Πού γίνεται ο σχολιασμός;
Στο τέλος του κάθε άρθρου υπάρχει σύνδεσμος για το ιστολόγιο του συγγραφέα, όπου και μπορείτε να αφήνετε τα σχόλιά σας.
Η εκκοσμικευμένη κοινωνία και ο ρόλος του αθεϊσμού [3]
Αρθρογράφος: Τατιάνα Ραπακούλια, πρόεδρος της Διοικούσας Επιτροπής της Ένωσης Αθέων, διαδικτυακό ψευδώνυμο Αόρατη Μελάνη
« Προηγούμενο [2] | Επόμενο [4] » |
Σχέσεις πολιτείας και θρησκείας
Ανάλογα με τη σχέση της πολιτείας με τη θρησκεία και την επιρροή της τελευταίας στη μορφή της διακυβέρνησης, το κράτος συνήθως διακρίνεται σε θεοκρατικό (ιεροκρατικό), σε θρησκευτικό, σε κοσμικό, και σε αθεϊστικό (αντιθρησκευτικό).
Με τον όρο θεοκρατία («κράτος θεού») εννοείται εκείνο το σύστημα διακυβέρνησης στο οποίο η εξουσία θεωρείται ότι απορρέει από μια θεότητα, και η διακυβέρνηση γίνεται από έναν ελέω θεού μονάρχη ή από το ιερατείο της επίσημης θρησκείας του κράτους. Κατά τη γνώμη μου πιο εύστοχο θα ήταν να μιλάμε για ιεροκρατία και όχι για θεοκρατία, μια που τη διακυβέρνηση ασκούν οι ιερείς και όχι ο θεός ή οι θεοί.
Μια ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ θεοκρατίας και κοσμικισμού είναι το θρησκευτικό κράτος, όπου υφίσταται μεν λειτουργική σύνδεση κράτους και θρησκείας, συνήθως με τη μορφή μιας επίσημης κρατικής θρησκείας η οποία απολαμβάνει ιδιαίτερα προνόμια σε σχέση με όλες τις άλλες, αλλά οι φορείς της κυβερνητικής εξουσίας είναι κοσμικοί.
Ιστορικά, τις πρώτες μεγάλες και ισχυρές θεοκρατίες συναντάμε στην αρχαία Αίγυπτο και άλλους αρχαίους πολιτισμούς της Ανατολής. Ο όρος πρωτοεμφανίζεται στον Ιώσηπο, που τον χρησιμοποίησε για να υποδείξει την πολιτική οργάνωση των Εβραίων. Στο αρχαίο Ισραήλ ο Θεός θεωρείτο υπέρτατος κυβερνήτης των Εβραίων και οι νόμοι του αφορούσαν τόσο τις θρησκευτικές όσο και τις πολιτικές υποχρεώσεις.
Κρατικός αθεϊσμός ονομάζεται η επίσημη προώθηση του αθεϊσμού από μια κυβέρνηση, συνήθως σε συνδυασμό με ενεργό περιορισμό της ελευθερίας του θρησκεύεσθαι. Ενδεχομένως να υπάρχει κρατικός αντικληρικαλισμός και περιορισμός της θεσμικής εκκλησιαστικής εξουσίας και επιρροής στη δημόσια και πολιτική ζωή, ή και της ανάμιξης της θρησκείας στην καθημερινή ζωή των πολιτών.
Η στάση αυτή θα ταίριαζε καλύτερα να χαρακτηρίζεται αντιθρησκευτισμός παρά αθεϊσμός, και τα κράτη αυτά αντιθρησκευτικά, δεδομένου ότι αθεϊσμός είναι η αποχή από την πίστη σε θεότητες, και όχι η έχθρα και η επιθετικότητα προς τις θρησκείες.
Οι ακρότητες των χαρακτηριζόμενων ως «αθεϊστικών» κρατών, σε συνδυασμό με τη χρήση της λέξης «αθεϊστικό» στον προσδιορισμό τους, προκαλούν αρνητικές εντυπώσεις για τον αθεϊσμό και προκαλούν την εντύπωση ότι σκοπός του αθεϊσμού είναι η βίαιη καταστολή των θρησκειών. Είναι επομένως σημαντικό να κάνουμε τη διάκριση μεταξύ του φερόμενου ως «αθεϊστικού» κράτους, το οποίο στην πραγματικότητα είναι αντιθρησκευτικό, και του αθεϊστικού κινήματος, το οποίο συνιστά απλώς ένα φιλοσοφικό και ιδεολογικό ρεύμα.
Ένας αθεϊστής δεν είναι αναγκαστικά και αντιθεϊστής ή αντίθρησκος. Οι περισσότερες σύγχρονες αθεϊστικές οργανώσεις υποστηρίζουν την εκκοσμίκευση του κράτους, και όχι την καταπολέμηση των θρησκειών. Ορισμένες πολιτικές ιδεολογίες είναι πιο φίλα προσκείμενες στον αθεϊσμό, ωστόσο ο αθεϊσμός δεν πρόσκειται εξ ορισμού σε καμία πολιτική ιδεολογία.
Περισσότερα για τον κρατικό αθεϊσμό:
Η πρώτη φορά που επιβλήθηκε βιαίως ο αθεϊσμός δημόσια ήταν κατά τη διάρκεια μιας σύντομης περιόδου της Γαλλικής Επανάστασης. Παρόμοιες καταστάσεις επαναλήφθηκαν στην Επανάσταση του Μεξικού, με δίωξη της καθολικής εκκλησίας και εκτελέσεις ιερέων, ιδίως κατά τη διάρκεια της Κριστιάδα ή Πολέμου των Κριστέρος (1926-1927).
Μακρά ιστορία επιβολής του αθεϊσμού έχουμε στη Σοβιετική Ένωση, όπου ακόμη και όταν δεν γίνονταν διώξεις η θρησκεία τελούσε πάντα υπό δυσμένεια, με αποτέλεσμα όποιος επιθυμούσε να ανέλθει κοινωνικά να είναι αναγκασμένος να εμφανίζεται ως αθεϊστής και να απέχει από κάθε θρησκευτική δραστηριότητα. Η δίωξη της θρησκείας κορυφώθηκε κατά τη Σταλινική εποχή, 1929-1939.
Στην Αλβανία ο κρατικός αθεϊσμός έφτασε στα άκρα στη διάρκεια του απολυταρχικού καθεστώτος μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Οι θρησκείες θεωρήθηκαν ξένες προς τον αλβανικό πολιτισμό και απαγορεύτηκαν ολοκληρωτικά. Το 1945 κρατικοποιήθηκε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας των θρησκευτικών ιδρυμάτων. Πολλοί κληρικοί και πιστοί δικάστηκαν, βασανίστηκαν και εκτελέστηκαν. Όλοι οι αλλοδαποί ρωμαιοκαθολικοί ιερείς και μοναχοί απελάθηκαν το 1946.
Στην Κίνα, μεταξύ 1900 και 1950, το 90% του πληθυσμού ασκούσε βουδιστικές λατρευτικές πρακτικές και σχεδόν το σύνολο του πληθυσμού ήταν επηρεασμένο από τη συμβολή του Βουδισμού στην κινεζική σκέψη. Μετά την επανάσταση του 1949 ήρθε στην εξουσία το Κομμουνιστικό Κόμμα, το οποίο θεωρούσε ότι η θρησκεία τελικά θα εξαφανιστεί, κατά τη μαρξιστική θεωρία, και την χαρακτήριζε έμβλημα του φεουδαρχισμού και της ξένης αποικιοκρατίας.
Στη διάρκεια της λεγόμενης Πολιτιστικής Επανάστασης, ομάδες φοιτητών με την επωνυμία Κόκκινοι Φρουροί μετέτρεψαν τα θρησκευτικά κτίρια σε χώρους κοσμικής χρήσης ή τα κατέστρεψαν. Αυτή η στάση ωστόσο χαλάρωσε αρκετά στα τέλη της δεκαετίας του 1970, κατά την περίοδο της μεταρρύθμισης. Το Σύνταγμα του 1978 εγγυάται θρησκευτική ελευθερία, με κάποιους περιορισμούς. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 ξεκίνησε ένα εκτεταμένο πρόγραμμα αποκατάστασης βουδιστικών και ταοϊστικών ναών που είχαν καταστραφεί.
Στην κομμουνιστική Κούβα αρχικά υπήρχε ανοχή προς τη θρησκεία, όμως μετά την απόβαση στον Κόλπο των Χοίρων άρχισαν οι συλλήψεις πιστών και το κλείσιμο των θρησκευτικών σχολείων, ενώ οι φυλακές μετά το 1960 γέμισαν κληρικούς. Το 1961 η κυβέρνηση κατάσχεσε τα καθολικά σχολεία, και το 1965 εξόρισε 200 ιερείς.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα Κούβας έχει στόχο τον «σταδιακό υποσκελισμό των θρησκευτικών πεποιθήσεων από την υλιστική επιστημονική προπαγάνδα και την πολιτιστική πρόοδο των εργατών». Από το 1976 ως το 1992, το Σύνταγμα της Κούβας περιείχε τη φράση “το σοσιαλιστικό κράτος … βασίζει τη δραστηριότητά του και εκπαιδεύει τους πολίτες στην επιστημονική υλιστική αντίληψη του σύμπαντος.” Το 1992 επιτράπηκε σε πιστούς θρησκειών να γίνουν μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος Κούβας. Μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, η Κούβα αναθεώρησε το σύνταγμά της και πλέον χαρακτηρίζεται «κοσμικό» και όχι αθεϊστικό κράτος.
Το κοσμικό κράτος, αντίθετα με τα δύο παραπάνω, τηρεί επισήμως ουδέτερη στάση σε θρησκευτικά θέματα, μην υποστηρίζοντας ούτε τη θρησκεία ούτε την αθρησκεία. Συνήθως υπάρχει συνταγματική δέσμευση που εξασφαλίζει την ουδετερότητα αυτή.
Περισσότερα για τα συντάγματα διαφόρων κρατών:
Ενδεικτικά αναφέρω τα συντάγματα ορισμένων κρατών:
Θεοκρατικά
Ιράν: Το Άρθρο 2 ορίζει την Ισλαμική δημοκρατία ως σύστημα βασιζόμενο στην πίστη: υπάρχει μόνο ένας Θεός, η κατανόηση της θεϊκής υπόστασης είναι θεμελιώδης για τη νομοθεσία, τα ανθρώπινα όντα επιστρέφουν στον Θεό μετά θάνατον, ο Θεός είναι δίκαιος, η ηγεσία θα συνεχίσει την επανάσταση του Ισλάμ.
Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα: Προοίμιο: Διακηρύσσουμε ενώπιον του Υπέρτατου και Παντοδύναμου Δημιουργού, και ενώπιον όλων των λαών, τη συμφωνία μας με τον παρόν Σύνταγμα.
Σαουδική Αραβία: Άρθρο 1: Η Βίβλος του θεού και η Σουνά του προφήτη είναι το Σύνταγμα της χώρας. Άρθρο 8: η δικαιοσύνη και η ισότητα θα ακολουθούν τους κανόνες της Σαρία.
Αίγυπτος: Άρθρο 2: “Οι αρχές του ισλαμικού νόμου είναι η κύρια πηγή της νομοθεσίας.” Με πίεση των ισλαμιστών προστέθηκε πέρυσι ένα άρθρο που ενισχύει αυτή τη σχέση και ορίζει τις “αρχές της Σαρία” με όρους της Σουνιτικής Μουσουλμανικής δικαιοδοσίας. Άρθρο 43: “περί θρησκευτικής ελευθερίας: Μόνο οι πιστοί των τριών Αβρααμικών θρησκειών έχουν ελευθερία λατρείας. Όλες οι άλλες θρησκείες, καθώς και οι άθρησκοι, αποκλείονται από αυτό το δικαίωμα.” Άρθρο 44: “Απαγορεύεται η προσβολή των Αβρααμικών προφητών”, χωρίς να εξηγείται πώς αυτό εξισορροπείται με το Άρθρο 45 που εγγυάται ελευθερία έκφρασης. Άρθρο 48: “περί ελευθερίας του τύπου: να μην υπάρχει αντίφαση με τις αρχές στις οποίες βασίζεται το κράτος και η κοινωνία (αναφορά στις αρχές της Σαρία).”
Κοσμικά
Τουρκία: Κοσμική δημοκρατία όπου η εξουσία πηγάζει από τον λαό
Λίβανος: Εφαρμόζεται το σύστημα Confessionalism, δηλαδή η κατανομή αξιωμάτων ισότιμα στις διάφορες ομολογίες (χριστιανοί-μουσουλμάνοι).
ΗΠΑ: Άρθρο I – Το Κογκρέσσο δεν επιτρέπεται να καθιερώσει οποιαδήποτε θρησκεία με νόμο ή να απαγορεύσει την ελεύθερη άσκησή της. Άρθρο VI – 3: Οι κρατικοί αξιωματούχοι ορκίζονται να τηρούν το Σύνταγμα, αλλά δεν απαιτείται θρησκευτικός έλεγχος για την ανάληψη κρατικού αξιώματος.
Γαλλία: Προοίμιο συντάγματος: αναφορά στη Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη (1789), θεσμοθέτηση Γαλλίας ως κοσμικής και δημοκρατικής χώρας, όπου η εξουσία εκπορεύεται από το λαό.
Κίνα: Άρθρο 36. Οι πολίτες απολαμβάνουν ελευθερία θρησκευτικών πεποιθήσεων. Κανένα κρατικό όργανο, δημόσιος οργανισμός ή άτομο δεν επιτρέπεται να υποχρεώσει τους πολίτες να πιστέψουν ή να μην πιστέψουν σε οποιαδήποτε θρησκεία, ούτε επιτρέπεται να διακρίνει μεταξύ πολιτών που πιστεύουν ή δεν πιστεύουν σε οποιαδήποτε θρησκεία. Η πολιτεία προστατεύει τις κανονικές θρησκευτικές δραστηριότητες.
Κοσμικό ή θρησκευτικό;
Ιδιαίτερη περίπτωση συνιστά το Ισραήλ, όπου δεν υπάρχει σύνταγμα, επειδή κατά την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, οι συντηρητικοί θρησκευτικοί κύκλοι αντιτέθηκαν στην ιδέα ενός εγγράφου που θα είχε μεγαλύτερη ισχύ από τα ιερά θρησκευτικά κείμενα, όπως ήταν το Ταλμούδ. Αντί συντάγματος υπάρχουν οι λεγόμενοι Βασικοί Νόμοι που ορίζουν τις λειτουργίες των εξουσιών, χωρίς αναφορά στη θρησκεία.
Χάρτης κατανομής κρατών ανάλογα με την ύπαρξη ή μη επίσημης θρησκείας
Περισσότερα για την κατανομή κρατών με επίσημη θρησκεία:
Χώρες με επίσημες θρησκείες:
██ Βουδισμός
██ Ισλαμισμός
██ Σιιτισμός
██ Σουνιτισμός
██ Ορθόδοξος Χριστιανισμός
██ Προτεσταντισμός και Αγγλικανισμός
██ ΡωμαιοκαθολικισμόςΧριστιανικές χώρες
Οι παρακάτω χώρες αναγνωρίζουν τον Χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία:
Ρωμαιοκαθολικισμός
• Κόστα Ρίκα
• Λίχτενσταϊν
• Μάλτα
• Μονακό
• Βατικανό
• Αργεντινή
Ορθόδοξος Χριστιανισμός
• Ελλάδα
• Γεωργία
Προτεσταντισμός
• Δανία
• Ισλανδία
Αγγλικανισμός
• Αγγλία
Ισλαμικές χώρες
Οι παρακάτω χώρες αναγνωρίζουν τον Ισλαμισμό ως επίσημη θρησκεία:
• Αφγανιστάν
• Αλγερία
• Μπαχρέιν
• Μπαγκλαντές
• Μπρουνέι
• Αίγυπτος
• Ιράν
• Ιράκ
• Ιορδανία
• Κουβέιτ
• Λιβύη
• Μαλδίβες
• Μαυριτανία
• Μαρόκο
• Ομάν
• Πακιστάν
• Κατάρ
• Σαουδική Αραβία
• Σομαλία
• Τυνησία
• Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα
• Υεμένη
Σουνιτισμός
• Αλγερία
• Μαλαισία
• Μαλδίβες
• Πακιστάν
• Σαουδική Αραβία
• Σομαλία
Σιιτισμός
• Ιράν
Βουδιστικές Χώρες
Οι παρακάτω χώρες αναγνωρίζουν τον Βουδισμό ως επίσημη θρησκεία:
• Μπουτάν
• Καμπότζη
• Σρι Λάνκα
• Ταϊλάνδη
The Journal of Ecclesiastical History – Page 268 by Cambridge University Press, Gale Group, C.W. Dugmore
Ευρώπη
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπάρχει ανεξιθρησκία και διαχωρισμός της εκκλησίας από την πολιτεία. Ωστόσο, δεν υπάρχει καμία ρητή αναφορά στην εξασφάλιση του διαχωρισμού αυτού. Δεν υπάρχουν δεσμοί με καμία θρησκεία και η θρησκεία δεν αναφέρεται σε καμία συνθήκη, ούτε ισχύουσα ούτε προταθείσα. Στο παρελθόν είχαν γίνει συζητήσεις για την περίληψη του χριστιανισμού και του Θεού στη Συνθήκη της Λισαβόνας με κύριο υποστηρικτή τον Πάπα, αλλά λόγω ισχυρών αντιθέσεων, ειδικά στον Γερμανικό τύπο, αυτή η ιδέα απορρίφθηκε.
Από τα 27 κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης μόνο πέντε έχουν επίσημη θρησκεία και αυτά είναι η Κύπρος, η Δανία, η Ελλάδα, η Μάλτα και η Αγγλία στο Ηνωμένο Βασίλειο. Μερικές άλλες εκκλησίες έχουν κοντινή σχέση με την πολιτεία: είτε ενισχύονται από αυτήν οικονομικά, είτε συνεργάζονται στενά σε ορισμένους τομείς, ιδίως σε θέματα παιδείας και κοινωνικής πολιτικής. Ενδεικτικά:
Στη Γερμανία υπάρχει το καθεστώς του εκκλησιαστικού φόρου, όπου το κράτος εισπράττει από τους πολίτες, μέσω της φορολόγησης, εισφορές τις οποίες αποδίδει στους αντίστοιχους θρησκευτικούς οργανισμούς της επιλογής τους.
Με την τροποποίηση του βελγικού Συντάγματος, το 1993, θεσπίστηκε η ισότητα μεταξύ των θρησκευτικών ενώσεων και των ενώσεων με φιλοσοφικό περιεχόμενο με συνέπεια να χρηματοδοτούνται και οι εκπρόσωποι των δεύτερων.
Η Γαλλία αποτελεί την κοιτίδα του λαϊκού κράτους και η εχθρική στάση ενός μεγάλου τμήματος της γαλλικής κοινωνίας απέναντι στον κλήρο προσδιόρισε το συνταγματικό πλαίσιο και τη νομοθεσία. Στο άρθρο 1 του ισχύοντος γαλλικού Συντάγματος ορίζεται: “Η Γαλλία είναι αβασίλευτη πολιτεία αδιαίρετη, χωρισμένη από την εκκλησία, δημοκρατική και κοινωνική”.
Γράφει η Πηνελόπη Φουντεδάκη:
Οι μορφές συνύπαρξης κράτους και εκκλησίας στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως καθορίζονται από τα Συντάγματα, μπορούν να ταξινομηθούν σε μια κλίμακα από την αγνόηση έως την οργανική σύνδεση των δύο, με την εφαρμογή διάφορων κριτηρίων, όπως ο βαθμός εξάρτησης της εκκλησίας από το κράτος, υπό την έννοια της παρέμβασης του κράτους στην εσωτερική οργάνωση και διοίκηση της επίσημης εκκλησίας, αλλά και αντιστρόφως της επιρροής της εκκλησίας στην κρατική λειτουργία, η χρηματοδότηση των θρησκευμάτων, η συνολικότερη εμπλοκή της εκκλησίας στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή μιας χώρας.
