Αρθρογράφος: Σώτη Τριανταφύλλου
Οποιοδήποτε ρεπορτάζ σχετικό με την Εκκλησία παραμένει συγκεχυμένο
Το παρακάτω κείμενο που σχολιάζει την εκκλησιαστική περιουσία περιέχει πολλές ανακρίβειες: κανείς δεν λέει την αλήθεια· έτσι, οποιοδήποτε ρεπορτάζ σχετικό με την Εκκλησία παραμένει συγκεχυμένο. Οι ιεράρχες δεν δημοσιεύουν στοιχεία σχετικά με την περιουσία της Εκκλησίας – άλλωστε δεν έχει κάνει καμιά επίσημη απογραφή. Έτσι, ενώ ο ελληνικός λαός υποφέρει από ανισοβαρή και άδικη φορολόγηση, οι εξουσίες –πολιτικές και εκκλησιαστικές– χειρίζονται το ζήτημα σαν το απόλυτο εθνικό ταμπού.
Η Αρχιεπισκοπή διανέμει καθημερινά 10.000 μερίδες φαγητού σε συσσίτια. Σύμφωνα με στοιχεία της «Αποστολής της Εκκλησίας της Ελλάδας», η συμμετοχή σ’ αυτά τα συσσίτια αυξήθηκε τους τελευταίους μήνες κατά 40% με τους Έλληνες να υπερτερούν των μεταναστών (60% είναι Έλληνες). Ακολουθούν μετανάστες από την Αφρική (16,6%), την Ανατολική Ευρώπη (13,8%) και την Ασία (9,6%). Οι μισοί που προσέρχονται στα συσσίτια είναι μεγαλύτεροι των 50 ετών (2.548 άτομα), ενώ 1.574 άτομα είναι μεταξύ 31 και 50 ετών. (Κι αυτά τα στοιχεία είναι προσεγγιστικά.)
Η Εκκλησία, αντί να μοιράζει νερόβραστα μακαρόνια, θα έπρεπε (το «θα έπρεπε» δεν έχει ποτέ θέση στην ελληνική πραγματικότητα: είμαστε εναντίον οποιασδήποτε δεοντολογίας) να παραδώσει την περιουσία της στο Δημόσιο και να διαχωριστεί οριστικά από το κράτος. Παρά την οικονομική μας κατάρρευση, αυτό το διαλυμένο κράτος συνεχίζει να πληρώνει τους παπάδες (τις χήρες και τις ανύπαντρες κόρες τους, που, εξαιτίας της απουσίας αντισύλληψης, είναι πολλές) ως δημοσίους υπαλλήλους, δαπανώντας ένα εκατομμύριο ευρώ ετησίως. Παραλλήλως, αναγνωρίζει φορολογικά προνόμια στην εκκλησιαστική περιουσία. Αντί λοιπόν να καλλωπίζει τη δημόσια εικόνα της με ελεημοσύνες, θα προτιμούσαμε η Εκκλησία να δηλώσει αληθινά στοιχεία για το οικονομικό της δυναμικό και να πάψει να κοροϊδεύει το ποίμνιό της καθώς κι εμάς τους υπόλοιπους που δεν είμαστε ποίμνιό της.
Μπροστά στο ενδεχόμενο της φορολογικής μεταρρύθμισης οι Έλληνες ιεράρχες βάλθηκαν να θρηνολογούν ότι θα χρεοκοπήσουν. Αρνούνται ότι η εκκλησιαστική περιουσία ανέρχεται σε τρισεκατομμύρια (όπως πιστεύεται) και υποστηρίζουν ότι αντιστοιχεί σε 702.160.000 ευρώ… Τι μαθηματική ακρίβεια, ε; Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στη λεγόμενη αντικειμενική αξία της ακίνητης περιουσίας της Ιεράς Συνόδου που αξιοποιείται εμπορικά. Τι συμβαίνει όμως με την υπόλοιπη περίουσία; Εκτός από τα εκμεταλλεύσιμα ακίνητα και την άγνωστη κινητή περιουσία που διαθέτει η Ιερά Σύνοδος, υπάρχει ανεκμετάλλευτη ακίνητη περιουσία: 1,3 εκατομμύρια στρέμματα (βοσκοτόπια, δασικές εκτάσεις, χωράφια), καθώς και 400.000 στρέμματα με καθεστώς συνιδιοκτησίας ή με απροσδιόριστο καθεστώς. Γι’ αυτό, μαζί με τις 2.500 μονές και την περιουσία τους, το μέγεθος της εκκλησιαστικής περιουσίας υπολογίζεται από 2 δις έως 15 δις ευρώ. Πάντως οκτώ μονές που προσέφυγαν στα ευρωπαϊκά δικαστήρια εναντίον του νόμου Τρίτση (περί φορολόγησης της εκκλησιαστικής