιστείς μια φορά θα πρέπει να μην κοινωνήσεις για τρεις μέρες. Και εκείνος λοιπόν, μου απαντάει ήρεμος «Όλα αυτά, είναι ανοησίες!» Και μου έφερε μερικά επιχειρήματα για τον Θεό που μας αγαπάει και πως δεν μας κρίνει με τέτοια κριτήρια. Βέβαια εγώ πιστεύω πως ανέφερε το όνομα του Θεού για να με κάνει να νιώσω πιο άνετα, μιας και είμαι Χριστιανός. Πιθανόν ο ίδιος να μην είναι Χριστιανός. Αλλά ξέρετε κάτι; Δεν με ένοιαζε καθόλου.

Η θεραπεία συνεχιζόταν, αλλά δυστυχώς από μέσα μου, η ανηδονία και ο τρόμος για τον Θεό και την Κόλαση, δεν έφευγαν. Απόρησα! Αλλά δεν με πολυπείραζε. Πίσω στη Φλώρινα, είχα κάνει ένα μεγάλο διάλειμμα από το Κατηχητικό λόγω θυμού. Αλλά, εγώ με την εκνευριστική μου καλοσύνη είπα να ξαναπάω εκεί για να μην στεναχωρήσω τον κατηχητή. Συνεχιζόντουσαν τα μαθήματα, μαθαίνοντας εγώ νέα πράγματα για τον Χριστιανισμό. Για το πόσο καλός είναι, για το πόσο μας αγαπάει ο Θεός και άλλα τέτοια.

Έφτασα στο τέλος της φοιτητικής μου ζωής. Για τελευταίο αποχαιρετιστήριο μάθημα του Κατηχητικού, ο κατηχητής μας οργάνωσε μια μονοήμερη εκδρομή στα Γιάννενα. Εγώ δεν ήθελα να πάω. Δεν μου αρέσουν οι εκδρομές. Αλλά επειδή με παρακάλεσε ο Ηλίας να έρθω μαζί τους, δέχτηκα για να μην τον στεναχωρήσω (ο ηλίθιος καθωσπρεπισμός μου χτύπησε ξανά). Στην εκδρομή αυτή λοιπόν, πέρασα ΑΠΑΙΣΙΑ!!! Μας τραβολογούσαν σε μοναστήρια, σε μουσεία, στο σπίτι του Άη Γιώργη των Ιωαννίνων και σε εκκλησίες! Το μετάνιωσα από την πρώτη στιγμή, αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Έτσι ήπια και αυτό το πικρό ποτήρι. Με το που επέστρεψα σπίτι μου από από αυτήν την εκδρομή, ξεστόμισα τρομερές κατάρες για να ξεσπάσω. Και τι έκανα μετά; Μα φυσικά προσευχόμουν για να με συγχωρέσει ο Θεός… Άντε πάλι από την αρχή! Ο Θεός ήταν πια ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μου. Τον ένιωθα να παρακολουθεί κάθε μου κίνηση και να ελέγχει την ζωή μου. Εγώ τα υπέμεινα όλα αυτά για να κερδίσω επιτέλους την Βασιλεία των Ουρανών, το υπέροχο αυτό μέρος, όπου δεν υπάρχει πόνος, δεν υπάρχει φόβος, δεν υπάρχουν δαίμονες, παρά μόνο ευτυχία, γαλήνη και αθανασία.

Και φτάνουμε λοιπόν, αγαπητοί μου, λίγες μέρες πριν την σήμερον ημέραν. Με τον Θεό να με παρακολουθεί και να με βασανίζει, τόλμησα λοιπόν να μπω σε μια αθεϊστική ιστοσελίδα. Ήταν άραγε αντίδραση, ήταν απλά θέλημα της τύχης; Δεν ξέρω… Εκείνο όμως που ξέρω είναι πως… πως… δεν ξέρω τι να πω, πραγματικά. Αυτή τη στιγμή που διαβάζετε αυτές τις γραμμές, δεν ξέρω πως να το περιγράψω αυτό που ένιωσα όταν διάβασα μερικά άρθρα εκείνης της ιστοσελίδας. Ένιωσα μια… μια λύτρωση… μια ελευθερία… μια αλήθεια! Ξεκοκάλισα αχόρταγα όλο και περισσότερα άρθρα και μετά από μια μέρα, έπεσα και στο sfrang.blogspot.gr. Πως γίνεται άραγε να περιγράψει κανείς την χαρά του και το πάθος του για ελευθερία (πραγματική ελευθερία, όχι αυτή που μας επιβάλλει ο θεός δήθεν από αγάπη) Παρατηρήσατε πως τη λέξη “θεός” την έγραψα με μικρό θήτα; Νομίζω πως καταλάβατε γιατί. Έκατσα και διάβασα πάρα πολλά άρθρα στο υπέροχο blog, αλλά αυτά που με συναρπάσανε και που διάβασα μέχρι και τα σημεία στίξης, είναι αυτή η κατηγορία μου μπήκα και εγώ τώρα: Τους «Αποχαιρετισμούς στη θρησκευτική πίστη». Πραγματικά είναι τα καλύτερα άρθρα, που διάβασα ποτέ στη ζωή μου! Ο βασανισμένος κόσμος μοιραζόταν μαζί μας τις εμπειρίες του ελεύθερα και χωρίς φόβο.