Όπως φαίνεται, η σύνδεση κράτους και εκκλησίας μπορεί να λάβει πολλές μορφές, με διαφορετικές αποχρώσεις από χώρα σε χώρα. Η ιδιαιτερότητα της Ελλάδας δεν εντοπίζεται μόνο στο σύστημα της “επικρατούσας θρησκείας” που ορίζει η συνταγματική διάταξη του άρθρου 3, αλλά συνδέεται με την έκταση του πλέγματος των διατάξεων που αφορούν τις σχέσεις εκκλησίας και πολιτείας και που ως σύνολο έχουν μοναδικότητα στον ευρωπαϊκό χώρο. Η σύγκριση καταδεικνύει ότι επιμέρους ρυθμίσεις του ελληνικού Συντάγματος υπάρχουν και σε άλλα ευρωπαϊκά Συντάγματα, σε κανένα όμως δεν διαπιστώνεται τόσο έντονο και σε τόσα επίπεδα το στοιχείο της σύνδεσης κράτους και εκκλησίας.
Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο Αόρατη Μελάνη, της ίδιας της αρθρογράφου, όπου και γίνεται ο σχολιασμός.
Η εκκοσμικευμένη κοινωνία και ο ρόλος του αθεϊσμού [2]
Αρθρογράφος: Τατιάνα Ραπακούλια, πρόεδρος της Διοικούσας Επιτροπής της Ένωσης Αθέων, διαδικτυακό ψευδώνυμο Αόρατη Μελάνη
« Προηγούμενο [1] | Επόμενο [3] » |
Κοσμικισμός
Κοσμικισμός ή σεκουλαρισμός ονομάζεται η άποψη πως το κράτος και κάθε άλλη κοινωνική οντότητα πρέπει να είναι εντελώς διαχωρισμένη από τους διάφορους θρησκευτικούς θεσμούς και πεποιθήσεις. Ο κοσμικισμός διεκδικεί το δικαίωμα του θρησκευτικού αποχρωματισμού κοινωνικών και πολιτικών θεσμών, δηλαδή τον πλήρη διαχωρισμό εκκλησίας-κράτους.
Αν και συχνά ο όρος κοσμικισμός συγχέεται με αυτόν της εκκοσμίκευσης, ο κοσμικισμός αναφέρεται κυρίως στην ιδέα πως η θρησκεία δεν πρέπει να έχει καθόλου επιρροή στους κοινωνικούς θεσμούς, ενώ η εκκοσμίκευση αναφέρεται στην κοινωνική διαδικασία μετατροπής μιας κοινωνίας σε άθρησκη, δηλαδή στην εφαρμογή του κοσμικισμού στην πράξη.
Το κεντρικό σκεπτικό του κοσμικισμού είναι η άποψη πως οι ανθρώπινες πράξεις και αποφάσεις, κυρίως οι πολιτικές, πρέπει να βασίζονται σε αντικειμενικά στοιχεία και γεγονότα καθώς και σε καθολικά αποδεκτές αρχές και αξίες. Οι διάφορες θρησκευτικές πεποιθήσεις δεν έχουν αντικειμενικό έρεισμα αλλά βασίζονται σε ένα εξ αποκαλύψεως δόγμα του οποίου η ορθότητα δεν τίθεται υπό συζήτηση και επιπλέον διαφέρουν από θρήσκευμα σε θρήσκευμα. Συνεπώς δεν μπορούν να χρησιμεύσουν ως βάση για συγκρότηση μιας ελεύθερης κοινωνίας, δεδομένου ότι δεν έχουν καθολική αποδοχή, και η υιοθέτηση οποιασδήποτε θρησκευτικής πεποίθησης εκ των πραγμάτων στην καλύτερη περίπτωση παραγκωνίζει και στη χειρότερη καταπιέζει ή και καταδιώκει όλες τις άλλες. Η επιρροή των θρησκευτικών πεποιθήσεων στις πολιτικές και κοινωνικές διαδικασίες, είτε γίνεται εσκεμμένα και ιδιοτελώς από διάφορους θρησκευτικούς οργανισμούς είτε γίνεται ασυναίσθητα και καλοπροαίρετα από κρατικούς και κοινωνικούς λειτουργούς που πρόσκεινται σε συγκεκριμένα θρησκεύματα, αλλοτριώνει τις ανθρώπινες σχέσεις και οδηγεί σε φαινόμενα κρατικών λειτουργών που προτάσσουν τη θρησκευτική πίστη τους έναντι των ανειλημμένων υποχρεώσεών τους προς την πολιτεία και έναντι των ευθυνών τους προς τους συμπολίτες τους.
Όπως αναφέρει η Πηνελόπη Φουντεδάκη, επίκουρη καθηγήτρια του Παντείου Πανεπιστημίου, στο άρθρο της «Σχέσεις κράτους και εκκλησίας στον ευρωπαϊκό χώρο» (περιοδικό Το Σύνταγμα, τ.4-5/2000), κοινό χαρακτηριστικό των δύο πόλων του ζεύγματος εκκλησία-κράτος είναι η εξουσία και κοινό πεδίο διεκδίκησης ο δημόσιος χώρος. Ο José Casanova, καθηγητής κοινωνιολογίας της θρησκείας στο πανεπιστήμιο του Georgetown, στο βιβλίο του Public Religions in the Modern World, υπογραμμίζει την εμμονή των εκκλησιών στη διεκδίκηση του δημόσιου πεδίου. Η αποσύνδεση του κράτους από την εκκλησία σε επίπεδο συνταγματικών προβλέψεων αλλά και στο επίπεδο της εφαρμογής τους στην πράξη δεν είναι ούτε απλή ούτε αναίμακτη· οι λόγοι είναι αρκετοί, με σημαντικότερους τους εξής:
Πρώτος λόγος είναι η εξ ορισμού διαφορετικότητα μεταξύ των δύο. Το κράτος στηρίζεται στη λαϊκή κυριαρχία από την οποία απορρέει η σχετικότητα της αλήθειας, ενώ οι θρησκείες στηρίζονται στην αλήθεια της θείας αποκάλυψης. Παρατηρείται, συνεπώς, αφ’ ενός η υιοθέτηση διαφορετικών αξιών από τμήματα της κοινωνίας με τη στήριξη του κράτους, αφ’ ετέρου εκδηλώσεις μη σεβασμού της διαφορετικής άποψης με τη στήριξη της εκκλησιαστικής πλευράς.
Δεύτερος λόγος είναι η διαφορά του σκοπού στη δράση των δύο. Κάθε θρησκεία στοχεύει στη διατήρηση και αύξηση των πιστών της και στην προστασία των δογμάτων της, ενώ το σύγχρονο κράτος έχει σκοπό να διασφαλίζει την ανεμπόδιστη άσκηση της θρησκευτικής ελευθερίας και της ελευθερίας συνείδησης των πολιτών του σε συνδυασμό με την ανοχή, που υπαγορεύεται και από τις νέες δομές των πολυπολιτισμικών ευρωπαϊκών κοινωνιών.
Ακριβώς αυτοί οι δύο λόγοι που αναφέρει η Φουντεδάκη είναι, κατά τη γνώμη μου, οι βασικότεροι λόγοι για τους οποίους επιβάλλεται η πλήρης απεμπλοκή θρησκείας και πολιτείας, δηλαδή η εκκοσμίκευση του κράτους.
Θρησκευτικές πεποιθήσεις
Προκειμένου να εξετάσουμε τη σχέση της εκκοσμίκευσης με τις διάφορες θρησκευτικές πεποιθήσεις ή την απουσία τους, καλό θα ήταν να έχουμε μια σαφή εικόνα των κατηγοριοποιήσεων που υπάρχουν στη θεώρηση του ζητήματος του θεού.
Όσον αφορά την πίστη σε θεότητα: θεϊστές, ντεϊστές και αθεϊστές (ή άθεοι).
Όσον αφορά την γνωσιολογική προσέγγιση: αγνωστικιστές και μη αγνωστικιστές.
Όσον αφορά την ένταξη σε θρήσκευμα: θρήσκοι και άθρησκοι.
Ανάμεσα στις παραπάνω κατηγορίες μπορεί να υπάρξει οποιοσδήποτε συνδυασμός, ακόμη και θρήσκος αθεϊστής. Μην πάμε μακριά, η Ελλάδα είναι γεμάτη τέτοιους. Ένας καλός φίλος μου δηλώνει «ορθοδόξως άθεος», και είναι πολλοί οι Έλληνες που αυτοχαρακτηρίζονται Χριστιανοί Ορθόδοξοι, συμμετέχουν περιστασιακά στα τελετουργικά και τηρούν ορισμένα έθιμα, ενώ παράλληλα δεν υιοθετούν το δόγμα στην ολότητά του, δεν πιστεύουν στην ύπαρξη θεού, και δεν φαίνονται να βιώνουν καμία αντίφαση.
Η Ευδοκία Ψαρρά, γραμματέας της Έν.Α., είχε γράψει στο φόρουμ «Αθεΐα»: «Ποτέ δεν ήταν δύσκολο για τον χριστιανό να διαχωρίσει τη θρησκεία από την εκκλησία στο μυαλό του. Από την άλλη, του ήταν πάντα δύσκολο να διαχωρίσει τη θρησκεία από το κράτος και το έθνος.»
Πράγματι, η πλειοψηφία των Ελλήνων που θέλουν να λέγονται Χριστιανοί Ορθόδοξοι καταφέρονται συχνά εναντίον της Εκκλησίας, της διαφθοράς και της υποκρισίας που διακρίνει τον κλήρο, όταν όμως παρατηρήσει κανείς ότι με τη στάση ζωής τους στηρίζουν αυτή την ίδια εκκλησία που κατηγορούν, αμέσως υπερασπίζονται τη θέση τους ισχυριζόμενοι ότι «άλλο θρησκεία και άλλο εκκλησία». Θα περίμενε κανείς κατόπιν τούτου να έχουν μια πνευματική σχέση με τη θρησκεία, παρακάμπτοντας τους κατά γενική παραδοχή ανάξιους λειτουργούς της στην επικοινωνία τους με το θείο. Αντίθετα, βλέπουμε να μην έχουν καθόλου πνευματική ζωή και να σχετίζονται με τους λειτουργούς της θρησκείας καθαρά επιφανειακά και εργολαβικά, χρησιμοποιώντας τους αποκλειστικά ως τελετάρχες σε γάμους, κηδείες, βαπτίσεις (που τις αντιμετωπίζουν ως ονοματοδοσίες και όχι ως μυήσεις), καθώς και στο άναμμα της λαμπάδας και τους ψαλμούς της αναστάσεως επί ένα δεκάλεπτο.
Ας δούμε λίγο τώρα τις έννοιες που αναφέραμε.
Θρήσκος θεωρείται αυτός που αυτοχαρακτηρίζεται ως οπαδός συγκεκριμένου θρησκεύματος, συνήθως δε (αλλά όχι πάντα) και ως μέλος συγκεκριμένου θρησκευτικού οργανισμού.
Αθρησκεία ονομάζεται η μη ένταξη σε συγκεκριμένο θρήσκευμα. Ένας άθρησκος ενδέχεται να πιστεύει σε θεότητες, δηλαδή να είναι θεϊστής, αλλά όχι στο πλαίσιο κάποιας θρησκείας. Η αθρησκεία μπορεί να συμβαδίζει με την αθεΐα, τον ντεϊσμό, τον θεϊσμό ή τον αγνωστικισμό. Μπορεί να συνδυάζεται με αντιθρησκευτικότητα, αλλά όχι αναγκαστικά.
Η αντιθρησκευτικότητα ή αντιθεϊσμός είναι η εχθρική και επιθετική στάση απέναντι στη θρησκευτική πίστη και ιδιαίτερα απέναντι στην οργανωμένη θρησκεία και τους θρησκευτικούς οργανισμούς. Ενδέχεται να πηγάζει από μια πολιτική ιδεολογία όσο και από μια υλιστική ή σκεπτικιστική φιλοσοφική θεώρηση.
Οι όροι αθεϊσμός και αθεΐα είναι συνώνυμοι και δηλώνουν την οντολογική θέση που απορρίπτει την ύπαρξη του Θεού. Είναι ο αντίποδας του θεϊσμού, δηλαδή της πεποίθησης ότι υπάρχει θεότητα ή θεότητες, και περιλαμβάνει τόσο τις απόψεις εκείνων που δεν πιστεύουν στην ύπαρξη θεοτήτων (αρνητικός αθεϊσμός) όσο κι εκείνων που είναι πεπεισμένοι για την ανυπαρξία τέτοιων οντοτήτων (θετικός ή σκληροπυρηνικός αθεϊσμός). Στη συνείδηση των περισσότερων ανθρώπων, ο αθεϊσμός ταυτίζεται με τη δεύτερη κατηγορία. Ωστόσο η εμπειρία μου μέσα από την Έν.Α. μου έδειξε ότι στην πλειοψηφία τους όσοι δηλώνουν άθεοι ανήκουν στην πρώτη.
Προσωπικά προτιμώ να χρησιμοποιώ τη λέξη άθεος για να προσδιορίσω το άτομο που απλώς δεν τρέφει πίστη σε θεότητες, είτε έχει καταλήξει στη θέση αυτή μετά από προβληματισμό είτε όχι, και τη λέξη αθεϊστής για δηλώσω το άτομο που έχει διερευνήσει το ερώτημα περί ύπαρξης θεοτήτων και έχει καταλήξει συνειδητά στην άποψη ότι δεν υπάρχει κανένα τεκμήριο τέτοιας ύπαρξης ούτε κανένας λόγος να δεχτούμε την ύπαρξη αυτή άνευ τεκμηρίων. Κάνω δηλαδή μια λίγο έως πολύ αυθαίρετη διάκριση μεταξύ της αθεΐας ως κατάστασης, και του αθεΐσμού ως ιδεολογίας, με αφορμή κυρίως αυτήν την κατάληξη –ισμός που κατά κανόνα παραπέμπει σε ιδεολογία, αλλά και την αναγκαιότητα διάκρισης των συνειδητών άθεων (αθεϊστών, κατ’ εμέ) από τους μη συνειδητούς.
Αγνωστικισμός ονομάζεται η φιλοσοφική θεώρηση ότι η αλήθεια ορισμένων μεταφυσικών υποθέσεων, όπως οι θεολογικοί ισχυρισμοί που αφορούν την ύπαρξη του Θεού, των θεών ή θεοτήτων, είναι είτε προς το παρόν άγνωστη είτε εγγενώς απρόσιτη. Ο όρος αυτός πλάστηκε από τον Τόμας Χένρυ Χάξλεϋ στα 1869, και χρησιμοποιείται επίσης για να περιγράψουν μια σκεπτικιστική ή διπλωματική στάση σχετικά με την ύπαρξη θεοτήτων καθώς και με άλλα ζητήματα της θρησκείας.
Όσοι αυτοχαρακτηρίζονται αγνωστικιστές χωρίζονται σε δύο γενικές κατηγορίες: αυτούς που ισχυρίζονται ότι δεν είναι δυνατόν να κατακτήσουμε απόλυτη ή βέβαιη πνευματική ή μεταφυσική γνώση, και σε εκείνους που πρεσβεύουν ότι ενώ η βεβαιότητα ενδέχεται να είναι δυνατή, οι ίδιοι προσωπικά δεν κατέχουν τέτοια γνώση. Η δεύτερη κατηγορία είναι μακράν η πολυπληθέστερη σήμερα, τουλάχιστον απ’ όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω εμπειρικά. Και στις δύο περιπτώσεις, ο αγνωστικισμός εμπεριέχει σκεπτικισμό απέναντι στις θρησκευτικές βεβαιώσεις, αλλά οι δύο περιπτώσεις διαφέρουν κατά πολύ μεταξύ τους: η πρώτη κατηγορία κάνει μια δήλωση σχετικά με τη φύση της γνώσης, ενώ η δεύτερη κάνει απλώς μια δήλωση για την προσωπική γνωσιολογική κατάσταση του υποκειμένου· είναι ένα απλό «δεν ξέρω» που απαντά στο ερώτημα «υπάρχει θεός;» Έτσι λοιπόν διακρίνουμε δύο πολύ διαφορετικές αγνωστικιστικές θέσεις:
• Ισχυρός αγνωστικισμός (σκληροπυρηνικός, κλειστός, αυστηρός) — η άποψη ότι το ερώτημα για την ύπαρξη των θεοτήτων είναι από τη φύση του ανεξιχνίαστο ή ότι τα ανθρώπινα όντα δεν είναι κατάλληλα εξοπλισμένα να κρίνουν τις σχετικές ενδείξεις.
• Ασθενής αγνωστικισμός (μετριοπαθής, ανοιχτός, εμπειρικός) — η άποψη ότι η ύπαρξη ή η ανυπαρξία του Θεού ή των θεών είναι προς το παρόν άγνωστη, όχι όμως απαραίτητα ανεξιχνίαστη, επομένως αναβάλλει κανείς την κρίση του μέχρις ότου περισσότερες αποδείξεις είναι διαθέσιμες.
Από τις δύο παραπάνω θέσεις, μόνον η πρώτη ταυτίζεται με τον γνήσιο αγνωστικισμό όπως ορίστηκε από τον Χάξλεϋ. Παρατηρούμε δε ότι ο γνήσιος αγνωστικισμός δεν συνιστά θρησκευτική πεποίθηση αλλά φιλοσοφική θεώρηση της γνώσης, και είναι συμβατός με όλες τις θρησκευτικές πεποιθήσεις. Μπορεί κανείς να είναι αγνωστικιστής θεϊστής, αγνωστικιστής ντεϊστής ή αγνωστικιστής αθεϊστής, και μπορεί να είναι είτε θρήσκος είτε άθρησκος.
Περισσότερα για τον αγνωστικισμό
Πρώτος αγνωστικιστής της ιστορίας μπορεί να θεωρηθεί ο αρχαίος Έλληνας σοφιστής Πρωταγόρας. Όταν του ζήτησαν να τοποθετηθεί σχετικά με την ύπαρξη των θεών, απάντησε: “Για τους θεούς δεν μπορώ να γνωρίζω τίποτα: ούτε ότι υπάρχουν, ούτε ότι δεν υπάρχουν, ούτε τι λογής μορφή έχουν. Γιατί είναι πολλά τα όσα εμποδίζουν να γνωρίζουμε. Από τη μία το άδηλο του ζητήματος και από την άλλη η συντομία της ανθρώπινης ζωής“. Τα λόγια αυτά περιέχουν τον πυρήνα του αγνωστικισμού, την πεποίθηση δηλαδή ότι το ερώτημα περί ύπαρξης θεοτήτων είτε είναι εγγενώς ανεξιχνίαστο είτε η διερεύνησή του ξεφεύγει από τις ανθρώπινες δυνατότητες.
Οι απόψεις του ίδιου του Χάξλεϋ φαίνεται να εκφράζουν περισσότερο μια ξεκάθαρα αθεϊστική παρά μια αγνωστικιστική θέση: «Την αθανασία του ανθρώπου ούτε τη βεβαιώνω ούτε την αρνούμαι. Δεν βλέπω κανέναν λόγο να την πιστέψω, από την άλλη όμως, δεν έχω και κανέναν τρόπο να την καταρρίψω. Δεν αντιτίθεμαι a priori στο δόγμα. […] Δώστε μου σχετικές αποδείξεις, τέτοιες που θα δικαιολογούσαν την πίστη μου σε οτιδήποτε άλλο, και θα το πιστέψω.» «Δεν είχα ποτέ μου έστω και ελάχιστη συμπάθεια για την a priori επιχειρηματολογία κατά της ορθοδοξίας, και τρέφω από τη φύση και τον χαρακτήρα μου τη μεγαλύτερη δυνατή αντιπάθεια προς την όλη σχολή των αθεϊστών και των απίστων. Εντούτοις γνωρίζω ότι είμαι, παρά τις ενστάσεις μου, αυτό ακριβώς που ένας Χριστιανός θα αποκαλούσε, και δικαιολογημένα απ’ όσο μπορώ να δω, αθεϊστή και άπιστο. Δεν μπορώ να διακρίνω μια σκιά ή έστω μια υπόνοια αποδείξεως ότι το μεγάλο άγνωστο που υπόκειται των φαινομένων του σύμπαντος στέκεται ενώπιόν μας με τη μορφή ενός Πατέρα που μας αγαπά και νοιάζεται για μας, όπως διαβεβαιώνει ο Χριστιανισμός. Έτσι, αναφορικά με τα άλλα μεγάλα Χριστιανικά δόγματα, την αθανασία της ψυχής και τη μέλλουσα κατάσταση της ανταμοιβής και της τιμωρίας, ποιες πιθανές αντιρρήσεις μπορώ εγώ […] να προβάλω σ’ αυτά τα δόγματα; Δώστε μου μιαν αναλαμπή αποδείξεως και είμαι πρόθυμος να τα ενστερνιστώ με ενθουσιασμό.»
