Πού γίνεται ο σχολιασμός;
Στο τέλος του κάθε άρθρου υπάρχει σύνδεσμος για το ιστολόγιο του συγγραφέα, όπου και μπορείτε να αφήνετε τα σχόλιά σας.
Μετάφραση: csar
Το παρακάτω είναι το εισαγωγικό κεφάλαιο του βιβλίου «The truth about Jesus: is he a myth?», Chicago: Independent Religious Society, 1909 του Mangasar Magurditch Mangasarian (ελεύθερο πνευματικών δικαιωμάτων, στο public domain). Όλο το βιβλίο είναι διαθέσιμο δωρεάν μέσα από το Gutenberg Project σε κείμενο (txt, html, epub) και από το Librivox σε audio book.
Σήμερα είμαι περίπου δυόμισι χιλιάδων ετών. Έχω πεθάνει εδώ και σχεδόν δυόμισι χιλιάδες χρόνια. Γεννήθηκα στην Αθήνα. Ο τάφος μου δεν είναι μακριά από αυτόν του Ξενοφώντα και του Πλάτωνα και ατενίζει τη μαρμάρινη μεγαλοπρέπεια της Αθήνας και τα γαλάζια νερά του Αιγαίου.
Αφού κοιμήθηκα στον τάφο μου για πολλούς αιώνες ξαφνικά ξύπνησα —δεν μπορώ να εξηγήσω το πώς ούτε το γιατί. Μια δύναμη πέρα από τον έλεγχό μου με μετέφερε σε αυτήν τη νέα μέρα και τη νέα πόλη. Έφτασα εδώ τα ξημερώματα, όταν ο ουρανός ήταν ακόμα μαχμουρλής και θαμπός. Καθώς πλησίαζα στην πόλη άκουσα καμπάνες και λίγο αργότερα οι δρόμοι γέμισαν με καλοντυμένους ανθρώπους που συνοδεύονταν από τις οικογένειές τους και πήγαιναν πέρα δώθε. Προφανώς δεν πήγαιναν στη δουλειά τους, αφού συνοδεύονταν από τα επίσης καλοντυμένα παιδιά τους και μία έκφραση αγαλλίασης ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους.
«Σήμερα πρέπει να είναι μία εορταστική ημέρα αφιερωμένη στη λατρεία ενός από τους θεούς», μονολόγησα.
Ψάχνοντας γύρω μου είδα έναν κύριο ντυμένο με ένα όμορφο μαύρο φόρεμα να μου χαμογελάει και να απλώνει προς το μέρος μου το χέρι του με μεγάλη εγκαρδιότητα. Πρέπει να είχε αντιληφθεί ότι ήμουν ξένος και επιθυμούσε να μου προσφέρει τη φιλοξενία του. Αποδέχτηκα με ευγνωμοσύνη. Έπιασα το χέρι του και έσφιξε το δικό μου. Για μια στιγμή κοιταχθήκαμε σιωπηλά στα μάτια. Αντιλήφθηκε την αμηχανία που μου είχαν προκαλέσει όλα αυτά τα καινούρια σε μένα πράγματα και προσφέρθηκε να με διαφωτίσει. Μου εξήγησε τις κωδωνοκρουσίες και τον λόγο για τον οποίο όλο αυτό το πλήθος είχε ξεχυθεί στους δρόμους. Ήταν Κυριακή —Κυριακή πριν από τα Χριστούγεννα— και οι άνθρωποι πήγαιναν στον «οίκο του Θεού».
—«Φυσικά, πηγαίνεις και εσύ εκεί», είπα στον φιλικό οδηγό μου.
—«Ναι», απάντησε, «εγώ θα διεξάγω την τελετή. Είμαι ιερέας.»
—«Ιερέας του Απόλλωνα;» ρώτησα.
—«Όχι, όχι», απάντησε σηκώνοντας το χέρι του για να με κάνει να σιωπήσω. «Ο Απόλλωνας δεν είναι θεός. Ήταν απλά ένα είδωλο».
—«Ένα είδωλο;» ψιθύρισα γεμάτος έκπληξη.
—«Αντιλαμβάνομαι ότι είστε Έλληνας», μου είπε, «και οι Έλληνες παρά τα διακεκριμένα επιτεύγματά τους ήταν ειδωλολάτρες. Λάτρευαν θεούς που δεν υπήρχαν. Έχτισαν ναούς για θεότητες που δεν ήταν τίποτα άλλο παρά σκέτα ονόματα», συνέχισε. «Ο Απόλλωνας και η Αθηνά όπως και το σύνολο των ολυμπίων δεν ήταν τίποτα περισσότερο από αποκυήματα της φαντασίας.»
—«Μα οι Έλληνες αγαπούσαμε τους θεούς μας», διαμαρτυρήθηκα ενώ η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά στο στήθος μου.
—«Δεν ήταν θεοί, ήταν είδωλα. Και η διαφορά ανάμεσα στο θεό και το είδωλο είναι αυτή: ένα είδωλο είναι ένα πράγμα· ο θεός είναι ζωντανό ον. Εφόσον δεν μπορείτε να αποδείξετε την ύπαρξη του θεού σας, εφόσον δεν έχετε δει ποτέ τη μορφή του ούτε ακούσει τη φωνή του, εφόσον δεν τον έχετε αγγίξει και δεν έχετε τίποτα αποδείξιμο γι’ αυτόν, είναι ένα είδωλο. Έχετε δει τον Απόλλωνα; Τον έχετε ακούσει; Τον έχετε αγγίξει;»
—«Όχι», είπα χαμηλόφωνα.
—«Ξέρετε κάποιον που τον έχει δει, ακούσει ή αγγίξει;»
Αναγκάστηκα να παραδεχτώ πως όχι.
—«Άρα ήταν ένα είδωλο και όχι θεός.»
—«Όμως πολλοί από εμάς τους Έλληνες», είπα, «αισθανθήκαμε τον Απόλλωνα στις καρδιές μας. Μας έχει εμπνεύσει.»
—«Αυτό φαντάζεστε», απάντησε ο οδηγός μου. «Αν ήταν πράγματι θεός θα ζούσε ακόμα και σήμερα.»
—«Θέλεις να πεις… ότι είναι νεκρός;» ρώτησα.
—«Δεν έζησε ποτέ. Και για τουλάχιστον τα τελευταία δύο χιλιάδες χρόνια ο ναός του είναι ένας σωρός από ερείπια.»
Δάκρυσα όταν άκουσα ότι ο Απόλλωνας, ο θεός του φωτός και της μουσικής, δεν υπήρχε πια. Ότι ο όμορφος ναός του είχε ερειπωθεί και η φωτιά στον βωμό του είχε σβήσει. Αφού σκούπισα το δάκρυ από τα μάτια μου, είπα, «Αλλά οι θεοί μας ήταν δίκαιοι και όμορφοι. Η θρησκεία μας ήταν πλούσια, γεμάτη εικόνες και κατέστησε τους Έλληνες ένα έθνος ποιητών, ρητόρων, καλλιτεχνών, πολεμιστών, στοχαστών. Έκανε την Αθήνα μια πόλη του φωτός. Δημιούργησε το όμορφο, το αληθινό, το καλό. Ναι, η θρησκεία μας ήταν θεία…»
—«Είχε ένα μοναδικό ελάττωμα», διέκοψε ο οδηγός μου.
—«Ποιο ήταν αυτό;» ρώτησα χωρίς να γνωρίζω ποια θα ήταν η απάντησή του.
—«Δεν ήταν αληθινή.»
—«Μα εξακολουθώ να πιστεύω στον Απόλλωνα», φώναξα. «Δεν είναι νεκρός, το ξέρω ότι είναι ζωντανός.»
—«Αποδείξτε το», μου είπε. Στη συνέχεια αφού σταμάτησε για μια στιγμή, «Αν τον εμφανίσετε», είπε, «όλοι θα πέσουν στα γόνατα και θα τον λατρέψουν. Προσκομίστε τον Απόλλωνα και αυτός θα είναι ο θεός μας.»
«Να τον εμφανίσω!» μουρμούρισα. «Τι βλασφημία!» Στη συνέχεια αφού πήρα κουράγιο είπα στον οδηγό μου πώς είχα νιώσει την ακτινοβόλο παρουσία του Απόλλωνα στην καρδιά μου περισσότερες από μία φορές. Του ανέφερα τους αθάνατους στίχους του Ομήρου σχετικά με τη θεϊκή φύση του Απόλλωνα.
—«Αμφισβητείτε τον Όμηρο;» τον ρώτησα. «Τον Όμηρο, τον εμπνευσμένο βάρδο; τον Όμηρο το μελανοδοχείο του οποίου ήταν τόσο απέραντο όσο και η θάλασσα; του οποίου η άφθαρτη σελίδα ήταν ο Χρόνος; του οποίου η κάθε λέξη ήταν μια αχτίδα φωτός;»
Στη συνέχεια του απήγγειλα ένα απόσπασμα από την Ιλιάδα του Ομήρου, την ελληνική Βίβλο, που λατρεύεται από όλους τους Έλληνες ως το σπανιότερο χειρόγραφο, γήινο αλλά και ουράνιο. Ανέφερα την περιγραφή του Απόλλωνα από του οποίου τη λύρα τίποτα δεν είναι πιο μελωδικό, του οποίου η ομιλία είναι πιο γλυκιά και από το μέλι. Του απήγγειλα πώς η μητέρα του πήγαινε από πόλη σε πόλη για να επιλέξει ένα αξιόλογο μέρος για να γεννήσει τον νεαρό θεό, το γιο του Δία, του Υπέρτατου Όντος. Πώς γεννήθηκε και πώς τον περιποιούνταν όλες οι θεές μέσα στην κούνια του, πώς τον έλουζαν στο τρεχούμενο νερό και τον τάιζαν με νέκταρ και αμβροσία από τον Όλυμπο. Στη συνέχεια του απήγγειλα τους στίχους που περιγράφουν τον Απόλλωνα να σκίζει τα φασκιά του, να πηδάει από την κούνια του, να ανοίγει τα φτερά του σαν κύκνος και να ίπταται προς τον ήλιο, δηλώνοντας ότι είχε έρθει για να ανακοινώσει το θέλημα του θεού στους θνητούς.
—«Είναι δυνατόν», ρώτησα, «όλα αυτά να είναι ένα απλό κατασκεύασμα; μια φαντασίωση; ανυπόστατα όπως ο αέρας; Όχι, όχι! Ο Απόλλωνας δεν είναι ένα είδωλο. Είναι θεός και γιος του θεού. Ολόκληρος ο ελληνικός κόσμος είναι μάρτυράς μου ότι λέω την αλήθεια.»
Τότε κοίταξα τον οδηγό μου για να δω τι εντύπωση του είχε προκαλέσει αυτό το ξέσπασμα ειλικρινούς ενθουσιασμού. Είδα ένα κρύο χαμόγελο στα χείλη του, που το ένιωσα σαν μαχαιριά στην καρδιά μου. Φαινόταν σαν να ήθελε να μου πει, «Καημένε παραπλανημένε ειδωλολάτρη! Δεν είσαι αρκετά ευφυής για να αντιληφθείς ότι ο Όμηρος ήταν απλά ένας θνητός και ότι έγραψε ένα ποίημα στο οποίο έπλασε τους θεούς τους οποίους ύμνησε. Ότι αυτοί οι θεοί υπήρχαν μόνο στη φαντασία του και ότι σήμερα είναι το ίδιο νεκροί με τον δημιουργό τους, τον ποιητή.»
Εκείνη τη στιγμή σταθήκαμε στην είσοδο ενός μεγάλου οικοδομήματος, το οποίο ο οδηγός μου είπε ήταν «ο οίκος του θεού». Όταν μπήκαμε είδα αναρίθμητα κεράκια να τρεμοπαίζουν σε όλο το ευρύχωρο εσωτερικό. Τριγύρω μου υπήρχαν ακόμα εικόνες, βωμοί και ζωγραφιές. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά από το θυμίαμα. Μερικοί άνδρες με πανέμορφα άμφια κινούνταν πέρα δώθε, προσκυνούσαν και γονάτιζαν μπροστά σε κεριά και εικόνες. Το κοινό ήταν γονατισμένο και περιβαλλόταν από μία σιωπή τόσο ιεροπρεπή, που προκαλούσε δέος. Καθώς παρατήρησε την αδημονία μου να κατανοήσω τι συνέβαινε, ο οδηγός μου με πήρε παράμερα και μου ψιθύρισε ότι οι άνθρωποι γιόρταζαν την επέτειο της γέννησης του όμορφου Σωτήρα τους, του Ιησού, του Υιού του Θεού.
—«Και ο Απόλλωνας ήταν γιος του θεού», αντέτεινα με την ελπίδα ότι θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε σε κάτι τελικά.
—«Ξέχνα τον Απόλλωνα!», είπε με αυστηρό τόνο στη φωνή του. «Δεν υπάρχει τέτοιο πρόσωπο. Ήταν απλά ένα είδωλο. Ακόμα κι αν μπορούσατε να ψάξετε για τον Απόλλωνα σε όλο το σύμπαν, ποτέ δεν θα βρίσκατε οποιονδήποτε που να απαντά σε αυτό το όνομα ή να ταιριάζει σε αυτήν την περιγραφή. Ο Ιησούς», συνέχισε, «είναι ο Υιός του Θεού. Ήρθε στη γη μας και γεννήθηκε από μια παρθένο».
Και πάλι μπήκα στον πειρασμό να πω στον οδηγό μου ότι ακριβώς με αυτόν τον τρόπο ενσαρκώθηκε και ο Απόλλωνας. Αλλά συγκρατήθηκα.
—«Όταν ο Ιησούς μεγάλωσε και έγινε άνδρας», συνέχισε ο οδηγός μου, «επιτέλεσε ανήκουστα θαύματα: περπάτησε στη θάλασσα, έδωσε σε τυφλούς την όραση τους, σε κουφούς την ακοή τους, σε βουβούς τη λαλιά τους. Μετέτρεψε το νερό σε κρασί, τάισε χιλιάδες με θαυματουργό τρόπο, προέλεγε τα μελλούμενα και αναστήθηκε από τους νεκρούς. Φυσικά, και εσείς ισχυρίζεστε», προσέθεσε, «ότι οι θεοί σας επιτελούσαν θαύματα και ότι τα μαντεία σας προέλεγαν το μέλλον αλλά υπάρχει μία διαφορά: αυτά που λέγονται για τους θεούς σας είναι μυθοπλασία ενώ αυτά που λέγονται για τον Ιησού είναι γεγονότα και η διαφορά ανάμεσα στον παγανισμό και τον χριστιανισμό είναι η διαφορά ανάμεσα σε μυθοπλασία και πραγματικότητα.»
Εκείνη τη στιγμή άκουσα ένα φύσημα, σαν το θρόισμα των φύλλων σε ένα δάσος, να σαρώνει το κοινό που προσκυνούσε. Γύρισα προς τα εκεί ασυνείδητα, παρακινημένος από την ελληνική περιέργειά μου και άρχισα να σπρώχνω για να φτάσω εκεί όπου βρίσκονταν οι μεγάλες λαμπάδες. Διαισθάνθηκα ότι αυτή η αναταραχή στον ναό οφειλόταν στην ανακοίνωση ότι ο θεός Ιησούς ήταν έτοιμος να εμφανιστεί και ήθελα να τον δω. Ήθελα να τον αγγίξω ή αν το πλήθος ήταν πολύ μεγάλο ώστε να έχω αυτό το προνόμιο, ήθελα τουλάχιστον να ακούσω τη φωνή του. Εγώ, που δεν είχα δει ποτέ έναν θεό, δεν είχα αγγίξει ποτέ έναν θεό, δεν είχα μιλήσει ποτέ με έναν θεό, που είχα πιστέψει στον Απόλλωνα χωρίς ποτέ να γνωρίζω οτιδήποτε αποδείξιμο γι’ αυτόν, ήθελα να δω τον αληθινό θεό, τον Ιησού.
Αλλά ο οδηγός μου τοποθέτησε το χέρι του γρήγορα πάνω στον ώμο μου και με συγκράτησε.
—«Θέλω να δω τον Ιησού», είπα βιαστικά γυρίζοντας προς το μέρος του. Το είπα ευλαβικά και με καλή πίστη. «Δεν θα είναι εδώ σήμερα το πρωί; Δεν θα μιλήσει στους πιστούς του;» ρώτησα και πάλι. «Δεν θα τους επιτρέψει να τον αγγίξουν, να χαϊδέψουν το χέρι του, να αγκαλιάσουν τα θεία πόδια του, να εισπνεύσουν τη θεσπέσια ευωδιά της ανάσας του, να απολαύσουν το χρυσό φως των ματιών του, να ακούσουν τη μελωδική, άψογη προφορά του; Άφησέ με κι εμένα να δω τον Ιησού», παρακάλεσα.
—«Δεν μπορείς να τον δεις», απάντησε ο οδηγός μου με ένα ίχνος αμηχανίας στη φωνή του. «Δεν παρουσιάζεται πια.»
Εξεπλάγην τόσο πολύ από αυτό που άκουσα, ώστε δεν μπόρεσα να αρθρώσω κάποια απάντηση αμέσως.
—«Τα τελευταία δύο χιλιάδες χρόνια», συνέχισε ο οδηγός μου, «ο Ιησούς δεν έχει ευαρεστηθεί να εμφανιστεί σε κανέναν. Και κανείς δεν τον έχει ακούσει όλα αυτά τα χρόνια.»
—«Για δύο χιλιάδες χρόνια κανείς δεν έχει δει ούτε ακούσει τον Ιησού;» ρώτησα με τα μάτια μου γεμάτα απορία και φωνή που έτρεμε από την ένταση.
—«Όχι», απάντησε.
—«Μα τότε», τόλμησα να ρωτήσω ανυπόμονα, «αυτό δεν καθιστά τον Ιησού είδωλο όσο είδωλο είναι και ο Απόλλωνας; Και αυτοί οι άνθρωποι δεν προσκυνούν έναν θεό για την ύπαρξη του οποίου είναι τόσο πολύ στο σκοτάδι όσο ήταν και οι Έλληνες για την ύπαρξη του όμορφου Απόλλωνα; Έναν θεό για τον οποίο έχουν ακούσει μόνον φήμες όπως φήμες ήταν οι αναφορές του Ομήρου στους ολυμπίους θεούς; Δεν είναι το ίδιο ειδωλολάτρες όσο οι Αθηναίοι;»
«Τι θα έλεγες», ρώτησα τον οδηγό μου, «αν απαιτούσα να μου εμφανίσεις τον Ιησού για να αποδείξεις την ύπαρξή του στα μάτια και τα αυτιά μου, όπως μου ζήτησες κι εσύ να εμφανίσω τον Απόλλωνα; Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα σε μια τελετή που πραγματοποιήθηκε προς τιμή του Απόλλωνα και σε μία που πραγματοποιείται προς τιμή του Ιησού δεδομένου ότι είναι το ίδιο αδύνατο για το μαντείο να επιδείξει την ύπαρξη τόσο του ενός όσο και του άλλου; Πώς στοιχειοθετείται ότι ο Ιησούς είναι ένας ζωντανός θεός ενώ ο Απόλλωνας είναι ένα νεκρό είδωλο, δεδομένου ότι και οι δύο είναι το ίδιο αόρατοι, απρόσιτοι, το ίδιο αδύνατο να παρουσιαστούν;»
«Και αν η πίστη ότι ο Ιησούς είναι θεός τον καθιστά θεό, γιατί δεν καθιστά και τον Απόλλωνα θεό η πίστη ότι είναι θεός; Αν η λατρεία του Ιησού, τον οποίο κανείς δεν έχει δει, ακούσει ή αγγίξει τα τελευταία δύο χιλιάδες χρόνια, αν η οικοδόμηση ναών προς τιμή του, αν το θυμίαμα που καίγεται στους βωμούς του, το προσκύνημα της άγιας τράπεζας και το να αποκαλείται «θεός» δεν είναι ειδωλολατρία, τότε δεν είναι ειδωλολατρία ούτε το άναμμα φωτιάς στους φωτεινούς βωμούς του Έλληνα Απόλλωνα, του θεού της αυγής, του δάσκαλου της μαγεμένης λύρας, του τοξοβόλου με τα πύρινα βέλη! Δεν αρνούμαι», είπα, «ότι ο Ιησούς έζησε κάποτε. Ίσως ήταν ζωντανός πριν από δύο χιλιάδες χρόνια αλλά αν κανείς δεν τον έχει ακούσει από τότε, αν του συνέβη το ίδιο πράγμα που συνέβη στους συγχρόνους —αν, δηλαδή, είναι νεκρός— τότε λατρεύετε έναν νεκρό και αυτό καθιστά τη θρησκεία σας ειδωλολατρική και με τη βούλα.»