Μελετώντας αδιάκοπα αυτά τα πολύτιμα άρθρα, ένιωσα κάτι μέσα μου να αλλάζει. Ένιωσα να σπάνε μια-μια αυτές οι απαίσιες και βαριές αλυσίδες μου, που ονομάζονται ο “””””””””””πανάγαθος“”””””””””” Θεός. Ένιωσα κάτι που δεν είχα νιώσει ποτέ στη ζωή μου μέχρι τώρα! Ένιωσα την… ελευθερία! Αυτή την βιασμένη και υποτιμημένη λέξη που έχει χάσει πια την αξία της από τις πολλές άσκοπες επαναλήψεις. Ελευθερία! Μαζί με την ελευθερία ένιωσα και κάτι άλλο: Ένιωθα ένα μίσος! Ένα μίσος για αυτό το ουράνιο, σαδιστικό κτήνος, που ονομάζεται “θεός”. Ένα μίσος για αυτή την διεστραμμένη θρησκεία που λέγεται “Χριστιανισμός”. Ένα μίσος στο καταραμένο Κατηχητικό που μου έκανε αυτή τη βρωμερή πλύση εγκεφάλου! Σκλάβωσα τα 23 χρόνια της ζωής μου σε ψέματα, σε πλάνη και σε πλήρη άγνοια! Όταν έμαθα δε το πως επικρατήσε ο ελεεινός Χριστιανισμός, έφριξα! Δεν μας μάθανε ποτέ στο σχολείο ότι οι “καλοί” χριστιανοί, κατασφάξανε και βασανίσανε δεν ξέρω κι εγώ πόσες χιλιάδες αθώα άτομα με το “έτσι θέλω”. Όταν δε, έμαθα από αυτά και άλλα τα άρθρα, τι πραγματικά έκανε ο θεός στην Π.Δ., ε εκεί ένιωσα απερίγραπτο μίσος και αηδία για αυτόν.

Πως θέλεις ρε ψυχανώμαλε θεέ να σ’ αγαπήσω, όταν είσαι ένα απαράδεκτο καθίκι και ελέγχεις τις ζωές των άλλων; Πως θες να σε αγαπήσω, όταν στέλνεις καρκίνους σε αθώους ανθρώπους για να περνάει η ώρα σου; Πως θες να σε αγαπήσω όταν έχεις συμμαχήσει με τον Σατανά (που ΕΣΥ δημιούργησες) και του επιτρέπεις να κάνει ό,τι γουστάρει στα ανυπεράσπιστα πιόνια σου που ονόμασες “ανθρώπους”; Πως θες να σε αγαπήσω όταν μου σκλάβωσες όλα τα χρόνια της ζωής μου (που δεν θα πάρω ποτέ πίσω) για να διασκεδάζεις; Σε σιχαίνομαι, πραγματικά! Με κατέστρεψες! Με γέμισες παιδικά τραύματα που δεν θα θεραπευτούν ποτέ! Έπνιξες τον αθώο εγκέφαλό μου, στον τρόμο, στις φοβίες, στην απελπισία και σε πολλές άλλες δυστυχίες!

Απορώ πως τολμάνε μερικά πιόνια του Χριστιανισμού να ισχυρίζονται πως ο θεός είναι η απόλυτη ελευθερία και αγάπη (!!!!!) Ρε, μας δουλεύετε;! Το γεγονός ότι ο θεός σας θα μπορεί όποτε θέλει να μας στείλει στην αιώνια κόλαση, επειδή δεν ακολουθούμε τους δυσβάσταχτους κανόνες του το θεωρείτε “ελευθερία” και “αγάπη”; Πηγαίνετε, βαρέστε το κλούβιο κεφάλι σας στον τοίχο, μπας και ξυπνήσετε! Ναι, φίλε χριστιανέ, εσύ που αυτή τη στιγμή διαβάζεις αυτό το “βλάσφημο” άρθρο, και με βρίζεις από μέσα σου, το είπα!! Εσύ που τολμάς να ονομάζεις τον θεό σου “πατέρα” μας(!!!) “Πατέρα μας!!!” Άκου ρε! Ο πατέρας μου, ρε φανατισμένε χριστιανέ, με αγαπάει πραγματικά, και δεν θα με εκβίαζε ποτέ! Ακόμα και αν τον πρόδωνα (λέμε τώρα), εκείνος θα με συγχωρούσε. Ξέρεις γιατί; Γιατί σε αντίθεση με τον ουράνιο αφέντη σου, ο πατέρας μου με αγαπάει!

Τον θεό, άρχισα να τον αντιπαθώ από την στιγμή που έδιωξε τους πρωτόπλαστους και τους τιμώρησε στέλνοντάς τους στην εχθρική γη. Αφού είναι πανάγαθος, και ξέρει και το μέλλον, τότε γιατί έστησε αυτό το γεγονός με τον καρπό της γνώσης; Δεν ήξερε πως οι πρωτόπλαστοι θα “αμαρτήσουν”; Άρα ήταν προμελετημένο από τον θεό, το να μας τιμωρήσει και να μας διώξει από τον παράδεισο, με την βοήθεια του φιλαράκο του, τον Σατανά. Θυμάμαι είχα ρωτήσει την μάνα μου για πιο λόγο βρίσκομαι εγώ στην γη, αφού την “αμαρτία” την έκαναν ο Αδάμ και η Εύα και όχι εγώ. Εκείνη με κοίταξε με ένα βλοσυρό ύφος, έπειτα έκλεισε τα μάτια της και μου είπε: Εφόσον καταγόμαστε από τον Αδάμ και την Εύα είμαστε ένοχοι, γι’ αυτό και φταίμε και εμείς (!!) Αυτό δεν το δέχτηκα ποτέ στη ζωή μου!…