Σχετικά με την προέλευση του όρου «αγνωστικιστής» για να περιγράψει τη στάση του, ο Χάξλεϋ έδωσε την ακόλουθη εξήγηση: “Έτσι σκέφτηκα, και εφηύρα τον κατάλληλο, κατά τη γνώμη μου, τίτλο ‘αγνωστικιστής’. Μου ήρθε στο νου ως δηλωτικά αντίθετος στον τίτλο ‘γνωστικιστής’ της Εκκλησιαστικής ιστορίας, ο οποίος διατεινόταν ότι γνωρίζει τόσο πολλά για αυτά τα ίδια πράγματα που εγώ δηλώνω αδαής.”
Μια που αναλύσαμε τόσο τον αγνωστικισμό, αξίζει ίσως να κάνουμε μια σύντομη αναφορά στον γνωστικισμό, ένα προχριστιανικό φιλοσοφικό και θρησκευτικό κίνημα, το οποίο εντάχθηκε στον Χριστιανισμό και εκφράστηκε μέσα απ’ αυτόν. Το κεντρικό δόγμα περί σωτηρίας στον γνωστικισμό ισχυρίζεται ότι η θεϊκή σπίθα μέσα στους ανθρώπους ελευθερώνεται μόνο μέσω της απόκτησης γνώσης όσον αφορά το μέρος από όπου προήλθε, το πώς βρέθηκε εδώ και το πώς μπορεί να επιστρέψει εκεί. Η απελευθέρωση από αυτόν τον υλικό κόσμο, με άλλα λόγια, μπορεί να επέλθει μόνο μέσω απελευθερωτικής, μυστικιστικής Γνώσης. Αυτή η Γνώση, όμως, δεν μπορεί να αποκτηθεί με μέσα αυτού του κόσμου. Πρέπει συνεπώς να προέλθει από εξωτερική πηγή, από έναν θεϊκό λυτρωτή. Σε χριστιανικούς τύπους γνωστικισμού, ο Ιησούς Χριστός είναι εκείνος που φέρει αυτή τη γνώση. Είναι φανερό ότι αυτή η μυστικιστική «γνώση» καμία σχέση δεν έχει με την πραγματική γνώση του κόσμου, την οποία αποκτάμε μόνο με την παρατήρηση και τη λογική επεξεργασία των δεδομένων και όχι μέσα από μυστικιστικές διεργασίες.
Γράφει ο Χάξλεϋ στο δοκίμιό του «Αγνωστικισμός και χριστιανισμός»: «Σε θέματα διανόησης, ακολουθήστε τη λογική μέχρι εκεί που μπορεί να σας βγάλει, χωρίς να σας απασχολεί οποιαδήποτε άλλη έγνοια. Και αντίστροφα: σε θέματα διανόησης, μην προσποιείστε ότι είναι βέβαια συμπεράσματα τα οποία δεν έχουν αποδειχθεί ή δεν μπορούν να αποδειχθούν.» (Χάξλεϋ, Αγνωστικισμός, Agnosticism and Christianity and Other Essays, 1889). Ο Α. Γ. Μόμερι παρατηρεί ότι αυτό δεν είναι παρά ένας ορισμός της εντιμότητας. Ο συνήθης ορισμός του Χάξλεϋ προχωρούσε ωστόσο πέραν της απλής εντιμότητας, καθώς επέμενε ότι αυτά τα μεταφυσικά ζητήματα ήταν θεμελιωδώς ανεξιχνίαστα.
Σε σχέση με τη στάση που τηρούμε απέναντι στη θρησκεία, και σε ατομικό επίπεδο αλλά κυρίως σε επίπεδο κράτους, χρήσιμο είναι στο σημείο αυτό να αναλύσουμε λίγο την πολυσυζητημένη έννοια της ανεξιθρησκίας.
Ανεξιθρησκία λέγεται η αναγνώριση και ανοχή του δικαιώματος του κάθε ανθρώπου είτε να πιστεύει σε όποια θρησκεία επιθυμεί και να θρησκεύεται ελεύθερα, κατά το δόγμα του, χωρίς περιορισμούς, είτε ακόμα και να μην πιστεύει σε καμία (αθεΐα). Στο πλαίσιο του κράτους και τις σχέσεις του με τους πολίτες, η ανεξιθρησκία αποτελεί όρο του Συνταγματικού Δικαίου και δηλώνει την ανοχή του Κράτους απέναντι σε κάθε γνωστή και αναγνωρισμένη θρησκεία.
Από πολλούς η ανεξιθρησκία θεωρείται ικανοποιητική αντιμετώπιση στο θέμα της θρησκείας και παραπάνω από επαρκής για ένα κράτος δικαίου. Ωστόσο πρέπει να γίνει καλά κατανοητό ότι η ανεξιθρησκία συνιστά απλώς ανοχή της λατρείας των θρησκευμάτων και συχνά ούτε καν όλων, παρά μόνο των «γνωστών» ή «αναγνωρισμένων», κάτι που ισχύει και στη χώρα μας, χωρίς καν να δίνεται ορισμός του τι σημαίνει «γνωστή θρησκεία» και χωρίς να θεσπίζεται διαδικασία «αναγνώρισης» ενός θρησκεύματος. Η ανοχή στην πράξη σημαίνει απλώς ότι το κράτος δεν ασκεί δίωξη κατά κανενός θρησκεύματος και τίποτε παραπάνω. Υπό το καθεστώς της ανεξιθρησκίας το άτομο έχει τη δυνατότητα να ασκεί τη λατρεία της προτίμησής του, δεν μπορεί όμως να αξιώσει κανένα άλλο δικαίωμα για την ικανοποίηση της θρησκευτικής του συνείδησης, την οποία δεν σέβεται πάντοτε σε όλη της την έκταση η πολιτεία υπό το καθεστώς αυτό.
Υπό το καθεστώς της ανεξιθρησκίας ο πολίτης που δεν ανήκει στην επίσημη θρησκεία του κράτους αισθάνεται μειωμένος ως πολίτης δεύτερης κατηγορίας, γιατί η έννοια της ανοχής δεν απέχει πολύ από την έννοια της επιείκειας και της συγγνώμης. Όπως είπε και ο Μιραμπώ κατά την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης: «Η πιο απεριόριστη ελευθερία της θρησκείας είναι στα μάτια μου ένα δικαίωμα τόσο ιερό, ώστε η λέξη ανεξιθρησκία που θα μπορούσε κανείς να χρησιμοποιήσει για να την αποδώσει θα μου φαινόταν αυτόχρημα τυραννική, αφού η ύπαρξη μιας αρχής που ανέχεται, επιβουλεύεται συγχρόνως, με την ανοχή την ελευθερία της σκέψης, και θα ήταν δυνατόν να πάψει να ανέχεται.»
Περισσότερα για την ανοχή
Παραθέτω εδώ απόσπασμα από παλιότερο άρθρο μου με τίτλο «Όχι άλλη ανοχή»:
Στην σύγχρονη προοδευτική κοινωνία μας, η ανεκτικότητα (tolerance, όπως λέμε στα ελληνικά) προβάλλεται ως ιδανικό. Μιλάμε για “ανεξιθρησκία” και θεωρούμε ότι είναι μια ιδανική κατάσταση για τις σχέσεις μεταξύ ανθρώπων με διαφορετικές θρησκευτικές πεποιθήσεις. Είναι και που αυτό το “ανεξι-” στο πρώτο συνθετικό θυμίζει κάπως την “ανεξαρτησία” που ακούγεται ωραία και απελευθερωτικά, και δεν συνειδητοποιούμε ίσως ότι στην πραγματικότητα προέρχεται από την “ανοχή”, πάει να πει ότι ανεχόμαστε όλες τις θρησκείες — κάπως όπως ανεχόμαστε την κυβέρνηση ή τις αλλαγές του καιρού: σαν αναγκαία ή αναπόφευκτα δεινά.
Ανεχόμαστε τους “αλλόθρησκους”, ανεχόμαστε τους “αλλοδαπούς”, ανεχόμαστε κάθε τι “άλλο” και “ξένο”, με την ανωτερότητα και τη μεγαλοθυμία των πολιτισμένων. Ή, τέλος πάντων, παριστάνουμε ότι τα ανεχόμαστε, αρκεί να μη μας ενοχλούν, να ξέρουν ποια είναι η θέση τους, βρε αδελφέ, να μην αξιώνουν τίποτε παραπάνω από αυτή την ανεκτικότητα. Οι άθρησκοι να αρκούνται στο δικαίωμα απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών και από τη συμμετοχή σε τελετές, να μη ζητούν κατάργηση του μαθήματος και των τελετών, οι αλλόθρησκοι να αρκούνται στο δικαίωμα της λατρείας, να μη ζητούν κατασκευή τεμένους για να ασκήσουν αυτό τους το υποτιθέμενο δικαίωμα. […]
Μαύροι ανέχονται λευκούς, γαύροι ανέχονται βάζελους, θρήσκοι ανέχονται άθεους, όλοι τελικά ανεχόμαστε όλους τους “άλλους” –γείτονες, συναδέλφους, συνανθρώπους, συγκατοίκους στον πλανήτη Γη– και κάτω από τη λεπτή κρούστα της ανοχής σιγοβράζει η ενόχληση, η απέχθεια, η μισαλλοδοξία, η οργή. Είναι αυτό τελικά το ζητούμενο; […] Δεν μπορώ να μην παρατηρήσω ότι η “ανεκτικότητα” δεν επαρκεί, ότι αυτό που χρειάζεται δεν είναι ανοχή αλλά αποδοχή.
Η ανοχή, λοιπόν, δεν αρκεί. Όπως είπε και ο Ζαν Κοκτώ: «Με προσβάλλει να με ανέχονται».
Ο ακόλουθος ορισμός της θρησκευτικής ελευθερίας προέρχεται από το λήμμα «ανεξιθρησκία» της εγκυκλοπαίδειας Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα. Συγγραφέας του λήμματος είναι ο Αναστάσιος Μαρίνος, διδάκτωρ Νομικής και επίτιμος αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, και στη βιβλιογραφία αναφέρει το έργο του Η θρησκευτική ελευθερία (Αθήνα 1972). Αξιοσημείωτο είναι ότι ο κ. Μαρίνος είναι θερμός υποστηρικτής του χριστιανισμού, κατά της κατάργησης του θρησκευτικού όρκου, υπέρ των υποχρεωτικών θρησκευτικών (με μορφή κατήχησης στο ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα), των αγιασμών και των προσευχών στα σχολεία, υπέρ της διατήρησης χριστιανικών εικονισμάτων και συμβόλων σε δικαστήρια, σχολεία και λοιπά δημόσια κτίρια.
Αντίθετα με την ανεξιθρησκία, η θρησκευτική ελευθερία είναι δικαίωμα ατομικό και σημαίνει την παροχή νομικής εγγυήσεως εκ μέρους της πολιτείας προς κάθε άτομο ότι καθιερώνεται και θα διατηρηθεί στο μέλλον δικαίωμα ελεύθερης διαμόρφωσης της θρησκευτικής συνείδησης κάθε προσώπου ως προς όλες τις μορφές εκδήλωσής της. Μόνον τότε κατοχυρώνεται νομικά, και μάλιστα σε επίπεδο συντάγματος, όχι μόνο η ελευθερία της λατρείας αλλά και η ελευθερία της συνείδησης σε όλες τις ειδικότερες εκδηλώσεις της. Το άτομο έχει αξίωση για ελεύθερη διαμόρφωση της θρησκευτικής του συνείδησης, καθώς και για την ακώλυτη άσκηση της λατρείας. Η πολιτεία δεν περιορίζεται στο ρόλο του αδιάφορου θεατή, αλλά λαμβάνει θέση ενεργή, περιφρουρώντας αυτή την ελευθερία και εγγυώμενη αυτήν.
Πραγματικά ισότιμη αντιμετώπιση όλων των θρησκευτικών πεποιθήσεων, δηλαδή όλων ανεξαιρέτως των θρησκευμάτων καθώς και της αθρησκείας, δεν έχουμε υπό καθεστώς ανεξιθρησκίας, αλλά μόνον υπό καθεστώς θρησκευτικής ελευθερίας.
Αυτός είναι και ο λόγος που ως Ένωση Αθέων έχουμε συμπεριλάβει στους σκοπούς του καταστατικού μας, μεταξύ άλλων, και την προώθηση της θρησκευτικής ελευθερίας.
Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο Αόρατη Μελάνη, της ίδιας της αρθρογράφου, όπου και γίνεται ο σχολιασμός.
Η εκκοσμικευμένη κοινωνία και ο ρόλος του αθεϊσμού [1]
Αρθρογράφος: Τατιάνα Ραπακούλια, πρόεδρος της Διοικούσας Επιτροπής της Ένωσης Αθέων, διαδικτυακό ψευδώνυμο Αόρατη Μελάνη
Επόμενο [2] » |
Η έννοια της εκκοσμίκευσης, του αθεϊσμού, της αθρησκείας και της ανεξιθρησκίας. Πώς ο αθεϊσμός συνδέεται με την εκκοσμικευμένη κοινωνία και πώς η κοινωνία επηρεάζει την έκφραση του αθεϊσμού. Αλληλεπίδραση αθεϊσμού και εκκοσμίκευσης με διάφορες ιδεολογίες.
Ορισμοί
Θα αρχίσω με ένα παράθεμα από το έργο «Ἡ μεταμόρφωση ὡς παράδειγμα πρός ἀποφυγή: Μιά ἰδιαίτερη περίπτωση ἐκκοσμίκευσης τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀποστολῆς» του Θανάση Παπαθανασίου, διδάκτορα θεολογίας, καθηγητού της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Σχολής Αθηνών και αρχισυντάκτη του περιοδικού «Σύναξη».
Έχει καθιερωθεί εκκοσμίκευση να σημαίνει εκείνο τον προσανατολισμό ο οποίος ερμηνεύει την πραγματικότητα και δομεί τον ανθρώπινο βίο δίχως να αντλεί κανονιστικές αρχές από οιαδήποτε πίστη σε θεό ή από την αποδοχή οιασδήποτε μεταφυσικής αναφοράς.
Από χριστιανικής σκοπιάς αυτό θα μπορούσε εν ολίγοις να οριστεί ως προσπάθεια του κόσμου να αντλήσει νόημα από τον εαυτό του. Μια καθαρή και γνήσια εκκοσμίκευση, λοιπόν, θα ήταν συνεπής με τον εαυτό της αν έφτανε να ταυτίσει τον εαυτό της με έναν καθαρό και κυριολεκτικό αθεϊσμό.
Άποψη η οποία, οφείλω να πω, με βρίσκει απόλυτα σύμφωνη.
Ας δούμε όμως λίγο πιο αναλυτικά την έννοια της εκκοσμίκευσης καθώς και άλλες έννοιες που συνδέονται με αυτήν και την επηρεάζουν.
Εκκοσμίκευση
Εκκοσμίκευση ονομάζεται η χειραφέτηση της σκέψης, της συμπεριφοράς, των κοινωνικών θεσμών και του πολιτισμού από τη θρησκευτική πίστη, τους θρησκευτικούς θεσμούς και τα θρησκευτικά σύμβολα. Η εκκοσμίκευση διακρίνεται σε αντικειμενική εκκοσμίκευση, η οποία αφορά τους κοινωνικούς θεσμούς και τον πολιτισμό, και υποκειμενική εκκοσμίκευση, που αφορά τη συνείδηση και το φρόνημα του ατόμου.
Έχουμε συνηθίσει, ιδίως τα τελευταία χρόνια, όταν βλέπουμε τη λέξη «εκκοσμίκευση», φερ’ ειπείν στον τύπο, να τη συνδέουμε με την εκκοσμίκευση των κρατικών θεσμών, δηλαδή με τον διαχωρισμό εκκλησίας-κράτους. Όμως πρέπει να θυμόμαστε ότι η εκκοσμίκευση είναι επίσης μια διεργασία πρωτίστως συνειδησιακή, ατομική και εσωτερική. Η ατομική εκκοσμίκευση μεγάλου μέρος του πληθυσμού μιας κοινωνίας είναι ικανή προϋπόθεση για την εκκοσμίκευση του κράτους, δεν είναι όμως και αναγκαία. Επιπλέον, αντίθετα με ό,τι ίσως θα περίμενε κανείς, η εκκοσμίκευση του κράτους δεν συνεπάγεται πάντοτε την εκκοσμίκευση της κοινωνίας, ούτε την ατομική εκκοσμίκευση του μεγαλύτερου μέρους των πολιτών.
Ο José Casanova, καθηγητής του τμήματος Κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο Georgetown των ΗΠΑ και παγκοσμίου κύρους ειδικός στην κοινωνιολογία της θρησκείας, στο άρθρο του «Επανεξέταση της εκκοσμίκευσης (Rethinking secularization)», γράφει:
Η σταδιακή αποδυνάμωση της θεσμικά κατοχυρωμένης χριστιανικής θρησκείας στην Ευρώπη είναι μια αδιαμφισβήτητη κοινωνική πραγματικότητα. Από τη δεκαετία του 1960 μια αυξανόμενη πλειοψηφία του ευρωπαϊκού πληθυσμού έπαυσε να συμμετέχει τακτικά στην παραδοσιακή θρησκευτική πρακτική, ενώ εξακολουθούν να διατηρούν σχετικά υψηλά επίπεδα ατομικής θρησκευτικότητας. Η Grace Davie χαρακτήρισε αυτή τη γενική κατάσταση στην Ευρώπη ως “πίστη χωρίς ένταξη (believing without belonging)”. Ταυτόχρονα, όμως, μεγάλος αριθμός των Ευρωπαίων, ακόμα και στις πιο κοσμικές χώρες, αυτοπροσδιορίζονται ακόμα ως «Χριστιανοί», που παραπέμπει σε μια σιωπηρή, διάχυτη, υποκείμενη χριστιανική πολιτιστική ταυτότητα. Η Danièle Hervieu-Léger πρότεινε το αντίθετο χαρακτηρισμό της κατάστασης στην Ευρώπη, «ένταξη χωρίς πίστη (belonging without believing)». Η “κοσμική” και η “χριστιανική” πολιτιστική ταυτότητα διαπλέκονται με πολύπλοκους και άρρητους τρόπους στους περισσότερους Ευρωπαίους.
Οι παραδοσιακές εξηγήσεις της Ευρωπαϊκής εκκοσμίκευσης, με αναφορά στη θεσμική διαφοροποίηση, τον ανερχόμενο ορθολογισμό, ή τον αυξανόμενο ατομισμό, δεν είναι πειστικές, διότι σε άλλες σύγχρονες κοινωνίες, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, δεν παρατηρούνται παρόμοια επίπεδα μείωσης της θρησκευτικότητας. Η εξήγηση θα πρέπει να αναζητηθεί όχι στις γενικές διαδικασίες του εκσυγχρονισμού, αλλά συγκεκριμένα στις ευρωπαϊκές ιστορικές εξελίξεις.