Και στη συνέχεια, ενθυμούμενος αυτά που μου είχε πει σχετικά με την ελληνική μυθολογία, ότι είναι όμορφη αλλά δεν είναι αληθινή, του είπα: «Οι ναοί σας είναι πράγματι πανέμορφοι και πλούσιοι. Η μουσική σας είναι μεγαλειώδης. Οι βωμοί σας είναι υπέροχοι. Οι λιτανείες σας είναι εξαιρετικές. Οι ύμνοι σας μελιστάλαχτοι. Το θυμίαμά σας, οι καμπάνες σας, τα λουλούδια, τα χρυσά και ασημένια σκεύη σας είναι όλα σπάνιου γούστου και τολμώ να πω ότι οι δοξασίες σας είναι διακριτικές και οι ιεροκήρυκες σας εύγλωττοι, αλλά η θρησκεία σας έχει ένα ελάττωμα: δεν είναι αληθινή.»
Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο On the way to Ithaca, όπου και γίνεται ο σχολιασμός.
Ας το πάρουμε απόφαση: ο Θεός δεν ταιριάζει με την επιστήμη
Το άρθρο αναδημοσιεύεται με την άδεια του συγγραφέα, Σπύρου Σφενδουράκη, και με την άδεια του εκδότη του Athens Review of Books, όπου πρωτοδημοσιεύτηκε τον Νοέμβριο του 2010.
Φρανσίσκο Χ. Αγιάλα, Το δώρο του Δαρβίνου στην επιστήμη και στην θρησκεία, μτφρ. Πηνελόπη Τριαδά, Ενάλιος, Αθήνα 2009, σελ. 264
Άντριου Νιούμπεργκ και Μ.Ρ. Γουόλντμαν, Γιατί πιστεύουμε. Πώς η επιστήμη του εγκεφάλου εξηγεί την ανάγκη μας για το Θεό, μτφρ. Γιώτα Γκουμέα, Αβγό, Αθήνα 2010, σελ. 411
Δύο παράξενα βιβλία. Το ένα υποστηρίζει ότι η εξελικτική βιολογία προσφέρει καλή υπηρεσία στη θρησκεία και το άλλο υπονοεί στον τίτλο ότι ο νους μας κατασκευάζει το Θεό, αλλά διαβάζοντάς το συνειδητοποιεί κανείς ότι μάλλον θεωρεί τη θρησκευτική εμπειρία και την επιστημονική γνώση ισότιμες κατασκευές (όψεις;) της πραγματικότητας. Οι στόχοι των δύο βιβλίων δεν είναι παρόμοιοι, ούτε και το περιεχόμενό τους έχει πολλά κοινά. Συνδέονται όμως στενά, αφού σχετίζονται με την πολυσυζητημένη σχέση επιστήμης και θρησκείας, με τις συζητήσεις για το αν, και πώς, μπορεί η επιστήμη να απαντήσει στο ερώτημα περί Θεού. Υπάρχει Θεός, λοιπόν; Ο Αγιάλα απαντά ότι το ερώτημα αυτό δεν ανήκει στο πεδίο της επιστήμης. Οι Νιούμπεργκ και Γουόλντμαν συμφωνούν έμμεσα, αφού έτσι κι αλλιώς κάθε πεποίθηση για την πραγματικότητα είναι μια κατασκευή του νου μας! Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.
Ο Αγιάλα είναι ένας από τους σημαντικούς εξελικτικούς βιολόγους του 20ού αιώνα, με σημαντικότατη συνεισφορά στην εξελικτική και πληθυσμιακή γενετική. Είναι φανατικός υποστηρικτής του νεοδαρβινισμού και, γενικότερα, της σύγχρονης εξελικτικής θεωρίας, και έχει συνδράμει στην καταπολέμηση των ψευδοεπιστημονικών θέσεων των οπαδών του Ευφυούς Σχεδιασμού και του Δημιουργισμού. Ταυτόχρονα, όντας βαθιά θρησκευόμενος χριστιανός (το 1960 είχε, πρόσκαιρα, χειροτονηθεί ιερέας), καταβάλλει σοβαρές προσπάθειες να υποστηρίξει ότι η θρησκευτική πίστη δεν έρχεται σε αντίθεση με την εξελικτική θεωρία, δίνοντας πλήθος διαλέξεων και δημοσιεύοντας σχετικά βιβλία και άρθρα. Αν και έχει διαφορετικές ιδεολογικές καταβολές και άλλες προσωπικές πεποιθήσεις, η επιχειρηματολογία του συγκλίνει με εκείνη του πρόωρα χαμένου Στίβεν Τζέι Γκουλντ περί Μη Επικαλυπτόμενων Επικρατειών (Νon-Οverlapping Μagisteria) επιστήμης και θρησκείας. Προχωρά παραπέρα μάλιστα, υποστηρίζοντας ότι η εξελικτική θεωρία είναι εξαιρετικά χρήσιμη για τη θρησκεία, ιδίως το Χριστιανισμό και τις άλλες μονοθεϊστικές θρησκείες, αφού δίνει διέξοδο στο κλασικό πρόβλημα της ύπαρξης του Κακού (ή, σε μικρότερη κλίμακα, των ατελειών και της μοχθηρότητας). Βέβαια, δεν υιοθετεί την αντίληψη περί θεϊστικής εξέλιξης, δηλαδή την πεποίθηση ότι οι εξελικτικές διεργασίες καθοδηγούνται από το χέρι του Θεού. Η θέση που υιοθετεί είναι ενταγμένη σε μια εκδοχή του λεγόμενου «ντεϊσμού» (σε αντιπαραβολή με το «θεϊσμό»), της άποψης δηλαδή ότι ο Θεός δεν παρεμβαίνει στον υλικό κόσμο αλλά απλώς τον δημιούργησε και έδωσε τους κανόνες με τους οποίους αυτός λειτουργεί. Οι άνθρωποι, μέσα από την επιστήμη, έρχονται όλο και πιο κοντά στο Θεό, αφού μαθαίνουν τους κανόνες αυτούς.
Το βιβλίο του Αγιάλα, στο μεγαλύτερο μέρος του, παρουσιάζει με απλό, περιεκτικό και σαφή τρόπο τη σύγχρονη εξελικτική θεωρία, και ως τέτοιο είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικό. Επιπλέον, προσφέρει και ισχυρότατα επιχειρήματα ενάντια στις συνήθεις αιτιάσεις των οπαδών του Ευφυούς Σχεδιασμού, αυτής της σύγχρονης και κάπως συγκαλυμμένης εκδοχής του Δημιουργισμού, καταδεικνύοντας πόσο σαθρές είναι αυτές. Τα περισσότερα κεφάλαια του βιβλίου θα έβρισκαν σύμφωνο κάθε εξελικτικό βιολόγο, ο οποίος και θα συνιστούσε την ανάγνωσή τους, μιας και η γραφή του Αγιάλα είναι άμεση, εύληπτη και κατανοητή από τον μέσο, μη ειδικό αναγνώστη. Ακόμα και στο έκτο κεφάλαιο που μιλά για την εξέλιξη του ανθρώπου, μια-δυο φράσεις μόνο θα δημιουργούσαν αντιπαράθεση μεταξύ των εξελικτικών βιολόγων. Επιπλέον, το τελευταίο κεφάλαιο, το οποίο κατά τον τίτλο του αφορά τους ειδήμονες, συνιστά μιαν απλοποιημένη μεν, καταληπτή δε εισαγωγή στην επιστημολογία. Έτσι, μένουν μόνο μερικές σελίδες της εισαγωγής και των κεφαλαίων 2 και 9, στις οποίες αναπτύσσει τις θέσεις του για τη σχέση θρησκείας και επιστήμης, οι οποίες δικαιολογούν τον τίτλο του βιβλίου και αναδεικνύουν την ιδιαιτερότητά του στη σύγχρονη εκλαϊκευμένη βιβλιογραφία για την εξέλιξη. Οι θέσεις αυτές, όπως είπαμε, συνοψίζονται στο ότι οι δύο αυτές περιοχές της ανθρώπινης δραστηριότητας αφορούν διαφορετικά πράγματα. Η επιστήμη εξηγεί με εξαιρετικό τρόπο το πώς λειτουργεί ο φυσικός κόσμος, ενώ η θρησκεία αφορά τον πνευματικό κόσμο, το νόημα και το σκοπό της ύπαρξής μας. Θα ασχοληθούμε λίγο παρακάτω με την άποψη αυτή.
Ας εξετάσουμε πρώτα όμως ποιο είναι το περίφημο δώρο του Δαρβίνου στη θρησκεία που αναφέρεται στον τίτλο του βιβλίου. Η απάντηση απευθύνεται κυρίως στους οπαδούς του Ευφυούς Σχεδιασμού, οι οποίοι απαιτούν ένα Σχεδιαστή πίσω από τον φυσικό κόσμο. Ο Σχεδιαστής αυτός μάλιστα ταυτίζεται, ρητά ή υπόρρητα, με το Θεό των μονοθεϊστικών θρησκειών. Οι άνθρωποι αυτοί δυσκολεύονται πολύ να ερμηνεύσουν τις ατέλειες που είναι πρόδηλες στους οργανισμούς, τη σκληρότητα της φύσης, καθώς και τον εμφανή ρόλο της τύχης και της συγκυρίας σε πολλά φυσικά φαινόμενα. Πώς θα μπορούσαν όλα αυτά να απορρέουν από τη δράση ενός παντοδύναμου και πανάγαθου Θεού; Σύμφωνα λοιπόν με τον Αγιάλα, ο Δαρβίνος σώζει τον πιστό προσφέροντας μια διέξοδο που δεν περιλαμβάνει τις πρόδηλες ακροβασίες της λογικής που υιοθετούν οι οπαδοί του Ευφυούς Σχεδιασμού: όλα αυτά είναι απόρροια των εξελικτικών διεργασιών, της φυσικής επιλογής και των άλλων εξελικτικών δυνάμεων και όχι κάποιας θεϊκής παρέμβασης ή επιθυμίας, αφού ο Θεός δεν παρεμβαίνει στον φυσικό κόσμο αλλά απλώς τον δημιούργησε και τον έβαλε σε κίνηση.
Το επιχείρημα αυτό φαντάζει εξαιρετικά απλοϊκό στα μάτια ενός μη θρησκευόμενου ανθρώπου. Δηλαδή, ο παντοδύναμος Θεός δεν ήξερε ότι οι φυσικές διεργασίες που έθεσε σε κίνηση θα οδηγούσαν σε όλα αυτά; Όντας παντοδύναμος και άχρονος, γνώριζε την εξέλιξη των πραγμάτων. Άρα, είτε παρεμβαίνει σήμερα στον φυσικό κόσμο είτε όχι, το πρόβλημα της ατέλειας και του Κακού παραμένει ίδιο και απαράλλαχτο. Αλήθεια, τι σόι εναλλακτική λύση είναι αυτή; Πραγματικά, μένει κανείς έκπληκτος με τη δύναμη της πίστης: αυτή μπορεί να κάνει έναν κατά τα άλλα ευφυή άνθρωπο να υποστηρίζει τόσο απλοϊκές θέσεις για να στηρίξει την πίστη του! Το δώρο αποδεικνύεται άδειο!
Μα μήπως και η άλλη θέση, αυτή για τα μη επικαλυπτόμενα πεδία επιστήμης και θρησκείας, δεν είναι κι αυτή ανάλογα σαθρή; Λες και η θρησκευτική πίστη δεν προέκυψε μέσα από την εξελικτική πορεία των ανθρώπων! Λες και δεν έχει στηριχτεί στην επιθυμία των ανθρώπων να εξηγήσουν τον κόσμο! Απλώς, σήμερα, τα περισσότερα από τα αρχικά ερωτήματα έχουν απαντηθεί πειστικότατα από την επιστήμη χωρίς να χρειάζεται Θεός (μια μη αναγκαία υπόθεση, όπως λέγεται ότι είπε κι ο σπουδαίος μαθηματικός Λαπλάς στον Ναπολέοντα). Μερικά από τα ερωτήματα που οδήγησαν στην κατασκευή της έννοιας του Θεού φαίνεται ότι παραμένουν ακόμα αναπάντητα. Σε αυτά καταφεύγουν όσοι νιώθουν την ανάγκη να υπερασπιστούν μεταφυσικές θέσεις. Ποια λένε ότι είναι αυτά; Ο σκοπός και το νόημα της ύπαρξής μας! Κάποιοι προσθέτουν και τους κανόνες της συνύπαρξης των ανθρώπων, δηλαδή την ηθική. Αυτό το τελευταίο καταρρίπτεται εύκολα, βέβαια, κι έτσι ο Αγιάλα δεν το επικαλείται. Ο Γκουλντ έκανε ακριβώς το αντίθετο: έχοντας υλιστικό-μαρξιστικό υπόβαθρο δεν μπορούσε να αναφερθεί σε κάποιο αόριστο, υπερβατικό νόημα της ύπαρξης, οπότε θεώρησε προνομιακό το ρόλο της θρησκείας μόνο στο πεδίο της ηθικής. Η ηθική όμως μπορεί άνετα να στηριχθεί σε καθαρά υλιστική βάση, όπως, για παράδειγμα, δείχνει η σύγχρονη εξελικτική θεώρηση.
Αλλά ας επανέλθουμε στον Αγιάλα. Δεδομένου ότι αποδέχεται πλήρως τη βιολογική εξέλιξη, πώς είναι δυνατό να αναφέρεται σε νόημα και σκοπό της ύπαρξής μας; Αν η ύπαρξή μας έχει νόημα, θα έπρεπε είτε να είμαστε προϊόντα ειδικής δημιουργίας είτε να υπάρχει παρόμοιο νόημα σε όλους τους οργανισμούς, δηλαδή να υπάρχει κάποιο σχέδιο στην εξέλιξη της ζωής. Τα ερωτήματα αυτά θα είχαν νόημα (!) εάν δεχθεί κανείς ότι ο Θεός που έθεσε σε κίνηση το σύμπαν είχε κάποιο σχέδιο εξαρχής. Τα έκανε όλα με σκοπό να εμφανιστεί κάποιο είδος που θα αντιλαμβανόταν ότι πρέπει να πιστέψει στην ύπαρξή Του και να βρει το νόημα αυτό! Άρα, η εξελικτική θεώρηση καταρρίπτεται, αφού και πάλι δεν υπάρχει περιθώριο για τύχη, ατέλειες, συγκυρίες. Δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν μπορεί να κρατά κανείς δύο καρπούζια στην ίδια μασχάλη.
Ποια, πάλι, είναι η απάντηση στο ερώτημα περί νοήματος που δίνει η θρησκεία; Μήπως οι άθεοι ζουν μια ζωή στερημένη από νόημα; Ή μήπως δίνουμε νόημα με τις επιλογές μας και με τους στόχους που θέτουμε –εμείς οι ίδιοι– είτε ως άτομα είτε ως κοινωνικές ομάδες; Από μιαν άλλη σκοπιά, ας σκεφτεί κανείς ποια είναι η πραγματική διάσταση της θρησκείας στον κόσμο, πέρα από τις φιλοσοφικές αναζητήσεις ολιγάριθμων θεολόγων ή φιλοσόφων. Πώς θα δεχόταν η μεγάλη πλειονότητα των θρησκευόμενων ανθρώπων ένα Θεό στερημένο από την καθημερινή σχέση του με τον κόσμο;
Όλες οι προσπάθειες των εχθρών της Εξέλιξης, από τους Δημιουργιστές έως τους οπαδούς του Ευφυούς Σχεδιασμού, έχουν ως αποτέλεσμα τις διατυπώσεις και αναδιατυπώσεις επιστημονικοφανών κλισέ. Όμως και αυτά σκοντάφτουν στην πνευματική ακαμψία των εκπροσώπων των Εκκλησιών.
Η περίπτωση των Νιούμπεργκ και Γουόλντμαν είναι κάπως πιο περίπλοκη. Ο πρώτος συγγραφέας, ο οποίος έχει και την κύρια ευθύνη του βιβλίου, έχει σπουδάσει παθολογία και πυρηνική ιατρική αλλά ασχολείται κυρίως με το τι συμβαίνει στον εγκέφαλο κατά τη διάρκεια υπερβατικών «εμπειριών», χρησιμοποιώντας τεχνικές εγκεφαλικής απεικόνισης. Η δική τους άποψη για το αν υπάρχει Θεός είναι ασαφής. Το ίδιο, βέβαια, φαίνεται να ισχύει και για το ερώτημα αν υπάρχει οτιδήποτε! Η έμφασή τους αφορά τον τρόπο που ο νους μας κατασκευάζει τις εικόνες και τις αντιλήψεις του κόσμου, βάσει της δομής και του τρόπου λειτουργίας του εγκεφάλου. Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου τους παρουσιάζει αποτελέσματα καταγραφών της εγκεφαλικής δραστηριότητας σε διάφορες καταστάσεις, με έμφαση στις καταστάσεις υπερβατικών «εμπειριών», σύμφωνα τουλάχιστον με το τι δηλώνουν οι ίδιοι οι άνθρωποι που ελέγχονται.
Είναι αλήθεια ότι οι συγγραφείς αποκαλύπτουν πολλά ενδιαφέροντα πράγματα για τον τρόπο που ο εγκέφαλός μας μετατρέπει τις αισθήσεις σε αντίληψη, καθώς και για το πώς μπορεί να δημιουργεί ψευδείς εικόνες και αισθήσεις. Παράλληλα, σχολιάζουν το πώς δημιουργούνται πεποιθήσεις βάσει των εμπειριών αυτών αλλά και βάσει των τάσεων που έχει ο εγκέφαλός μας να αποδέχεται έτοιμες έννοιες και πεποιθήσεις της κοινωνίας στην οποία αναπτύσσεται. Ο αναγνώστης που δεν έχει έλθει σε επαφή με τα πρόσφατα ευρήματα των νευροεπιστημών, έχει να μάθει πολλά καινούργια και απρόσμενα πράγματα. Μπορεί, όμως, να παρασυρθεί εύκολα στην άποψη ότι όλες οι αντιλήψεις και οι πεποιθήσεις είναι απλώς διαφορετικοί, ισότιμοι τρόποι αντιμετώπισης του κόσμου, αφού οι συγγραφείς δεν παίρνουν σαφή θέση, εσκεμμένα ή όχι.
Αντιθέτως, διαφαίνεται ότι υιοθετούν την άποψη πως αυτό που έχει σημασία είναι να βρίσκει κανείς νόημα στη ζωή του, ανεξάρτητα από το ποιο σύστημα πεποιθήσεων έχει αποδεχθεί. Είναι χαρακτηριστικό ότι αφιερώνουν ολόκληρο κεφάλαιο στην περίπτωση ενός άθεου που υιοθέτησε «πνευματικό» τρόπο ζωής (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) έπειτα από κάποια υπερβατική εμπειρία που είχε. Λες και μια μεμονωμένη, επιλεγμένη κατ’ ουσίαν, περίπτωση τέτοιου είδους έχει κάποια ξεχωριστή σημασία! Οι συγγραφείς, αν και τοποθετούν τις 30 [ The Athens Review of books Νοέμβριος 2010θρησκευτικές πεποιθήσεις και την αντίληψη του θείου στο σύνολο των κατασκευών του νου, δεν παίρνουν θέση ως προς τη γνωσιολογική αξία αυτών των πεποιθήσεων. Αντί γι’ αυτό, τηρούν ίσες αποστάσεις απέναντι σε κάθε σύστημα πεποιθήσεων και σε κάθε τρόπο αντίληψης του κόσμου. Ναι, ο νους μας δεν αντιλαμβάνεται τον κόσμο όπως είναι, αφού κάθε εμπειρία των αισθήσεων περνά από μια περίπλοκη διεργασία ερμηνείας από τον εγκέφαλο, στην οποία υπεισέρχονται παράγοντες όπως οι πρότερες εμπειρίες, οι κοινωνικές σχέσεις και αντιλήψεις κ.λπ. Επιπλέον, ο νους δημιουργεί και μια σειρά από ψευδείς εμπειρίες, υπό την έννοια ότι δεν έχουν να κάνουν με πραγματικές διεγέρσεις των αισθητηρίων οργάνων. Και δεν υπάρχει τρόπος να διακρίνει κανείς τι είναι πιο πραγματικό από το άλλο, αφού κάθε τέτοια προσπάθεια εμπεριέχει μιαν αντίστοιχη ερμηνεία εκ μέρους του νου που την επιχειρεί.