Το κακό είναι πως στο πίσω μέρους του μυαλού μου, κατοικεί ακόμα η φοβία του ότι θα πάω στην κόλαση όταν πεθάνω, εξαιτίας του πανίσχυρου αντικτύπου της πλύσης εγκεφάλου που δέχτηκα. Αλλά μάλλον θα φύγει κι αυτό σιγά-σιγά. Στους γονείς μου δεν το είπα ακόμα πως έγινα άθεος. Δεν ξέρω αν θα τους το πω ποτέ. Φοβάμαι πως θα το πάρουν πολύ βαριά, ιδιαίτερα ο πατέρας μου, και θα στεναχωρηθούν πολύ. Αλλά να σας πω κάτι; Χίλιες φορές καλύτερα να στεναχωρηθούν εκείνοι για ένα μικρό ή και μεγάλο χρονικό διάστημα, παρά να ζήσω εγώ μες στη δυστυχία και την καταπίεση για το υπόλοιπο της ζωής μου. Θα ήθελα να σας γράψω κι άλλα πολλά για το τι γνώμη έχω πια για τον θεό, για τις θρησκείες και για τους φανατισμένους θρησκόληπτους, αλλά πιστεύω σας κούρασα αρκετά…

Με λένε Νίκο και είμαι καλά τώρα πια… Δραπέτευσα από την σκοτεινή μου φυλακή! Σχεδόν όλες οι αλυσίδες μου που με κρατούσανε ακίνητο, σπάσανε και εξαφανιστήκανε. Και αυτές που μείνανε, είναι θέμα χρόνου να σπάσουν και αυτές. Δουλεύω σε έναν εκδοτικό οίκο σαν εικονογράφος. Κοπέλα δεν έχω βρει ακόμα. Την κοπέλα που ήμουν ερωτευμένος από το Γυμνάσιο την ξεπέρασα πια και τώρα είμαστε δύο πάρα πολύ καλοί φίλοι. Ένα ακόμα χαρμόσυνο γεγονός είναι πως όταν αυνανίστηκα χτες, έγινε κάτι που δεν το περίμενα: Κατά την διάρκεια της εκσπερμάτωσης ένιωσα μεγαλύτερη ευχαρίστηση από όλες τις προηγούμενες φορές! Αυτό ήταν! Τώρα κατάλαβα γιατί ένιωθα ανηδονία: Γιατί είχα το άγχος του θεού μέσα μου. Να φανταστείτε πως στο παρελθόν, υπό την επήρεια του χριστιανισμού, πριν δω τσόντα και αυνανιστώ, έκανα τον σταυρό μου για να με συγχωρέσει ο θεός για την “αμαρτία” που συνειδητά πήγαινα να πράξω. Αυτό τα λέει όλα!

Οι πρώτες ακτίνες του φωτός της ελευθερίας νιώθω να με αγγίζουν τώρα πια. Βλέπω τον κόσμο με άλλα μάτια. Δεν είμαι πια σκλάβος, οι σκλάβοι δεν μπορούν να δουν τον ουρανό. Δεν φοβάμαι πια. Να φανταστείτε πως χτες το βράδυ, επικοινώνησα μέσω e-mail με την δημιουργό και διαχειρίστρια μιας πολυαγαπημένης μου πορνο-ιστοσελίδας που αφορά την ποδολαγνεία. Και μου απάντησε! Καλοσυνάτη και ευγενέστατη, κι όχι μια “δούλα του Σατανά” όπως όλοι οι θρησκόληπτοι θα χαρακτήριζαν. Σκέφτομαι ακόμα να κάνω εγγραφή σε ένα forum ποδολαγνείας και να μοιραστώ μαζί τους τις απόψεις και τις εμπειρίες μου. Κάτι που μέχρι τώρα, δεν τολμούσα να το κάνω ούτε με σφαίρες, λόγω ντροπής και φόβου, απέναντι στον θεό. Ο εγκέφαλος μου ξεβρόμισε και ανέπνευσε. Είμαι ο εαυτός μου πια! Κανένας δεν μπορεί να με αλλάξει. Είμαι ευτυχισμένος!

Είμαι σίγουρος πως όλοι εσείς οι πιστοί χριστιανοί που διαβάζετε αυτό το post θα κουνάτε με λύπη το κεφάλι σας και θα λέτε “Α, ρε κακομοίρη, σε ξεγέλασε κι εσένα ο Σατανάς! Μετανόησε πριν είναι αργά για να σε δεχτεί ο Θεός κοντά Του…” Μαντέψτε: Δεν χρειάζομαι κανέναν ουράνιο μπαμπούλα κοντά μου! Και επειδή φοβάστε μήπως καώ στην Κόλαση, ένα έχω να σας πω: Έζησα στην Κόλαση για 23 ολόκληρα χρόνια! Δεν είχε φωτιές και καζάνια, αλλά ένα ατελείωτο ψυχολογικό βασανιστήριο, όπου δεν είχε τέλος ούτε και τις νύχτες! Θεωρώ τον εαυτό μου ήρωα που δραπέτευσε από τα Τάρταρα, με βοήθεια από αυτά τα «αθεϊστικά» blog φυσικά. Τώρα που πήρα έστω και μια γεύση της πραγματικής ελευθερίας και αλήθειας, δεν γυρίζω πίσω στο σκοτάδι!