Η πιο ουσιαστική ερώτηση στην Ευρώπη, και το κλειδί της επεξήγησης του ιδιαίτερου χαρακτήρα της ευρωπαϊκής εκκοσμίκευσης, είναι το γιατί οι εθνικές εκκλησίες, από τη στιγμή που παραχώρησαν στο κοσμικό έθνος-κράτος την παραδοσιακή ιστορική λειτουργία τους ως σύμβολα κοινωνικής ενότητας (δηλαδή ως εκπρόσωποι της κοινοτικής ταυτότητας και φορείς της συλλογικής μνήμης), έχασαν στην πορεία την ιδιότητα να λειτουργούν ως θρησκείες για την ατομική σωτηρία. Κρίσιμης σημασίας είναι το ερώτημα γιατί τα άτομα στην Ευρώπη, από τη στιγμή που έχασαν την πίστη στις εθνικές εκκλησίες τους, δεν έκαναν τον κόπο να αναζητήσουν εναλλακτικές.
Στη ρίζα του ζητήματος βρίσκεται η τάση σύνδεσης της διαδικασίας της εκκοσμίκευσης με τη διαδικασία του εκσυγχρονισμού. Η μείωση της θρησκευτικότητας ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του ιδανικού της εκκοσμίκευσης, με αποτέλεσμα να θεωρείται φυσιολογική και προοδευτική, φυσική συνέπεια του να είναι κανείς μοντέρνος και διαφωτισμένος Ευρωπαίος. Αντίθετα, το πρότυπο του διαχωρισμού εκκλησίας και κράτους όπως κωδικοποιήθηκε στην Πρώτη Τροπολογία του Συντάγματος των ΗΠΑ, δόμησε το μοναδικό πρότυπο του αμερικανικού θρησκευτικού πλουραλισμού. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είχαν ποτέ τους εθνική εκκλησία. Όλες οι θρησκείες στην Αμερική, εκκλησίες καθώς και αιρέσεις, ανεξάρτητα από την προέλευσή τους, τους δογματικούς ισχυρισμούς και την εκκλησιαστική τους ταυτότητα, μετατράπηκαν σε ισότιμα θρησκεύματα, επισήμως ίσα βάσει Συντάγματος και ανταγωνιζόμενα σε μια σχετικά ελεύθερη και πλουραλιστική θρησκευτική αγορά.
Αρχικά, η ποικιλομορφία και η ισότητα θεσμοθετήθηκε μόνο ως εσωτερικός θρησκευτικός πλουραλισμός του αμερικανικού Προτεσταντισμού. Η Αμερική ορίστηκε ως «χριστιανικό» έθνος, όπου «χριστιανικό» σήμαινε αποκλειστικά «προτεσταντικό». Τελικά όμως ενσωματώθηκαν επίσης οι Καθολικοί και οι Εβραίοι στο σύστημα του αμερικανικού θρησκευτικού πλουραλισμού. Έλαβε χώρα μια διεργασία με την οποία ο Καθολικισμός και ο Ιουδαϊσμός μετατράπηκαν σε «αμερικανικές» θρησκείες, ενώ η αμερικανική θρησκεία και το έθνος μεταμορφώθηκαν στην πορεία. Η Αμερική έγινε ένα «ιουδαιο-χριστιανικό έθνος», ενώ Προτεστάντες, Καθολικοί, και Εβραίοι έγιναν τα τρία δόγματα που συνιστούν την αμερικανική εθνική θρησκεία.
Παρατηρούμε εδώ ότι στη διαδικασία αυτή δεν συμπεριλαμβάνονται άλλες θρησκείες, όπως το Ισλάμ, ο Βουδισμός ή ο ανιμισμός των ιθαγενών Αμερικανών. Ο υποτιθέμενος αυτός θρησκευτικός πλουραλισμός αφορά μόνο τις εβραϊκές και χριστιανικές ομολογίες.
Το γεγονός ότι η θρησκεία, τα θρησκευτικά ιδρύματα και η θρησκευτική ταυτότητα έπαιξαν κεντρικό ρόλο στη διαδικασία ενσωμάτωσης των Ευρωπαίων μεταναστών έχει επαρκώς τεκμηριωθεί από τον Will Herberg. Τόσο η διατριβή του Herberg όσο και μεταγενέστερες μελέτες διαπιστώνουν ότι οι μετανάστες έγιναν πιο θρησκευόμενοι καθώς γίνονταν πιο Αμερικανοί. Είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε, ως εκ τούτου, ότι η θρησκευτικότητα των μεταναστών δεν είναι απλώς ένα παραδοσιακό κατάλοιπο του Παλαιού κόσμου που ενδέχεται να εξαφανιστεί με την προσαρμογή στο νέο πλαίσιο, αλλά μάλλον μια προσαρμοστική αντίδραση στον Νέο Κόσμο. Η διατριβή δείχνει ότι οι μετανάστες τείνουν να θρησκεύονται περισσότερο λόγω της κοινωνικής πίεσης να ταιριάξουν στα αμερικανικά θρησκευτικά πρότυπα, αλλά επίσης ότι οι συλλογικές θρησκευτικές ταυτότητες ήταν πάντα ένας βασικός τρόπος δόμησης του θρησκευτικού πλουραλισμού στην αμερικανική ιστορία.
Προκειμένου για τη θρησκεία, δεν υπάρχει καθολικός κανόνας. Όλες οι θρησκείες του κόσμου μεταμορφώνονται ριζικά σήμερα, όπως και καθ’ όλη την περίοδο της ευρωπαϊκής αποικιακής επέκτασης, από τις διαδικασίες του εκσυγχρονισμού και της παγκοσμιοποίησης. Μεταμορφώνονται όμως με πολλούς και ποικίλους τρόπους. Οι κοινωνιολόγοι της θρησκείας καλά θα κάνουν να πάψουν να ασχολούνται με τη μείωση της θρησκευτικότητας και να εστιάσουν στις νέες μορφές που λαμβάνει η θρησκεία σε όλο τον κόσμο, σε τρία διαφορετικά επίπεδα: το ατομικό, το ομαδικό και το κοινωνικό.
Στο κοινωνικό επίπεδο, ο κοσμικός εθνικισμός και οι εθνικές «κοσμικές θρησκείες» θα εξακολουθήσουν να είναι φορείς συλλογικής ταυτότητας, ωστόσο οι διεργασίες της παγκοσμιοποίησης είναι πολύ πιθανό να ενισχύσουν την επανεμφάνιση μεγάλων «παγκόσμιων θρησκειών» με τη μορφή διεθνοποιημένων νοητών θρησκευτικών κοινοτήτων (imagined religious communities). Ενδέχεται να εμφανιστούν νέες τέτοιες κοσμοπολίτικες κοινότητες, κατά πάσα πιθανότητα όμως οι πιο διαδεδομένες θα είναι και πάλι οι θρησκείες των παλαιών πολιτισμών. Είναι αρκετά απίθανο να επιτευχθεί ο περιορισμός της θρησκευτικότητας στην ιδιωτική σφαίρα, είτε από τα αυταρχικά καθεστώτα είτε από τα φιλελεύθερα δημοκρατικά συστήματα. Τα αυταρχικά συστήματα ενδέχεται να έχουν μια προσωρινή επιτυχία μέσω της καταστολής, τα δημοκρατικά θα δυσκολευτούν περισσότερο. Όπως δείχνει πάντως η περίπτωση της Γαλλίας, η λαϊκότητα (laïcité) μπορεί όντως να γίνει μια ιερή συνταγματική αρχή.
Σχετικά με την αναγκαιότητα της εκκοσμίκευσης, ο Casanova λέει τα εξής:
Δεν βρίσκω κανέναν επιτακτικό λόγο, σε δημοκρατική ή σε φιλελεύθερη βάση, για να αποκλείσουμε επί της αρχής τη θρησκεία από τη δημόσια σφαίρα. Θα μπορούσαμε, για ρεαλιστικούς ιστορικούς λόγους, να υποστηρίξουμε την ανάγκη διαχωρισμού μεταξύ «εκκλησίας» και «κράτους», αν και δεν είμαι πλέον πεπεισμένος ότι ο πλήρης διαχωρισμός είναι είτε αναγκαία είτε ικανή συνθήκη για τη δημοκρατία. […] Όπως δείχνουν τα παραδείγματα πολλών σύγχρονων κοσμικών αυταρχικών και ολοκληρωτικών καθεστώτων, από τη Σοβιετική Ένωση ως την Τουρκία, η απαγόρευση δεν είναι σε καμία περίπτωση επαρκής προϋπόθεση για τη δημοκρατία. Από την άλλη πλευρά, πολλές χώρες με επίσημη κρατική θρησκεία, όπως η Αγγλία και οι λουθηρανικές σκανδιναβικές χώρες, έχουν καλό ιστορικό δημοκρατικών ελευθεριών και προστασίας των δικαιωμάτων των μειονοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των θρησκευτικών. […] Οι κανόνες για την προστασία από την τυραννία των θρησκευτικών πλειοψηφιών αρκεί να είναι οι ίδιοι δημοκρατικοί κανόνες που εφαρμόζονται για προστασία από την τυραννία κάθε δημοκρατικής πλειοψηφίας. Η προστασία των δικαιωμάτων της οποιασδήποτε μειονότητας, θρησκευτικής ή κοσμικής, οφείλουν να είναι βασικές κανονιστικές αρχές κάθε φιλελεύθερου δημοκρατικού συστήματος. Κατ’ αρχήν δεν θα πρέπει να χρειάζεται καμία επιπλέον ειδική αρχή ή νομοθεσία περί κοσμικότητας. Αλλά στην πράξη, ιστορικά και ρεαλιστικά, ίσως είναι απαραίτητο να απεξαρτηθούν τα κράτη από εκκλησιαστικά ιδρύματα που αξιώνουν είτε μονοπωλιακά δικαιώματα είτε συγκεκριμένα προνόμια, και να εφαρμοστούν συνταγματικά –και μερικές φορές και έκτακτα– μέτρα για να αποδυναμώσουν παγιωμένες τυραννικές πλειοψηφίες.
Μπορώ να πω ότι συμφωνώ κι εγώ επί της αρχής με τον Casanova: δεν θα έπρεπε να είναι απαραίτητο να γίνει ρητή θεσμική αναφορά στον αποκλεισμό της θρησκείας από την πολιτεία. Ωστόσο, δεδομένης όχι μόνο της ιστορικής πραγματικότητας αλλά και της φύσης της θρησκείας, θεωρώ ότι είναι και θα είναι πάντα απαραίτητο. Αυτό επειδή οι περισσότερες θρησκείες –και κατά κύριο λόγο οι αβρααμικές, οι οποίες έχουν και τη μεγαλύτερη παράδοση εμπλοκής με την κρατική εξουσία– παρουσιάζουν το δόγμα τους ως την υψηλότερη δυνατή αξία. Το γεγονός αυτό δεν είναι διόλου ανώδυνο: δημιουργεί στους πιστούς τη βαθιά συγκινησιακή αίσθηση ότι το πρώτο και υψηλότερο καθήκον τους είναι προς τη θρησκεία τους και όχι προς την πολιτεία ή προς τον συνάνθρωπό τους.
Γράφει ακόμη ο Casanova:
Η εκκοσμίκευση δεν έχει εφαρμογή σε θρησκείες όπως ο Κομφουκιανισμός και ο Ταοϊσμός, στον βαθμό που δεν χαρακτηρίζονται από υψηλή ένταση με τον «κόσμο», στον βαθμό που το μοντέλο υπερβατικότητας που προτείνουν δύσκολα μπορεί να χαρακτηριστεί «θρησκευτικό» και εφόσον δεν έχουν εκκλησιαστική οργάνωση. Κατά μία έννοια, οι θρησκείες που υπήρξαν πάντα “κοσμικές” και “λαϊκές” δεν χρειάζεται να υποβληθούν σε μια διαδικασία εκκοσμίκευσης.
Κατά τη γνώμη μου ωστόσο, το θέμα της εκκοσμίκευσης αγγίζει όλες τις θρησκείες και όλες τις μεταφυσικές πεποιθήσεις γενικότερα. Αυτό διότι κάθε μας πεποίθηση επηρεάζει τις πράξεις μας και τη στάση ζωή μας. Ένας Ιάπωνας σιντοϊστής, φερ’ ειπείν, ενδέχεται να αρνηθεί τη δωρεά οργάνων σώματος, προκειμένου να μη διαταράξει το πνεύμα του νεκρού. Η απόφαση αυτή έχει συνέπειες σε κοινωνικό επίπεδο, αν δε η νοοτροπία αυτή επιτραπεί να εισχωρήσει και στους θεσμούς της πολιτείας, γίνεται άμεσα κατανοητό ότι οι συνέπειες αυτές θα είναι κατά πολύ ευρύτερες.
Δεν υπάρχει λοιπόν θρησκεία ή μεταφυσική πεποίθηση που να μην έρχεται σε αντίθεση με τις αρχές του ανθρωπισμού και που να μπορεί να εξαιρεθεί από την αναγκαιότητα της εκκοσμίκευσης, τουλάχιστον σε πολιτειακό και κοινωνικό επίπεδο.
Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο Αόρατη Μελάνη, της ίδιας της αρθρογράφου, όπου και γίνεται ο σχολιασμός.
Τι είναι «αλήθεια», τι είναι «επιστήμη»;
Αρθρογράφος: Άθεος
Αν θα έθετα την ερώτηση «τι είναι η φιλοσοφία» είμαι σίγουρος ότι οι περισσότερες απαντήσεις που θα έπαιρνα θα ήταν ποικίλες και, πιστέψτε με, τόσο διαφορετικές η μια από την άλλη. Ίσως το μόνο κοινό που θα είχαν θα ήταν η ετυμολογία της λέξης, ότι η φιλοσοφία είναι για παράδειγμα η φιλία, δηλαδή η αγάπη, για τη σοφία. Όμως αυτό δεν λέει τίποτα αφού και στη «σοφία» ο καθένας θα έδινε μια διαφορετική ερμηνεία. Αυτή η σχετικότητα των εννοιών δημιουργεί παρανοήσεις. Οι έννοιες για την ίδια λέξη είναι πολλές και διαφορετικά τις αντιλαμβάνεται ο καθένας, γιατί ο καθένας σκέπτεται διαφορετικά. Γι’ αυτό και στην αρχαία ελληνική οι διάφορες φιλοσοφικές σχολές ονομάστηκαν «αιρέσεις». Αίρεση σημαίνει τρόπος του σκέπτεσαι, προαίρεση, σχολή.
Ο Επίκουρος τόνιζε ότι, ανάμεσα στους συνομιλητές, για κάθε λέξη πρέπει να αποδίδουμε την ίδια έννοια, διαφορετικά δεν θα μπορούμε να συνεννοηθούμε.
Δεν είχε άδικο. Οι περισσότερες παρανοήσεις γίνονται επειδή δεν τηρούμε αυτό τον κανόνα, ακόμα κι όταν λέμε τα ίδια πράγματα και διαφορετικά τα εννοούμε ή εννοούμε τα ίδια και με διαφορετικές λέξεις τα αποδίδουμε.
Ας πάρουμε για παράδειγμα τη λέξη «σοφία» που αναφέραμε πιο πάνω. Κάποιοι θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν τη λέξη «σοφία» με την «αλήθεια» δηλώνοντας ότι φιλοσοφία είναι η αγάπη, η αναζήτηση δηλαδή της αλήθειας. Όμως τι είναι αλήθεια; Σίγουρα και εδώ έχουμε μια σχετική έννοια. Διαφορετικά αντιλαμβάνεται ο καθένας την αλήθεια —ή μήπως έχω άδικο;
Η γνώμη του καθένα είναι διαφορετική και σύμφωνη με τον τρόπο που σκέπτεται, τη σχολή δηλαδή που ακολουθεί, βλέπει το ίδιο πράγμα από διαφορετική γωνία και η επικοινωνία μας γίνεται πολλές φορές δύσκολη υπόθεση.
Τι είναι όμως δόγμα;
Η απόλυτη γνώμη! Η γνώμη που στο χρόνο παραμένει πάντα ίδια. Είναι αναχρονιστική και ξεπερασμένη, γι’ αυτό ακριβώς είναι και αυθαίρετη!
Η αλήθεια είναι ζωντανή και γι’ αυτό είναι σχετική και ιστορικά καθορισμένη. Κάθε μέρα εμπλουτίζεται με νέα στοιχεία, με νέες αναλύσεις, από τον δάσκαλο στον μαθητή, και μέρα με τη μέρα γίνεται όλο και πληρέστερη, αποβάλλοντας κάτι που θεωρήθηκε λανθασμένο στο παρελθόν ή εισάγοντας νέα στοιχεία εμπλουτίζοντας το περιεχόμενό της στο διηνεκές.
Ας δώσουμε και έναν ορισμό για την έννοια: Σαν σκέψη, είναι το ανώτερο προϊόν της εγκεφαλικής δραστηριότητας που αντανακλά γενικευμένα τα αντικείμενα και τα φαινόμενα της πραγματικότητας. Μέσω των εννοιών λοιπόν, σκεπτόμενοι, απεικονίζουμε γραπτά ή σε γλωσσική μορφή την πραγματικότητα του κόσμου, και αυτό ακριβώς είναι που σηματοδοτεί την ακριβολογία των εννοιών.
Τελικά, αυτός ο διαλογισμός πιο πάνω μού φαίνεται βοηθάει, προκειμένου να αντιληφθούμε, μέσω της σοφίας και της αλήθειας, της αίρεσης και του δόγματος, της γνώμης και της γνώσης, τι είναι φιλοσοφία.
Πολλοί νομίζουν ότι η φιλοσοφία είναι οι όμορφες φράσεις, όπως «αγάπη σημαίνει να μην αναγκαστείς να ζητήσεις ποτέ συγνώμη» ή «τα δάκρυα είναι σαν τα διαμάντια, γι’ αυτό μην τα χαρίζεις σε όσους δεν τ’ αξίζουν».
Όχι!
Η φιλοσοφία είναι άλλο πράγμα.
Τώρα μπορούμε, νομίζω, να δώσουμε έναν γενικό ορισμό «τι εννοούμε φιλοσοφία» χωρίς να παρεκκλίνουμε εννοιολογικά από εκείνους που πρώτοι προσπάθησαν να πάρουν απαντήσεις όχι ρωτώντας το Ιερατείο, ως έκαναν οι ποιητές των μύθων, αλλά από τη φύση την ίδια, περνώντας ομαλά από τον μύθο στον λόγο και τη σοφία της φύσης, του όλου δηλαδή, αυτού που λέμε αντικειμενική πραγματικότητα.
Φιλοσοφία είναι η προσπάθεια του ανθρώπου να ανακαλύψει την αλήθεια των όντων (αυτών που υπάρχουν δηλαδή) και των φαινομένων της πραγματικότητας. Επίσης πρέπει να γνωρίζουμε ότι η επιστήμη είναι εκείνη που μελετά το σύνολο των φαινομένων της ύλης σε σχέση με την κίνηση και τις διάφορες μορφές των μετατροπών της.
Ανάμεσα στους δυο αυτούς ορισμούς φαίνεται μία ουσιαστική σύνδεση όπου η επιστήμη και η φιλοσοφία συνδέονται, γιατί η μια στηρίζει την άλλη. Αν ανάμεσα στις δύο χαθεί αυτή η σχέση τότε σημαίνει ότι η μια από τις δυο διατυπώνεται λανθασμένα. Η φιλοσοφία που μπορεί αυτό να το κάνει καλύτερα, είναι ο Διαλεκτικός Υλισμός.