Δυστυχώς, η διαφαινόμενη στο βιβλίο αυτό τάση των συγγραφέων προς απόψεις τύπου «Νέας Εποχής» (New Age), επιβεβαιώνεται από πιο πρόσφατα πονήματά τους (π.χ., How God Changes Your Brain: Breakthrough Findings from a Leading Neuroscientist, Ed. Ballantine Books, 2009). Ο πρώτος και βασικός συγγραφέας μάλιστα, ο Άντριου Νιούμπεργκ, στο φετινό του βιβλίο με τίτλο Principles of Neurotheology (Ed. Ashgate, 2010) επιχειρεί να «ενοποιήσει» θρησκεία και επιστήμη με τρόπο που –υποτίθεται ότι– διατηρεί και τις δύο.
Ανεξάρτητα από αυτό όμως τα επιχειρήματα που αναπτύσσουν στο εν λόγω βιβλίο έχουν τη δική τους αξία και οφείλουμε να τα αντιμετωπίσουμε ως έχουν. Είναι όντως ισότιμες όλες οι πεποιθήσεις που κατασκευάζει ο εγκέφαλός μας; Η επιστήμη και η θρησκεία έχουν όντως την ίδια αξία ως συστήματα γνώσης; Η απάντηση, για άλλη μια φορά, είναι απλή: αρκεί να δώσει κανείς λίγο περισσότερη προσοχή στον τρόπο που εργάζονται οι ίδιοι οι συγγραφείς. Δηλαδή στη χρήση της τεχνολογίας για την απεικόνιση του εγκεφάλου. Ανεξάρτητα από το πώς ο νους μας μεταφράζει και ερμηνεύει την πραγματικότητα, έχουμε αναπτύξει τεχνητές αισθήσεις και όργανα, τα οποία καταγράφουν και περιγράφουν τον κόσμο χωρίς τη μεσολάβηση των εγκεφαλικών μας κυκλωμάτων. Και οι περιγραφές αυτές συγκλίνουν σε μια περιγραφή του κόσμου που ταιριάζει με τις επιστημονικές μας θεωρίες. Τυχαίο; Το παράδειγμα των χρωμάτων είναι το πιο απλό. Μάθαμε ότι το χρώμα δεν είναι παρά ο τρόπος που μεταφράζει ο εγκέφαλός μας την αντανάκλαση ακτινοβολίας συγκεκριμένου φάσματος από τα αντικείμενα. Μπορεί ο εγκέφαλός μας να αντιλαμβάνεται ένα κόκκινο άνθος και να «βλέπει» κάτι που όλοι ονομάζουμε ως εμπειρία του κόκκινου χρώματος, αλλά το άνθος απλώς απορροφά την ακτινοβολία στο μεγαλύτερο μέρος του υπόλοιπου ορατού φάσματος. Έτσι, ο εγκέφαλός μας βλέπει κάτι που δεν υπάρχει καθεαυτό, μα κατασκευάζει την αντίληψη του «κόκκινου».
Έχουμε όμως με τη σειρά μας κατασκευάσει όργανα που ξεπερνούν τα όρια του εγκεφάλου μας. Μπορούμε να καταγράψουμε τις ακτινοβολίες σε πολύ ευρύτερο φάσμα από το ορατό, χωρίς να παρεμβαίνει κάποια αντίληψη χρώματος. Επιπλέον, ο εγκέφαλός μας έχει εξελιχτεί να αντιλαμβάνεται τον κόσμο με τρόπους που προσφέρουν κάποια υπηρεσία στην επιβίωσή μας. Άρα, εάν απλώς έκανε αυθαίρετες ερμηνείες, εάν απλώς κατασκεύαζε έναν αυθαίρετο κόσμο αντί να τον αντιλαμβάνεται, δύσκολα θα καταφέρναμε να επιβιώσουμε για δεκάδες, εκατοντάδες ή και εκατομμύρια χρόνια. Αναμένουμε, μάλιστα, η δική μας νοητική κατασκευή να συγκλίνει αρκετά με εκείνη του εγκεφάλου των υπόλοιπων ζώων, ιδίως όσων είναι κοντινοί συγγενείς μας, αφού ο εγκέφαλός μας δεν εμφανίστηκε από το πουθενά και δεν διαφέρει στη βασική του κατασκευή από εκείνους των συγγενικών μας ειδών.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Σημαίνουν ότι ναι μεν ο εγκέφαλός μας δημιουργεί μια εικόνα του κόσμου και πεποιθήσεις για αυτόν, αλλά υπάρχει ένας κόσμος εκεί έξω που δεν είναι ξένος προς τις εικόνες μας ούτε και προς τις πεποιθήσεις μας. Και έχουμε αναπτύξει τρόπους να τον καταλαβαίνουμε ακόμα καλύτερα απ’ όσο μπορεί ο εγκέφαλός μας. Ακόμα και οι πεποιθήσεις μας μπορούν να υποβληθούν σε έλεγχο ως προς το πόσο καλά ταιριάζουν με αυτόν τον κόσμο εκεί έξω. Γι’ αυτό και μπορούμε να διακρίνουμε την υποκειμενική, ψευδή εμπειρία ενός ακρωτηριασμένου άκρου από την, εξίσου υποκειμενική, αλλά αληθή εμπειρία ενός υπαρκτού άκρου από έναν αρτιμελή άνθρωπο.
Εξ όσων γνωρίζω, μέχρι σήμερα δεν έχει υπάρξει η παραμικρή επιβεβαίωση οποιασδήποτε θρησκευτικής πεποίθησης. Κάθε «υπερβατική» εμπειρία παραμένει αυστηρά προσωπική, υποκειμενική υπόθεση. Χωρίς εξωτερική επιβεβαίωση, δεν μπορεί να διακριθεί από τις ψευδείς αντιλήψεις, τα οράματα ή τις παραισθήσεις. Αντιθέτως, οι ερμηνείες για τον κόσμο που χτίζονται διαρκώς μέσα από την επιστημονική έρευνα, μπορεί συχνά να φέρνουν σε αμηχανία το νου μας (π.χ., κβαντική φυσική), αφού αυτός έχει εξελιχθεί για να αντιλαμβάνεται άμεσα τα φαινόμενα σε άλλη κλίμακα του χώρου και του χρόνου, αλλά η αξιοπιστία τους διαρκώς αυξάνεται (λ.χ., διαφορετικά δεν θα μιλούσαμε με κινητά τηλέφωνα). Το σημαντικότερο: δεν χρησιμοποιούν ή απαιτούν την παραμικρή θεϊκή παρουσία ή παρέμβαση.
Ο νους μας όντως μπορεί να κατασκευάζει θεούς και δαίμονες, να χάνεται σε υπερβατικές εμπειρίες ή σε αλλοιώσεις της συνήθους συνειδησιακής κατάστασης (π.χ., με χρήση παραισθησιογόνων κ.λπ.), αλλά έχουμε καταφέρει να φτιάξουμε ένα σύστημα γνώσης του κόσμου που παρακάμπτει τις ατέλειες του εγκεφάλου του καθενός μας. Και αυτό ονομάζεται επιστήμη. Μπορεί να μη μας έχει προσφέρει όλες τις απαντήσεις που θα θέλαμε, αλλά έχει προσφέρει όλες τις απαντήσεις που μπορούμε να θεωρήσουμε αξιόπιστες. Κάθε τι εκτός της επιστήμης είτε περιμένει τη σειρά του (έρθει – δεν έρθει αυτή ποτέ) είτε δεν αφορά τη γνώση του κόσμου (π.χ., αισθητική και συναισθηματική απόλαυση κ.λπ.). Ας το πάρουμε απόφαση: ο Θεός δεν ταιριάζει με την επιστήμη.
Η Γιώτα Γκουμέα κατάφερε να αποδώσει αξιοπρεπώς τον κάπως ασαφή τρόπο γραφής των Νιούμπεργκ και Γουόλντμαν, υποπίπτοντας σε ελάχιστα σφάλματα. Θα περιμέναμε, βέβαια, έναν πρόλογο από κάποιον ειδικό που να εισαγάγει τον αναγνώστη στο θέμα και στις θέσεις των συγγραφέων, αλλά πλέον αυτό ακούγεται ως πολυτέλεια στο σύγχρονο εκδοτικό τοπίο. Η Πηνελόπη Τριαδά απέδωσε σε γενικές γραμμές καλά τον ρυθμό γραφής και το ύφος του συγγραφέα, αλλά έχει υποπέσει σε μερικά σφάλματα ορολογίας (με τη «χιστιδίνη» να βγάζει μάτι, αντί για την πολύ γνωστή «ιστιδίνη») και τα ελληνικά της είναι μέτρια. Επιπλέον, οι εικόνες είναι φτωχής ποιότητας και λείπει και πάλι ένας πρόλογος στην ελληνική έκδοση. Δεν θέλουμε να αποδεχθούμε ως μοιραία την υποβάθμιση της ποιότητας στις εκδόσεις «εκλαϊκευμένης επιστήμης» λόγω της οικονομικής κρίσης ή/και του μικρού αναγνωστικού κοινού. Θα τονίσουμε για μια ακόμη φορά ότι η μετάφραση τέτοιων βιβλίων απαιτεί από μεταφραστές και επιμελητές καλή γνώση του σχετικού επιστημονικού πεδίου, αλλά και –εξίσου ή και περισσότερο– καλή γνώση της ελληνικής γλώσσας.
Ο σχολιασμός γίνεται στο ιστολόγιο Αόρατη Μελάνη
Ο αθεϊσμός σήμερα στην Ελλάδα και το εξωτερικό [2]
Στο πλαίσιο των ομιλιών, έξι συνολικά τον αριθμό, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν από μέλη της Ένωσης Αθέων στον Ελεύθερο Κοινωνικό Χώρο «Nosotros» (Θεμιστοκλέους 66, Εξάρχεια), μετά από πρόσκληση για συμμετοχή στους κύκλους αυτομόρφωσης που διοργανώνει ο συγκεκριμένος χώρος, το μπλογκ μας αναδημοσιεύει τμηματικά το περιεχόμενο των ομιλιών αυτών.
Αρθρογράφος: Τατιάνα Ραπακούλια, εκπρόσωπος τύπου της Ένωσης Αθέων, διαδικτυακό ψευδώνυμο Αόρατη Μελάνη
« Προηγούμενο [1] |
Διακρίσεις και προκατάληψη
Οι θεσμικές και κοινωνικές διακρίσεις κατά των αθέων που υφίστανται σε ορισμένες χώρες μπορεί να οδηγήσουν αρκετούς στο να αποκρύψουν τις αθεϊστικές τους πεποιθήσεις από τον φόβο της δίωξης ή της περιθωριοποίησης. Το γεγονός αυτό επίσης επηρεάζει τα αποτελέσματα των ερευνών και δημιουργεί μια παραποιημένη εικόνα της πραγματικής κατανομής των θρησκευτικών πεποιθήσεων.
Ισλαμικές χώρες
Σε πολλές ισλαμικές χώρες, οι άθεοι υφίστανται όχι μόνο διακρίσεις αλλά και δίωξη. Σύμφωνα με ορισμένες ερμηνείες του Ισλάμ, οι μουσουλμάνοι δεν είναι ελεύθεροι να αλλάξουν θρήσκευμα ή να γίνουν άθεοι. Η άρνηση του Ισλάμ, η αποστασία, τιμωρείται παραδοσιακά με θάνατο για τους άνδρες και με ισόβια φυλάκιση για τις γυναίκες. Η θανατική ποινή για την αποστασία υφίσταται ακόμη σε αρκετά ισλαμικά κράτη, όπως είναι το Ιράν, η Αίγυπτος, το Πακιστάν, η Σομαλία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Κατάρ, η Υεμένη και η Σαουδική Αραβία. Αν και οι εκτελέσεις είναι πλέον σπάνιες, είναι ωστόσο συνηθισμένο να προσάγονται οι άθεοι για βλασφημία ή πρόκληση μίσους. Τα νέα καθεστώτα στην Τυνησία και την Αίγυπτο έχουν φυλακίσει αρκετούς αθεϊστές.
Στο Ιράν δεν μπορεί κανείς να δηλώσει άθεος, αλλά είναι υποχρεωμένος να δηλώσει ότι ανήκει σε κάποιο αναγνωρισμένο θρήσκευμα προκειμένου να μπορεί να διεκδικήσει ορισμένα δικαιώματα, μεταξύ άλλων και για να μπει στο πανεπιστήμιο ή να ασκήσει τη δικηγορία. Παρόμοια κατάσταση επικρατεί στην Ιορδανία και την Ινδονησία, όπου είναι υποχρεωτικό να δηλώσει κανείς θρήσκευμα για λόγους επίσημης ταυτοποίησης, για την έκδοση ταυτότητας και την καταχώριση ληξιαρχικών πράξεων γάμου και γέννησης. Στην Αλγερία οι άθεοι δεν μπορούν να κληρονομήσουν, ενώ απαγορεύεται να παντρευτούν άθεος άνδρας με μουσουλμάνα γυναίκα, και ο γάμος μεταξύ μουσουλμάνων ακυρώνεται αν ο άνδρας αποστατήσει.
Δυτικές χώρες
Στα σύγχρονα συνταγματικά κοινοβουλευτικά πολιτεύματα είναι γενικά αποδεκτό ότι οι πολίτες είναι διανοητικά και πνευματικά ελεύθεροι και ότι οι κυβερνήσεις οφείλουν να αφήνουν τα θρησκευτικά θέματα στην ατομική επιλογή του καθενός και να μην προωθούν θρησκευτικές αντιλήψεις με θεσμικά μέσα, όπως παραχώρηση προνομίων. Οι συμβάσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων προστατεύουν νομικά τους αθέους, αθρήσκους και αγνωστικιστές, κάτι που κάνουν επίσης τα συντάγματα και οι νόμοι αρκετών κρατών. Η θεσμοθέτηση της ελευθερίας της έκφρασης και ο διαχωρισμός κράτους-εκκλησίας επίσης διασφαλίζουν τα δικαιώματα των αθέων, αθρήσκων και αγνωστικιστών. Ως επί το πλείστον, δεν υφίσταται νομική διάκριση κατά των αθέων στις Δυτικές χώρες. Εξακολουθεί ωστόσο να υφίσταται κοινωνική προκατάληψη, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, η οποία είναι δύσκολο να εκτιμηθεί.
Αμερική
Στον Καναδά οι κοσμικιστικές οργανώσεις επιδιώκουν την κατάργηση της προσευχής σε κρατικές εκδηλώσεις, θεωρώντας ότι συνιστούν διάκριση. Στις Η.Π.Α. υφίστανται διακρίσεις τόσο σε νομικό όσο και κοινωνικό επίπεδο. Έξι πολιτείες περιλαμβάνουν θρησκευτικές προϋποθέσεις για την πρόσληψη δημόσιων υπαλλήλων, αν και στην πράξη δεν εφαρμόζονται εδώ κι έναν αιώνα. Υπάρχει δυνατότητα πολιτικού όρκου, αλλά ο θρησκευτικός υφίσταται ακόμη. Σε ό,τι αφορά τα δημόσια αξιώματα, ενώ δεν υπάρχει θεσμικός περιορισμός, οι περισσότεροι πολιτικοί δεν είναι πρόθυμοι να αυτοχαρακτηριστούν ως άθεοι. Πολλές δημοσκοπήσεις έχουν δείξει ότι το 50% των Αμερικανών δεν θα ψήφιζαν έναν δηλωμένο άθεο για πρόεδρο.
Μια έρευνα που έγινε το 2006 από το Πανεπιστήμιο της Μινεζότα στις Η.Π.Α. έδειξε ότι από όλες τις μειονότητες, οι άθεοι αντιμετωπίζονται με τη μεγαλύτερη καχυποψία, περισσότερο και από τους Μουσουλμάνους, τους μετανάστες, τους ομοφυλόφιλους και άλλες μειονοτικές ομάδες. Το 40% θεωρούσε ότι οι άθεοι «δεν ταιριάζουν με την εικόνα της αμερικανικής κοινωνίας», ενώ το 48% δεν θα ήθελε να παντρευτεί το παιδί τους έναν άθεο. Πολλοί από τους συμμετέχοντες στη δημοσκόπηση συνέδεσαν τον αθεϊσμό με την ανηθικότητα, την εγκληματική συμπεριφορά, τον ακραίο υλισμό και τον ελιτισμό. Η ίδια μελέτη διαπίστωσε ότι η αποδοχή ή απόρριψη των αθέων δεν συνδέεται μόνο με την προσωπική θρησκευτικότητα, αλλά και με την έκθεση στη διαφορετικότητα, με το μορφωτικό επίπεδο και τον πολιτικό προσανατολισμό. Οι πιο μορφωμένοι Αμερικανοί της Ανατολικής και Δυτικής Ακτής εκδήλωσαν μεγαλύτερη αποδοχή των αθέων απ’ όσο οι κάτοικοι των Μεσοδυτικών πολιτειών. Μια έρευνα του University of British Columbia (Journal of Personality and Social Psychology, 2011) διαπίστωσε ότι οι πιστοί δυσπιστούν απέναντι στους αθέους τόσο όσο και απέναντι στους βιαστές. Η ίδια μελέτη έδειξε ότι οι άθεοι έχουν μειωμένες εργασιακές προοπτικές.
Ευρώπη
Στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης, οι άθεοι δεν υφίστανται διακρίσεις, ούτε θεσμικές ούτε κοινωνικές. Μπορούν να εργασθούν στον δημόσιο τομέα και να εκλεγούν σε υψηλά κυβερνητικά αξιώματα χωρίς πρόβλημα. Ωστόσο ορισμένες αθεϊστικές οργανώσεις της Ευρώπης εκφράζουν ανησυχίες για αρκετά θέματα που αφορούν τον διαχωρισμό εκκλησίας-κράτους. Στη Γερμανία, για παράδειγμα, χρεώνονται διοικητικά έξοδα όταν κάποιος αποχωρήσει από την εκκλησία, στη Σουηδία το κοινοβούλιο οργανώνει θρησκευτικά κηρύγματα, στην Ιρλανδία απαιτείται θρησκευτική μόρφωση από Χριστιανικά κολλέγια προκειμένου να εργασθεί κανείς ως δάσκαλος σε κρατικά σχολεία. Στην Αγγλία, το ένα τρίτο των κρατικών σχολείων είναι θρησκευτικά.
(Τα παραπάνω στοιχεία για τις διακρίσεις είναι από την Wikipedia, Discrimination against atheists)
Ελλάδα
Στην Ελλάδα η προσευχή και η διδασκαλία των θρησκευτικών στα σχολεία είναι υποχρεωτική, τελείται αγιασμός σε κρατικές εκδηλώσεις, αν και υφίσταται πολιτικός όρκος ο θρησκευτικός εξακολουθεί να υπάρχει, οι ορθόδοξοι χριστιανοί ιερείς μισθοδοτούνται από το κράτος, και η εκκλησία απολαμβάνει ιδιαίτερα προνόμια.