Αγαπητοί αναγνώστες. Μην ζείτε στο ψέμα για κανέναν λόγο. Δεν το αξίζετε! Η ζωή είναι μια και μοναδική και ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω όσο και να χτυπιόμαστε. Ζήστε την πολύτιμη ζωή σας, όπως θέλετε, αρκεί φυσικά να μην βλάπτετε τους γύρω σας. Πλουτίστε τον εαυτό σας με αληθινή γνώση και όχι με ψέματα τα οποία σας φυλακίζουν. Εύχομαι να είστε πάντα ευτυχισμένοι, και να περνάτε καλά.

Συνέχεια…


Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο sfrang, όπου και γίνεται ο σχολιασμός.

Αποχαιρετισμός στη θρησκευτική πίστη (58)

20 January 2019
Comments Off on Αποχαιρετισμός στη θρησκευτική πίστη (58)

Αρθρογράφος: Νίκος Αμπντουλάχ Κόντος, 52 ετών, παντρεμένος με πέντε παιδιά


Περιπλάνηση στις θρησκείες της ευρωπαϊκής, ασιατικής και αμερικάνικης επαρχίας

Μεγάλωσα σε μια τυπική χριστιανική μικρο-κοινωνία με συμβατικές συνήθειες στο τότε ακριτικό Μαρούσι, την εποχή που στο Μαρούσι υπήρχαν ακόμη αλεπούδες.

Κυριακές και γιορτές πηγαίναμε απαραίτητα στην εκκλησία, συνηθιζόταν και το χειροφίλημα των παπάδων, όπου τους έβλεπα, «διότι αυτό είναι το πρέπον». Παρακολούθησα ιδιωτικό σχολείο με έντονες θρησκευτικές δραστηριότητες, προσευχές τα πρωινά, επισκέψεις σε εκκλησίες Κυριακές και γιορτές, κατηχητικά κ.ο.κ την εποχή της δικτατορικής επταετίας, περίπου το 70-76.

Από το κατηχητικό το μόνο που θυμάμαι ήταν ότι μου άρεσε ο κήπος που είχε μανιτάρια, τίποτα άλλο διότι από αντίδραση απ’ αυτά που τράβαγα στο σχολείο, δεν έδινα και ιδιαίτερη σημασία στο τι γινόταν εκεί.

Τότε περίπου άρχισαν τα προβλήματα με μένα, δεν μπορούσα να θυμηθώ τα λόγια της προσευχής και δώστου ξυλιές με την βέργα και τιμωρίες στην γωνία με αυτιά γαϊδάρου. Έχω πρόβλημα να μάθω παπαγαλία κάτι, πρέπει απαραίτητα να το κατανοήσω πρώτα, δεν φταίω εγώ, έτσι γεννήθηκα.

Ήταν οι εποχή τότε του διάσημου τριπτύχου ΠΑΤΡΙΣ-ΘΡΗΣΚΕΙΑ-ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ επί Παττακού, δύσκολες εποχές για να πηγαίνει κάποιος κόντρα.

Όμως εγώ ήθελα να καταλάβω και δεν καταλάβαινα διότι κανείς δεν μου εξηγούσε.

Θέλοντας και μη μεγάλωσα και πήγα νυκτερινό Γυμνάσιο, ξανά προβλήματα με την προσευχή εκεί, αλλά δεν είχε ξυλιές, είχε όμως απομόνωση από το general population του σχολείου.

Στα θρησκευτικά ήμουν πάντα παρών, δεν έχανα μάθημα και πάντα ενώ οι άλλοι παίζαν τρίλιζα ζωγραφισμένη στο θρανίο η κοιμόντουσαν (κυριολεκτικά), εγώ ρώταγα και ρώταγα και ξανά ρώταγα. Τον είχα πρήξει τον καθηγητή με τα «γιατί και τι και πως και πότε» και «αμάν ρε Κόντο, μας έπρηξες»… πάρε ένα 13/20 να μάθεις ότι κι εσύ πρέπει να κοιμάσαι την ώρα του μαθήματος.

Όμως εγώ ήθελα να καταλάβω και δεν καταλάβαινα διότι κανείς δεν μου εξηγούσε.

Έβγαλα τσάτρα-πάτρα το γυμνάσιο, πέρασα μια περίοδο που η μόνη μου ενασχόληση με τα θρησκευτικά θέματα ήταν, όταν με έστελνε η μάνα μου κάπου κάτω στον Πειραιά στο μουράγιο, σε ένα ημιυπόγειο και αγόραζα ξύλο, πολύ ξύλο λέμε, από κείνο το τίμιο. Έπαιρνα επίσης μπουκαλάκια με κάποιο υγρό μέσα, σίγουρα «αγιασμό», δηλαδή σκέτο νερό. Είχα αγοράσει τόσο τίμιο ξύλο και τόσα μπουκαλάκια που έφτιαχνες καλύβα με πισίνα μαζί, λέμε. Ποτέ δεν κατάλαβα τι τα έκανε όλα αυτά η μάνα μου.

Όμως εγώ ήθελα να καταλάβω και δεν καταλάβαινα διότι κανείς δεν μου εξηγούσε.

Και ήρθε στη ζωή μου το ίντερνετ, η τουλάχιστον η αρχική του μορφή (ΒΒS) και άρχισα να μιλάω με ανθρώπους για διάφορα ενδιαφέροντά μου μεταξύ αυτών και τα πνευματικά. Και ανακάλυψα ότι δεν ήμουν εγώ ο περίεργος αλλά πολλοί άλλοι, γιατί κάτι δεν μας λέγανε καλά οι εντεταλμένοι Χριστιανοί. Όμως και πάλι η ενημέρωση στο ίντερνετ ήταν για τεχνικούς λόγους πολύ περιορισμένη και με άφηνε πεινασμένο.