Από την αρχαιότητα, όταν ο άνθρωπος αποφάσισε να φιλοσοφήσει, φιλοσόφησε υλιστικά (φυσιοκρατικά) προσπαθώντας να εξηγήσει τον κόσμο. Οι πρώτοι Έλληνες στοχαστές της Φυσιοκρατικής σχολής της Μιλήτου απομυθοποίησαν τον κόσμο δίνοντας εξηγήσεις, θεμελιώνοντας έτσι την πρώτη θεωρητική γνώση. Έκτοτε η φιλοσοφική σκέψη, όταν είναι επιστημονική, τεκμηριώνει το επιστημονικό πείραμα, και η επιστήμη με τη σειρά της επιβεβαιώνει τη θεωρία και τον φιλοσοφικό στοχασμό. Ο ένας δηλαδή συμπληρώνει τον άλλον. Οι Επιστήμες γεννούν τις επιστημονικές έννοιες με το πείραμα ή με την εξήγηση του φαινομένου, και η φιλοσοφία αναλύει σε βάθος τις έννοιες που χρησιμοποιεί η επιστήμη.
Γι’ αυτό πρέπει να γνωρίζουμε ότι η φιλοσοφία και η επιστήμη συνδέονται διαλεκτικά και γι’ αυτό πρέπει να έχουν κυρίως πρακτική αξία.
Ο κόσμος μας είναι υλικός.
Η ύπαρξη αναφέρεται στο «Είναι», το πνεύμα στη «Νόηση», έχοντας πάντα υπ’ όψιν ότι το πνεύμα είναι παράγωγο της ύλης. Η γνώση λοιπόν και η πρακτική, αποτελεί την άμεση απόδειξη ότι ο κόσμος μας είναι αντικειμενικός και υπάρχει ανεξάρτητα από εμάς.
Γι’ αυτό αναγκαίο είναι να γνωρίζουμε ότι το Είναι ταυτίζεται με τη Φύση.
Ο κόσμος μας γίνεται γνωστός με τη βοήθεια όχι μόνο των περιορισμένων αισθητηρίων μας, αλλά και μέσω των επιστημονικών οργάνων. Και αυτών που ανακαλύψαμε και εκείνων που θα ανακαλυφτούν στο μέλλον. Γι’ αυτό και η γνώση ή αυτό που σήμερα αναγνωρίζουμε ως αληθές είναι όχι μόνο σχετικό, άλλα και ιστορικά καθορισμένο, και δεν αποκτιέται μόνο με τη μάθηση, αλλά μέσω της πρακτικής γίνεται οργανικό στοιχείο της ανθρώπινης δραστηριότητας!
Αυτός είναι ο λόγος που η γνώση αποκομμένη από την πρακτική γίνεται το πολύ πολύ μια φιλολογία ή καλύτερα μία ανούσια ιδεαλιστική φιλοσοφία.
Ο Ιδεαλισμός βρίσκεται σε μεγαλειώδη αντίφαση με την αντικειμενικότητα του κόσμου μας. Δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια φλυαρία που μας αλλοτριώνει, παραμορφώνοντας τον κόσμο μας και αντιστρέφοντας τη λογική.
Η φιλοσοφία αναλύει και διατυπώνει τους γενικούς νόμους της κίνησης της ύλης. Η επιστήμη εξιχνιάζει τους νόμους του ειδικού που αποτελούν μία αδιάσπαστη ενότητα, την ενότητα του γενικού με το ειδικό, τη θεωρία δηλαδή με την πράξη. Έτσι, η φιλοσοφία ερμηνεύει ολόκληρη την ιστορική πορεία της επιστήμης και μέσα από τη Διαλεκτική καταφέρνει να ξεπεράσει τους φιλοσοφικούς σκοπέλους των επιστημολογικών σφαλμάτων, που συχνά εμφανίζονται στην πορεία για την κατανόηση της φύσης και του κόσμου γενικότερα.
Ο κόσμος μας στην κυριολεξία βρίσκεται σε ένα αέναο γίγνεσθαι.
«Τα πάντα ρει» έλεγε ο Ηράκλειτος. Η φύση διαρκώς αλλάζει. Η μια μορφή της ύλης περνά σε άλλη, συνεχώς κινείται και μετασχηματίζεται.
Τίποτε δεν χάνεται, όπως και τίποτα από το τίποτε δεν γεννιέται. Ακόμα και σήμερα, επιστημονικά, ως αρχή, στηριζόμαστε στη διατήρηση της ενέργειας και φιλοσοφικά, ως αξίωμα, δεχόμαστε την αφθαρσία της ύλης.
Ναι, ο κόσμος μας είναι αντικειμενικός, η ύλη αυθύπαρκτη και ο χρόνος άπειρος, χωρίς αρχή και τέλος.
Η ζωή, αποτέλεσμα μακροχρόνιων χημικών αντιδράσεων και διαδικασιών της ανόργανης ύλης, κατάφερε να αυτοοργανωθεί σε πολυσύνθετους οργανισμούς, δίνοντας αντίγραφα του εαυτού της.
Πράγματι, η διαλεκτική σχέση του «δυνάμει και του ενεργεία» δείχνουν ότι η ύλη μπορεί να αυτοοργανώνεται όλο και πιο πολύ, σε μία ανεξάντλητη πολυμορφία, που το εξελικτικό της αποτέλεσμα αδυνατούμε και να φανταστούμε.
Γι’ αυτό ακριβώς πιστεύουμε ότι η συνείδηση, ο νους, το πνεύμα δηλαδή, ως δραστηριότητα του εγκεφάλου, είναι παράγωγο της ύλης.
Η ζωή και η συνείδηση, πρέπει να το αντιληφθούμε καλά, δεν προϋποθέτουν κανέναν δημιουργό.
Από τη στιγμή που διαμορφώνονται οι συνθήκες εκείνες που ευνοούν τη ζωή, η ζωή αναπόφευκτα θα εμφανισθεί! Η ζωή, με τη σειρά της, θα επηρεάσει το περιβάλλον, και αυτό με τη σειρά του θα γεννήσει νέες μορφές ζωής.
Μέσω της φυλογένεσης θα εμφανιστούν νέα είδη. Ο ανταγωνισμός θα εξαφανίσει τα περισσότερα, όμως οι νικητές θα επιβιώσουν και θα εξελιχθούν!
Μέσα από τις λίγες αυτές γραμμές θέλω να δείξω ότι η ύλη συνεχώς κινείται. Αυτοοργανώνεται. Εμφανίζονται και εξαφανίζονται ποικίλες μορφές που και αυτές είναι ιστορικά καθορισμένες. Τίποτε δεν γεννήθηκε όπως το ξέρουμε. Τίποτε δεν θα χαθεί χωρίς να προκαλέσει ένα νέο συμβάν.
Το παλιό διαδέχεται το καινούργιο. Ο κόσμος συνεχώς αλλάζει σε ένα αέναο γίγνεσθαι.
Οι νόμοι είναι αυστηροί σαν τα μαθηματικά, όμως κι αυτοί, ως ενδογενής δυνατότητα της ύλης, είναι δημιουργημένοι από την αναγκαιότητα της φύσης.
Έκφραση του τυχαίου και του αναγκαίου είναι ο κόσμος μας και η εξέλιξη μια στιγμή της αέναης νομοτελειακής κίνησης στον κόσμο της αντικειμενικής πραγματικότητας.
Η εμπειρία δεν είναι πια το μοναδικό και παθητικό περιεχόμενο της συνείδησης, αλλά ο άνθρωπος μπορεί να την αλλάξει παρεμβαίνοντας και με την πρακτική του πάνω στον εξωτερικό του κόσμο (Cern).
Έτσι η αλληλοεπίδραση του κοινωνικού υποκειμένου με τον εξωτερικό κόσμο κάνει τη γνώση να εμπλουτίζεται ακόμα πιο πολύ.
Μπορούμε να πούμε λοιπόν ότι αισθητηριακή εμπειρία και θεωρητική σκέψη είναι δύο απαραίτητα στοιχεία της διαδικασίας της γνώσης που βρίσκονται σε διαλεκτική αλληλεπίδραση μεταξύ τους!
Γι’ αυτό και η αλήθεια είναι ανεξάρτητη από υποκειμενικές γνώμες, επιθυμίες και προθέσεις!
Όμως αυτό που λέμε αντικειμενική γνώση δεν είναι ποτέ μια αιώνια αλήθεια που δόθηκε άπαξ και δεν δύναται να αλλάξει. Μια τέτοια άποψη θα μετέτρεπε την κάθε γνώση σε ένα αναλλοίωτο δόγμα.
Τη γνώση την κατακτούμε σταδιακά και διαρκώς με μεγαλύτερη προσέγγιση. Γι’ αυτό κάθε αντικειμενική αλήθεια είναι ταυτόχρονα μία σχετική αλήθεια. Όμως μεταξύ σχετικού και απολύτου υπάρχει μια διαλεκτική αμοιβαία σχέση.
Η ανθρώπινη γνώση μπορεί να πλησιάσει τη βεβαιότητα μόνο μέσα από τη γνώση διαρκώς νέων σχετικών αληθειών. Ο γνωστικός αυτός δρόμος είναι ατέλειωτος. Ποτέ δεν θα υπάρξει οριστικό τέλος με αυτό που κάποιοι αποκαλούν «Απόλυτη αλήθεια», μια γνώση δηλαδή δοσμένη μια για πάντα, γιατί αυτό θα βρισκόταν σε αντίφαση με τους βασικούς νόμους της διαλεκτικής σκέψης.
Η αλήθεια είναι μία διαδικασία με εσωτερικές αντιθέσεις και συνδέεται με το συνεχές ξεπέρασμα των λαθών του παρελθόντος. Η επιστημονική γνώση δεν είναι σοφία, ούτε βίβλος απόλυτων και ακλόνητων αληθειών, αλλά διαδικασία που διαχωρίζει την αλήθεια από το υποθετικό, το κατά προσέγγιση από το ουσιαστικό και το ακριβέστερο από το γενικό. Η αλήθεια είναι σχετική εφόσον η νόηση αντανακλά το αντικείμενο όχι πλήρως αλλά μέσα στα γνωστά πλαίσια. Συνεχώς όμως θα προωθείται, στο μέτρο που οι άνθρωποι τελειοποιούν τα εργαλεία παραγωγής και τα μέσα που αποκτούν τις γνώσεις τους.
Να γιατί, στη διαλεκτική, λέμε ότι η αλήθεια είναι έννοια ιστορικά καθορισμένη.
«Η αλήθεια δεν είναι προϊόν της σχέσης της νόησης με τον εαυτό της, αλλά της σχέσης της νόησης με τον κόσμο», λέει ο Ευτύχης Μπιτσάκης. «Έτσι η αλήθεια δεν είναι ανάμνηση του κόσμου των ιδεών, δεν είναι αποκάλυψη, δωρεά του Υπέρτατου Νου, δεν εξαρτάται από έμφυτες ιδέες, δεν επιβάλλεται από τη νόηση χάρη σε προεμπειρικούς τύπους και κατηγορίες, δεν είναι πορεία προς την αυτοσυνείδηση. Η αλήθεια είναι συμφωνία της νόησης με την πραγματικότητα και κατακτιέται μέσα από την κοινωνική πράξη ως η θεωρητική της γενίκευση και ως οδηγός της. Γι’ αυτό η αλήθεια είναι ιστορικά καθορισμένη, δηλαδή σχετική και ταυτόχρονα ιστορικά αντικειμενική. Το σχετικό είναι στιγμή του απολύτου. Άρα η σχετικότητα δεν αντιφάσκει με την αντικειμενικότητα, αν και τις δυο τις δούμε ιστορικά» (Ευτύχης Μπιτσάκης «Δρόμοι της Διαλεκτικής» Εκδόσεις Άγρα σελ. 142-143).
Εν κατακλείδι ποιο είναι το κριτήριο της αλήθειας;
Το λογικό κριτήριο της αλήθειας λοιπόν είναι παράγωγο του πρακτικού. Κι αυτό γιατί η πράξη αποδεικνύει, μέσα από την επικύρωση, την αντικειμενικότητα της αλήθειας.
Για να το θυμάστε έχετε στο νου σας αυτό: Δεν μετράνε τα λόγια, οι πράξεις μετράνε!
Να και ένα παράδειγμα: οι χριστιανοί λένε ότι η θρησκεία τους είναι αγάπη!
Είναι μια αληθής πρόταση αυτή;
Μόνο η ιστορία χρειάζεται για να επιβεβαιωθεί ότι αυτό δεν είναι αλήθεια.
Τώρα, ας πάμε σε ένα πρακτικό ζήτημα που το ζούμε όλοι μας. Πολλές φορές σε συζητήσεις ζωντανά ή στο internet το θέμα «επιστήμη» συχνά βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Τότε οι απόψεις των ιδεαλιστών προκαλούν φρίκη. Η άγνοια και ο αγνωστικισμός βγαίνουν στην επιφάνεια. Είναι λυπηρό φαινόμενο στον 21ο αιώνα ακόμα και μορφωμένοι άνθρωποι να εκφράζουν τόσο αρνητικά την άποψή τους για την επιστήμη, αυτό δηλαδή που αποκαλούμε συστηματοποιημένη θετική γνώση, τη μεθοδολογία που αποτελεί την προοδευτικότερη ανθρώπινη ενέργεια από τότε που σαν λογικά όντα ξεχωρίσαμε από το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο.
Στους μορφωμένους η αντίδραση αυτή κορυφώνεται σαν αγνωστικισμός και στους αγράμματους σαν αντίδραση που απειλεί τη ζωή, την ηθική και τη θρησκεία!
Στους πρώτους παίρνει τη μορφή του θετικισμού, νεοθετικισμού ή Μαχισμού που φτάνει στα επίπεδα φιλοσοφικής επιδειξίας και πνευματικής αλαζονείας.
Στους δεύτερους δείχνει τον συντηρητισμό και τη διαιώνιση του σκοταδισμού του Μεσαίωνα, σαν αντίδραση στην τεχνολογική επανάσταση και τη δραστηριοποίηση της λογικής. Συχνά τα άτομα αυτά βλέπουν την επιστήμη σαν θρησκεία που απειλεί την πίστη τους.
Όμως εδώ είμαι αναγκασμένος να κάνω μια παρένθεση για να αποφύγω παρεξηγήσεις παρανόησης.
Ο σκεπτικισμός είναι η φιλοσοφία της αμφιβολίας. Αν μέναμε μέχρι εκεί θα ήταν επιθυμητός γιατί μέσω της αμφιβολίας ο άνθρωπος επιχείρησε να βρει την αλήθεια. Όμως ο σκεπτικισμός (Πυρρωνισμός) αμφισβητεί όχι μόνο τη δυνατότητα της γνώσης αλλά και την αδυναμία του ανθρώπου να γνωρίσει την αλήθεια με τις αισθήσεις, με τη λογική ή και με τα δυο μαζί!
Σ’ αυτό είμαστε κάθετα αντίθετοι και το εξήγησα πιο πάνω γιατί.
Τον σκεπτικισμό τον θεμελίωσε ο Πύρρων (360-270), που καταγόταν από την Ηλεία, αντιτιθέμενος στη διδασκαλία του Δημόκριτου και υποστηρίζοντας την αναξιοπιστία της γνώσης.
Ο Πύρρων πίστευε ότι η γνώση που σχηματίζουμε για τον κόσμο μας είναι υποκειμενική (Υποκειμενικός Ιδεαλισμός). Οι αισθήσεις δεν μας λένε την αλήθεια γιατί ο νους «ποικίλως τρέπεται» όπως έλεγε. Επομένως το κριτήριο θα είναι αγνώριστο, όπως και η αλήθεια! Τίποτα δεν είναι έτσι όπως φαίνεται. Απλά έτσι φαίνεται σε μας. Σε κάποιον άλλον φαίνεται διαφορετικά.
Αντιλαμβάνεται ο καθένας ότι οι Πυρρωνιστές δεν πίστευαν ότι ο κόσμος μας είναι αντικειμενικός, ενώ η «ακαταληψία» είναι αυτό που σήμερα θα λέγαμε κατά μια έννοια «Αγνωστικισμό».
Τώρα, ήρθε η ώρα να πούμε δυο λόγια και για τον αγνωστικισμό που έριξε τις ρίζες του στον σκεπτικισμό και είναι φιλοσοφικό εφεύρημα των ημερών μας.
Σαν όρος επινοήθηκε το 1869 από τον Άγγλο φυσιοδίφη Thomas Henry Huxley (1825-1895) προκειμένου να θεμελιώσει τις απόψεις του στα μεταφυσικά και θρησκευτικά ζητήματα, που εκείνη την εποχή δέχονταν το ένα πίσω από το άλλο τα πυρά της επιστημονικής κοινότητας. Όμως οι σημερινοί αγνωστικιστές, ελλείψει ενημέρωσης, τον προέκτειναν και σε μη θρησκευτικά ζητήματα και διαστρεβλώθηκε ακόμα πιο πολύ.
Ο αγνωστικισμός γεννιέται εκεί όπου τα επιχειρήματα καλλιεργούν την αμφιβολία ή αξιώνουν τις αποδείξεις. Ακριβώς εδώ είναι που ο αγνωστικισμός ταυτίζεται με τον σκεπτικισμό του Πύρρωνα και, ακόμα παλαιότερα, του Πρωταγόρα και των πρώτων σοφιστών. Ως φιλοσοφική διδασκαλία δέχεται ότι το ζήτημα της αλήθειας δεν μπορεί να λυθεί οριστικά και απόλυτα, ειδικότερα σε ό,τι αφορά τη γνώση της πραγματικότητας μέσα στην οποία ζει και ο άνθρωπος.
Οι αγνωστικιστές υποστηρίζουν την άποψη ότι είμαστε θύματα αυταπάτης και ανίκανοι από τη φύση μας να κατανοήσουμε ακόμα και τους φυσικούς νόμους επαρκώς. Έτσι αφήνουν πεδίο ανοιχτό για να αντιμετωπιστούν το ίδιο σοβαρά οι πιο απίθανες και παράλογες απόψεις, τις οποίες συναντά κανείς όταν καταπιάνεται να φιλοσοφήσει για υπαρξιακά ζητήματα, για τον θεό, τη δημιουργία του σύμπαντος και τις νέες επιστημονικές θεωρίες, όπως για παράδειγμα αυτές της σχετικότητας και της κβαντομηχανικής, για να μην αναφέρουμε κι άλλες που βρίσκονται στα σπάργανα (πεδίου, χορδές).
Σύμφωνα με όλα αυτά μπορούμε να πούμε ότι συνεπής με τον αγνωστικισμό ήταν η φιλοσοφία του Χιούμ η οποία αδυνατούσε να κρίνει τη σχέση ανάμεσα στην εμπειρία και την πραγματικότητα.
Αυτό όμως είναι πολύ κακό, ιδιαίτερα για μας που γνωρίσαμε το μεγαλείο του Διαλεκτικού Υλισμού και είμαστε πεπεισμένοι ότι υπάρχει αλληλένδετη σχέση ανάμεσα στη γνώση και την πραγματικότητα, ανάμεσα στο ιδεατό και το είναι. Να όμως γιατί είναι ως επί το πλείστον κακός ο αγνωστικισμός:
Θέτοντας ένα σύνορο ανάμεσα στη γνώση και την πραγματικότητα είμαστε αναγκασμένοι να δεχτούμε ότι δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τη φύση. Συνεπώς, ο άνθρωπος, μη κατανοώντας τη φύση, δεν μπορεί να κατακτήσει τον κόσμο του και φυσικά αδυνατεί να τον αλλάξει. Ματαιοπονεί όταν δέχεται ότι τίποτα δεν είναι σωστό και γι’ αυτό δεν πρέπει να στηρίζεται στα συμπεράσματά του, γιατί πιθανότατα κάνει λάθος. Δεν μπορεί δηλαδή να είναι απόλυτα σίγουρος!
Οι αγνωστικιστές ισχυρίζονται ότι οι πληροφορίες μας για τον αντικειμενικό κόσμο, δηλαδή για τα αντικείμενα και τα φαινόμενά του, δεν μπορούν να ελεγχθούν με εγκυρότητα και γι’ αυτό η γνώση μας επ’ αυτών δεν μπορεί να είναι απόλυτη, αφού αυτή συνεχώς αλλάζει.