Σε ό,τι αφορά την κοινωνική προκατάληψη, θα μιλήσω με βάση την εμπειρία μου μέσα από την Ένωση Αθέων. Ανάλογα με το οικογενειακό, εργασιακό και κοινωνικό περιβάλλον, μπορεί να συναντήσουμε προκαταλήψεις και διακρίσεις σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, καθώς και περισσότερο ή λιγότερο έντονες πιέσεις για περιορισμό της έκφρασης των αθεϊστικών πεποιθήσεων ή για εξάλειψή τους. Επειδή η προσωπική μου εμπειρία στο θέμα αυτό ήταν θετική, αλλά και επειδή η έκφραση των πεποιθήσεών μου περιοριζόταν στον στενό οικογενειακό και φιλικό μου κύκλο, έτεινα να υποτιμήσω τη σημασία των διακρίσεων και των πιέσεων που υφίστανται πολλοί συμπολίτες μας. Στις κοινωνικές συναναστροφές, το να εκφράζει κανείς αθεϊστικές πεποιθήσεις συχνά θεωρείται όχληση ή προσβολή, ενώ η έκφραση θεϊστικών πεποιθήσεων και ο θρησκευτικός ενθουσιασμός δεν γίνεται αντιληπτό ότι με την ίδια λογική θα μπορούσαν επίσης να θεωρηθούν οχληρά και προσβλητικά για τους αθέους.
Το γεγονός ότι η θρησκεία απολαμβάνει κοινωνική αποδοχή αιώνων, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι άθεοι στη χώρα μας αποτελούν μειονότητα, συμβάλει στο να επικρατεί η εντύπωση ότι οι άθεοι οφείλουν να αποσιωπούν τις πεποιθήσεις τους, να καθιστούν λιγότερο αισθητή την παρουσία τους και να κάνουν υποχωρήσεις, συχνά αρκετά σημαντικές. Λόγου χάρη σε ένα ζευγάρι όπου το ένα μέλος είναι άθεος ή άθεη και το άλλο χριστιανός ή χριστιανή, στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων τα παιδιά θα βαπτιστούν. Ακόμη και ζευγάρια όπου και οι δύο είναι άθεοι βαπτίζουν τα παιδιά τους, είτε για να μη δυσαρεστήσουν την οικογένεια, είτε για να μην υποστούν διακρίσεις και περιθωριοποίηση από το κοινωνικό τους περιβάλλον. Στον εργασιακό χώρο δεν υφίστανται μεν θεσμικές διακρίσεις, αντίθετα ο νόμος διασφαλίζει την ισότιμη αντιμετώπιση ανεξαρτήτως θρησκευτικών πεποιθήσεων, στην πράξη όμως πάντα υπάρχει περίπτωση να γίνουν διακρίσεις άτυπα από κάποιον θρησκόληπτο προϊστάμενο, κάτι που δυστυχώς δεν είναι τόσο σπάνιο, ή, στην περίπτωση των ελεύθερων επαγγελματιών, να απομακρυνθούν κάποιοι συντηρητικοί πελάτες, με αποτέλεσμα οι περισσότεροι άθεοι να αποφεύγουν να εκφράσουν τις πεποιθήσεις τους ανοιχτά.
Στην Ένωση Αθέων έχουμε μέλη που δεν επιθυμούν να λαμβάνουν αλληλογραφία στο σπίτι τους ή στον εργασιακό τους χώρο, από φόβο για τις αντιπαραθέσεις που μπορεί να προκληθούν ή για τις διακρίσεις που μπορεί να υποστούν. Υπάρχουν επίσης αρκετά άτομα που στηρίζουν έμπρακτα την Ένωση, με τη διαρκή παρουσία τους ή με εθελοντική εργασία, αλλά δεν θέλουν να γίνουν μέλη, από τον φόβο των διακρίσεων, κυρίως στον εργασιακό χώρο. Για τον λόγο αυτό δημιουργήσαμε τον θεσμό του υποστηρικτή, ώστε να μπορούν τα άτομα αυτά να ενταχθούν στο σώμα της Ένωσης χωρίς να χρειαστεί να δώσουν προσωπικά στοιχεία που θα μπορούσαν να αποκαλύψουν την ταυτότητά τους. Οι υποστηρικτές μας για πρακτικούς λόγους (αδυνατότητα ταυτοποίησης) δεν έχουν δικαίωμα ψήφου, εκλέγειν και εκλέγεσθαι, αλλά είναι εξίσου ή και περισσότερο δραστήριοι και αποτελούν ζωτικό μέρος του δυναμικού της Ένωσης.
Είναι γεγονός ότι πολλές φορές οι φόβοι και οι ανησυχίες αποδεικνύονται αβάσιμοι. Η αρνητική φόρτιση της έννοιας του αθεϊσμού συχνά κάνει και τους ίδιους τους αθέους να αισθάνονται ανασφάλεια, ντροπή ή ενοχή για τις πεποιθήσεις τους, ενώ η ταύτιση της ορθοδοξίας με τον ελληνισμό έχει σαν αποτέλεσμα πολλοί να διστάζουν να απαρνηθούν τον χαρακτηρισμό του χριστιανού ορθόδοξου, ακόμη και όταν δεν πιστεύουν στο δόγμα της ορθοδοξίας. Ανασταλτική επίδραση έχουν και διάφοροι αστικοί μύθοι που επιμένουν, όπως ότι αν δεν βαπτίσεις το παιδί δεν θα μπορεί να γραφτεί στο σχολείο ή «θα έχει προβλήματα αργότερα», χωρίς να διευκρινίζεται πάντα τι ακριβώς προβλήματα θα είναι αυτά. Στην πραγματικότητα, τις περισσότερες φορές τα προβλήματα που φανταζόμαστε αποδεικνύονται στην πράξη ασήμαντα ή ανύπαρκτα, ενώ το κοινωνικό και οικογενειακό περιβάλλον αποδέχεται την επιλογή μας τόσο πιο εύκολα όσο πιο σίγουροι είμαστε εμείς για τον εαυτό μας κι όσο πιο απλά και φυσικά εκφραζόμαστε και εκδηλωνόμαστε.
Υπάρχουν όμως και πολλές περιπτώσεις όπου η προκατάληψη και η πίεση είναι τέτοια ώστε ο δισταγμός των αθέων να εκφραστούν είναι απόλυτα δικαιολογημένος. Ιδίως στην επαρχία, σε μικρές κλειστές κοινωνίες, σε συντηρητικά περιβάλλοντα ή μεταξύ ατόμων χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, οι διακρίσεις είναι εντονότερες, οι παρωπίδες χαμηλότερες και η διαλλακτικότητα ελάχιστη. Έχουμε ακόμη πολύ δρόμο μπροστά μας ώσπου να διαλυθεί τελείως η προκατάληψη. Ένα μεγάλο μέρος του δρόμου διανύεται ήδη με την ελεύθερη και φυσική εκδήλωση της αθεΐας του καθενός μας σε ατομικό επίπεδο, κάτι που ξεκινά με απλές, μικρές αλλαγές, όπως το να απαντάμε «χρόνια πολλά» και όχι «αληθώς» όταν μας λένε «χριστός ανέστη» ή το να αποφεύγουμε εκφράσεις όπως «δόξα τω θεώ», και συνεχίζεται με τις προσωπικές επιλογές ζωής, όπως το να μην παντρευτούμε θρησκευτικά, να μη βαπτίσουμε τα παιδιά μας, να ζητήσουμε απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών και να διαγράψουμε το θρήσκευμά μας από το ληξιαρχείο.
Αθεϊστικές οργανώσεις
Ένα σημαντικό σημείο το οποίο έθιξα στην εισαγωγή μου είναι το γεγονός ότι ο αθεϊσμός σήμερα δεν είναι προνόμιο λίγων διανοούμενων αλλά έχει προσλάβει διαστάσεις λαϊκού κινήματος. Αυτό καθίσταται προφανές από την ύπαρξη πολυάριθμων αθεϊστικών, κοσμικιστικών και ανθρωπιστικών συλλόγων ανά τον κόσμο.
Η παλαιότερη και ίσως σημαντικότερη διεθνής κοσμικιστική οργάνωση είναι η International Humanist and Ethical Union (Διεθνής Ανθρωπιστική και Ηθική Ένωση). Ιδρύθηκε στο Άμστερνταμ το 1952 και είναι «ένας οργανισμός-ομπρέλα για ανθρωπιστικές, αθεϊστικές, κοσμικιστικές, σκεπτικιστικές, λαϊκιστικές, ηθικο-πολιτισμικές, ελευθερόφρονες και άλλες παρόμοιες οργανώσεις σε όλο τον κόσμο». Έχει 96 μέλη σε πάνω από 40 χώρες και είναι μια διεθνής ΜΚΟ που απολαμβάνει ιδιαίτερο συμβουλευτικό καθεστώς στα Ηνωμένα Έθνη.
Τα περισσότερα μέλη της, 18, βρίσκονται στην Αγγλία. Ακολουθούν οι ΗΠΑ και η Ινδία με 12, ο Καναδάς με 6, Βέλγιο και Ρουμανία με 3, Κένυα, Λουξεμβούργο, Νορβηγία, Σουηδία και Φινλανδία με 2, Αργεντινή, Αυστραλία, Βραζιλία, Γερμανία, Γκάνα, Δανία, Ελβετία, Ινδονησία, Ιρλανδία, Ισλανδία, Ιταλία, Κολομβία, Κροατία, Μαλάουι, Νεπάλ, Νιγηρία, Νότια Αφρική, Ουγκάντα, Περού, Ρωσία, Σιγκαπούρη, Σλοβακία και Φιλιππίνες με 1.
Το 1991 ιδρύθηκαν δύο πολύ σημαντικές οργανώσεις-ομπρέλες όπου εντάχθηκαν οι διάφορες τοπικές και εθνικές οργανώσεις. Μία είναι η European Humanist Federation (Ευρωπαϊκή Ανθρωπιστική Ομοσπονδία), που ιδρύθηκε το 1991, όπου συμμετέχουν κοσμικιστικές οργανώσεις από όλη την Ευρώπη. Η άλλη είναι η Atheist Alliance International (Διεθνής Αθεϊστική Συμμαχία), που ιδρύθηκε αρχικά με την επωνυμία Atheist Alliance από τις τέσσερις αθεϊστικές οργανώσεις με βάση τις ΗΠΑ. Αργότερα επεκτάθηκε για να συμπεριλάβει και οργανώσεις άλλων χωρών από όλο τον κόσμο και η επωνυμία τροποποιήθηκε ανάλογα.
Η European Humanist Federation αριθμεί συνολικά 52 μέλη: από 1 στην Αυστρία, την Ελβετία, την Ιρλανδία, την Ισλανδία, την Ισπανία, το Λουξεμβούργο, τη Μάλτα, τη Νορβηγία, την Πολωνία, την Πορτογαλία, τη Σλοβακία, τη Σουηδία και τη Φινλανδία, από 2 στη Δανία, την Ελλάδα, τη Ρουμανία και τη Ρωσία, 3 στην Ιταλία, από 4 στη Γερμανία και την Ολλανδία, 5 στο Βέλγιο, 6 στη Γαλλία, 8 στην Αγγλία, καθώς και μία Ευρωπαϊκή οργάνωση.
Η EHF προωθεί την ατομική ελευθερία και αντιτάσσεται στην επιρροή του θρησκευτικού συντηρητισμού στην ευρωπαϊκή πολιτική. Συνεργάζεται με ένα μεγάλο δίκτυο οργανώσεων καθώς και με τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Συμβούλιο Υπουργών, Ευρωκοινοβούλιο κ.λπ.), βάσει του Άρθρου 17 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το οποίο η Ευρωπαϊκή Ένωση διατηρεί ανοιχτό διάλογο τόσο με θρησκευτικούς οργανισμούς όσο και με μη ομολογιακές φιλοσοφικές οργανώσεις.
Η Atheist Alliance International αριθμεί συνολικά 35 μέλη. Αν δούμε την κατανομή σε ηπείρους, έχουμε 10 οργανώσεις-μέλη από χώρες της Ευρώπης (Ιρλανδία, Αγγλία, Ολλανδία, Δανία, Νορβηγία, Κροατία, Ισπανία, Μάλτα, Ελλάδα), 9 από την Ασία (Ρωσία, Ισραήλ, Λίβανο, Συρία, Αφγανιστάν, Πακιστάν, Ινδονησία, Φιλιππίνες), 4 από την Αφρική (Γκάμπια, Νιγηρία, Ουγκάντα, Νότια Αφρική), 8 από την Αμερική (Αργεντινή, Βραζιλία, Κολομβία, Καναδά, Η.Π.Α.), και 2 από την Ωκεανία (Αυστραλία). Στις Η.Π.Α. υπάρχουν 3 οργανώσεις μέλη, στην Αγγλία, την Αυστραλία, τον Καναδά και τη Ρωσία από 2, και στις άλλες χώρες από 1.
Η ΑΑΙ οργανώνει αθεϊστικά συνέδρια σε όλο τον κόσμο, εκδίδει το περιοδικό Secular World, υποστηρίζει τη δημιουργία νέων αθεϊστικών ομάδων, ιδίως στις αναπτυσσόμενες χώρες, και κάνει ενέργειες για τη στήριξη της ελευθερίας έκφρασης και συνείδησης, ιδίως για αθέους που υφίστανται καταπίεση λόγω θρησκευτικών διακρίσεων.
Στον κατάλογο κοσμικιστικών οργανώσεων της Wikipedia καταγράφονται 127 οργανώσεις, 8 από τις οποίες είναι διεθνείς. Από τις υπόλοιπες, οι 40 βρίσκονται στις ΗΠΑ, αριθμός πολύ μεγάλος, και υποθέτω ότι αυτό συμβαίνει εν μέρει τουλάχιστον επειδή καταγράφηκαν περισσότερες οργανώσεις από αμερικανούς χρήστες της wikipedia, παρά επειδή στις ΗΠΑ υπάρχουν πραγματικά τόσο πολύ περισσότερες οργανώσεις.
Από τις άλλες χώρες το ρεκόρ κατέχει ο Καναδάς με 14 οργανώσεις, και ακολουθούν η Ινδία με 11, η Αγγλία με 8, το Βέλγιο με 7, η Αυστραλία, η Βραζιλία και η Γερμανία με 4, η Ιρλανδία και η Σιγκαπούρη με 3, η Ελλάδα, η Νέα Ζηλανδία, η Νορβηγία, η Σερβία και οι Φιλιππίνες με 2, και τέλος η Αίγυπτος, η Ινδονησία, το Ιράν, η Ιταλία, η Ισλανδία το Κουβέιτ, η Κροατία και η Μάλτα με 1. Ο κατάλογος προφανώς δεν είναι πλήρης, διότι δεν περιλαμβάνει ορισμένες οργανώσεις που αναφέρονται στον κατάλογο μελών της EHF ή της AAI. Ωστόσο μας δίνει ένα επιπλέον στοιχείο για να προσπαθήσουμε να συνθέσουμε την εικόνα της παγκόσμιας κατανομής των αθέων και αθρήσκων.
Υπάρχει επίσης το κίνημα των Brights, ένας κοσμικιστικός σύλλογος που απευθύνεται σε άτομα, λειτουργεί στο διαδίκτυο και έχει πάνω από 45.000 μέλη σε 184 χώρες. Έχει μεγάλη απήχηση και ορισμένα από τα πλέον εξέχοντα μέλη του είναι ο Ρίτσαρντ Ντόκινς και ο Ντάνιελ Ντένετ.
Οργανώσεις στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή υπάρχουν δύο κοσμικιστικές οργανώσεις: η Ένωση Ουμανιστών Ελλάδας και η Ένωση Αθέων. Η Ένωση Ουμανιστών ιδρύθηκε τον Ιανουάριο του 2010 με τη μορφή απλής ένωσης προσώπων. Έχει 130 μέλη εγγεγραμμένα σε κλειστή ομάδα του facebook και η διοίκησή της βασίζεται στην ιδρυτική της διακήρυξη. Η Ένωση Αθέων ιδρύθηκε ως απλή ένωση προσώπων τον Μάιο του 2010 και αργότερα έγινε νόμιμο σωματείο με καταστατικό που καταχωρήθηκε στον Νοέμβριο του 2012. Σήμερα αριθμεί σχεδόν 400 μέλη σε όλο τον κόσμο, ηλικίας από 18 έως 85 ετών, και 200 υποστηρικτές. Διοικείται από μια πενταμελή Γραμματεία που εκλέγεται από τη Γενική Συνέλευση Μελών, και οι περισσότερες αποφάσεις διαμορφώνονται και λαμβάνονται από τη Μόνιμη Ηλεκτρονική Συνέλευση που λειτουργεί στο φόρουμ Αθεΐα.
Βασικός σκοπός της Ένωσης Αθέων βάσει του καταστατικού της είναι «η προώθηση της εκκοσμίκευσης της πολιτείας, της θρησκευτικής ελευθερίας, του ανθρωπισμού, του σκεπτικισμού, του ορθολογισμού, της κριτικής σκέψης και της αθεϊστικής οπτικής». Για να πετύχει τους σκοπούς της η Ένωση πραγματοποιεί καταγγελίες και αναφορές σε αρμόδιους φορείς για θέματα όπως είναι η απαλλαγή από τα θρησκευτικά, η αναγραφή του θρησκεύματος σε δημόσια έγγραφα και αρχεία, η μισθοδοσία των ιερέων και άλλα συναφή, ενώ έχει συντάξει μια πλήρη πρόταση για τον διαχωρισμό εκκλησίας κράτους η οποία έχει σταλεί με μορφή ερωτηματολογίου σε όλα τα πολιτικά κόμματα. Επίσης οργανώνει και συμμετέχει σε εκδηλώσεις όπως είναι η παρούσα σειρά ομιλιών, προβολές ταινιών και συναντήσεις για γνωριμία των μελών της και συζήτηση των θεμάτων που τα απασχολούν, διατηρεί ιστολόγιο που αναδημοσιεύει άρθρα αθεϊστικού ενδιαφέροντος και ιστοσελίδα μέσω της οποίας παρέχει πληροφόρηση στο κοινό για τα δικαιώματά του και συμπαράσταση σε πολίτες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες στη διεκπεραίωση υποθέσεών τους.
Στόχος μας είναι να αυξηθεί όσο το δυνατόν περισσότερο ο αριθμός των μελών μας, ώστε να κατορθώσουμε να εκπροσωπούμε όσο το δυνατόν πιστότερα τους αθέους της Ελλάδας. Οι θρήσκοι έχουν την εκπροσώπησή τους μέσω των αντίστοιχων θρησκευτικών οργανισμών και οι απόψεις τους εκφράζονται μέσω αυτών στον δημόσιο διάλογο. Η Ένωση Αθέων φιλοδοξεί να γίνει με ανάλογο τρόπο η φωνή των αθέων και να συμβάλει όσο περισσότερο μπορεί στη διάλυση της προκατάληψης, στη διάδοση της λογικής και στην επικράτηση του κοσμικισμού τόσο στους κρατικούς θεσμούς και φορείς όσο και στην κοινωνική ζωή μας.
Ο Ρίτσαρντ Ντόκινς έχει πει ότι το να προσπαθείς να οργανώσεις τους αθέους είναι σαν να προσπαθείς να φτιάξεις ένα κοπάδι από γάτες, επειδή σκέφτονται ανεξάρτητα και δεν συμμορφώνονται με την εξουσία. Ένα πρώτο βήμα όμως είναι να συγκεντρώσεις μια κρίσιμη μάζα από αθέους που είναι πρόθυμοι να εκδηλωθούν και να ζήσουν σε συνέπεια με τις πεποιθήσεις τους. Αυτό θα ενθαρρύνει και άλλους να κάνουν το ίδιο. Οι γάτες δεν σχηματίζουν κοπάδια, αν όμως μαζευτούν πολλές μαζί, μπορούν να κάνουν αρκετό θόρυβο.
Αυτήν τη δυσπιστία προς την οργάνωση την αντιμετωπίζουμε πολύ έντονα εδώ στην Ελλάδα. Οι άθεοι της Ελλάδας δεν έχουν αίσθηση ταυτότητας ούτε συνοχή. Οι περισσότεροι δεν αυτοχαρακτηρίζονται καν άθεοι, για τους λόγους που απαρίθμησα παραπάνω. Ένας βασικός στόχος μας επομένως είναι να παροτρύνουμε αυτούς τους ανθρώπους σε πρώτη φάση να συνειδητοποιήσουν και σε δεύτερη να εκδηλώσουν το γεγονός ότι είναι άθεοι.