Όμως εγώ ήθελα να καταλάβω και δεν καταλάβαινα διότι κανείς δεν μου εξηγούσε.

Μετά το 90 το ίντερνετ άρχισε σιγά σιγά να παίρνει την τωρινή του μορφή κι εγώ διψασμένος για να βρω τον Θεό που έψαχνα, άρχισα να διαβάζω άρθρα. Κατέληξα και μετά από προτροπές ενός γείτονα παπά ότι τελικά «τις απαντήσεις που ψάχνεις θα τις βρεις στη Βίβλο».

Κατενθουσιάστηκα, επιτέλους μετά από τόσα χρόνια θα έβγαζα άκρη. Βρήκα μια Βίβλο και σιγά σιγά άρχισα να την διαβάζω. Στα μισά του ιερού βιβλίου είχα 10πλασιες απορίες από ότι όταν ξεκίνησα. Ρωτούσα τον παπα-γείτονα ο οποίος ήταν επίσης μουρντάρης και μερακλής και μου έλεγε ότι είμαι μικρός ακόμη για να καταλάβω.

Όμως εγώ ήθελα να καταλάβω και δεν καταλάβαινα διότι κανείς δεν μου εξηγούσε

Με τον καιρό και με την βοήθεια του ίντερνετ άρχισα να βλέπω μια μεγαλύτερη εικόνα του χριστιανισμού και πως αυτό που θεωρούσα ένα ενιαίο σύνολο, τελικά ήταν περισσότερα κομμάτια και από κόκκους άμμου. Ακόμη και η Βίβλος ήταν διαφορετική ανάλογα ποιος θα στην έδινε… είχα χάσει πλέον τον μπούσουλα.

Όμως εγώ ήθελα να καταλάβω και δεν καταλάβαινα διότι κανείς δεν μου εξηγούσε.

Πέρασαν τα χρόνια, και με το πέρασμα έγινα σοφότερος, έμαθα μάλιστα ότι δεν υπάρχει ένας μόνο Θεός ή μάλλον, ένας μόνο Θεός υπάρχει αλλά και πάλι για το ποιος ήταν αυτός είχε να κάνει με το ποιον ρωτούσες.

Τα βήματα μου αλλά και το ανήσυχο πνεύμα μου με οδήγησαν στην Σιγκαπούρη όπου γνώρισα τη δεύτερη γυναίκα μου. Την Μάι, μια πανέμορφη μουσουλμάνα.

Όμως υπήρχε πρόβλημα, μουσουλμάνα αυτή χριστιανός εγώ (έτσι μου είχαν πει δηλαδή) υπήρχε πρόβλημα. Οπότε λοιπόν αποφάσισα ότι δεν μπορώ να βρω την αλήθεια διότι ψάχνω τον θεό σε λάθος θρησκεία. Και αποφάσισα να γίνω μουσουλμάνος, κάτι που έτσι και αλλιώς ήταν μονόδρομος, αν ήθελα να συνεχίσω με την καλή μου.

Πέρασα λοιπόν μια κατήχηση η οποία όσο καλά και θετικά άρχισε, τόσο τραγικά κατέληξε στα τέλη του 2013 στη Σιγκαπούρη. Στους έξι μήνες, 8 ώρες την εβδομάδα, άκουσα ό,τι ανοησίες δεν είχα ακούσει μαζεμένες ποτέ στην μέχρι τότε ζωή μου.

Έμαθα το Κοράνι, έμαθα για τον Μωάμεθ, μάθαινα μάθαινα μάθαινα του κόσμου τα πράγματα, όσο πιο πολλά μάθαινα τόσο γιγαντωνόταν η θέληση μου να αλλάξω πλανήτη ή και γαλαξία.

Έλα μου ντε που η αραβική ομορφιά της Μάι με είχε εγκλωβίσει, τελείωσε το εξάμηνο κι εγώ αποφοίτησα ως ένας καλός Μουσουλμάνος και βαφτίστηκα Αμπντουλάχ, το οποίο όνομα επέλεξα εγώ διότι το είχα ακούσει σε κάποια τούρκικη σειρά και μου είχε φανεί πολύ αστείο, έτσι απλά.

Περιττή λεπτομέρεια, τον όρκο τον έδωσα στη Σιγκαπούρη στα αραβικά όταν δεν ήξερα να μιλάω αραβικά. Τώρα που κουτσοξέρω (απ’ το Κοράνι ως επί το πλείστον) ακούω την καταγραφή που είχα κάνει και ειλικρινά δεν καταλαβαίνω, πώς ο μουφτής Brother Ali που με «βάφτισε» μπόρεσε να κρατήσει τα γέλια του και να μην χτυπιέται κάτω!

Λίγο αργότερα γνώρισα την Helen, χριστιανή Ευαγγελίστρια αυτή, κάπου στα βάθη της Αμερικής στο Κεντάκι και άρχισα να πηγαίνω μαζί της στην εκκλησία κάθε Τετάρτη και Κυριακή. Περνούσα υπέροχα διότι είχαν εκεί κάντρι τραγούδια τα οποία, αν παρέβλεπες το θρησκευτικό περιεχόμενο τους, ήταν απίστευτα ωραία πηγή ψυχαγωγίας.

eikona

Και καθώς οδεύουμε προς το τέλος αυτής της μίνι αυτοβιογραφίας θα πρέπει να παρατηρήσατε ότι δεν έχω αναφερθεί σε κανέναν θεό. Και το έκανα σκόπιμα, διότι απλά όσο και να έψαξα στις 4 άκρες του πλανήτη δεν τον βρήκα, ούτε απαντήσεις βρήκα και η βασικότερη αιτία είναι ότι κανείς δεν τις είχε για να μου τις δώσει.