περιουσίας) αποτιμούσα ν τα περιουσιακά τους στοιχεία στο αστρονομικό ποσό των 8 τρισεκατομμυρίων δραχμών και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αναγνώρισε ότι το κράτος έπρεπε να τις αποζημιώσει με το ποσό των 7,6 τρισεκατομμυρίων δραχμών – δηλαδή με 22,5 δις! Αν η περιουσία των oκτώ μονών κυμαινόταν πριν από είκοσι χρόνια σε 7,6 τρισεκατομμύρια δραχμές, πώς μπορούμε να υπολογίσουμε την περιουσία των 2.500 μοναστηριών και ναών σε όλη τη χώρα; Εξάλλου, μέσα σε είκοσι χρόνια, με την αύξηση της τιμής των ακινήτων, τα 7,6 τρις έχουν γίνει καμιά δεκαπενταριά… Επιμένω: το ποσό αυτό αντιστοιχούσε σε οκτώ μόνο μοναστήρια…
Η συνολική περιουσία των μονών της επικράτειας παραμένει άγνωστη στο κοινό: η αδιαφάνεια οφείλεται σε πλέγμα που υφαίνουν περισσότερα από 10.000 νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (μητροπόλεις, ναοί, μονές, «προσκυνήματα», ιδρύματα, κληροδοτήματα) μαζί με κυβερνητικά στελέχη που πρόσκεινται στην Εκκλησία. Το αποτέλεσμα είναι να προστατεύεται η εκκλησιαστική περιουσία από τα αδιάκριτα μάτια των «αντικληρικών»: στην Ελλάδα η σχέση κράτους-Εκκλησίας βρίσκεται ακόμα στην εποχή πριν από τον Ζαν Ζορές, πριν από το λαϊκό σχολείο και τον νόμο του 1905. Δικαιολογημένα λοιπόν οργιάζουν οι εικασίες και οι αυθαίρετοι υπολογισμοί, σύμφωνα με μερικούς από τους οποίους η αξιοποίησιμη εκκλησιαστική περιουσία ξεπερνά τα 5 τρις ευρώ, άρα καλύπτει άνετα το δημόσιο χρέος.
Φιλανθρωπικό έργο η Εκκλησία δεν έχει να επιδείξει: άλλωστε, τα κοινωνικά προβλήματα δεν λύνονται με φιλανθρωπικούς εράνους – λύνονται με θεσμούς και οικονομικές δραστηριότητες. Η Εκκλησία της Ελλάδος διαθέτει περίπου οκτακόσια κτίρια γραφείων, καταστήματα, εμπορικά κέντρα, ξενοδοχεία, ακόμα και μισθωμένα βενζινάδικα: πού διοχετεύονται αυτά τα έσοδα; Και πώς συγκροτήθηκε ένας τέτοιος οικονομικός κολοσσός; Η ρευστότητά της υπολογίζεται, χοντρικά (πολύ χοντρικά!), σε μερικές δεκάδες, ίσως και εκατοντάδες, εκατομμύρια ευρώ. Ταυτοχρόνως, οι μητροπολίτες έχουν συστήσει δύο ανώνυμες εταιρείες: μία για τη διαχείριση κοινοτικών κονδυλίων, με την επωνυμία «Υποστήριξη Επιχειρησιακών και Χρηματοδοτικών Προγραμμάτων Μελετών και Έργων» και μία για τη διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας. Για όλη αυτή την επίσημη επιχειρηματική της δραστηριότητα η Εκκλησία δήλωσε το 2008 έσοδα 20 εκατομμυρίων ευρώ… Δεν ακούγεται «λίγο»; Πιθανότατα, βρισκόμαστε μπροστά σε μια χονδροειδή φοροδιαφυγή που δεν αντισταθμίζεται με διανομή μακαρονιών.
Όσο για το λαϊκό κίνημα, το έχουμε επαναλάβει, αναλώνεται σε ψευτοεπαναστατικές ενέργειες που δυσκολεύουν την καθημερινότητα των πολιτών χωρίς να διατυπώνει συγκεκριμένα αιτήματα, όπως θα ήταν, για παράδειγμα, η ξεκάθαρη ενημέρωση σχετικά με την εκκλησιαστική περιουσία και η πρόοδος στην κατεύθυνση ενός εκκοσμικευμένου κράτους. Στην Ελλάδα, η Εκκλησία είναι η ιερή μας αγελάδα – όσο γι’ αυτή την ομοιοκαταληξία, θεωρήστε την απολύτως αθέλητη και απολύτως τυχαία.
Απάντηση της Ιεράς Συνόδου >>
Ανταπάντηση της αρθρογράφου >>
Συνέχεια…