Η ένταξη σε μια οργάνωση σημαίνει ουσιαστικά ότι συμφωνείς με τις βασικές αρχές της οργάνωσης και της επιτρέπεις να δρα εξ ονόματός σου. Ακόμη και αν δεν έχεις χρόνο να συμμετέχεις ενεργά, ακόμη και αν δεν μπορείς να συνεισφέρεις οικονομικά, ακόμη και αν δεν είσαι απόλυτα σύμφωνος με όλες τις λεπτομέρειες όλων των ενεργειών και δράσεων της οργάνωσης, η στήριξή σου είναι σημαντική. Όσο περισσότερα τα μέλη μιας οργάνωσης, τόσο πιο ισχυρή είναι η οργάνωση και τόσο πιο αποτελεσματική η εκπροσώπηση των μελών της. Καθένας χωριστά λίγα μπορεί να κάνει. Όλοι μαζί μπορούμε να πετύχουμε πολλά.
Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο Αόρατη Μελάνη, της ίδιας της αρθρογράφου, όπου και γίνεται ο σχολιασμός.
Ο αθεϊσμός σήμερα στην Ελλάδα και το εξωτερικό [1]
Στο πλαίσιο των ομιλιών, έξι συνολικά τον αριθμό, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν από μέλη της Ένωσης Αθέων στον Ελεύθερο Κοινωνικό Χώρο «Nosotros» (Θεμιστοκλέους 66, Εξάρχεια), μετά από πρόσκληση για συμμετοχή στους κύκλους αυτομόρφωσης που διοργανώνει ο συγκεκριμένος χώρος, το μπλογκ μας αναδημοσιεύει τμηματικά το περιεχόμενο των ομιλιών αυτών.
Αρθρογράφος: Τατιάνα Ραπακούλια, εκπρόσωπος τύπου της Ένωσης Αθέων, διαδικτυακό ψευδώνυμο Αόρατη Μελάνη
Επόμενο [2] » |
Δευτέρα, 3 Ιουνίου 2013
Εισαγωγή
Όπως είδαμε στις τέσσερις πρώτες ομιλίες αυτού του κύκλου, ο αθεϊσμός έχει μακρά ιστορία. Ξεκινά από την αρχαία Ελλάδα και φτάνει ως τις μέρες μας μέσα από μια μεγάλη πορεία, με σημαντικότερο ίσως σταθμό την εποχή του Διαφωτισμού. Τότε διατυπώθηκαν για πρώτη φορά οι αρχές του Ανθρωπισμού, οι οποίες αντικαθιστούν τις εξ αποκαλύψεως ηθικές επιταγές των θρησκευτικών δογμάτων στη συνείδηση πολλών ανθρώπων και συνιστούν μία από τις πιο πρόσφορες εναλλακτικές επιλογές στη θρησκευτική ηθικολογία. Σημαντική υπήρξε επίσης η διατύπωση της βάσης του αγνωστικισμού τον 19ο αιώνα από τον Χάξλεϋ, ο οποίος έθεσε το θεμέλιο μιας νέας γνωσιολογικής και συνειδησιακής προσέγγισης στην υπόθεση της ύπαρξης θεοτήτων.
Ο αθεϊσμός είναι παρών στην ιστορία της ανθρωπότητας, με τη μία ή την άλλη μορφή, τα τελευταία δυόμισι χιλιάδες χρόνια. Ωστόσο μοιάζει να υπήρξε πάντα περισσότερο θέμα των διανοητών και των φιλοσόφων. Στην εποχή μας για πρώτη φορά αποκτά λαϊκές διαστάσεις και γίνεται έκδηλος ως φιλοσοφική θέση και στάση ζωής σε μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, ιδίως στις πιο προηγμένες πολιτιστικά χώρες. Το φαινόμενο αυτό μπορεί να αποδοθεί αφ’ ενός στην οικονομική ευμάρεια, η οποία αφήνει περιθώριο για φιλοσοφικούς προβληματισμούς στον ευρύτερο πληθυσμό και όχι μόνο σε ευκατάστατους αριστοκράτες, και αφ’ ετέρου στη διάδοση του δημοκρατικού πολιτεύματος, η οποία επιτρέπει την ελεύθερη έκφραση όλων των πεποιθήσεων και αίρει τις απαγορεύσεις που επέβαλλαν παλιότερα οι ισχυροί θρησκευτικοί οργανισμοί μέσω των κρατικών εξουσιαστικών μηχανισμών.
Ο αθεϊσμός σήμερα
Η σύγχρονη έκφανση του αθεϊσμού ονομάζεται συχνά και «νέος αθεϊσμός» και εκφράζεται από πολλούς διανοητές, με αποτέλεσμα να υπάρχει πληθώρα δημοσιευμάτων και έντονος δημόσιος διάλογος γύρω από το θέμα. Οι πιο γνωστοί και χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι του αθεϊσμού στην εποχή μας είναι ο εξελικτικός βιολόγος Ρίτσαρντ Ντόκινς (Richard Dawkins), ο γνωσιολόγος Ντάνιελ Ντένετ (Daniel Dennett), ο νευροεπιστήμονας Σαμ Χάρις (Sam Harris), και ο δημοσιογράφος Κρίστοφερ Χίτσενς (Christopher Hitchens, πέθανε το 2011), γνωστοί και ως «τέσσερις καβαλάρηδες της αθεΐας», σε αντιδιαστολή με τους τέσσερις καβαλάρηδες της Αποκάλυψης του Ιωάννη. Η γραφική αυτή ονομασία χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 2007 σε μια συζήτηση όπου συμμετείχαν και οι τέσσερις και καθιερώθηκε άτυπα. Βεβαίως αυτοί οι τέσσερις δεν είναι οι μόνοι εκπρόσωποι του νέου αθεϊσμού, αλλά τα ονόματά τους, ιδίως αυτό του Ντόκινς, έχουν προσλάβει συμβολικές διαστάσεις για το αθεϊστικό κίνημα, και όχι άδικα.
Μεγάλο μέρος των θέσεων του νέου αθεϊσμού βασίστηκε σε δημοσιεύματα των τεσσάρων αυτών συγγραφέων. Το 2004 κυκλοφόρησε το βιβλίο The End of Faith του Σαμ Χάρις (Το τέλος της πίστης, Ενάλιος 2008), που έγινε μπεστ σέλερ στις ΗΠΑ. Ο Χάρις πήρε αφορμή από τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, τα οποία απέδωσε ευθέως στην επιρροή του Ισλάμ, ασκώντας ταυτόχρονα έντονη κριτική στον Χριστιανισμό και τον Ιουδαϊσμό. Δύο χρόνια αργότερα κυκλοφόρησε το Letter to a Christian Nation (Επιστολή προς ένα χριστιανικό έθνος, Κέδρος 2007), μια δριμεία κριτική κατά του Χριστιανισμού. Την ίδια χρονιά, το 2006, ο Ρίτσαρντ Ντόκινς γύρισε το τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ The Root of All Evil? (Η ρίζα κάθε κακού;) όπου επικρίνει τη θρησκεία ως πηγή δεινών για την ανθρωπότητα, και δημοσίευσε το βιβλίο The God Delusion (Η περί θεού αυταπάτη, Κάτοπτρο 2007), όπου ασκεί σφοδρή κριτική στην ιδέα του Θεού σε όλες τις μορφές της, καταρρίπτει τα κύρια επιχειρήματα υπέρ της θρησκείας και καταδεικνύει ότι η ύπαρξη ενός ανώτερου όντος είναι εξαιρετικά απίθανο ενδεχόμενο.
Άλλα ορόσημα υπήρξαν τα βιβλία Traité d’athéologie: Physique de la métaphysique του Μισέλ Ονφρέ (Michel Onfray) το 2005 (Πραγματεία περί αθεολογίας: Φυσική της μεταφυσικής, Εξάντας 2006, αγγλικός τίτλος Atheist Manifesto: The Case Against Christianity, Judaism, and Islam), Breaking the Spell: Religion as a Natural Phenomenon του Ντάνιελ Ντένετ το 2006 (Απομυθοποίηση: καταρρίπτοντας το μύθο της θρησκείας, Βάνιας 2007), God: The Failed Hypothesis – How Science Shows That God Does Not Exist του Βίκτορ Στένγκερ (Victor Stenger) το 2007 και God Is Not Great: How Religion Poisons Everything του Κρίστοφερ Χίτσενς την ίδια χρονιά (Ο θεός δεν είναι μεγάλος: Πώς η θρησκεία δηλητηριάζει τα πάντα, Scripta 2008). Ο Στένγκερ στο προαναφερθέν βιβλίο παρουσιάζει το γνωστό επιχείρημα που πρωτοσυναντάμε στους Επικούρειους, ότι ένας θεός παντογνώστης, πανάγαθος και παντοδύναμος, τον οποίο αποκαλεί «θεό 3Π», δεν μπορεί λογικά να υπάρχει. Μια σειρά από παρόμοια επιχειρήματα της ανυπαρξίας του θεού με βάση διάφορες ιδιότητες που του έχουν κατά καιρούς αποδοθεί παρουσιάζεται στο βιβλίο The Impossibility of God (Η αδυνατότητα της ύπαρξης θεού) των Michael Martin και Ricki Monnier, καθώς και στο άρθρο του Theodore Drange Incompatible-Properties Arguments (Επιχειρήματα εκ της ασυμβατότητας ιδιοτήτων). Άλλο σημαντικό βιβλίο που κυκλοφόρησε το 2007 είναι το The portable atheist (Η βίβλος του άθεου, Polaris 2012), μια συλλογή αθεϊστικών κειμένων που ανθολόγησε και προλόγισε ο Χίτσενς.
Ο νέος αθεϊσμός απορρίπτει την άποψη των μη αλληλεπικαλυπτόμενων γνωστικών πεδίων (non-overlapping magisteria, NOMA) την οποία υποστηρίζει ο παλαιοντολόγος, εξελικτικός βιολόγος και ιστορικός της επιστήμης Στίβεν Τζέι Γκουλντ (Stephen Jay Gould). Σύμφωνα με τη ΝΟΜΑ, η επιστήμη και η θρησκεία μπορούν να περιοριστούν σε διακριτές και μη αλληλεπικαλυπτόμενες περιοχές της γνώσης: η επιστήμη μπορεί να περιοριστεί στην εμπειρική περιοχή, αναπτύσσοντας θεωρίες που περιγράφουν τα δεδομένα του πειράματος και της παρατήρησης, ενώ η επιστήμη θα ασχολείται με τα ερωτήματα σχετικά με το νόημα της ύπαρξης και τις ηθικές αξίες. Οι διανοητές του νέου αθεϊσμού, ωστόσο, ισχυρίζονται ότι αυτή η άποψη είναι αβάσιμη, δεδομένου ότι στην πράξη υφίσταται αλληλεπικάλυψη των γνωστικών πεδίων θρησκείας και επιστήμης. Ένα πολύ απλό παράδειγμα είναι το γεγονός ότι η θρησκεία, ισχυριζόμενη ότι το σύμπαν δημιουργήθηκε εκ προθέσεως από ένα ενσυνείδητο ον, προβάλλει έναν ισχυρισμό ο οποίος αφορά τη λειτουργία του φυσικού κόσμου και ως εκ τούτου εμπίπτει στο γνωστικό πεδίο της επιστήμης. Τέτοια παραδείγματα υπάρχουν πολλά: στην πραγματικότητα, κάθε ισχυρισμός για τη φύση του κόσμου, από όποια πηγή και αν προέρχεται, αποτελεί αντικείμενο αμφισβήτησης και επαλήθευσης, δηλαδή αντικείμενο επιστημονικής διερεύνησης.
Ορισμοί
Στο σημείο αυτό θεωρώ σκόπιμο να επαναλάβω εν τάχει τους ορισμούς των κατηγοριοποιήσεων στη θεώρηση του ζητήματος του θεού, τους οποίους είχα αναφέρει και στην προηγούμενη ομιλία μου.
Όσον αφορά την πίστη σε θεότητα: θεϊστές, ντεϊστές και αθεϊστές (ή αθέους).
Όσον αφορά τη γνωσιολογική προσέγγιση: αγνωστικιστές και μη αγνωστικιστές.
Όσον αφορά την ένταξη σε θρήσκευμα: θρήσκους και αθρήσκους.
Ανάμεσα στις παραπάνω κατηγορίες μπορεί να υπάρξει οποιοσδήποτε συνδυασμός, ακόμη και θρήσκος αθεϊστής. Είναι πολλοί οι Έλληνες που αυτοχαρακτηρίζονται Χριστιανοί Ορθόδοξοι, συμμετέχουν περιστασιακά στα τελετουργικά και τηρούν ορισμένα έθιμα, ενώ παράλληλα δεν υιοθετούν το δόγμα στην ολότητά του, δεν πιστεύουν στην ύπαρξη θεού, και δεν φαίνονται να βιώνουν καμία αντίφαση.
Ας δούμε λίγο τώρα τις έννοιες που αναφέραμε.
Θρήσκος θεωρείται αυτός που αυτοχαρακτηρίζεται ως οπαδός συγκεκριμένου θρησκεύματος, συνήθως δε (αλλά όχι πάντα) και ως μέλος συγκεκριμένου θρησκευτικού οργανισμού.
Ο άθρησκος, αντίθετα, δεν εντάσσεται σε συγκεκριμένο θρήσκευμα. Ενδέχεται να πιστεύει σε θεότητες, δηλαδή να είναι θεϊστής, αλλά όχι στο πλαίσιο κάποιας θρησκείας. Η αθρησκεία μπορεί να συμβαδίζει με την αθεΐα, τον ντεϊσμό, τον θεϊσμό ή τον αγνωστικισμό.
Οι όροι αθεϊσμός και αθεΐα είναι συνώνυμοι και δηλώνουν την οντολογική θέση που απορρίπτει την ύπαρξη θεοτήτων. Περιλαμβάνει τόσο τις απόψεις εκείνων που δεν πιστεύουν στην ύπαρξη θεοτήτων (αρνητικός αθεϊσμός) όσο κι εκείνων που είναι πεπεισμένοι για την ανυπαρξία τέτοιων οντοτήτων (θετικός ή σκληροπυρηνικός αθεϊσμός). Οι περισσότεροι άνθρωποι όταν λένε αθεϊσμός εννοούν τη δεύτερη κατηγορία. Ωστόσο η εμπειρία μου μέσα από την Έν.Α. μου έδειξε ότι στην πλειοψηφία τους όσοι δηλώνουν άθεοι ανήκουν στην πρώτη.
Ο αθεϊσμός είναι ο αντίποδας του θεϊσμού, δηλαδή της πεποίθησης ότι υπάρχει θεότητα ή θεότητες. Ως «θεότητα» νοείται εν γένει μια υπερφυσική οντότητα που έπαιξε ρόλο στη δημιουργία του κόσμου και εξακολουθεί να παίζει ρόλο στη λειτουργία του και να αλληλεπιδρά με τους ανθρώπους. Οι περισσότερες θεότητες των παραδοσιακών θρησκειών είναι προσωπικές και έχουν βούληση και πρόθεση, υπάρχουν όμως και θεότητες απρόσωπες και χωρίς πρόθεση, όπως είναι το βράχμα ή το τάο.
Ντεϊσμός ονομάζεται η πεποίθηση ότι υπάρχει ένα ανώτατο ον το οποίο έπαιξε ρόλο στη δημιουργία του σύμπαντος, αλλά στη συνέχεια έπαψε να εμπλέκεται στη λειτουργία του. Με άλλα λόγια, είναι η πίστη στην ύπαρξη ενός θεού μη προσωπικού, ο οποίος δεν αλληλεπιδρά με τους ανθρώπους ούτε με τον κόσμο γενικά. Πολλοί άνθρωποι είναι ντεϊστές χωρίς να το γνωρίζουν, διότι ο όρος δεν είναι ευρύτερα γνωστός.
Αγνωστικισμός ονομάζεται η φιλοσοφική θεώρηση ότι η αλήθεια ορισμένων μεταφυσικών υποθέσεων, όπως οι θεολογικοί ισχυρισμοί που αφορούν την ύπαρξη του Θεού, των θεών ή θεοτήτων, είναι είτε προς το παρόν άγνωστη είτε εγγενώς απρόσιτη. Ο όρος αυτός πλάστηκε από τον Τόμας Χένρυ Χάξλεϋ (Thomas Henry Huxley) στα 1869 και χρησιμοποιείται επίσης για να περιγράψει μια σκεπτικιστική ή διπλωματική στάση σχετικά με την ύπαρξη θεοτήτων καθώς και με άλλα ζητήματα της θρησκείας.
Όσοι αυτοχαρακτηρίζονται αγνωστικιστές χωρίζονται σε δύο γενικές κατηγορίες: αυτούς που ισχυρίζονται ότι δεν είναι δυνατόν να κατακτήσουμε απόλυτη ή βέβαιη πνευματική ή μεταφυσική γνώση, και σε εκείνους που πρεσβεύουν ότι ενώ η βεβαιότητα ενδέχεται να είναι δυνατή, οι ίδιοι προσωπικά δεν κατέχουν τέτοια γνώση. Η δεύτερη κατηγορία είναι μακράν η πολυπληθέστερη σήμερα, τουλάχιστον απ’ όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω εμπειρικά. Και στις δύο περιπτώσεις, ο αγνωστικισμός εμπεριέχει σκεπτικισμό απέναντι στις θρησκευτικές βεβαιώσεις, αλλά οι δύο περιπτώσεις διαφέρουν κατά πολύ μεταξύ τους: η πρώτη κατηγορία κάνει μια δήλωση σχετικά με τη φύση της γνώσης, ενώ η δεύτερη κάνει απλώς μια δήλωση για την προσωπική γνωσιολογική κατάσταση του υποκειμένου, είναι ένα απλό «δεν ξέρω» που απαντά στο ερώτημα: «Υπάρχει θεός;» Έτσι λοιπόν διακρίνουμε δύο πολύ διαφορετικές αγνωστικιστικές θέσεις:
- Ισχυρός αγνωστικισμός (σκληροπυρηνικός, κλειστός, αυστηρός): η άποψη ότι το ερώτημα για την ύπαρξη των θεοτήτων είναι από τη φύση του ανεξιχνίαστο ή ότι τα ανθρώπινα όντα δεν είναι κατάλληλα εξοπλισμένα να κρίνουν τις σχετικές ενδείξεις.
- Ασθενής αγνωστικισμός (μετριοπαθής, ανοιχτός, εμπειρικός): η άποψη ότι η ύπαρξη ή η ανυπαρξία του Θεού ή των θεών είναι προς το παρόν άγνωστη, όχι όμως απαραίτητα ανεξιχνίαστη, επομένως αναβάλλει κανείς την κρίση του μέχρις ότου περισσότερες αποδείξεις είναι διαθέσιμες.
Από τις δύο παραπάνω θέσεις, μόνον η πρώτη ταυτίζεται με τον γνήσιο αγνωστικισμό όπως ορίστηκε από τον Χάξλεϋ. Παρατηρούμε δε ότι ο γνήσιος αγνωστικισμός δεν συνιστά θρησκευτική πεποίθηση αλλά φιλοσοφική θεώρηση της γνώσης, και είναι συμβατός με όλες τις θρησκευτικές πεποιθήσεις. Μπορεί κανείς να είναι αγνωστικιστής θεϊστής, αγνωστικιστής ντεϊστής ή αγνωστικιστής αθεϊστής, και μπορεί να είναι είτε θρήσκος είτε άθρησκος.