Όμως εγώ ήθελα να καταλάβω και κατάλαβα, όχι βέβαια αυτά που ήθελαν οι άλλοι· κυρίως κατάλαβα αυτά που δεν ήθελαν να καταλάβω από μικρός, την εποχή της μεγάλης αθωότητας, οπότε βρήκα μόνος την αλήθεια…

Η αλήθεια που βρήκα έχει σκοτάδι, πολύ σκοτάδι, και μεσαίωνα, πολύ μεσαίωνα, και άγνοια των ανθρώπων, μικρών και μεγάλων για τις βασικές αρχές που διέπουν την φύση και τη λειτουργία του πλανήτη που ζούμε. Και μίσος, κυρίως μίσος, ο ένας για τον άλλον και όλοι για όλους. Έτσι αποφάσισα ότι εγώ δεν θα γίνω ποτέ ή σχεδόν ποτέ μέρος αυτής της κατάντιας.

Αγαπάω όλους σε όποια φυλή κι αν ανήκουν και ό,τι κι αν πιστεύουν και κάνω το καλό, έτσι όπως το κατανοώ εγώ, χωρίς να περιμένω καμία ανταμοιβή. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν έχω και προτιμήσεις υπέρ του άλφα ή του βήτα· έτερον εκάτερον!

Τώρα αν κάνω λάθος και υπάρχει θεός… εγώ πάντα θα είμαι ανοιχτός να έρθει να μου δώσει τις απαραίτητες εξηγήσεις. «Κάντε καλό χωρίς Θεό», δε θα το μετανιώσετε!

Συνέχεια…


Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο sfrang, όπου και γίνεται ο σχολιασμός.

Αποχαιρετισμός στη θρησκευτική πίστη (57)

18 January 2019
Comments Off on Αποχαιρετισμός στη θρησκευτική πίστη (57)

Αρθρογράφος: Διαγόρας Μήλιος


Πώς ξεκίνησαν όλα μ’ εμένα

Όταν πλησίαζε να κυκλοφορήσει το βιβλίο με συντονιστή τον Στέλιο Φραγκόπουλο, «Αποχαιρετισμός στη Θρησκευτική Πίστη» (Εκδόσεις «Βερέττα», 2012), είχε κυκλοφορήσει στους κύκλους της Ένωσης Άθεων μια έκκληση προς όποιους θα ήθελαν να συμπεριληφθεί η ιστορία τους στο βιβλίο. Είχα θεωρήσει τότε ότι η δική μου ιστορία δεν ήταν τόσο συναρπαστική ώστε να αξίζει να συμπεριληφθεί σε βιβλίο, κι έτσι δεν συμμετείχα. Αργότερα αποφάσισα να την καταγράψω, και τώρα αποφάσισα ότι μπορεί μεν να μην άξιζε δημοσίευση σε βιβλίο, αλλά μια χαρά θα έκανε ως άρθρο για το blog μου. Αυτή λοιπόν είναι η ιστορία, πώς βρέθηκα εγώ εκτός θρησκευτικής πίστης.

Αθήνα, τέλη δεκαετίας ‘70. Δεν θυμάμαι σε ποια τάξη του δημοτικού σχολείου ήμουν, ίσως τρίτη ή τετάρτη, άρα αυτό τοποθετεί την ηλικία μου ανάμεσα στα 9 και 11 έτη. Ήταν η πρώτη σχολική μνεία στον αρχαίο πολιτισμό και στους φιλόσοφους που είναι γνωστοί και θαυμάζονται μέχρι σήμερα ανά τον κόσμο. Ειπώθηκαν τα ονόματα πολλών φιλοσόφων, και πέρα από τους Αθηναίους αναφέρθηκαν και άλλοι από όλη την Ελλάδα, όπως ο Αριστοτέλης ο Σταγειρίτης, ο Θαλής ο Μιλήσιος, ο Πυθαγόρας ο Σάμιος, κ.α.

Αυτό που μου είχε κάνει εντύπωση ήταν ότι ακόμα κι ένα νησί του Αιγαίου όπως η Σάμος είχε έναν αρχαίο φιλόσοφο να αναδείξει. Τυχαίνει κι εγώ να κατάγομαι από ένα νησί του Αιγαίου, που είναι κυρίως γνωστό λόγω ενός συγκεκριμένου αγάλματος, μιας συγκεκριμένης θεάς, που τους τελευταίους αιώνες κοσμεί με την παρουσία του το Μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι, κι έτσι ήξερα ότι το νησί άνθιζε κατά την αρχαιότητα, οπότε φυσικά αναρωτήθηκα, αν είχε κι αυτό αναδείξει κανέναν φιλόσοφο. Δεν μπορώ να θυμηθώ με σιγουριά πλέον, αλλά πιθανότατα ρώτησα σχετικά τη δασκάλα, και δεν ήξερε κανέναν.

eikona

Όταν τελείωσα με το μάθημα εκείνης της ημέρας πήγα στο σπίτι και αργότερα ήλθε ο πατέρας μου από τη δουλειά του. Ήταν η ώρα των ερωτήσεων! Τον συνάντησα στο διάδρομο, όπου έβγαζε το παλτό του και το έβαζε στην κρεμάστρα, και όση ώρα κράτησαν τα λίγα λόγια που ανταλλάξαμε συνέχισε να ασχολείται με τα ρούχα του, χωρίς να με κοιτάει. (Υποθέτω πως το γεγονός ότι διατήρησα αυτή τη λεπτομέρεια στη μνήμη μου είναι μέρος κάποιου μακροχρόνιου παραπόνου που είχα μεγαλώνοντας, σχετικά με κάποια γενικότερη έλλειψη προσοχής από τον πατέρα μου.) Όμως παρά την έλλειψη επαφής με τα μάτια, ο πατέρας μου πάντα έδινε, τουλάχιστον λακωνικές απαντήσεις στις ερωτήσεις μου. Τα λόγια που ειπώθηκαν είχαν ως εξής:

«Μπαμπά, ήταν κανένας αρχαίος φιλόσοφος από τη Μήλο;» ρώτησα.