Εδώ οι αγνωστικιστές προφανώς αγνοούν τη διαλεκτική που δέχεται ότι η αντικειμενική αλήθεια είναι σχετική και όχι απόλυτη. Αγνοούν πως μεταξύ του σχετικού και του απολύτου υπάρχει μια διαλεκτική αμοιβαία σχέση. Αγνοούν ότι η αντικειμενική αλήθεια είναι ταυτόχρονα μια σχετική αλήθεια! Και κυρίως αγνοούν ότι ένα σύστημα γνώσης της φύσης, συμπληρωμένο μια για πάντα, βρίσκεται σε αντίφαση με τους βασικούς νόμους της διαλεκτικής σκέψης.
Ο αγνωστικισμός λοιπόν περιορίζει τη δυνατότητα της ανθρώπινης γνώσης και μας αφοπλίζει, καταδικάζοντάς μας στην παθητικότητα, αφήνοντας παράλληλα τόπο στην πίστη και στο υπερφυσικό. Μέσα από αυτά τα επινοήματα, ο αγνωστικιστής προσπαθεί να βρει εξηγήσεις προκειμένου να γεμίσει τα κενά. Αναγκαστικά, επίσης, θεωρεί τον θεό άφατο και μη μπορώντας να αποδείξει ή να διαψεύσει το δόγμα αφήνει χαραμάδες στον ιδεαλισμό, απ’ όπου περνούν οι πιο αντιδραστικές και αντιεπιστημονικές ιδέες. Στη θέση όπου υπάρχει το άγνωστο, ο ιδεαλισμός κυριαρχεί. Στη θέση της γνώσης μπαίνει η πίστη και η δεισιδαιμονία.
Έτσι ο αγνωστικιστής, στην αντιπαράθεση του υλιστή με τον ιδεαλιστή, συχνά θα ταχθεί με τον ιδεαλιστή, δίνοντας λαβή στην πίστη ακόμα και όταν ο ίδιος δεν το επιθυμεί.
Ο αγνωστικιστής, μη μπορώντας να κατασταλάξει ποια θρησκεία είναι καλύτερη, γίνεται άθρησκος, αλλά ρέπει προς τον ιδεαλισμό, αφού δεν μπορεί να απορρίψει τον θεό, και στη θέση του κενού θα επιτρέψει στον ιδεαλιστή να στηρίξει την ιδεολογία του.
Οι σκεπτικιστές λοιπόν, οι αγνωστικιστές και οι άθρησκοι δεν μπορούν να λέγονται άθεοι αφού μη μπορώντας να αποδείξουν τη μη ύπαρξη του θεού, αφήνουν ένα ερωτηματικό να πλανάται. Ο υλιστής άθεος δεν περιμένει καμιά τέτοια απόδειξη, αφού η ιδέα του θεού δεν ανήκει στην αντικειμενική πραγματικότητα, και ως υποκειμενική οντότητα (ιδέα) χωρίς την ύπαρξη του νου και του εγκεφάλου, ο θεός είναι ανύπαρκτος. Επίσης, όταν ο αγνωστικιστής θέτει σαν πλαίσιο αναφοράς την τέλεια γνώση (εγκυρότητα της γνώσης) για να πειστεί ότι δεν πλανάται, ουδέποτε θα φτάσει στην αλήθεια, θέτοντας όρια στη γνώση της αντικειμενικής πραγματικότητας. Ουδέποτε θα κατανοήσει ότι η ανθρώπινη γνώση μέρα με τη μέρα αυξάνεται κατακτώντας τη φύση, και όσο την κατανοεί ανοίγεται η δυνατότητα να την αλλάξει προς το συμφέρον του.
Συμπέρασμα: οι σκεπτικιστές, οι αγνωστικιστές και οι άθρησκοι στερούνται υλιστικής διαλεκτικής αντίληψης και, δεμένοι στο άρμα του μηχανιστικού υλισμού, κατά κάποιον τρόπο ταυτίζονται με τον ιδεαλισμό (υποκειμενικό και αντικειμενικό).
«Δογματισμός και σκεπτικισμός είναι και οι δυο, από μια άποψη, απόλυτες φιλοσοφίες» έλεγε ο Μπέρτραντ Ράσσελ στα «αντιδημοφιλή δοκίμιά» του. «Ο οπαδός του πρώτου είναι βέβαιος ότι γνωρίζει και ο οπαδός του δεύτερου ότι δεν γνωρίζει. Εκείνο ακριβώς που πρέπει να εξαλείψει η φιλοσοφία είναι η βεβαιότητα, η βεβαιότητα είτε της γνώσης είτε της άγνοιας».
Κλείνω την παρένθεση και συνεχίζω με την επιστήμη.
Η επιστήμη, στη σφαίρα της πιο προοδευτικής ανθρώπινης δραστηριότητας, μοναδικό στόχο έχει να επεξεργάζεται και να συστηματοποιεί συσσωρευτικά τη γνώση που αποκτά απ’ αυτό που αποκαλούμε αντικειμενική πραγματικότητα. Η επιστήμη δραστηριοποιείται όλο και περισσότερο στην απόκτηση νέων γνώσεων, επιβεβαιώνοντας ή διαψεύδοντας την παλιά εμπειρία και συσσωρεύοντας το σύνολο της γνώσης που μέχρι εκείνη τη στιγμή αποκτήθηκε, συγκροτώντας αυτό που ονομάζουμε επιστημονική εικόνα του κόσμου. Ακριβώς αυτό είναι που την καθιστά σχετική, συσσωρευτική και αντίθετη με κάθε απόλυτη ιδέα που αναπόφευκτα οδηγεί, ή οδηγείται, από τον ιδεαλισμό, το ψέμα και την αμάθεια.
Με την ευρύτερη έννοια λοιπόν, η επιστήμη αντανακλά την πραγματικότητα αφού ανακαλύπτοντας, περιγράφοντας και ερμηνεύοντας τη φύση και τα φαινόμενά της είναι η μόνη αρμόδια να αποφανθεί γι’ αυτήν.
Να γιατί μόνον η επιστήμη μπορεί να ερμηνεύσει και να περιγράψει σωστά τον κόσμο και τα φαινόμενα του· επειδή κάθε πραγματικό γεγονός μόνον αυτή μπορεί να εξηγήσει. Διαλεκτικά, αναγνωρίζοντας την αλληλουχία της ύλης με τα φαινόμενά της, και πειραματικά, επιβεβαιώνοντας τη θεωρία με την πράξη.
Σαν κλάδος της ανθρώπινης γνώσης είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την πρακτική που αναπτύσσει ο άνθρωπος προκειμένου να κατακτήσει τη φύση και να καλυτερέψει τη ζωή του. Παράλληλα στο επίπεδο της γνώσης και της πρακτικής προκαλεί αέναα επαναστάσεις, και σε άλλους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας διευρύνει όλο και περισσότερο την οπτική της για τον κόσμο.
Ας κάνουμε μια αναδρομή στο παρελθόν για να αντιληφθούμε το κοπιαστικό της ταξίδι στον χρόνο ή με λίγα λόγια να δούμε από πού αρχίσαμε, πού φτάσαμε και προς τα πού οδεύουμε.
Όλα αρχίζουν από τη στιγμή που ο άνθρωπος κατάφερε να βρει απαντήσεις ρωτώντας κατευθείαν τη φύση, φιλοσοφώντας υλιστικά.
Μέχρι την εμφάνιση του χριστιανισμού ο κόσμος προόδευε κάνοντας άλματα.
Μετά —όλοι μπορούν να το πουν αυτό— τα πάντα επιβραδύνθηκαν. Ακόμα κι εκεί που θα μπορούσαν να προχωρήσουν γοργότερα, ο χριστιανικός σκοταδισμός καταδίωξε με μανία τους καινοτόμους, θεωρώντας τους μάγους και ανθρώπους του διαβόλου.
Μετά έρχεται ο Ουμανισμός.
Η τυπογραφική ανακάλυψη από τον Γουτεμβέργιο ήταν η αρχή. Τα πρώτα φιλοσοφικά εγχειρίδια των Ελλήνων υλιστών κυκλοφορούν και η γνώση απλώνεται.
Για πρώτη φορά από την αρχαιότητα ο Κέπλερ περιγράφει τις ουράνιες κινήσεις με γεωμετρικούς όρους που τις αποδίδει σε φυσικά αίτια.
Ο Νεύτων προσγείωσε τη φυσική θεωρία στην ανάγκη της παρατήρησης και του πειράματος. Ο νόμος της αδράνειας, της επιτάχυνσης, της αμοιβαίας δράσης και αντίδρασης και τέλος ο νόμος της παγκόσμιας έλξης, απογείωσαν τις φυσικές επιστήμες, εκτοπίζοντας ακόμα πιο πολύ τον θεό ή κρατώντας τον μόνο για διακοσμητικό σκοπό μέχρι που ο διαλεκτικός υλισμός, αργότερα, θα τον καθαιρέσει κι από κει μια για πάντα!
Η περίοδος του Διαφωτισμού οργανώνει επαναστάσεις. Οι πνευματικοί στοχαστές πρωτοστατούν ενάντια στο δόγμα της εκκλησίας και οι πρώτοι εγκυκλοπαιδιστές είναι άθεοι καραμπινάτοι (Ντιντερό, Αλεμπέρτ, Χόλμπαχ). Αμέσως μετά εμφανίζονται φιλόσοφοι ολκής (Μπελ, Φόιερμπαχ, Μαρξ, Ένγκελς) που θεμελιώνοντας τη διαλεκτική και απορρίπτοντας τη μεταφυσική θεώρηση θα κάνουν την υλιστική φιλοσοφία αναγκαιότητα για τις φυσικές επιστήμες και το χρηστικότερο μέσο για τη διερεύνησή της.
Μπορεί κοινωνικά ο λαός να βρισκόταν πέριξ του «βασιλείου των ζώων» και μακριά ακόμα από το «βασίλειο της ελευθερίας» που ονειρευόταν ο Μπακούνιν, όμως επιστημονικά, κάποιοι άνθρωποι την επανάστασή τους την είχαν κάνει .
Η επανάσταση στα μαθηματικά με τον Λαπλάς, στη χημεία με τον Λαβουαζιέ και με μια πλειάδα φυσικών, όπως των Φάραντεϊ, Βέμπερ, Μάξγουελ και Μεντελέγιεβ, μαζί με τη θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου έδωσαν νέα ώθηση και γι’ αυτό δίκαια χαρακτηρίζεται ο 19ος αιώνας ο γονιμότερος και ο πιο σημαντικός αιώνας της ιστορίας της επιστήμης.
Ο 20ος αιώνας εγκαινιάζεται με τη θεωρία της Σχετικότητας (Αϊνστάιν) και η κβαντομηχανική στη συνέχεια έκανε τέτοια άλματα που άλλαξαν τη ζωή μας και την έκαναν αγνώριστη.
Στο σημείο αυτό, το επίπεδο της γνώσης και της πρακτικής προκαλεί αέναα επαναστάσεις σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, εκτινάσσοντας την πρόοδο της ανθρωπότητας σε δυσθεώρητα ύψη. Ο δρόμος τώρα είναι ανοιχτός διευρύνοντας όλο και πιο πολύ την οπτική μας για τον κόσμο και τις δυνατότητές μας σαν όντα ενός μικρού πλανήτη μέσα στο αχανές Σύμπαν.
Ο άνθρωπος συνειδητοποίησε τη μικρότητά του, αλλά και το μεγαλείο του σε σχέση με τις δυνατότητες που ανοίγονταν μπροστά του.
Γι’ αυτό λοιπόν η επιστήμη πρέπει να αξιολογείται με κριτήριο τη χρηστική της αξία.
Ο ρυθμός ανάπτυξης της επιστήμης είναι τόσο μεγάλος και οι γνώσεις που προστίθενται τόσο πολλές, που αδυνατούμε να τις εντάξουμε στα δεδομένα του χθες και να εκμεταλλευτούμε τις νέες δυνατότητες που ανοίγονται για το αύριο.
Όμως, όταν ο άνθρωπος είναι δογματικός, δένεται με το παλιό και αντιστέκεται στο νέο, και μαζί με τις ιδέες του απολυτοποιεί και την επιστήμη σαν να ήταν θρησκεία. Ζητά απαντήσεις για όλα και όταν δεν μπορεί να δώσει απάντηση γεμίζει τα κενά με ιδεαλιστικές ανοησίες.
Απόλυτος σε όλα, αναζητεί την τελειότητα που μόνο στη σφαίρα της ιδεατής πραγματικότητας μπορεί να βρει, ή μόνο με αυτό τον τρόπο μπορεί να πολεμήσει το νέο σε πείσμα των παλιών του απόψεων που δεν μπορεί να αποχωριστεί!
Η επιστημονική και τεχνολογική ανάπτυξη ώθησαν την πρόοδο της ανθρωπότητας με εκθετική ορμή προς τα πάνω. Όμως οι θιασώτες της οπισθοδρόμησης αναφέρονται με ρομαντισμό στα ατυχή συμβάντα, στα λάθη ή και στους εσκεμμένους χειρισμούς, που στόχο έχουν τον ανταγωνισμό και την απληστία των λίγων ενάντια στους πολλούς, θέμα για το οποίο κακώς ενοχοποιούν την επιστήμη. Γι’ αυτή την καταστροφική μανία του άπληστου ανθρώπου δεν ευθύνεται η επιστήμη, αλλά η ηθική και η πολιτική που το κοινωνικό μας σύστημα εδώ και αιώνες με αδικία επέβαλλε μαζί με την Εκκλησία, η οποία πότε σαν ουραγός και πότε σαν εξουσία συμμαχούσε και το κάλυπτε!
Ένας λογικός άνθρωπος ποτέ δεν θα εναντιωνόταν στην ασπιρίνη που η Bayer παρασκεύασε, επειδή κάποιος κατάπιε όλο το κουτί μαζί. Ποτέ δεν εναντιώθηκε στο μαχαίρι επειδή ο απρόσεκτος, που το έπιασε για να κόψει ψωμί, κόπηκε, αλλά ούτε και όταν κάποιος το χρησιμοποίησε σαν φονικό όπλο, εμείς καταδικάσαμε τον κατασκευαστή.
Ας απαλλάξουμε τη συνείδησή μας από τέτοιους γελοίους αναγωγισμούς που οδηγούν σε λανθασμένα συμπεράσματα και ύπουλα απομακρύνουν τον αδαή από την αλήθεια. Η επιστήμη δεν είναι θρησκεία και κάθε συσχετισμός με αυτήν πρέπει να απομονώνεται γιατί υπηρετεί πανάθλιους και σκοτεινούς σκοπούς.
Η ιστορία των επιστημών, σταθερά προσηλωμένη στην κατάκτηση της φύσης, ξεκαθαρίζει το τοπίο απ’ την ανοησία που βάναυσα έχει υποταγμένο τον νου των αφελών..
Αντίθετα, μέσα από την επιστήμη ο άνθρωπος αλλάζει τη ζωή του. Την κάνει όλο και λιγότερο μαρτυρική αναγνωρίζοντας στις δυνατότητές του το μέλλον στο οποίο εμπιστεύεται τα παιδιά του!
Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο Η αθεΐα είναι αρετή, του ίδιου του αρθρογράφου, όπου και γίνεται ο σχολιασμός.
Από τον Μηχανιστικό στον Διαλεκτικό Υλισμό
Αρθρογράφος: Άθεος
27 Μαρ 2013
Στην προηγούμενη ομιλία είδαμε πώς γεννήθηκε η υλιστική ιδέα στην οποία ο άνθρωπος με θάρρος αναζήτησε την αλήθεια στη φύση και τους τους νόμους και κατάλαβε τις δυνατότητές του. Ο άνθρωπος του μεσαίωνα έζησε το αιώνιο σκοτάδι μέσα στην πλατωνική του σπηλιά, αναγνωρίζοντας στον παπά της ενορίας του τον φυσικό, τον γιατρό, τον δικαστή και τον δάσκαλο στον οποίο εμπιστεύτηκε τα παιδιά του! Με γυρισμένη την πλάτη στο φως και την αλήθεια, αγνόησε τη φωτεινή πραγματικότητα για αιώνες. Όμως η αλήθεια δεν έσβησε στο διάβα των αιώνων, ούτε και με τον ανελέητο διωγμό που επέβαλαν οι εξουσιαστές του σκότους και της απάτης. Πάνω από χίλια χρόνια διήρκεσε ο διωγμός αυτός, χιλιάδες αναζητητές της αλήθειας οδηγήθηκαν στα κολαστήρια της ιερής εξέτασης και τα ικριώματα στα οποία έκαιγαν ανυπεράσπιστα τα θύματά τους, και ελαφρά τη καρδία οι βασανιστές του πνεύματος διακήρυτταν ότι έκαναν το ιερό τους καθήκον. Από τα τέλη του 16ου αιώνα όμως ο άνθρωπος αποφάσισε να στρίψει πίσω και να αντιμετωπίσει την αλήθεια κατάματα, χωρίς τύψεις και φόβο, ανακαλύπτοντας τους νόμους που κινούσαν τις σκιές και θώπευαν τη λογική και τη συνείδησή του.
Ο «νέος άνθρωπος», με την πλατιά έννοια του όρου, συνεπαρμένος από τις νέες ανακαλύψεις της εποχής που μέρα με τη μέρα πια ανακαλύπτονται, λυτρώνεται από το «προπατορικό αμάρτημα».
Ανεξαρτητοποιείται από την ιδέα του θεού και ζώντας τη φρενίτιδα των νέων επιστημονικών ανακαλύψεων φλέγεται από το πάθος του ορθολογισμού. Ζώντας την επιστημονική αναζήτηση, σαν μία πρωτόγνωρη συγκινησιακή εμπειρία, οι πνευματικοί ορίζοντες του ανθρώπου μεγαλώνουν ακόμα πιο πολύ.
Μετά την ουμανιστική εποχή ο άνθρωπος νιώθει την ελευθερία λες και οι τοίχοι που για αιώνες περιόριζαν την οπτική του με πάταγο γκρεμίζονται, λούζοντας τους θαρραλέους του πνεύματος με άπλετο φως.
Το ελληνικό θαύμα, όπως το κατονόμασε ο Ρενάν αργότερα, ξεπρόβαλε από το λήθαργο του μεσαίωνα. Σίγουρα, οι θρησκευτικές προκαταλήψεις που πολώνουν τη σκέψη του ανθρώπου μπορούν να εξαφανιστούν μόνο με την εμπέδωση της υλιστικής φιλοσοφίας, αφού ο εμπειρισμός στην αρχή και η διαλεκτική μετά εξασφαλίζουν την επιτυχία των νέων ανακαλύψεων παρέχοντας την εγγύηση για τη σωστή ερμηνεία του κόσμου.
Η κίνηση αποδείχτηκε ότι ήταν ιδιότητα της ύλης. Το θεϊκό «κινούν αίτιο» της αριστοτελικής φιλοσοφίας δέχτηκε θανάσιμο πλήγμα. Η ύλη είναι αιώνια. Η ηθική δεν έχει σαν πηγή τον θεό και οι νόμοι δεν καθορίζονται από αυτόν. Ο θεός σαν δημιουργός ήταν περιττός και στην καλύτερη περίπτωση δεν υπήρχε.
Μα όλα αυτά ήταν γνωστά από την αρχαιότητα. Κάποιοι τα απέκρυψαν επιβάλλοντας στυγνό θεοκρατικό σύστημα. Η θρησκευτική και πολιτική εξουσία επέβαλε τη θέλησή της με τον πιο επαίσχυντο τρόπο: τον βασανισμό και την καταδίκη σε θάνατο όσων αμφισβητούσαν την Απόλυτη Ιδέα των Γραφών.
Ας κάνουμε πάλι ένα ιστορικό ταξίδι στον χρόνο για να δούμε πώς το φως ξέσχισε τα ράσα της αποβλάκωσης φωτίζοντας τις σκοτεινιασμένες κόγχες του ανθρώπινου εγκέφαλου.