Τέλος αξίζει να αναφέρουμε και τον θρησκευτικό αδιαφορισμό, ολοένα και πιο διαδεδομένο στις μέρες μας. Ο θρησκευτικά αδιάφορος δεν λαμβάνει θέση στο ζήτημα της ύπαρξης θεότητας, όχι επειδή θεωρεί ότι δεν μπορεί να γνωσθεί, ούτε επειδή αισθάνεται ότι δεν έχει επαρκή πληροφόρηση, ούτε επειδή προτιμά να μην εμπλακεί σε ένα αμφιλεγόμενο και ακανθώδες ζήτημα, αλλά επειδή απλούστατα αισθάνεται ότι δεν τον αφορά το θέμα. Δεν τον ενδιαφέρει καν αν υπάρχει θεός ή όχι. Ενδέχεται να συμπεριφέρεται ως θρήσκος ή ως άθρησκος, ανάλογα με τις επιταγές του κοινωνικού του περιβάλλοντος, αλλά η οντολογική του τοποθέτηση είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη.
Ποσοστά αθέων και αθρήσκων
Τα ποσοστά των αθεϊστών παρουσιάζουν ορισμένες δυσκολίες στον υπολογισμό τους. Η πρώτη δυσκολία έγκειται στο γεγονός ότι δεν αποδίδουν όλοι στον όρο «άθεος» την ίδια ερμηνεία, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να χαραχτεί εύκολα μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ αθέων, αθρήσκων και αγνωστικιστών, ή ακόμη και μη-θεϊστικών θρησκευτικών ή πνευματικών πεποιθήσεων. Πολλές έρευνες κατηγοριοποιούν χωριστά τους αθέους από τους αγνωστικιστές, ενώ αυτές οι δύο κατηγορίες αλληλεπικαλύπτονται σε σημαντικό βαθμό και υπάρχουν πολλοί που αυτοπροσδιορίζονται ως «άθεοι αγνωστικιστές». Άλλες ομαδοποιούν όλους τους παραπάνω ως «μη θρησκευόμενους», κατηγορία η οποία έχει αναδειχθεί ως η ταχύτερα αυξανόμενη στις ΗΠΑ σε απόλυτους αριθμούς, από μια έρευνα για το χρονικό διάστημα 1990-2001.
Επιπλέον, πολλοί άνθρωποι που δεν πιστεύουν σε θεό κι επομένως είναι ουσιαστικά άθεοι ενδέχεται να μην αυτοχαρακτηρίζονται έτσι είτε λόγω της αρνητικής φόρτισης με την οποία έχει επιβαρυνθεί η λέξη «άθεος» στην πορεία της ιστορίας είτε από φόβο για κοινωνικό στιγματισμό, διακρίσεις ή ακόμη και διωγμούς που συμβαίνουν ακόμη και σήμερα σε ορισμένες κοινωνίας.
Δεδομένου ότι ορισμένες κυβερνήσεις επέβαλλαν βίαια τον αθεϊσμό ενώ άλλες τον καταδίκασαν εξίσου βίαια, τα ποσοστά των δηλωμένων αθέων στις αντίστοιχες χώρες είναι επηρεασμένα από αυτή την κρατική παρέμβαση και κατά πάσα πιθανότητα δεν ανταποκρίνονται στα αναμενόμενα ποσοστά αθέων που θα είχαμε αν ο πληθυσμός ένιωθε ελεύθερος να συλλογιστεί και να εκφραστεί.
Οι στατιστικές για τον αθεϊσμό δυσκολεύονται να παρουσιάσουν μια ακριβή εικόνα της πραγματικότητας, για διάφορους λόγους. Ο αθεϊσμός είναι μια θέση συμβατή με άλλες πεποιθήσεις. Πολλοί αγνωστικιστές, βουδιστές, ινδουιστές, τζαϊνιστές και ταοϊστές αυτοχαρακτηρίζονται άθεοι. Αρκετοί Εβραίοι και σιντοϊστές τηρούν τα λατρευτικά έθιμα της παραδοσιακής θρησκείας των προγόνων τους, ενώ στην ουσία είναι άθεοι. Όταν λοιπόν μια δημοσκόπηση προσφέρει περιορισμένες επιλογές στις απαντήσεις, ορισμένοι μπορεί να χρησιμοποιήσουν άλλους όρους για να περιγράψουν τις πεποιθήσεις τους. Ορισμένοι οργανισμοί που συλλέγουν στατιστικά στοιχεία των πληθυσμών ενδέχεται να παρερμηνεύσουν τα αποτελέσματα, είτε εσκεμμένα είτε όχι. Ο σχεδιασμός μιας έρευνας ενδέχεται να επηρεάσει τα αποτελέσματα εξαιτίας της φύσης ορισμένων στοιχείων όπως είναι η διατύπωση των ερωτήσεων και οι διαθέσιμες επιλογές στις απαντήσεις. Επίσης πολλοί άθεοι, ιδίως πρώην Καθολικοί ή Μορμόνοι, εξακολουθούν να καταμετρώνται ως Χριστιανοί από τις εκκλησίες τους. Οι άλλοι Χριστιανοί πιστεύουν ότι «όταν κάποιος σωθεί πραγματικά, έχει σωθεί για πάντα», ένα δόγμα γνωστό ως «αιωνία ασφάλεια». Πολλές στατιστικές έρευνες θεωρούν ότι η θρησκεία είναι μια κατηγορική μεταβλητή, δηλαδή μια παράμετρος με διακριτές ονομαστικές κατηγορίες. Έχουν σχεδιαστεί μέθοδοι για να αξιολογούν τη στάση των ανθρώπων απέναντι στη θρησκεία, κάτι ιδιαίτερα χρήσιμο δεδομένου ότι πολλοί άνθρωποι που έχουν φαινομενικά ουδέτερη στάση ουσιαστικά επηρεάζονται από τις κυρίαρχες κοινωνικές νόρμες και εντάσσουν τον εαυτό τους σε μια κατηγορία που αισθάνονται ως κοινωνικά αποδεκτή. Η αρνητική θεώρηση του αθεϊσμού που εξακολουθεί να υπάρχει διάχυτη σε πολλές κοινωνίες καθώς και η πίεση από την οικογένεια και το κοινωνικό περιβάλλον μπορεί να κάνει ορισμένους άθεους να αποστρέφονται αυτό τον χαρακτηρισμό. Η παρανόηση του όρου «άθεος» είναι επίσης ένας λόγος για τον οποίο αρκετοί επιλέγουν άλλον χαρακτηρισμό για τον εαυτό τους.
Για παράδειγμα, σε μια έρευνα που έγινε στον Καναδά από την Ipsos το 2011 διαπιστώθηκε ότι η πίστη σε θεότητα δεν συμβαδίζει αναγκαστικά με την τυπική ένταξη σε κάποιο θρήσκευμα. Συγκεκριμένα το 28% των Προτεσταντών, το 33% των Καθολικών και το 23% όσων πηγαίνουν κάθε εβδομάδα στη λειτουργία δεν πιστεύει στον Θεό, ενώ το 23% όσων δεν δήλωσαν θρησκευτική ταυτότητα πιστεύει στον Θεό.
Ο αριθμός των αθέων παγκόσμια αυξάνεται ενώ η θρησκευτικότητα μειώνεται. Οι επιστήμονες και ιδιαίτερα οι εξέχοντες είναι κατά κύριο λόγο άθεοι. Στην Ανατολική Ασία, οι άθεοι και άθρησκοι αποτελούν την πλειοψηφία. Στον υπόλοιπο κόσμο και σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες τα ποσοστά τους είναι μονοψήφια.
Στις περισσότερες χώρες του κόσμου οι άθεοι είναι μειοψηφία, ωστόσο υπάρχουν μεγάλα ποσοστά αθέων στην Ευρώπη, τον Καναδά, την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, τα πρώην και νυν κομμουνιστικά κράτη, και σε μικρότερο βαθμό στις ΗΠΑ και το νότιο τμήμα της Νότιας Αμερικής. Μια έρευνα του Pew research Center το 2012 έδειξε ότι το 16% του παγκόσμιου πληθυσμού δεν σχετίζεται με τη θρησκεία. Σε ορισμένες περιοχές του κόσμου, όπως είναι η Ευρώπη και η Νότια Αμερική, ο αθεϊσμός και η εκκοσμίκευση έχουν ανοδική πορεία, ενώ σε άλλες, όπως είναι τα πρώην κομμουνιστικά κράτη, καθοδική.
Μια έρευνα του Adherents.com το 2002 εκτιμά το ποσοστό «κοσμικιστών, αθρήσκων, αγνωστικιστών και αθέων» του παγκόσμιου πληθυσμού στο 14%. Μια έρευνα του 2004 που πραγματοποίησε το BBC σε 10 χώρες έδειξε ότι το ποσοστό των ατόμων που δηλώνουν ότι «δεν πιστεύουν στον θεό» κυμαίνεται από το 0% στη Νιγηρία ως το 39% στην Αγγλία, με τον μέσο όρο να βρίσκεται στο 17%, ενώ το 8% δήλωσαν απερίφραστα ότι ήταν άθεοι. Σε έρευνα της British Humanist Association το 2011, στο ερώτημα «είστε θρήσκος;» το 65% απάντησε «όχι». Μια έρευνα της CIA του 2004 εκτιμά το ποσοστό των αθρήσκων στο 12,5% και των αθέων στο 2,4% του παγκόσμιου πληθυσμού. Μια δημοσκόπηση της AP/Ipsosτο 2005 σε 10 χώρες έδειξε ότι από τις ανεπτυγμένες χώρες οι ΗΠΑ έχουν το υψηλότερο ποσοστό ανθρώπων που είναι βέβαιοι για την ύπαρξη θεού ή ανώτερης δύναμης (2% άθεοι, 4% αγνωστικιστές), ενώ η Γαλλία είχε τους περισσότερους σκεπτικιστές (19% άθεοι, 16% αγνωστικιστές). Σε ό,τι αφορά το θρήσκευμα, η Νότια Κορέα είχε το υψηλότερο ποσοστό αθρήσκων (41%) ενώ η Ιταλία το χαμηλότερο (5%).
Μελέτες δείχνουν ότι ο αθεϊσμός στη Δύση είναι ιδιαίτερα έκδηλος στους επιστήμονες, μια τάση που ήδη είχε γίνει αντιληπτή από τις αρχές του 20ού αιώνα και αργότερα εξελίχθηκε σε κυρίαρχη. Μια έρευνα του 1914 διαπίστωσε ότι το 58% μιας ομάδας 1000 φυσικών επιστημόνων στις ΗΠΑ εξέφρασαν «αμφιβολία ή απουσία πίστης στην ύπαρξη θεού» (ορισμένου ως προσωπικού θεού που αλληλεπιδρά άμεσα με τους ανθρώπους). Η ίδια έρευνα επαναλήφθηκε το 1996 και έδωσε παρόμοια ποσοστά, 60,7%. Η έκφραση σαφούς απουσίας πίστης είχε αυξηθεί από το 52% το 1914 στο 72% το 1998 (περιοδικό Nature, τ. 394 του 1998).
(Τα παραπάνω στοιχεία για ποσοστά είναι από την Wikipedia, Demographics of atheism).
Στην Ευρώπη, το ποσοστό των ανθρώπων που παρακολουθούν τακτικά θρησκευτικές λειτουργίες μειώνεται σταθερά τα τελευταία χρόνια (πηγή: Economist). Οι συνήθειες διαφέρουν κατά πολύ από χώρα σε χώρα. Σύμφωνα με την τελευταία έρευνα της υπηρεσίας European Social Survey που διεξήχθη το 2008 και το 2009, πάνω από το 60% των Τσέχων δηλώνουν ότι ποτέ δεν πηγαίνουν στην εκκλησία, με εξαίρεση ειδικές περιπτώσεις όπως γάμοι και βαπτίσεις. Γαλλία, Βρετανία και Βέλγιο είναι επίσης κοσμικά κράτη, όπου πάνω από το μισό των ερωτηθέντων δεν πηγαίνει ποτέ στην εκκλησία. Οι πιο τακτικοί εκκλησιαζόμενοι στις 28 χώρες της Ε.Ε. βρίσκονται σε Κύπρο και Ελλάδα, όπου μόνο το 2,4% και 4,9% αντίστοιχα λένε ότι δεν πηγαίνουν στην εκκλησία.
Σύμφωνα με μια έρευνα που έγινε από το Ευροβαρόμετρο το 2010, το υψηλότερο ποσοστό θεϊστών στην Ευρώπη παρατηρείται στη Μάλτα, 94%. Στην τρίτη θέση βρίσκεται η Κύπρος, με 88% θεϊστές, 8% ντεϊστές και 2% αθέους, ενώ η Ελλάδα βρίσκεται στην τέταρτη θέση, με 79% θεϊστές, 16% ντεϊστές και 4% αθέους. Τα μικρότερα ποσοστά πίστης σε θεό σημειώνονται στην Τσεχία, με 16% θεϊστές, 44% ντεϊστές και 37% αθέους. Χρήσιμο είναι να σημειώσουμε εδώ ότι οι επιλογές της δημοσκόπησης δεν είναι διατυπωμένες με τη μορφή του αυτοχαρακτηρισμού, αλλά με τη μορφή πεποίθησης ως προς την ύπαρξη θεότητας, δηλαδή «πιστεύω σε θεό», «πιστεύω σε κάποιο πνεύμα ή ανώτερη δύναμη», «δεν πιστεύω ούτε σε θεό ούτε σε πνεύμα ή ανώτερη δύναμη». Πολλοί από τους ερωτηθέντες που επέλεξαν την δεύτερη απάντηση, αν τους λέγαμε ότι είναι ντεϊστές, κατά πάσα πιθανότητα δεν θα ήξεραν καν για τι πράγμα μιλάμε, ενώ αν τους ρωτούσαμε σε ποιο θρήσκευμα ανήκουν, είναι πολύ πιθανό να επέλεγαν «χριστιανοί ορθόδοξοι» ή κάποιο άλλο από τα «γνωστά» θρησκεύματα.
Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο Αόρατη Μελάνη, της ίδιας της αρθρογράφου, όπου και γίνεται ο σχολιασμός.
Η εκκοσμικευμένη κοινωνία και ο ρόλος του αθεϊσμού [4]
Στο πλαίσιο των ομιλιών, έξι συνολικά τον αριθμό, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν από μέλη της Ένωσης Αθέων στον Ελεύθερο Κοινωνικό Χώρο «Nosotros» (Θεμιστοκλέους 66, Εξάρχεια), μετά από πρόσκληση για συμμετοχή στους κύκλους αυτομόρφωσης που διοργανώνει ο συγκεκριμένος χώρος, το μπλογκ μας αναδημοσιεύει τμηματικά το περιεχόμενο των ομιλιών αυτών.
Αρθρογράφος: Τατιάνα Ραπακούλια, πρόεδρος της Διοικούσας Επιτροπής της Ένωσης Αθέων, διαδικτυακό ψευδώνυμο Αόρατη Μελάνη
« Προηγούμενο [3] |
Ελληνικό Σύνταγμα
- Προμετωπίδα: Εις το όνομα της Αγίας, Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος.
- Ο όρκος του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν περιορίζεται σε αναφορά του Θεού αλλά παραπέμπει στην Αγία Τριάδα (άρθρο 33 παρ. 2) όπως και ο όρκος των βουλευτών (άρθρο 59 παρ. 1), με πρόβλεψη για αλλόθρησκους ή ετερόδοξους (άρθρο 59 παρ. 2), όχι όμως για άθρησκους ή άθεους.
- Σκοπός της παιδείας είναι και η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης (άρθρο 16 παρ. 2). Απαγόρευση του προσηλυτισμού (άρθρο 13 παρ. 2).
- Η ελευθερία του τύπου περιορίζεται σε περίπτωση προσβολής της χριστιανικής και κάθε άλλης γνωστής θρησκείας (άρθρο 14 παρ. 3β).
- Ιδιαίτερο καθεστώς διοίκησης Αγίου Όρους (άρθρο 105).
Ελλάδα
Από το άρθρο Κράτος και Εκκλησία: Επικίνδυνες σχέσεις, της Ντίνας Δασκαλοπούλου (απ’ τον προσωπικό της ιστοχώρο)
Σύμφωνα με καθηγητή του Συγκριτικού Συνταγματικού Δικαίου του πανεπιστημίου του Μονπελιέ: «Πώς αντιλαμβανόμαστε ότι ένα κράτος δεν είναι κοσμικό; Παρατηρούμε την Ελλάδα.» Εικόνες του Χριστού κοσμούν σχολεία, δικαστήρια και δημόσιες υπηρεσίες, οι βουλευτές δίνουν θρησκευτικό όρκο, το μάθημα των θρησκευτικών είναι υποχρεωτικό, η βλασφημία συνιστά ποινικό αδίκημα.
Στην Ελλάδα, η ευλάβεια παύει να είναι ιδιωτική υπόθεση και μετατρέπεται σε δημόσια υποχρέωση, ιδιαίτερα για τους δημοσίους υπαλλήλους. Οι ένστολοι υποχρεώνονται να παρίστανται σε θρησκευτικές τελετές ως εκπρόσωποι του κρατικού μηχανισμού. Τι σχέση έχουν οι πρακτικές αυτές με τη θρησκευτική πίστη του καθενός και την άσκηση της θρησκευτικής του λατρείας; Απαντά η δικηγόρος ανθρωπίνων δικαιωμάτων Κλειώ Παπαπαντολέων: «Καμία. Οι πρακτικές αυτές αποτελούν την πανηγυρική διακήρυξη (από την πλευρά του κράτους) της πρωτοκαθεδρίας της χριστιανικής ορθόδοξης θρησκείας. Το πρόβλημα αφορά τη θρησκευτική ελευθερία των ανθρώπων σε ένα περιβάλλον του οποίου η καθημερινότητα κυριαρχείται από την επιβολή και υποβολή της ορθόδοξης πίστης».
Η χριστιανική εκκλησία έχει πετύχει να συνδεθεί η εικόνα της ορθοδοξίας τόσο στενά με την έννοια του ελληνισμού, ώστε να φαντάζει από πολύ δύσκολος έως ακατόρθωτος ο διαχωρισμός τους, ακόμη και στους άθεους. Σε ατομικό επίπεδο, παρατηρούμε το αξιοσημείωτο φαινόμενο πολλών άθεων, αγνωστικιστών, ντεϊστών και άθρησκων που όχι απλώς τηρούν τα έθιμα της ορθοδοξίας, αλλά αυτοχαρακτηρίζονται χριστιανοί ορθόδοξοι και θα τους στοίχιζε πολύ να απαρνηθούν τον χαρακτηρισμό αυτό.
Περισσότερα για το ιστορικό της εμπλοκής κράτους-εκκλησίας:
(Η ιστορία της εμπλοκής κράτους-εκκλησίας στον ελλαδικό χώρο ξεκινά από το 325 π.Χ., με τη σύγκληση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, ο οποίος συμμετείχε ο ίδιος στις εργασίες της συνόδου και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στις αποφάσεις της. Με τη Σύνοδο αυτή η Εκκλησία εντάχθηκε στις επίσημες δομές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Κωνσταντίνος, επηρεασμένος από τη μητέρα του Ελένη και τους χριστιανικούς της κύκλους, και χρησιμοποιώντας ως πρόφαση το περίφημο όραμα που υποτίθεται ότι είδε το 312 πριν τη μάχη της Μιλβίας γέφυρας, συνέδεσε τη χριστιανική θρησκεία με το ρωμαϊκό κράτος, ξεκινώντας μια μακραίωνη παράδοση που διαρκεί έως και σήμερα.
Γράφει ο Σπύρος Τρωιάνος, ομότιμος καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο άρθρο του Η «Ελληνική Ιδιαιτερότητα»: από την Βυζαντινή Συναλληλία στην «Επικρατούσα Θρησκεία»:
Η ευνοϊκή στάση των αυτοκρατόρων απέναντι στην Εκκλησία δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο των προσωπικών αντιλήψεών τους, αλλά και της διαπιστώσεως ότι η νέα πίστη είχε τη δυνατότητα να εξελιχθεί σε ένα από τα βασικά στοιχεία συνοχής του πληθυσμού της αυτοκρατορίας. Αλλά το στοιχείο αυτό λειτουργεί ως παράγοντας συνοχής, μόνον αν υπάρχει δογματική ενότητα, αλλιώς πολλαπλασιάζει την ένταση των διασπαστικών τάσεων.