Στην αρχή σιώπησε, σα να προσπαθούσε να θυμηθεί αν υπήρχε κανένας, αλλά σε επανεξέταση μάλλον προσπαθούσε να αποφασίσει ποιες πληροφορίες να αναφέρει και ποιες να παραλείψει.

«Ναι» είπε, και σιώπησε για μια ακόμα στιγμή.

«Ο Διαγόρας ο Μήλιος» είπε και ακολούθησε άλλη μια παύση.

Και τότε πρόσθεσε, με έναν τόνο σα να μην επρόκειτο για κάτι σημαντικό, αλλά για χάρη σφαιρικής γνώσης, ας το άκουγα κι αυτό:
«Ο επονομαζόμενος και άθεος. Ο Διαγόρας ο άθεος.»

Φυσικά, ήμουν αναγκασμένος να ρωτήσω: «Τι είναι άθεος;»

«Άθεος είναι κάποιος που δεν πιστεύει σε θεό» απάντησε.

Τότε ήλθε η σειρά μου να σιωπήσω για λίγο, επεξεργαζόμενος τις πληροφορίες. Κι έπειτα, ρώτησα:

«Υπάρχουν άνθρωποι που δεν πιστεύουν σε θεό;»

Εξακολουθώντας να μην με κοιτάει, και με μια έκφραση που έδειχνε ότι αυτό ήταν απλώς μια διαπίστωση, και όχι κάτι που ενέκρινε, αλλά, και ίσως ακόμα πιο σημαντικά, ούτε κάτι που κατέκρινε, απάντησε: «Ναι· υπάρχουν.»

Αυτό ήταν. Δεν νομίζω ότι θα μπορούσα να πω ότι έγινα άθεος ακριβώς εκείνη τη στιγμή, αλλά αν θέλει κανείς οπωσδήποτε να ανατρέξει στο παρελθόν και να βρει μια στιγμή στην οποία όλα ξεκίνησαν, αυτή ήταν.

Μια υπερφίαλη ανάγνωση αυτής της σύντομης συζήτησης ανάμεσα σε εμένα και τον πατέρα μου μπορεί να οδηγήσει κάποιον στο επιπόλαιο συμπέρασμα ότι έγινα άθεος επειδή αυτή ήταν η κοσμοαντίληψη ενός διάσημου προγόνου μου. Μια τέτοια ερμηνεία θα ήταν λανθασμένη για διάφορους λόγους, και όχι μόνο επειδή κατάγομαι από Κρητικούς πρόσφυγες που πρωτοπάτησαν το πόδι τους στη Μήλο το 1844.

Κατ’ αρχάς, ασχέτως του Διαγόρα του Μηλίου, αυτή η συζήτηση μου έδωσε να καταλάβω ότι η έννοια της αθεΐας υφίσταται· χωρίς να εξετάζουμε, αρχικά, το αν είναι σωστή ή λάθος, η εκπληκτική συνειδητοποίηση εδώ ήταν ότι η λέξη «αθεΐα» είναι το όνομα μιας υπαρκτής έννοιας. Όπως ξέρουμε, ένα σημαντικό βήμα για την κατανόηση μιας έννοιας είναι απλούστατα η απόκτηση μιας λέξης γι’ αυτήν.

Έπειτα, το γεγονός ότι αυτός ο αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος ήταν άθεος μου έδειξε ότι η αθεΐα είναι μια φιλοσοφικά υπερασπίσιμη έννοια. Προφανώς, ο άνθρωπος είχε αφιερώσει κάποια σκέψη στο ζήτημα, δυόμισι χιλιάδες χρόνια πριν, και τον θυμόμαστε ακόμα, άρα η έννοια δεν μπορεί να είναι και τόσο τρελή, ε; Φυσικά, η ιδέα αντήχησε με κάποιες υποψίες που είχαν ήδη ξεκινήσει δειλά-δειλά να σχηματίζονται στο νου μου, κι έτσι ήταν κατά κάποιον τρόπο μια επιβεβαίωση ότι τις ιδέες μου τις είχαν και άλλοι, ότι δεν ήμουν μόνος.