Το 1625 ο Πιέρ Γκασεντί (1592-1655) καταπιανόταν με την αστρονομία και την επικούρεια φιλοσοφία, και οι υλιστικές ιδέες αναβιώνουν και πάλι. Εμπλουτίζονται με τον Τόμας Χομπς (1588-1679) που θεωρείται ο θεμελιωτής του μηχανιστικού υλισμού.
Όλα πια έχουν σχέση με την κίνηση της ύλης σύμφωνα με τους μηχανικούς νόμους. Στην προεπαναστατική Γαλλία οι φιλόσοφοι δημιουργούν τομές στην προϋπάρχουσα χριστιανική σκέψη. Η πραγματικότητα αποτελείται μόνο από ύλη, στηρίζοντας κάθε αντίληψη αποκλειστικά στη λογική και την εμπειρία. Άλλωστε το ον, το πράγμα δηλαδή, είναι υλικό και μόνο αυτό απαρτίζει το πραγματικό. Αποτέλεσμα αυτής της αλλαγής στον τρόπο της σκέψης ήταν η ραγδαία ανάπτυξη των φυσικών επιστημών τον επόμενο αιώνα. Ο άνθρωπος επιτέλους αφυπνίστηκε και κατάλαβε ότι έπρεπε να προσηλωθεί στην αγάπη του για τη φύση και τον άνθρωπο.
Παρακολουθώντας την εξέλιξη της Φιλοσοφικής σκέψης, μετά το 16ο αιώνα, παρατηρούμε ραγδαία εξάπλωση του Ντεϊσμού, των φυσικών θρησκειών και των πανθεϊστικών αντιλήψεων. Οι τελευταίες είναι νατουραλιστικές τάσεις που εμφανίστηκαν σαν αντίδραση στη θρησκευτική καθεστηκυία τάξη του μεσαίωνα, όταν εμφανίστηκε το ουμανιστικό κίνημα, στρέφοντας το βλέμμα του ανθρώπου από τον ουρανό στη φύση και τα ατομικά του προβλήματα. Κατάλαβε το καθήκον του απέναντι στον εαυτό του και την κοινωνία του, της οποίας είναι μέλος. Απαλλάχτηκε από τα δεσμά της παράδοσης και της πρόληψης και αντιλήφθηκε τις υποχρεώσεις του προς τα δικαιώματα του ανθρώπου. Όμως η διάδοση της υλιστικής θεωρίας οφείλεται αποκλειστικά στη σαφήνεια και στην ενότητα της μηχανιστικής του αντίληψης.
Κατάλαβε ότι η ανθρώπινη συνείδηση όχι μόνο εξαρτάται από τη λειτουργία του εγκεφάλου αλλά είναι και προϊόν της (Ντιντερώ 1713-1784, Λαμετρί 1709-1751). Ο άνθρωπος είναι μια μηχανή και η νόησή του μία λειτουργία του εγκεφάλου. Η φύσις επίσης διέπεται από φυσικούς νόμους (Χόλμπαχ 1723-1789).
Ο Πάουλ Χάινριχ Ντίτριχ, γνωστός και σαν βαρόνος Χόλμπαχ (1723-1789), υποστήριξε τον συστηματικό υλισμό και απορρίπτοντας κάθε μορφή θρησκείας έγινε εκπρόσωπος του αθεϊσμού. Ό,τι υπάρχει βρίσκεται μέσα στη φύση, έλεγε, οτιδήποτε αναφέρεται έξω από αυτήν είναι δημιούργημα της φαντασίας. Πίστευε ότι ολόκληρο το σύμπαν ήταν ένα σύνολο ύλης, κίνησης και απεριόριστης αλληλουχίας αιτίων και αιτιατών. Ώριμος αθεϊστής ο Χόλμπαχ, απορρίπτοντας τη μέλλουσα ζωή και τη θεία κρίση, πίστευε επίσης ότι ο άνθρωπος πρέπει να στρέφει τις προσπάθειές του για να κάνει ευκολότερη τη δική του ζωή και να ευτυχεί προσπαθώντας να φανεί αντάξιος της αγάπης των υπολοίπων.
Πράγματι, όπως είπαμε πιο πάνω, από την αρχαιότητα ακόμα, ο υλισμός, ως κοινωνικό φαινόμενο και αλληλένδετος με τη δημοκρατία, αποτελούσε πάντα την προοδευτικότερη κίνηση στο κοινωνικό γίγνεσθαι.
Ο θεός την εποχή του διαφωτισμού, σαν Μονάδα και Διάνοια, εμψυχώνει τον κόσμο και γίνεται στήριγμα των ορθολογιστών. Δεν αρκεί όμως μόνον αυτή η πλευρά. Σαν αρχή του κόσμου επιβάλει την ηθική της. Ο θεός γίνεται ξανά ιδέα. Ιδέα του Αγαθού. Αιώνιος σαν τη Φύση και ηθικός όπως διακαώς επιθυμεί ο άνθρωπος. Ο θεός της νέας εποχής αυτοδημιουργείται και τελειοποιείται όπως η φύση. Μόνο η ελεύθερη βούληση του ανθρώπου συντελεί στο τελικό «πεπρωμένο». Το τελευταίο δεν είναι γεγραμμένο αλλά συντελείται από εμάς. Εμείς έχουμε την ευθύνη. Ο άνθρωπος απελευθερώνεται!
Οι θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις έδωσαν νέα ώθηση! Ο άνθρωπος επιτέλους κατάφερε να αντισταθεί στο ράσο.
Αλλά εκεί όπου ο υλισμός έπεισε για την ανυπαρξία του θεού, η ηθική είχε και πάλι την τιμητική της. Χωρίς να υπάρχει αναγκαίος σύνδεσμος μεταξύ θρησκείας και ηθικής, γίνεται κατανοητό ότι οι άθεοι είναι εναρετώτεροι των πιστών γιατί «καθοδηγούνται» από μία συλλογική συνείδηση που την «επιβάλλουν» στην κοινωνία με την εκμάθηση και την εκπαίδευση, σαν χρέος και καθήκον του ανθρώπου, και όχι με κίνητρο την ανταμοιβή και τα εκβιαστικά διλήμματα της τιμωρίας που εφευρίσκει η θρησκεία.
Τη διαπίστωση αυτή είχε κάνει και ο Πιέρ Μπάυλ (1647-1706). Ήταν Γάλλος φιλόσοφος, πρώιμος εκπρόσωπος του Διαφωτισμού που με το έργο του «Ιστορικό και Κριτικό Λεξικό» άσκησε σημαντική επίδραση στον Βολτέρο, τον Ντιντερό και τον Φώερμπαχ. Επειδή πίστευε ότι η γνώση δεν μπορεί να θεωρηθεί αναμφίβολα αξιόπιστη, παρά μόνο πιθανή, άρα και τα θρησκευτικά δόγματα δεν μπορούν να θεμελιωθούν ορθολογικά, και γι’ αυτό υποστήριζε ότι την ηθική δεν πρέπει να την ταυτίζουμε με τη θρησκεία. «Η λαϊκή ηθική που ωθεί τον άθεο προς τον ενάρετο βίο» έλεγε «είναι τόσο αυστηρή, όσο και κάθε πειθαρχία θρησκευτικής έμπνευσης». Επίσης με παρρησία διακήρυττε ότι ο άθεος μπορεί να είναι ηθικός και έντιμος άνθρωπος. Ο άνθρωπος, έλεγε, γίνεται κατώτερος όχι με τον αθεϊσμό αλλά με τις δεισιδαιμονίες!
Έτσι είχαν τα πράγματα μέχρι τη Γαλλική επανάσταση και τον Διαφωτισμό που άλλαξε το νόημα του ανθρώπου, αλλάζοντας παράλληλα και τον ίδιο.
Κάτι έλλειπε όμως ακόμα. Ο μηχανιστικός υλισμός είχε ελλείψεις που ενοχλούσαν και δεν μπορούσε να αποδώσει στο μέγιστο την αλήθεια για τον κόσμο.
Πρώτο και κύριο εκείνοι οι μηχανιστικοί υλιστές ερμήνευαν τον κόσμο υλιστικά, όμως την πρώτη κίνηση την απέδιδαν ακόμα στον Θεό.
Ο Χέγκελ και ο Φώερμπαχ (μαζί με τον Καντ) εκπροσωπούν την κλασική γερμανική φιλοσοφία. Ανήκουν όμως και οι τρεις σε διαφορετικά φιλοσοφικά στρατόπεδα.
Αυτοί που μας ενδιαφέρουν για την ώρα είναι οι δυο πρώτοι κυρίως, μέσω των οποίων ο Μαρξ και ο Ένγκελς θα διατυπώσουν πιο ολοκληρωμένα τον διαλεκτικό υλισμό για να ξεπεράσουν και τα τελευταία εμπόδια.
Ο Τζωρτζ Χέγκελ (1770-1831) ήταν Γερμανός φιλόσοφος που εκπροσώπησε τον αντικειμενικό ιδεαλισμό και θεμελίωσε τη συστηματική θεωρία της διαλεκτικής. Η διαλεκτική είναι μια διαδικασία γίγνεσθαι. Αντικειμενικός ιδεαλιστής, ο Χέγκελ, θεωρούσε τον κόσμο και τα φαινόμενά του σαν μία Απόλυτη Ιδέα ή Παγκόσμιο Πνεύμα. Η φύση, η κοινωνία και η νόηση είναι η εξέλιξη του Παγκόσμιου Πνεύματος που στη θρησκεία παίρνει τη θέση του θεού. Κάτω από την οπτική αυτή, η ιδέα στον άνθρωπο αποκτά συνείδηση, βούληση και προσωπικότητα και στη φύση πραγματώνεται σαν εσωτερική νομοτελειακή αναγκαιότητα.
Η μέγιστη συμβολή του Χέγκελ αναμφισβήτητα είναι η διαλεκτική στην οποία η ενότητα των αντιθέτων, σαν πολικές έννοιες, αλληλοσυμπληρώνονται ή αλληλοαποκλείονται. Η αντίφαση αυτή είναι η κινητήριος δύναμη του πνεύματος, που σαν εσωτερικός παλμός, δημιουργεί τη διαδικασία ενός αδιάκοπου γίγνεσθαι (σταδιακή ανάπτυξη του πνεύματος).
Η στρέβλωση ανάμεσα στον ιδεαλισμό και τη διαλεκτική δεν ξεπεράστηκε ποτέ από τον μεγάλο Γερμανό φιλόσοφο, δημιουργώντας μια μεγαλειώδη αντίφαση που αναβίωσε αντεστραμμένη στη Διαλεκτική του Μαρξ, όπου στη θέση του Απόλυτου Πνεύματος, ο θεμελιωτής του διαλεκτικού υλισμού, όπως θα δούμε πιο κάτω, τοποθέτησε τον υλικό κόσμο! Την αντίφαση αυτή όμως, πριν από τον Μαρξ, ανακάλυψε ένας άλλος μεγάλος φιλόσοφος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας, ο Φώερμπαχ, που ξεσκόνισε με την κριτική του τη φιλοσοφία του Χέγκελ.
Ο Λουδοβίκος Φώερμπαχ (1804-1872) ήταν υλιστής. Δεχόταν την πραγματικότητα υλιστικά και αντικειμενικά. Τον κόσμο, έλεγε, δεν τον έφτιαξε κανένας θεός, γιατί αυτός υπήρχε ανέκαθεν, ούτε τον όριζε καμιά δύναμη αλλά οι φυσικές δυνάμεις που τις αναγνωρίζουμε με νόμους. Η σκέψη, τόνιζε, εξαρτάται από τον εγκέφαλο και γι’ αυτό πίστευε ότι η νόηση είναι αναπόσπαστη από την ύλη. Το πρώτο μεγάλο βήμα προς τον διαλεκτικό υλισμό είχε γίνει. Το πνεύμα είναι προϊόν της ύλης και όχι το αντίθετο που μας οδηγεί στον ιδεαλισμό. Ο τελευταίος, έλεγε, είναι μια μεγάλη ανοησία. Πέρα όμως απ’ όλα αυτά τα θετικά, θεωρώντας τις ανθρώπινες αισθήσεις σαν την κινητήρια δύναμη της ιστορίας, παρέβλεψε τα φαινόμενα της κοινωνικής ζωής, όπως επίσης και τις νομοτέλειές τους. Με λίγα λόγια, εξετάζοντας το θέμα μόνο θεωρητικά, παρέβλεψε την ανθρώπινη δράση, σαν πράξη, μέσα στην ιστορία του ανθρώπου.
Η νόηση έχει πραγματική δύναμη και γι’ αυτό δεν πρέπει να μένει έξω από τα φαινόμενα. Ο Φώερμπαχ μπορεί να εξηγούσε καλά τον κόσμο, όμως χωρίς τη γνώση και τη δράση του ανθρώπου δεν προέβλεπε πώς αυτός μπορούσε να αλλάξει. Αυτό δηλαδή που έκανε ο Μαρξ, όταν από τον Χέγκελ πήρε τη διαλεκτική και από τον Φώερμπαχ υιοθέτησε τον υλισμό που τόσο θαυμαστά περιέγραψε εμπλουτίζοντάς τον. Από τον Φώερμπαχ διδάχτηκε ακόμα πώς με τη θρησκεία ο άνθρωπος ολοκληρωτικά αποξενώνεται από τον κόσμο του.
Ο Καρλ Μαρξ (1818-1883) μαζί με τον Φρειδερίκο Ένγκελς (1820-1895) ήταν οι φιλόσοφοι που θεμελίωσαν τον διαλεκτικό υλισμό. Ο Μαρξ αμφισβήτησε τον Χέγκελ, μεταξύ άλλων και μέσα από την κριτική που έκανε στον Νταβίντ Στράους και τον Μπρούνο Μπάουερ, όταν ο πρώτος διαχώρισε τη φιλοσοφία από τη θρησκεία και τη λογική από την ιστορία. Παράλληλα, δέχεται και την κριτική του Φώερμπαχ προς τον Χέγκελ. Το Είναι δεν μπορεί να μείνει χωρισμένο από τη συνείδηση. Ούτε η συνείδηση από το Είναι. Έχοντας τα υλιστικά όπλα του Φώερμπαχ και τη διαλεκτική του Χέγκελ, την οποία θα αντιστρέψει όπως είπαμε, για να δείξει όχι τη σταδιακή εξέλιξη του πνεύματος αλλά το μηχανισμό για την ανάπτυξη της κοινωνίας. Με τα εφόδια αυτά, δίκαια ονομάστηκε θεμελιωτής του διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού, αναπτύσσοντας επιστημονικά τη νομοτελειακή ανάπτυξη της φύσης, εντοπίζοντας παράλληλα και το βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας που είναι αυτό της σχέσης του Είναι και της Νόησης.
Το μεγάλο αυτό πρόβλημα έχει τις ρίζες του στη θρησκεία, στις φτωχές και περιορισμένες παραστάσεις του πρωτόγονου ανθρώπου. Το ερώτημα που έθεσε ήταν τι προϋπήρξε, η ύλη ή το πνεύμα; Υπήρχε ο κόσμος προαιώνια ή είναι δημιούργημα κάποιου θεού;
Όμως το ζήτημα δεν είναι μόνο η διαφορά ανάμεσα στον υλισμό και τον ιδεαλισμό αλλά κυρίως αν η νόηση μπορεί να γνωρίσει τον πραγματικό κόσμο και αν οι αντιλήψεις και οι παραστάσεις μας είναι οι αληθινές του αντανακλάσεις. Αυτά κυρίως μας ενδιαφέρουν σε αυτή την επισκόπηση.
Η θρησκεία, με την ανάπτυξη του διαλεκτικού υλισμού, αποδείχτηκε πέρα ως πέρα μια απατηλή θεωρία. Η κοσμοαντίληψή της παραμορφώνει τον κόσμο, διαστρεβλώνοντας την ερμηνεία των φαινομένων της φύσης και της κοινωνίας. Όμως, στον αγώνα της να εκτοπίσει την επιστήμη και την αλήθεια, έστω και μετά από αρκετούς αιώνες, η θρησκεία βρέθηκε βαριά λαβωμένη.
Στον υλισμό, η ύλη αναγνωρίζεται ως η μοναδική βάση του κόσμου (μονισμός). Ο διαλεκτικός υλισμός θεωρεί τη συνείδηση λειτουργία του εγκεφάλου που αντανακλά τον αντικειμενικό κόσμο. Όμως ως επιστήμη ερευνά τους πιο γενικούς νόμους της κίνησης και της ανάπτυξης της φύσης, της κοινωνίας και της νόησης. Ως γενική μέθοδος γνώσης του κόσμου αναγνωρίζει α) την αμοιβαία σχέση των φαινομένων και των αντικειμένων και β) την κίνηση και την ανάπτυξη του κόσμου σαν αποτέλεσμα των εσωτερικών αντιθέσεων που δρουν μέσα του. Η διαλεκτική, απαλλαγμένη από τον μυστικισμό, θα γίνει αναγκαιότητα για τις φυσικές επιστήμες, και το χρηστικότερο εργαλείο για τη διερεύνησή τους.
Η πορεία εξέλιξης της επιστήμης και της κοινωνίας επιβεβαιώνει την ορθότητα του φιλοσοφικού υλισμού, του διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού, με τον καλύτερο τρόπο.
Σε συζητήσεις με θέμα τις θρησκείες και τον Θεό κυριαρχεί η άποψη ότι αυτές δεν βγάζουν πουθενά, επειδή όσα λέει ο ένας αντικρούονται από τον άλλο σε μία ατέρμονη συζήτηση πολλών και διαφορετικών θεμάτων χωρίς να βγαίνει ουσιαστικό συμπέρασμα.
Μπορεί να αλλάξει αυτό; Τι λέτε;
Μπορούμε να καταλήξουμε κάπου, μπορούμε να αποστομώσουμε κάποιον που με αφέλεια δέχεται πράγματα που δεν μπορούν να αποδειχτούν;
Η απάντηση είναι ναι και στα δυο ερωτήματα, αρκεί να υιοθετήσουμε τη λογική του διαλεκτικού υλισμού. Μόνο με τη λογική αυτή μπορεί να επιχειρηματολογήσει κάποιος κι αυτό γιατί ο κόσμος μας είναι υλιστικός.
Όμως, ας αρχίσουμε από τους ορισμούς ώστε να γνωρίσουμε τους όρους με τους οποίους θα ασχοληθούμε, δηλαδή τι είναι μονισμός, δυϊσμός, βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας, υλισμός, ιδεαλισμός και διαλεκτική.
Ο μονισμός είναι μια φιλοσοφική αντίληψη που δέχεται σαν βάση του υπαρκτού κόσμου μία πηγή, μια αρχή και θεμελιώδη. Δέχεται ότι αυτή είναι υλική.
H πρώτη αρχή, το «όντως ον» που ενέπνευσε τους πρώτους υλιστές φιλοσόφους της αρχαιότητας, είναι ένα υλικό στοιχείο (το Νερό για παράδειγμα στον Θαλή τον Μιλήσιο ή η Φωτιά για τον Ηράκλειτο) και από αυτό προήλθαν όλα τα άλλα…
Υπάρχει και μονισμός που δέχεται σαν αρχή το πνεύμα, την ιδέα (Πλάτων).
Οι πρώτοι λέγονται Υλιστές, οι δεύτεροι Ιδεαλιστές. Μεταξύ τους όμως υπάρχει ανειρήνευτη φιλοσοφική διαμάχη ορίζοντας το βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας.
Ο δυϊσμός είναι η φιλοσοφική αντίληψη που δέχεται σαν βάση του υπαρκτού κόσμου δυο αδιαίρετες πηγές, την ύλη και το πνεύμα, σαν μια προσπάθεια συμφιλίωσης των δυο φιλοσοφικών κατευθύνσεων. Οι δυϊστές δέχονται την ύλη και το πνεύμα σαν ανεξάρτητες οντότητες που δεν έχουν τίποτα κοινό μεταξύ τους (Ρενέ Ντεκάρτ). Όμως αυτή η φιλοσοφική κοσμοθεώρηση οδηγεί αναπόφευκτα στον ιδεαλισμό, στον αντίποδα του οποίου βρίσκεται ο υλισμός και φυσικά ανάμεσά τους η προαιώνια διαμάχη.