Προφανώς λοιπόν για την εξασφάλιση της δογματικής ενότητας, με μια σειρά διαταγμάτων των βυζαντινών αυτοκρατόρων, κυρίως του Κωνσταντίνου, του Θεοδόσιου και του Ιουστινιανού, οι άλλες θρησκείες (και ιδίως η αρχαία ελληνική θρησκεία) διώχθηκαν και ο χριστιανισμός καθιερώθηκε ως επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας, με ιδιαίτερα προνόμια και επιρροή στη δημόσια σφαίρα.
Συνεχίζει ο Τρωιάνος:
Κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, σύμφωνα με την παραδοσιακή τακτική των μουσουλμάνων ηγετών, οι «λαοί της Βίβλου», οι χριστιανοί και οι Εβραίοι, εφόσον δεν είχαν προβάλει αντίσταση και πλήρωναν τον κεφαλικό φόρο (χαράτσι), μπορούσαν να ζήσουν μέσα στο μουσουλμανικό κράτος, αυτοδιοικούμενοι, κατά κάποιον τρόπο, σύμφωνα με το θρησκευτικό τους δίκαιο.
Ο σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ παραχώρησε μία σειρά από ειδικά και γενικά προνόμια, που αποτελούσαν τα νομικά πλαίσια για τη σταδιακή ένταξη του Πατριαρχείου στον οθωμανικό διοικητικό μηχανισμό και την οθωμανική έννομη τάξη. Τα προνόμια αυτά περιείχαν ελευθερία της λατρείας, εσωτερική αυτοδιοίκηση τόσο των θρησκευτικών κοινοτήτων όσο και των ιδρυμάτων με θρησκευτικό ή γενικότερα πνευματικό χαρακτήρα, ελευθερία στη διαχείριση των εκκλησιαστικών περιουσιακών στοιχείων και απαλλαγή από τη φορολογία, το δικαίωμα των εκκλησιαστικών οργάνων να ασκούν δικαιοδοσία σε πνευματικά ζητήματα και να επιλύουν διαφορές οικογενειακού ή κληρονομικού δικαίου κ.ά. Σύμφωνα με τα σχετικά «βεράτια», η αρμοδιότητα για την εκλογή του πατριάρχη ανήκε στην πατριαρχική σύνοδο, τον τελευταίο λόγο όμως είχε ο σουλτάνος, που μπορούσε και να τον απομακρύνει, αν για οποιονδήποτε λόγο γινόταν δυσάρεστος στην Υψηλή Πύλη.
Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας η χριστιανική εκκλησία ήρθε να αναπληρώσει το κενό μιας ελληνόφωνης πολιτικής και θεσμικής αρχής. Προσέλαβε συμβολικό εθνικό χαρακτήρα, λειτουργώντας συνεκτικά ως σημείο αναφοράς και λαμβάνοντας στη συνείδηση των Ελλήνων τη θέση θεματοφύλακα της εθνικής ενότητας.
Συνεχίζω από το άρθρο της Δασκαλοπούλου:
Η αφετηρία του ασφυκτικού εναγκαλισμού θρησκείας και πολιτικής που παρατηρούμε στο νεοελληνικό κράτος τοποθετείται συμβατικά στα 1833, όταν με βασιλικό διάταγμα η Εκκλησία της Ελλάδος αποσπάσθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τέθηκε υπό την εξουσία του Βασιλείου της Ελλάδος, ως κλιμάκιο του διοικητικού του μηχανισμού. Μετά τη συνταγματική αναγνώριση “επικρατούσης θρησκείας” το 1844, όλοι επαναπαύθηκαν στο καθεστώς πολιτειοκρατίας, το οποίο εξασφάλιζε στη μεν Πολιτεία τη δυνατότητα ασφυκτικού ελέγχου, στη δε Εκκλησία το προνόμιο δημόσιου οργανισμού. Οι παρενέργειες δεν άργησαν να φανούν: η μεν Πολιτεία καθηλώθηκε σε χρόνιες νομοθετικές αγκυλώσεις για μια σειρά από πεδία που θα έπρεπε να ανήκουν στη δική της αποκλειστική αρμοδιότητα (οικογενειακό δίκαιο, εκπαίδευση, ελευθερία θρησκευτικών μειονοτήτων), η δε Εκκλησία υποχρεώθηκε σε απόκλιση από τους δικούς της κανόνες για σειρά από θέματα που ανάγονται στην εσωτερική της οργάνωση.
Η Μεταπολίτευση, που ευαγγελίστηκε σαρωτικές αλλαγές στην οργάνωση και τις δομές της χώρας, παρά ταύτα δεν έκανε το μεγάλο βήμα. Ακόμη και στα πρακτικά του Συντάγματος του 1975 οι πάντες παραδέχονται ότι χρειάζονται μείζονες αλλαγές και αμφιβάλλουν μόνο για την προοπτική κοινωνικής αποδοχής τους. Η διστακτικότητα αυτή οφείλεται κυρίως στη σφοδρή αντίδραση της ίδιας της Εκκλησίας, η οποία εκτιμά ότι ενδεχόμενη αναθεώρηση της διασύνδεσής της με το κράτος θα διατάρασσε βιαίως τη σχέση της με την κοινωνία και το έθνος.
Η πιο σοβαρή και οργανωμένη προσπάθεια προς την κατεύθυνση του διαχωρισμού κράτους-εκκλησίας υπήρξε η πρόταση νόμου της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου που ανακοινώθηκε στις 19 Οκτωβρίου 2005. Έφερε τον τίτλο «Ρύθμιση σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας, θρησκευτικές ενώσεις και κατοχύρωση της θρησκευτικής ελευθερίας» και παρουσιάστηκε από τον τότε αντιπρόεδρο της ΕΕΔΑ Νίκο Αλιβιζάτο (Καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου) και τον γενικό γραμματέα Γιάννη Κτιστάκι (Δ.Ν., Δικηγόρος).
Την 1η Δεκεμβρίου 2005 η πρόταση νόμου επιδόθηκε στην πρόεδρο της Βουλής Άννα Μπενάκη-Ψαρούδα από τους βουλευτές Φώτη Κουβέλη του Συνασπισμού και τους ανεξάρτητους Στέφανο Μάνο και Ανδρέα Ανδριανόπουλο. Η Ν.Δ. και το ΠαΣοΚ απέρριψαν την πρόταση με το σκεπτικό ότι θα έπρεπε τάχα να προηγηθεί αναθεώρηση του Συντάγματος. Η Μαριέττα Γιαννάκου, αρμόδια υπουργός τότε, μίλησε για τη διαπλοκή που υπάρχει σε πάρα πολλούς χώρους και για την οποία υπεύθυνοι είναι προ πάντων οι άνθρωποι και λιγότερο οι νόμοι. (από δήλωση του Ν. Αλιβιζάτου)
Άποψή μου είναι ότι ναι μεν για τη διαπλοκή ευθύνονται οι άνθρωποι, αλλά οι νόμοι αποτελούν το θεσμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται οι άνθρωποι. Αν το πλαίσιο αυτό είναι χαλαρό, μεροληπτικό και διφορούμενο, τα περιθώρια αυθαιρεσίας είναι κατά πολύ μεγαλύτερα παρά αν το πλαίσιο είναι δίκαιο, σαφές και καλά ορισμένο.
Περισσότερα για τις οικονομικές σχέσεις εκκλησίας-κράτους:
Ο Γιάννης Κτιστάκις, λέκτορας στη Νομική Σχολή Κομοτηνής, κάνει τον απολογισμό της σύνδεσης Πολιτείας και Εκκλησίας:
«Δεν υπάρχει κανένα “λογιστικό” υπόλοιπο. Δεν χρωστάει η Πολιτεία στην Εκκλησία από το παρελθόν». Η ιεραρχία της Εκκλησίας ισχυρίζεται ότι καλώς οι ιερείς της πληρώνονται από τον δημόσιο κορβανά, αφού αυτό είναι το αντιστάθμισμα της σταδιακής αφαίρεσης μεγάλης ακίνητης εκκλησιαστικής περιουσίας χωρίς αποζημίωση. Ανακριβής ο ισχυρισμός. «Η σύμβαση του 1952 ήταν αμφοτεροβαρής: το κράτος απέκτησε την κυριότητα αγροτεμαχίων και βοσκοτόπων εκτός Αττικής (αξίας 97 δισεκατομμυρίων δραχμών) έναντι ίσης αξίας αστικών ακινήτων και μετρητών που απέκτησε η Εκκλησία».
Ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος υποστηρίζει πως «το μεγαλύτερο μέρος της Αθήνας παραχωρήθηκε από την Εκκλησία στο κράτος ή αυτό την άρπαξε με διάφορους τρόπους». Ο κύριος Κτιστάκις απαντά: «Ούτε τούτο είναι απολύτως ακριβές. Ο Αρχιεπίσκοπος έχει αναφέρει ως παραδείγματα την αμερικανική πρεσβεία και το Νοσοκομείο “Α. Συγγρός”. Από έναν δειγματοληπτικό έλεγχο που πραγματοποίησα στο Υποθηκοφυλακείο Αθηνών, προκύπτει ότι η μεν έκταση όπου οικοδομήθηκε η αμερικανική πρεσβεία απαλλοτριώθηκε νομίμως από το Δημόσιο, το δε Νοσοκομείο “Α. Συγγρός” οικοδομήθηκε από τον δωρητή Ανδρέα Συγγρό σε έκταση του Δημοσίου».
Εν τέλει, οφείλουμε ως φορολογούμενοι να πληρώνουμε τους ορθόδοξους ιερείς ή όχι; «Αυτή η πρακτική καθιερώθηκε το 1945, προκειμένου η κεντρική κυβέρνηση να ελέγχει τον κλήρο εν όψει του εμφύλιου πολέμου» θα μας πει ο κύριος Κτιστάκις. «Ο αναγκαστικός νόμος προέβλεπε μεν την κρατική μισθοδοσία, αλλά προέβλεπε, ταυτοχρόνως, και υποχρεωτική είσπραξη του 25% των τακτικών εσόδων των ενοριακών ναών από το Δημόσιο και υποχρεωτική ετήσια εισφορά όλων των ορθόδοξων οικογενειών στην ενορία τους. Με άλλα λόγια, το κράτος έλεγχε τον κλήρο πληρώνοντας τους μισθούς του με τα έσοδα των ναών — που σχηματίζονταν, όμως, από τις υποχρεωτικές εισφορές των πιστών».
Αξίζει να αναφερθούμε λίγο πιο διεξοδικά στο ιστορικό της κρατικής μισθοδοσίας των ιερέων. Το 1945 το κράτος ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλλει τους μισθούς των κληρικών και η Εκκλησία ανέλαβε την υποχρέωση να εισφέρει στον κρατικό προϋπολογισμό το 25% των ακαθάριστων εσόδων της. Συγκεκριμένα το άρθρο 2 παρ. 2Α του Α.Ν. 536/45 αναφέρει: «Προς κάλυψιν της δαπάνης διά την μισθοδοσίαν των εφημερίων, ορίζονται από της 1ης Οκτωβρίου 1945 οι κάτωθι πόροι: Α) Εισφορά 25% επί των ακαθαρίστων εισπράξεων των ενοριακών και συναδελφικών, ως και των υπό ειδικών διεπομένων Ναών… Η είσπραξις της ανωτέρω εισφοράς ενεργείται κατά τας διατάξεις του νόμου περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων». Αργότερα με το άρθρο 5 του Α.Ν. 469/68 το ποσοστό της εισφοράς αυξήθηκε από 25% σε 35%.
Λίγο πριν από τις βουλευτικές εκλογές του έτους 2004, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, με την ψήφιση του άρθρου 15 του Ν. 3220/04, κατήργησε, από 1-1-2004, την υποχρέωση της Εκκλησίας για την ως άνω εισφορά. Συγκεκριμένα το άρθρο 15 του Ν. 3220/04 αναφέρει: «Καταργείται η εισφορά που προβλέπεται από τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του Α.Ν. 536/45».
Με την κατάργηση του Ν. 536/45 συντελέστηκε μια ουσιώδης, μονόπλευρη ανατροπή στις ως τότε διαμορφωμένες οικονομικές σχέσεις κράτους-εκκλησίας. Η υποχρέωση της Εκλησίας για εισφορά καταργήθηκε, ενώ η υποχρέωση του κράτους για μισθοδοσία των κληρικών παρέμεινε.
Σημειώνεται ότι ο ανωτέρω Ν. 536/45 ουδέποτε τηρήθηκε με συνέπεια. Η αναποτελεσματικότητα της εισφοράς οφείλεται στη συστηματική φοροδιαφυγή της εκκλησίας, όπως καταδεικνύεται σαφώς και από την επίσημη απάντηση του Υπουργείου Οικονομίας & Οικονομικών στην υπ’ αριθμ. πρωτ. 8408/666/2-3-05 ερώτηση του ΣΥΝ, σχετικά με την καταβολή της εν λόγω εισφοράς. Στην ερώτηση δεν απαντήθηκαν τα ερωτήματα αν έγιναν έλεγχοι για την εξακρίβωση της τήρησης ή όχι των υποχρεώσεων που απορρέουν από τον Ν. 536/45 και αν υπήρξαν ναοί που δεν κατέβαλαν την ως άνω εισφορά. Από το ύψος των ποσών που καταβλήθηκαν από την εκκλησία, κατά τα έτη 2000-2004, στα Δημόσια Ταμεία, καταδεικνύεται η συστηματική φοροδιαφυγή της εκκλησίας.
Συγκεκριμένα, τα ποσά που κατέβαλε στις Δ.Ο.Υ. η εκκλησία, τα έτη 2000-2004, σύμφωνα με την απάντηση του Υπουργείου Οικονομίας & Οικονομικών, καλύπτουν το 3% – 4% της δαπάνης για τη μισθοδοσία των κληρικών, ενώ, υποτίθεται, θα την κάλυπταν πλήρως.
Επίσης σε σχετική επίκαιρη ερώτηση του ΣΥΡΙΖΑ (28-3-2005) για την κατάργηση της εισφοράς 35%, που κατέβαλλε η εκκλησία για την ενίσχυση του κρατικού προϋπολογισμού, ο υφυπουργός Οικονομίας & Οικονομικών απάντησε: “Το σκεπτικό της κατάργησης, όπως προκύπτει από την εισηγητική έκθεση, ήταν ότι επρόκειτο για έναν αναποτελεσματικό φόρο κατά κάποιο τρόπο και δεν λειτουργούσε. Η πραγματικότητα είναι κάπως έτσι, γιατί μεταβλήθηκε σε μια προαιρετική ουσιαστικά εισφορά που κάποιοι ιερείς προσήρχοντο στα δημόσια ταμεία και απέδιδαν και κάποιοι την είχαν εντελώς ξεχάσει”. Το Υπουργείο, δηλαδή, σαφώς αναγνωρίζει ότι στην πράξη η εισφορά έγινε προαιρετική και ότι για το λόγο αυτό καταργήθηκε — πράγμα που δεν ισχύει για κανένα φόρο ή εισφορά που αφορά τους πολίτες. (πηγή: “Καθεστώς μόνιμης φορολογικής ασυλίας για την εκκλησία”, e-forologia.gr)
Η ιστορία της πρότασης της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και του Πολίτη ανατρέχει στους υποτιθέμενους «ανοιχτούς λογαριασμούς» της Εκκλησίας με την Πολιτεία. Θα μπορούσε κανείς να αντιτάξει ότι η πρόταση αυτή θίγει τα δικαιώματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ελλάδα. «Το δικαίωμα της Εκκλησίας να εισπράττει από τα υπάρχοντά της δεν θίγεται. Θίγεται το καθεστώς off shore εταιρείας που έχει. Το καθεστώς των ανθρώπων που επιθυμούν να εκδηλώνουν την πίστη τους δεν θίγεται. Θίγεται το ότι αυτό επιβάλλεται σε άλλους, παρά τη θέλησή τους. Η δυνατότητα της Εκκλησίας να έχει όσους ιερωμένους θέλουν οι μητροπολίτες δεν θίγεται. Θίγεται η αξίωση να πληρώνει ο ελληνικός λαός γι’ αυτό. Εν ολίγοις, άλλο προνόμια, άλλο δικαιώματα».
Αλληλεπίδραση αθεϊσμού και εκκοσμίκευσης με πολιτικές ιδεολογίες
Αναρχισμός
Σύμφωνα με τον Μπακούνιν, ο Προυντόν ήταν ο πρώτος που αυτοχαρακτηρίστηκε «αναρχικός». Διάβασε συστηματικά τη χριστιανική βιβλιογραφία και κατέληξε να απορρίψει ολοκληρωτικά τη θρησκευτική πίστη του και τον χριστιανισμό.
Ο Μπακούνιν, που θεωρείται από πολλούς πατέρας της θεωρίας του αναρχισμού, ισχυρίστηκε ότι «η έννοια του θεού συνεπάγεται τον εξοβελισμό της ανθρώπινης λογικής και δικαιοσύνης. Είναι η πιο καθοριστική απάρνηση της ανθρώπινης ελευθερίας και οδηγεί κατ’ ανάγκη στην υποδούλωση της ανθρωπότητας, στη θεωρία και στην πράξη». Στο δοκίμιο «Θεός και κράτος», απ’ όπου και το προηγούμενο απόσπασμα, γράφει μεταξύ άλλων:
«Εφόσον ο Θεός είναι αφέντης, ο άνθρωπος είναι δούλος. Αδυνατεί να βρει τη δικαιοσύνη, την αλήθεια και την αιώνια ζωή μόνος του, μπορεί να τα φτάσει μόνο μέσω θεϊκής αποκάλυψης. Όταν όμως μιλάμε για αποκάλυψη, μιλάμε αναγκαστικά για φορείς της αποκάλυψης: θεόπνευστους μεσσίες, προφήτες, ιερείς και νομοθέτες, οι οποίοι μόλις αναγνωριστούν ως εκπρόσωποι της θεότητας επί γης, εκλεκτοί του ίδιου του Θεού για την καθοδήγηση της ανθρωπότητας προς τη σωτηρία, αναγκαστικά ασκούν απόλυτη εξουσία.»
Η Έμμα Γκόλντμαν ήταν δηλωμένη αθεΐστρια και έβλεπε τη θρησκεία ως εργαλείο ελέγχου και κυριαρχίας. Στο δοκίμιό της «Φιλοσοφία του αθεϊσμού» γράφει:
Συνειδητά ή ασυναίσθητα, οι περισσότεροι θεϊστές βλέπουν στους θεούς και τους διαβόλους, στον παράδεισο και την κόλαση, στην ανταμοιβή και την τιμωρία, ένα μαστίγιο για να εξαναγκάσουν τους ανθρώπους στην υποταγή, την ταπεινότητα και τον συμβιβασμό. […] Η φιλοσοφία του αθεïσμού εκφράζει τη διεύρυνση και την ανάπτυξη της ανθρώπινης διανόησης. Η φιλοσοφία του θεϊσμού, αν μπορούμε να την ονομάσουμε φιλοσοφία, είναι στατική και καθηλωμένη.
Κατηγόρησε τον χριστιανισμό για τη «διαιώνιση μιας κοινωνίας δουλείας», υποστηρίζοντας ότι υπαγορεύει τις επίγειες πράξεις των ατόμων και προσφέρει στους φτωχούς την απατηλή υπόσχεση ενός πλουσιοπάροχου μέλλοντος.
Παρά το γεγονός ότι οι θεωρητικοί του αναρχισμού στο σύνολό τους όχι μόνο απέρριψαν αλλά και καταδίκασαν τη θρησκεία, δεν είναι όλοι οι αναρχικοί και άθρησκοι. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα από το γεγονός της ύπαρξης του κινήματος του αναρχοχριστιανισμού: οι αναρχοχριστιανοί ή Χριστιανοί αναρχικοί πιστεύουν ότι η ελευθερία είναι δικαιολογημένη πνευματικά μέσω της διδασκαλίας του Ιησού.