Το επόμενο που αναρωτήθηκα ήταν ποια να ήταν άραγε η έκταση της καινούργιας μου μη-μοναξιάς: προφανώς, αν ο Διαγόρας ο Μήλιος έμεινε γνωστός στην ιστορία ως «ο άθεος», η αθεΐα του πρέπει να ήταν κάτι επαρκώς σπάνιο ώστε να διακρίνει έναν άνθρωπο, άρα οι άλλοι φιλόσοφοι που έμειναν γνωστοί για άλλα πράγματα, μάλλον δεν ήταν άθεοι, ή δεν τους απασχολούσε το ζήτημα τόσο ώστε να το φιλοσοφήσουν. Έτσι λοιπόν το εύλογο ερώτημα τώρα είχε ως εξής: ήταν η αθεΐα μια ιδέα που είχε προκύψει μόνο σε εμένα και σε έναν άλλο τύπο δυόμισι χιλιάδες χρόνια πριν, ή τη συμμεριζόντουσαν κι άλλοι άνθρωποι; Αυτός ήταν σχεδόν σίγουρα ο λόγος που ρώτησα την τελευταία ερώτηση, αν υπάρχουν άνθρωποι που δεν πιστεύουν σε θεό· αλλιώς, η ερώτηση δεν θα είχε νόημα να τεθεί. Η καταφατική απάντηση σε αυτή την ερώτηση πρέπει να είχε μια πολύ έντονη επίδραση σε εμένα:

Όχι μόνο υπάρχει λέξη γι’ αυτό,

Όχι μόνο είναι μια φιλοσοφικά υπερασπίσιμη θέση,

Αλλά επίσης, υπάρχουν και άλλοι άνθρωποι σήμερα που σκέφτονται έτσι.

Αν αυτό δεν είναι διανοητική αγαλλίαση, δεν ξέρω τι θα μπορούσε ποτέ να είναι.

Αργότερα, στην πέμπτη δημοτικού, έκανα την πρώτη μου επανάσταση: έπαψα να συμμετέχω στην πρωινή προσευχή, στεκόμενος μεν στη σειρά, αλλά με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, αρνούμενος να κάνω το σταυρό μου, να απαγγείλω το «δι’ ευχών των αγίων» μαζί με τους άλλους, και να προσποιηθώ καν με τα χείλια μου ότι το απαγγέλω. Γνωρίζω ότι ήταν η πέμπτη δημοτικού γιατί θυμάμαι ποιον δάσκαλο είχα τότε, και ξέρω ότι τον συγκεκριμένο δάσκαλο τον είχα στην πέμπτη και στην έκτη. Ξέρω πως ήταν η πέμπτη και όχι η έκτη γιατί θυμάμαι στο προαύλιο να υπάρχει κι άλλη μια στήλη παιδιών, δεξιά της δικής μου, η οποία δεν μπορεί παρά να ήταν η έκτη.

Τα πρώτα λίγα πρωινά ίσως να πέρασαν απαρατήρητα, αλλά σε κάποια στιγμή η αποχή μου από την προσευχή υπέπεσε στην αντίληψη των δασκάλων. Δεν προσπαθούσα να το κρύψω άλλωστε. Στις υποδείξεις τους για συμμόρφωση αρνήθηκα. Θυμάμαι τον δάσκαλό μου μπροστά μου, σκυφτό από πάνω μου, να μου λέει να κάνω το σταυρό μου, κι εγώ να των κοιτάω σιωπηλός και να μην κάνω τον σταυρό μου, σε στυλ «εγώ σέβομαι την προσευχή των άλλων και δεν μιλάω την ώρα της προσευχής, εσύ γιατί μιλάς;» Παραπέρα, κάποιος άλλος, πιο βαρύ-πεπόνι δάσκαλος, πιθανότατα ο διευθυντής του σχολείου, παρήγγειλε απειλητικά να περάσω από το γραφείο των δασκάλων για τα περαιτέρω. Ο δάσκαλός μου του έγνεψε κάτι του τύπου «άσε, θα το χειριστώ εγώ», γύρισε προς εμένα, και με ρώτησε, με ένα μείγμα αγανάκτησης αλλά και ενδιαφέροντος για το καλό μου, γιατί δεν κάνω το σταυρό μου. Δεν θυμάμαι τι του απάντησα, αλλά τον θυμάμαι να ισιώνει από τη σκυφτή στάση που είχε από πάνω μου, με μια έκφραση στο πρόσωπό του που ήταν μάλλον ένα μείγμα έκπληξης και παραίτησης. Πιθανότατα του είχα πει κάτι που περιείχε τη λέξη «δικαίωμα», και ίσως να μην είχε ξανασυναντήσει πεμπτάκι με τέτοιο λεξιλόγιο.

Κατόπιν τούτου, ο καλός μου δάσκαλος έκανε μια συμφωνία μαζί μου: ας μην κάνω το σταυρό μου αφού δεν θέλω, αλλά ας πηγαίνω να στέκομαι στο τέλος της στήλης ώστε να μη δίνω το κακό παράδειγμα στα άλλα παιδιά. Πιθανότατα επίσης, τώρα που το σκέφτομαι, ώστε να μη με βλέπει ο διευθυντής.

Συνέχισα την ίδια πρακτική και στο Γυμνάσιο χωρίς κανένα επεισόδιο. Στο Λύκειο παρατήρησα ότι ενώ μεν εγώ την ώρα της προσευχής στεκόμουν πάντα ακίνητος και αμίλητος, οι διάφοροι «μάγκες» στις τελευταίες σειρές γύρω μου έκαναν φασαρία, έβριζαν «ρε μαλάκα», «ρε μαλάκα» ο ένας στον άλλον, κλωτσούσαν μπάλες ανάμεσα στα πόδια τους, κι όλα αυτά ενώ προσποιούντο ότι συμμετείχαν στην προσευχή, κράταγαν τα κεφάλια τους όσο το δυνατόν ακίνητα, έκαναν τον σταυρό τους, κλπ. Αυτό με έκανε να κόψω τη γαλαρία και να αρχίσω να στέκομαι στην πρώτη σειρά, με τα χέρια πάντα σταυρωμένα στο στήθος. Οι καθηγητές δεν είπαν κιχ.

Συνέχεια…


Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο sfrang, όπου και γίνεται ο σχολιασμός.