Ποια η διαφορά μεταξύ τους;
Το βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας είναι αυτό που ερευνά τη σχέση της Νόησης με το Είναι. Τη σχέση της συνείδησης και του κόσμου, για να το πούμε πιο απλά.
Το βασικό ζήτημα της φιλοσοφίας, όπως αλλιώς λέγεται, θέλει τη φιλοσοφία χωρισμένη σε δυο μεγάλα στρατόπεδα, αυτό του υλισμού και εκείνο του ιδεαλισμού.
Τα στρατόπεδα αυτά αφορούν κατευθύνσεις σκέψης.
Γιατί όμως η φιλοσοφία χωρίζεται ανάμεσα στις δυο αυτές κατευθύνσεις;
Την απάντηση στο ερώτημα αυτό τη δίνει η ίδια η φιλοσοφία. Οι βασικές φιλοσοφικές κατευθύνσεις κάθε σχολής έχουν διαφορετικό προσανατολισμό, γιατί η πάλη μεταξύ υλισμού και ιδεαλισμού είναι η κινητήρια δύναμη της φιλοσοφικής σκέψης και νομοτέλεια της ιστορικής της πορείας. Ο φιλόσοφος, και γενικά ο άνθρωπος, ωριμάζει μέσα στην κοινωνική πάλη και στις αντιθέσεις της και γι’ αυτό από την οπτική αυτή εξαρτώνται όλα του τα συμπεράσματα για τον κόσμο.
Ο τρόπος που σκέπτεται αφορά την ερμηνεία που θα δώσει ο ίδιος για τον κόσμο του.
Μπορεί να τον γνωρίσει… πόσο και γιατί…
Ο υλισμός θεωρεί τον κόσμο μας καθοριστικό, θεμελιακό και πρωτεύοντα, τη δε συνείδηση, τη σκέψη και το πνεύμα δευτερεύοντα. Συνεπώς η ύλη προηγείται, ενώ η συνείδηση σαν δευτερεύων παράγοντας είναι προϊόν εξέλιξης της ύλης, του εγκεφάλου δηλαδή. Η συνείδηση είναι η ιδεατή αντανάκλαση του υλικού κόσμου (ανθρώπινος εγκέφαλος) και στον άνθρωπο χρησιμεύει σαν μέσο για να τον ερμηνεύει, γι’ αυτό είναι αδιανόητο να νοηθεί αποσπασμένη από τον εγκέφαλο που τη γεννά. Οι υλιστές φιλόσοφοι δέχονται ότι τον κόσμο μας δεν τον δημιούργησε κανένας. Είναι αιώνιος (αΐδιος) και απειρόμορφος και ό,τι υπάρχει γύρω του υπάρχει αντικειμενικά και ανεξάρτητα από αυτόν. Τα αντικείμενα υπάρχουν ανεξάρτητα απ’ τη σκέψη μας, δηλαδή είναι αντικειμενικά. Υπάρχουν είτε τα σκεφτόμαστε είτε όχι. Είτε υπάρχουμε εμείς είτε όχι!
Στον ιδεαλισμό η ιδέα, η σκέψη, η συνείδηση, το πνεύμα και ο θεός είναι το καθοριστικό, το θεμελιακό και το πρωτεύον. Ο κόσμος, η φύση, η ύλη παράγονται ή εξαρτώνται από τη συνείδηση, το πνεύμα και τον θεό. Οι ιδεαλιστές φιλόσοφοι δέχονται ότι το πνεύμα υπήρχε πριν τον υλικό μας κόσμο. Αυτόν τον δημιούργησε το πνεύμα, το ιδεατό, δηλαδή ο θεός (εν αρχή ην ο Λόγος) και συνεπώς δεν είναι παντοτινός αλλά πρόσκαιρος και προσωρινός που εξαρτάται απόλυτα από τον θεό.
Να πού ευθύνεται ο διαφορετικός προσανατολισμός της κάθε σχολής! Αυτός είναι ο λόγος που η ιδεαλιστική θεώρηση του Πλάτωνα, παρόλο που ακολούθησε παράλληλη πορεία με τον Δημόκριτο και αργότερα με τον Επίκουρο, δεν συναντήθηκαν ποτέ. Γι’ αυτό και η υλιστική θεώρηση του κόσμου είναι ασυμβίβαστη με την ιδέα της ύπαρξης του θεού. Κάθε ανάμειξη μεταξύ τους είναι «μπασταρδεμένη φιλοσοφία» που οδηγεί αναπόφευκτα στον ιδεαλισμό.
Ετυμολογικά ο όρος «διαλεκτική» προέρχεται από το «διαλέγομαι» που εκφράζει την τέχνη της ομιλίας ή της συζήτησης, στην προσπάθειά μας να βρεθεί ένας τρόπος να αποδείξουμε κάτι ή να το διαψεύσουμε.
Πώς γίνεται όμως αυτό;
Επειδή πολλοί δεν το κατανοούν ή αγνοούν τελείως τη μεθοδολογία αυτή, θα προσπαθήσω να βρω έναν τρόπο κατανόησης ώστε μεταξύ μας να χρησιμοποιούμε κοινή γλώσσα και λογική.
Από την εποχή του Επίκουρου, ο μεγάλος φιλόσοφος απαιτούσε ανάμεσα στους συζητητές να χρησιμοποιούνται για τις λέξεις οι ίδιες έννοιες. Σ’ αυτό μερικές φορές μπορεί να βοηθήσουν και οι συμβάσεις που κάνουμε μεταξύ μας. Βέβαια σαν έννοια η «διαλεκτική» στη διάρκεια της ιστορίας πήρε πολλές μορφές. Ο Αριστοτέλης λέει εμφανίζεται από την Ελεατική σχολή των προσωκρατικών όπου ο Ζήνων επεδίωξε την αναίρεση των Πυθαγορείων. Ο Ηράκλειτος όμως τη χρησιμοποίησε κάνοντας λόγο για την αέναη κίνηση των πραγμάτων.
Νομίζω στον Ηράκλειτο, που πρώτος αντιλήφθηκε την αδιάκοπη πάλη των αντιθέτων, πρέπει να αποδώσουμε την επινόηση της διαλεκτικής. Η Ελεατική σχολή ήταν απόλυτα αντίθετη στην αντίληψη του Ηράκλειτου για την κίνηση. Ο Παρμενίδης δεχόταν την κίνηση σαν ψευδαίσθηση και το Σύμπαν μοναδικό, συνεχές και ακίνητο. Όμως σαν πρόλογο αρκούν αυτά, αφού το θέμα μας αλλού αποσκοπεί.
Η διαλεκτική σαν μεθοδολογία και λογική επιχειρηματολογία έχει εφαρμογή στη σκέψη, στη φύση και στην ιστορία. Θέματα δηλαδή που συνεχώς θίγει ο αναζητητής της αλήθειας. Πρέπει ακόμα να αναφέρω ότι μέσα από τις αντιθέσεις αναζητούμε να βρούμε την αλήθεια και γι’ αυτό τις θεωρώ όχι σαν λόγο για να διαφωνήσουμε αλλά σαν τρόπο για να τις ξεπεράσουμε και να βρούμε την αλήθεια ή έστω, αν θέλετε, να συνεννοηθούμε. Ο εριστικός διάλογος δεν ωθεί προς την αλήθεια, το ξεπέρασμα δηλαδή των αντιθέσεων, αλλά μας σπρώχνει προς τον διχασμό και τον πόλεμο. Δημιουργεί διαφωνία και μίσος, σαν αυτό που μόνιμα βρίσκεται στις καρδιές των πιστών, ανάμεσα σε διαφορετικές θρησκείες ή και μέσα στην ίδια, ανάμεσα στην «ορθή» δόξα και την αίρεση.
Στη διαλεκτική τα δυο αντίθετα αποτελούν τη θέση και την αντίθεση που αίρονται σε κάτι ανώτερο: στη σύνθεση. Έτσι ξεπερνούμε τις αντιθέσεις στη σκέψη μας και στην αντίληψή μας για τον κόσμο. Σαν φιλοσοφική μέθοδος η διαλεκτική αποκαλύπτει την κινητήρια δύναμη και την πηγή κάθε εξελικτικής διαδικασίας στη φύση και την κοινωνία.
Βασικές της θέσεις είναι:
α) Θεωρεί την ύλη σαν το μοναδικό θεμέλιο του κόσμου.
β) Δέχεται την καθολική αλληλουχία των πραγμάτων και των φαινομένων.
γ) Υποστηρίζει ότι η κίνηση και η εξέλιξη είναι αποτέλεσμα των εσωτερικών αντιθέσεων.
Τόσο ο υλισμός όσο και ο ιδεαλισμός μπορεί να είναι διαλεκτικοί ή μεταφυσικοί, όμως ο υλισμός ποτέ δεν ταυτίζεται με τη μεταφυσική γιατί η επιστημονική πρακτική ποτέ δεν συνδέθηκε με τον ιδεαλισμό.
Οι ιδεαλιστές, τη διαλεκτική δεν την εφαρμόζουν ούτε στην εξήγηση των φαινομένων της φύσης, ούτε στη γνώση. Δεν μπορούν να αντιληφθούν ότι ο κόσμος δεν είναι δημιούργημα, αλλά αΐδιος και παντοτινός. Ούτε μπορούν να αντιληφθούν την αναγκαιότητα των νόμων ή την ύπαρξη των αντικειμενικών νομοτελειών της φύσης και γι’ αυτό δεν μπορούν να κατανοήσουν ότι η κίνηση της ύλης είναι το αναγκαίο αποτέλεσμα της ύπαρξης και της ουσίας της! Τη φύση δεν την έφτιαξε κανένας θεός και γι’ αυτό δεν κατευθύνεται από θεούς, αλλά από φυσικές δυνάμεις και τους νόμους που την ορίζουν.
Επίσης, δεν κατανοούν γιατί η νόηση είναι αναπόσπαστη από την ύλη και αποτέλεσμα της λειτουργίας του εγκεφάλου. Γι’ αυτό και θεωρούν την ύλη… προϊόν του πνεύματος κι όχι το αντίθετο.
Πρέπει να το βάλουμε καλά στο μυαλό: Η ενότητα του κόσμου, συνίσταται στην υλικότητά του και η νόηση είναι προϊόν του ανθρώπινου εγκεφάλου, ενώ ο ίδιος ο άνθρωπος είναι με τη σειρά του προϊόν της νομοτελειακής ανάπτυξη της φύσης και της κοινωνίας.
Με λίγα λόγια, όπως έλεγε και ο Φώερμπαχ, ο υλισμός, ο αισθητός κόσμος, στον οποίο ανήκουμε και εμείς οι ίδιοι, είναι ο μοναδικός πραγματικός και υπαρκτός κόσμος, ενώ όλα τα άλλα είναι ιδεαλιστικές ανοησίες.
Να γιατί ο διαλεκτικός υλισμός είναι το θεωρητικό όπλο του αναζητητή της αλήθειας και το ανώτατο επίτευγμα της φιλοσοφικής σκέψης. Μόνο χάριν αυτής μπορούμε να αποκτήσουμε τη λογική που αντιστέκεται στην αλλοτριωμένη μας συνείδηση και μας αποξενώνει από τον κόσμο.
Διαφορετικά, χαμένοι στον ίδιο μας τον κόσμο, θα υπνοβατούμε στο υπερβατικό και την ουτοπία και συζητώντας και φιλοσοφώντας για τον θεό τα συμπεράσματά μας δεν θα μας οδηγούν πουθενά.
Πώς όμως συνδέεται η διαλεκτική με την επιστήμη;
Όταν λέμε ότι ερμηνεύουμε σωστά τον κόσμο μας εννοούμε ότι κατανοούμε ότι τα πράγματα είναι αντικειμενικά και μεταξύ τους συνδέονται με κάποιες σχέσεις που αλλάζουν με την κίνηση. Οι σχέσεις των πραγμάτων λοιπόν εκδηλώνονται στην κίνησή τους, στη διαδικασία της εμφάνισης και εξαφάνισής τους.
Η επιστήμη εστιάζεται ειδικά στο πρόβλημα αποκαλύπτοντας τις σχέσεις ανάμεσα στα πράγματα που βρίσκονται σε διαδικασίες αλλαγής, με τις οποίες αυτά αποκτούν νέες ιδιότητες μεταβάλλοντας αυτές που έχουν. Στη θεωρία της εξέλιξης για παράδειγμα ο Δαρβίνος εντόπισε την αλληλοσύνδεση του οργανισμού με το περιβάλλον του στη διαδικασία της εξέλιξής τους, ανακαλύπτοντας ότι μεταξύ τους υπάρχει μια αλληλένδετη σχέση όπου το ένα επηρεάζει το άλλο, όπως στη φωτοσύνθεση των φυτών ή την αναπνοή τους ανάμεσα στη μετατροπή του οξυγόνου και το διοξείδιο του άνθρακα.
Ας πάρουμε και έναν νόμο, ας πούμε αυτόν των αντιθέτων.
Η αντίφαση είναι η κινητήρια δύναμη της αλλαγής γιατί μόνο αυτή σε μια διαδικασία παρέχει τις εσωτερικές συνθήκες που κάνουν αναγκαία αυτή την αλλαγή. Κίνηση χωρίς αντιφάσεις θα ήταν απλά μια επανάληψη του εαυτού της, χωρίς καμιά αλλαγή, πρόοδο και εξέλιξη. Μέσω των αντιφάσεων επικρατούν νέες συνθήκες και αλλάζουν την προηγούμενη κατάσταση.
Το Σύμπαν είναι γεμάτο αντιφάσεις: έλξης και απώθησης που μελετά η φυσική, σύνθεσης και αποσύνθεσης που μελετά η χημεία, εξέλιξη των ειδών ανάμεσα στους οργανισμούς και το περιβάλλον που, όπως είπαμε πιο πάνω, μελετά η βιολογία. Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα αντίθετα είναι αυτός που προκύπτει από την ενότητά τους. Αυτό δείχνει ότι όπου υπάρχει αντίθεση αργά ή γρήγορα θα γεννηθεί κάτι καινούριο που θα αντικαταστήσει το παλιό. Όμως οι αντιθέσεις που δημιουργούν τα φαινόμενα του υλικού κόσμου είναι πάντα υλικές.
Ας πάρουμε και ένα παράδειγμα ξεπεράσματος της διαλεκτικής αντίθεσης: Στην κλασική φυσική η ύλη και το κενό αποτελούν την αντίθεση (το ον και το μη ον της αρχαιότητας). Το ένα από το άλλο φαίνεται να είναι ξεκομμένο. Εύκολα εδώ ο αδαής μπορεί να ισχυριστεί ότι από το τίποτα μπορεί να προκύψει κάτι, ύλη για παράδειγμα, και να ισχυροποιήσει το ενδεχόμενο της δημιουργίας του κόσμου από το τίποτα.
Έτσι, κινδυνεύουμε να παρεκτραπούμε σε ιδεαλιστικές ανοησίες, και ο ιδεαλιστής δεν διαθέτει τα μέσα για να απαλλαγεί από την οντολογική αβεβαιότητα, υιοθετώντας στη λογική του τον θεό για να καλύψει τα κενά. Τα κενά αυτά οι ιδεαλιστές τα αναπληρώνουν με τον μυστικισμό, τις δεισιδαιμονίες, τη μαγεία, την αστρολογία, ακόμα και με την υιοθέτηση του μηχανιστικού υλισμού, αγνοώντας τη φιλοσοφία του Διαλεκτικού Υλισμού, όπως οι «Αγνωστικιστές» ή κάτι εξυπνάκηδες «Ελληνολάτρες» του Πλατωνισμού ή αυτοί που με έπαρση διακηρύσσουν ότι τάχατες μελέτησαν κβαντομηχανική και κάνοντας αναγωγισμούς ανάμεσα στα επίπεδα της ύπαρξης της ύλης ερμηνεύουν λανθασμένα τον κόσμο εξυπηρετώντας, ποιους άλλους… παρά τους ιδεαλιστές, εσκεμμένα πια ή και χωρίς να το αντιλαμβάνονται.
Λανθασμένα συμπεράσματα προκύπτουν από κάθε λογής παραλογισμό όταν χωρίς γνώσεις φιλοσοφίας και επιστημονικής κατάρτισης ερμηνεύουμε λανθασμένα τον κόσμο ή πιστεύουμε ότι οι νόμοι εκπορεύονται με μυσταγωγικό τρόπο από κάποια δύναμη ή θεό.
Στην κβαντομηχανική πράγματι γίνεται λόγος της δημιουργίας της ύλης από την «διακύμανση του κενού», όμως η «διακύμανση του κενού» χρειάζεται διαλεκτική λογική προκειμένου να κατανοηθεί!
Στην κβαντομηχανική το κενό θεωρείται «μέσον», είναι φορέας ενέργειας που μετέχει στους μετασχηματισμούς των σωματιδίων. Έτσι, η διακύμανση του κενού δεν νοείται σαν «τίποτα», αλλά σαν ενέργεια, ύλη δηλαδή, σε μια διαφορετική κατάσταση, σε ένα υψηλότερο επίπεδο που τη συμπεριφορά του την καθορίζουν οι νόμοι της φύσης.
Ο φυσικός κόσμος, λοιπόν, διέπεται από νόμους που αποκλείουν οποιαδήποτε εξωτερική παρέμβαση. Καμιά φυσική εξίσωση δεν προβλέπει θεϊκή παρέμβαση.
Ο υλισμός θεμελιώνεται στα αξιώματα της αντικειμενικότητας και γι’ αυτό θεωρεί ότι νόηση χωρίς υλικό υπόβαθρο δεν μπορεί να υπάρξει. Η νόηση είναι προϊόν της λειτουργίας του εγκεφάλου και όχι υλική ουσία και γι’ αυτό δεν μπορεί να έχει αυτοτελή ύπαρξη.
Οι ιδέες και τα αισθήματα είναι υποκειμενικά δεδομένα και όχι πραγματικές οντότητες. Με λίγα λόγια: τα υποκειμενικά δεδομένα δεν έχουν φυσικό αντίκρισμα.
Η ιστορία του ανθρώπου, σύμφωνα και με τον Μπακούνιν, είναι μια εξελικτική διαδικασία, από το βασίλειο των ζώων στο βασίλειο της ελευθερίας. Αυτό που τους διαφοροποιεί είναι η νόηση, όμως ένα από τα χαρακτηριστικά που βρίσκονται στις κατώτατες βαθμίδες είναι αυτό που αναγκάζει τον άνθρωπο να πιστεύει ακόμα στον θεό. Μέσα από την ιδεαλιστική θεώρηση και λογική ο άνθρωπος χειραγωγείται ακόμα πιο καλά.
Να γιατί η θρησκεία και ο μυστικισμός είναι η φενακισμένη αντίληψη της πραγματικότητας και όσοι εγκλωβίζονται σ’ αυτήν, εκτός του ότι ερμηνεύουν λανθασμένα τον κόσμο, ζουν αποξενωμένοι σ’ αυτόν υπονομεύοντας την επίγεια ζωή και υποταγμένοι στο ψέμα, ζουν με την ψευδαίσθηση της μετά θάνατον ανταμοιβής ή με τον φόβο μιας αιώνιας τιμωρίας που γελοιοποιεί τη λογική και την αισθητική του νοήμονος ανθρώπου, επιτρέποντας στους λίγους να τον χειραγωγούν, να του περιορίζουν την ελευθερία του και οικονομικά να τον εξευτελίζουν και να τον εκμεταλλεύονται.
Το βίντεο ολόκληρης της ομιλίας.
Το βίντεο της συζήτησης που ακολούθησε.
Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο Η αθεΐα είναι αρετή, του ίδιου του αρθρογράφου, όπου και γίνεται ο σχολιασμός.