Σοσιαλισμός – Κομμουνισμός
Ο Καρλ Μαρξ έγραψε στην “Κριτική της εγελιανής φιλοσοφίας του κράτους και του δικαίου” (μετάφραση Μπάμπη Λυκούδη):
Η θρησκευτική καχεξία είναι, κατά ένα μέρος, η έκφραση της πραγματικής καχεξίας και, κατά ένα άλλο, η διαμαρτυρία ενάντια στην πραγματική καχεξία. Η θρησκεία είναι ο στεναγμός του καταπιεζόμενου πλάσματος, η θαλπωρή ενός άκαρδου κόσμου, είναι το πνεύμα ενός κόσμου απ’ όπου το πνεύμα έχει λείψει. Η θρησκεία είναι το όπιο του λάου.
Ξεπέρασμα της θρησκείας σαν απατηλής ευτυχίας του λαού σημαίνει την απαίτηση της πραγματικής του ευτυχίας. Η απαίτηση να αρνηθεί τις αυταπάτες σχετικά με την κατάστασή του σημαίνει απαίτηση να αρνηθεί μια κατάσταση που έχει ανάγκη από αυταπάτες. Η κριτική της θρησκείας είναι λοιπόν εν σπέρματι η κριτική της κοιλάδας αυτής των δακρύων, που η θρησκεία αποτελεί το φωτοστέφανό της.
Ο Λένιν κατέκρινε έντονα τη θρησκεία. Στο βιβλίο του με τίτλο «Θρησκεία» έγραψε:
Ο αθεϊσμός είναι φυσικό και άρρηκτο μέρος του μαρξισμού, της θεωρίας και της πρακτικής του επιστημονικού σοσιαλισμού.
Στο «Σχετικά με τη Στάση του Εργατικού Κόμματος Απέναντι στη Θρησκεία» έγραψε (επιμέλεια-σύνταξη Θεοδόση Θωμαδάκη):
Η σοσιαλδημοκρατία βασίζει όλη την κοσμοθεωρία της στον επιστημονικό σοσιαλισμό, δηλ. στον μαρξισμό. Φιλοσοφική βάση του μαρξισμού, όπως δήλωσαν επανειλημμένα και ο Μαρξ και ο Έγκελς, είναι ο διαλεκτικός υλισμός, που αφομοίωσε στο σύνολό του τις ιστορικές παραδόσεις του υλισμού του ΧVΙΙΙ αιώνα στη Γαλλία και του Φόιερμπαχ (πρώτο μισό του ΧΙΧ αιώνα) στη Γερμανία — ενός υλισμού απόλυτα αθεϊστικού, κατηγορηματικά εχθρικού απέναντι σε κάθε θρησκεία. […] Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού, αυτό το απόφθεγμα του Μαρξ είναι ο ακρογωνιαίος λίθος όλης της κοσμοθεωρίας του μαρξισμού στο ζήτημα της θρησκείας. O μαρξισμός όλες τις σύγχρονες θρησκείες και εκκλησίες, όλες τις κάθε λογής θρησκευτικές οργανώσεις, τις βλέπει πάντα σαν όργανα της αστικής αντίδρασης, που χρησιμεύουν για την υπεράσπιση της εκμετάλλευσης και την αποχαύνωση της εργατικής τάξης.
Στο «Σοσιαλισμός και θρησκεία» διαβάζουμε:
«Η θρησκεία πρέπει να ανακηρυχθεί ατομική υπόθεση. […] Το κράτος δεν πρέπει να έχει καμία δουλειά με τη θρησκεία, οι θρησκευτικοί σύλλογοι δεν πρέπει να συνδέονται με την κρατική εξουσία. Ο καθένας πρέπει να είναι ολότελα ελεύθερος να πρεσβεύει όποια θρησκεία θέλει ή να μην παραδέχεται καμιά θρησκεία, δηλ. να είναι άθεος, όπως και είναι συνήθως κάθε σοσιαλιστής. Δεν επιτρέπονται σε καμιά περίπτωση κανενός είδους διακρίσεις δικαιωμάτων ανάμεσα στους πολίτες εξαιτίας των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων. Πρέπει να καταργηθεί απόλυτα ακόμα και κάθε υπόμνηση στα επίσημα έγγραφα σχετικά με το άλφα ή βήτα θρήσκευμα των πολιτών. Δεν πρέπει να δίνεται καμιά επιχορήγηση στην επίσημη εκκλησία του κράτους, καμιά επιχορήγηση από τα χρήματα του δημοσίου στις εκκλησιαστικές και θρησκευτικές ενώσεις, που πρέπει να γίνουν ενώσεις πολιτών-ομοϊδεατών ολότελα ελεύθερες, ανεξάρτητες από την κρατική εξουσία.»
Φιλελευθερισμός
Θεμέλιο της κοσμοθεωρίας της πολιτικής φιλοσοφίας του φιλελευθερισμού είναι η ιδέα της ελευθερίας και της ισότητας. Οι φιλελεύθεροι καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα απόψεων ανάλογα με την ερμηνεία αυτών των βασικών αρχών, γενικά όμως υποστηρίζουν ελεύθερες εκλογές, ελεύθερα πολιτικά δικαιώματα, ελευθερία του τύπου και θρησκευτική ελευθερία.
Ο φιλελευθερισμός ως διακριτό πολιτικό κίνημα εμφανίζεται την εποχή του Διαφωτισμού. Απορρίπτει τα κληρονομικά δικαιώματα, την κρατική θρησκεία, την απόλυτη μοναρχία και την ελέω θεού βασιλεία. Είναι η κυρίαρχη ιδεολογία που βρίσκεται πίσω από την Αμερικανική και τη Γαλλική επανάσταση.
Οι πρώτοι φιλελεύθεροι έθεσαν τις βάσεις για τον διαχωρισμό εκκλησίας-κράτους. Ως διάδοχοι του διαφωτισμού, πίστευαν ότι κάθε κοινωνική και πολιτική τάξη εκπορεύεται από τις ανθρώπινες αλληλεπιδράσεις και όχι από κάποια θεϊκή βούληση. Πολλοί φιλελεύθεροι ήταν εχθρικοί προς τη θρησκευτική πίστη, οι περισσότεροι όμως εστίασαν την αντίθεσή τους στην εμπλοκή θρησκευτικής και πολιτικής εξουσίας, υποστηρίζοντας ότι η πίστη μπορεί να αναπτυχθεί ανεξάρτητα, χωρίς επίσημη κρατική χορηγία και διοίκηση.
Στη φιλοσοφία του φιλελευθερισμού, η ανεκτικότητα είναι φυσική συνέπεια του πλουραλισμού. Δεδομένου ότι τα άτομα διαφωνούν, οφείλουν να σέβονται και να στηρίζουν το δικαίωμα του καθενός στη διαφωνία. Από τη φιλελεύθερη προοπτική, η ανεκτικότητα συνδέθηκε εξ αρχής με την ανεξιθρησκία. Ο Σπινόζα καταδίκασε την «ανοησία των θρησκευτικών πολέμων και διωγμών». Η ανεκτικότητα κατέχει επίσης κεντρική θέση στις ιδέες του Καντ, ο οποίος πίστευε ότι η κοινωνία εκ των πραγμάτων πάντα θα περιλαμβάνει πολλές και διάφορες απόψεις του καλού και του ηθικού, και ότι θα πρέπει να επιτρέπεται να κάνει καθένας τις προσωπικές επιλογές του χωρίς κρατική ή άλλη παρέμβαση.
Συντηρητική δεξιά
Οι συντηρητικές ιδεολογίες συνδέονται παραδοσιακά με τη θρησκεία και τις εκκλησίες. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι είναι και θεϊστικές: απλώς υιοθετούν την όποια κυρίαρχη τάση της παράδοσης προκειμένου να είναι αρεστές στο λαό, συντάσσονται με την όποια ισχυρή εξουσιαστική οργάνωση, και αξιοποιούν κάθε δυνατό μέσο χειραγώγησης των ανθρώπων. Η θρησκεία πληροί και τις τρεις αυτές προϋποθέσεις. Η δεξιά, επομένως, δεν είναι ούτε αθεΐστρια ούτε θεΐστρια: είναι τυχοδιώκτρια. Συντάσσεται με τον θεϊσμό επειδή συνιστά την κυρίαρχη ιδεολογία και επηρεάζει μεγαλύτερο πλήθος ανθρώπων. Εάν τη θέση του κατείχε ο αθεϊσμός, θα συντασσόταν με αυτόν.
Αθεϊσμός και εκκοσμίκευση
Ποιος είναι όμως τελικά ο ρόλος του αθεϊσμού στη διαδικασία της εκκοσμίκευσης; Είναι ένας ρόλος έμμεσος και αφανής, αλλά ουσιαστικός.
Παρατηρούμε ιστορικά ότι η εκκοσμίκευση συντελείται μέσα από πολιτικές διαδικασίες οι οποίες κατευθύνονται από πολιτικές ιδεολογίες σε συνάρτηση με τις κοινωνικές συνθήκες. Οι ιδεολογίες αυτές, όπως είδαμε, κατά κανόνα περιλαμβάνουν τον αθεϊσμό στη θεωρία τους.
Από την άλλη μεριά, παρατηρούμε ότι σε κοινωνίες όπου υπάρχει κυρίαρχη θρησκευτική επιρροή, ιδίως επιρροή των μεγάλων μονοθεϊστικών θρησκειών, η εκκοσμίκευση είναι από δυσχερής έως αδύνατη. Αυτό συμβαίνει κυρίως για τον λόγο που ανέφερα στην αρχή: οι πιστοί είναι πεπεισμένοι ότι το δόγμα τους συνιστά την ύψιστη αξία και ότι ως εκ τούτου είναι χρέος τους να το επιβάλλουν και να ενεργούν με γνώμονα αυτό.
Είναι λοιπόν φανερό ότι αν δεν είναι αναγκαίο ένα αθεϊστικό υπόβαθρο για την εκκοσμίκευση, είναι οπωσδήποτε αναγκαίο ένα υπόβαθρο ελεύθερο από θρησκευτικές προκαταλήψεις. Δεν είναι άνευ προηγουμένου οι περιπτώσεις πολιτικών προσώπων που υποστηρίζουν την εκκοσμίκευση όντας θρήσκοι. Συνολικά όμως αποτελούν την εξαίρεση και όχι τον κανόνα, διότι το να θέσει ένας πιστός τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις σε δεύτερη μοίρα και να δρα με άλλες αρχές σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο, το να προχωρήσει δηλαδή σε μια ουσιαστική εκκοσμίκευση της συμπεριφοράς του, απαιτεί πολύ υψηλό επίπεδο κοινωνικής και πολιτικής ωριμότητας, κάτι που δεν συναντάμε συχνά.
Αλλά αν ο αθεϊσμός δεν είναι αναγκαία προϋπόθεση για την εκκοσμίκευση, η μερική έστω εκκοσμίκευση είναι αναγκαία προϋπόθεση για την ελεύθερη εκδήλωση του αθεϊσμού. Στα θεοκρατικά ή τα έντονα θρησκευτικά κράτη ο αθεϊσμός θεωρείται απειλή για την εξουσία και η έκφρασή του περιορίζεται ή και διώκεται.
Κατά καιρούς εκφράζεται η άποψη ότι η εκκοσμίκευση συνιστά μεροληψία υπέρ του αθεϊσμού και ότι απειλεί τις θρησκείες, καταδιώκοντάς τες και περιορίζοντας την έκφρασή τους. Η παρεξήγηση αυτή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη σύγχυση μεταξύ του αθεϊσμού και των λεγόμενων αθεϊστικών κρατών, τα οποία, όπως εξήγησα, στην πραγματικότητα είναι αντιθρησκευτικά. Σε ένα κοσμικό κράτος η θρησκεία δεν καταπιέζεται, απλώς δεν επιτρέπεται η εισχώρησή της στον κρατικό μηχανισμό.
Αναφέρει για παράδειγμα ο Παναγιώτης Δ. Νικολόπουλος, διδάκτωρ αστικού δικαίου, μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού Σύναξη, και αρθρογράφος της εφημερίδας Χριστιανική, στο βιβλίο του Ιδιωτικοποίηση της θρησκείας και εκκοσμίκευση της εκκλησίας, ότι η άρνηση δυνατότητας συμμετοχής της Εκκλησίας στην άσκηση της κυβερνητικής & νομοθετικής πολιτικής συνιστά αντίφαση: από τη μια της αναγνωρίζουμε το δικαίωμα να εκφέρει γνώμη για κοσμικά ζητήματα και από την άλλη της αρνούμεθα το δικαίωμα να λειτουργεί ως ομάδα πίεσης για να υποδείξει την ορθή κατά τη γνώμη της εθνική, κοινωνική και εκπαιδευτική πολιτική. [Μανιτάκης, Η ορθόδοξη εκκλησία της Ελλάδας μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας, Καθ’ οδόν 16/2000] Όμως αυτό το δικαίωμα κανείς δεν το αρνείται. Φυσικά και έχει δικαίωμα η εκκλησία να εκφέρει γνώμη και να ασκεί πιέσεις στις κυβερνήσεις, όπως και όσο ακριβώς το έχει οποιαδήποτε οργάνωση, σύλλογος ή ομάδα ανθρώπων – ούτε λιγότερο, ούτε περισσότερο, και πάντα με τρόπο νόμιμο και θεμιτό, όχι μέσω διαπλοκής και εκβιασμών.
Αναφέρει επίσης ο Νικολόπουλος ότι η απαίτηση αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες βασίζεται στο δικαίωμα εκδήλωσης των θρησκευτικών πεποιθήσεων με κάθε τρόπο, ακόμη και σε δημόσια έγγραφα, χωρίς αυτό να επισείει κίνδυνο διακρίσεων. Μα τα δημόσια έγγραφα εξυπηρετούν ένα σκοπό, εν προκειμένω την καταγραφή των απαραίτητων στοιχείων για την ταυτοποίηση ενός πολίτη. Δεν είναι πεδίο ελεύθερης έκφρασης για τις ιδιαιτερότητες του καθενός. Όποιος επιθυμεί να εκφράσει τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις είναι απολύτως ελεύθερος να το κάνει, και ιδιωτικά αλλά και δημόσια. Δεν μπορεί όμως να αξιώνει την επιβολή της παρείσφρησης των θρησκευτικών του πεποιθήσεων στα κρατικά έγγραφα, στα κρατικά κτίρια και στις κρατικές εκδηλώσεις προκειμένου να νιώθει ελεύθερος.
Η παρεξήγηση αυτή οφείλεται κατά ένα μέρος στη σύγχυση μεταξύ του όρου «δημόσιος» με την έννοια του κοινόχρηστου και «δημόσιος» με την έννοια του κρατικού. Σημαντικό ρόλο παίζει βεβαίως και το γεγονός ότι η εμπλοκή με το κράτος συνιστά μακραίωνη παράδοση των θρησκειών, δημιουργώντας την αίσθηση ότι συνιστά κεκτημένο δικαίωμα. Όσο για τον κίνδυνο διακρίσεων, σε τι άλλο μπορεί να χρησιμεύσει η καταγραφή του θρησκεύματος σε δημόσια αρχεία και έγγραφα, αν όχι στην επιβολή διακρίσεων; Ας μην ξεχνάμε δε ότι οι διακρίσεις, ακόμη και όταν είναι εκ πρώτης όψεως θετικές, δηλαδή υπέρ μιας ομάδας ανθρώπων, είναι κατ’ ανάγκην ταυτόχρονα αρνητικές, γιατί αποκλείουν μιαν άλλη ομάδα ανθρώπων, προκαλώντας έτσι ένα τεχνητό και περιττό χάσμα μεταξύ των πολιτών.
Η αποκαθήλωση θρησκευτικών συμβόλων, η κατάργηση του θρησκευτικού όρκου, η κατάργηση του αγιασμού, της προσευχής και της διδασκαλίας θρησκευτικών στα σχολεία, δεν είναι παραχώρηση προς τον αθεϊσμό, αλλά προς τη θρησκευτική ουδετερότητα που εξασφαλίζει σε όλους τους πολίτες τον χώρο για να αναπτύξουν και να εκφράσουν ελεύθερα τις θρησκευτικές και φιλοσοφικές τους πεποιθήσεις.
Η εκκοσμίκευση δεν επιβάλλει τον αθεϊσμό, ωστόσο κατά μία έννοια μπορεί κανείς να πει ότι είναι αθεϊσμός, διότι δεν ενστερνίζεται καμία πίστη σε καμία θεότητα. Το σύνταγμα της εκκοσμικευμένης κοινωνίας, συμβολικά και κυριολεκτικά μιλώντας, συντάσσεται στο όνομα του λαού και όχι του θεού. Παραλλάσσοντας ελαφρά τα λόγια του Θανάση Παπαθανασίου που παρέθεσα στην αρχή, μπορώ να πω ότι πραγματικά η εκκοσμίκευση, αν είναι συνεπής, τελικά ταυτίζεται με τον αθεϊσμό.
Πηγές
- Google και Wikipedia/Βικιπαίδεια (παγκόσμια κατανομή κοσμικών κρατών, συντάγματα, ορισμοί εννοιών, περιεχόμενο πολιτικών ιδεολογιών, βιογραφίες και έργα πολιτικών προσώπων – Μπακούνιν, Προυντόν, Γκόλντμαν).
- Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, λήμμα «εκκοσμίκευση».
- Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, λήμμα «ανεξιθρησκία», Αναστάσιος Μαρίνος, διδάκτωρ Νομικής και επίτιμος αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας (βιβλιογραφία: Η θρησκευτική ελευθερία, Αθήνα 1972, του ιδίου).
- «Μιά ἰδιαίτερη περίπτωση ἐκκοσμίκευσης τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀποστολῆς» του Θανάση Παπαθανασίου, διδάκτορα θεολογίας, καθηγητού της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Σχολής Αθηνών και αρχισυντάκτη του περιοδικού «Σύναξη» (Εθνική βιβλιοθήκη).
- «Επανεξέταση της εκκοσμίκευσης (Rethinking secularization)», José Casanova (Χοσέ Καζανόβα), καθηγητής του τμήματος Κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο Georgetown των ΗΠΑ και παγκοσμίου κύρους ειδικός στην κοινωνιολογία της θρησκείας.
- «Σχέσεις κράτους και εκκλησίας στον ευρωπαϊκό χώρο», Πηνελόπη Φουντεδάκη, επίκουρη καθηγήτρια του Παντείου Πανεπιστημίου, (ηλεκτρονική εφημερίδα palo).
- «Κράτος και Εκκλησία: Επικίνδυνες σχέσεις», Ντίνα Δασκαλοπούλου (Ελευθεροτυπία 7-10-2010).
- Η «Ελληνική Ιδιαιτερότητα»: από την Βυζαντινή Συναλληλία στην «Επικρατούσα Θρησκεία», Σπύρος Τρωιάνος, ομότιμος καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
- «Πρώτα το αίμα, μετά η Ορθοδοξία. Από την Ελληνική Δημοκρατία στην Ελλάδα των Ελλήνων Χριστιανών», Ελένη Καλαμπάκου, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και του Πολίτη.
- «Ἀμφίσημη ἐκκοσμίκευση: Φιλοσοφική ἀνθρωπολογία τῆς θρησκείας», Μάριος Π. Μπέγζος, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα 2002 (Εθνική βιβλιοθήκη).
- «Ιδιωτικοποίηση της θρησκείας και εκκοσμίκευση της εκκλησίας», Παναγιώτης Δ. Νικολόπουλος (Αθήνα, Καστανιώτης 2005), διδάκτωρ αστικού δικαίου, ειδικός σε οικογενειακό δίκαιο και πνευματική ιδιοκτησία, Συντακτική επιτροπή περιοδικού «Σύναξη», αρθογράφος εφημερίδας «Χριστιανική» (Εθνική βιβλιοθήκη).
- Αρχείο Μαρξιστών στο Ίντερνετ: έργα του Μαρξ («Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας του κράτους και του δικαίου») και του Λένιν («Σοσιαλισμός και θρησκεία», «Σχετικά με τη στάση του εργατικού κόμματος απέναντι στη θρησκεία»).
- Καθεστώς μόνιμης φορολογικής ασυλίας για την εκκλησία, E-forologia.
- Νόμοι του Βυζαντίου υπέρ χριστιανών και κατά αλλοθρήσκων, forum “Esoterica”
Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο Αόρατη Μελάνη, της ίδιας της αρθρογράφου, όπου και γίνεται ο σχολιασμός.