Η εκκοσμικευμένη κοινωνία και ο ρόλος του αθεϊσμού [4]

14 November 2013

Στο πλαίσιο των ομιλιών, έξι συνολικά τον αριθμό, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν από μέλη της Ένωσης Αθέων στον Ελεύθερο Κοινωνικό Χώρο «Nosotros» (Θεμιστοκλέους 66, Εξάρχεια), μετά από πρόσκληση για συμμετοχή στους κύκλους αυτομόρφωσης που διοργανώνει ο συγκεκριμένος χώρος, το μπλογκ μας αναδημοσιεύει τμηματικά το περιεχόμενο των ομιλιών αυτών.


Αρθρογράφος: Τατιάνα Ραπακούλια, πρόεδρος της Διοικούσας Επιτροπής της Ένωσης Αθέων, διαδικτυακό ψευδώνυμο Αόρατη Μελάνη


« Προηγούμενο [3]

Ελληνικό Σύνταγμα

  • Προμετωπίδα: Εις το όνομα της Αγίας, Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος.
  • Ο όρκος του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν περιορίζεται σε αναφορά του Θεού αλλά παραπέμπει στην Αγία Τριάδα (άρθρο 33 παρ. 2) όπως και ο όρκος των βουλευτών (άρθρο 59 παρ. 1), με πρόβλεψη για αλλόθρησκους ή ετερόδοξους (άρθρο 59 παρ. 2), όχι όμως για άθρησκους ή άθεους.
  • Σκοπός της παιδείας είναι και η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης (άρθρο 16 παρ. 2). Απαγόρευση του προσηλυτισμού (άρθρο 13 παρ. 2).
  • Η ελευθερία του τύπου περιορίζεται σε περίπτωση προσβολής της χριστιανικής και κάθε άλλης γνωστής θρησκείας (άρθρο 14 παρ. 3β).
  • Ιδιαίτερο καθεστώς διοίκησης Αγίου Όρους (άρθρο 105).

Ελλάδα

Από το άρθρο Κράτος και Εκκλησία: Επικίνδυνες σχέσεις, της Ντίνας Δασκαλοπούλου (απ’ τον προσωπικό της ιστοχώρο)

Σύμφωνα με καθηγητή του Συγκριτικού Συνταγματικού Δικαίου του πανεπιστημίου του Μονπελιέ: «Πώς αντιλαμβανόμαστε ότι ένα κράτος δεν είναι κοσμικό; Παρατηρούμε την Ελλάδα.» Εικόνες του Χριστού κοσμούν σχολεία, δικαστήρια και δημόσιες υπηρεσίες, οι βουλευτές δίνουν θρησκευτικό όρκο, το μάθημα των θρησκευτικών είναι υποχρεωτικό, η βλασφημία συνιστά ποινικό αδίκημα.

Στην Ελλάδα, η ευλάβεια παύει να είναι ιδιωτική υπόθεση και μετατρέπεται σε δημόσια υποχρέωση, ιδιαίτερα για τους δημοσίους υπαλλήλους. Οι ένστολοι υποχρεώνονται να παρίστανται σε θρησκευτικές τελετές ως εκπρόσωποι του κρατικού μηχανισμού. Τι σχέση έχουν οι πρακτικές αυτές με τη θρησκευτική πίστη του καθενός και την άσκηση της θρησκευτικής του λατρείας; Απαντά η δικηγόρος ανθρωπίνων δικαιωμάτων Κλειώ Παπαπαντολέων: «Καμία. Οι πρακτικές αυτές αποτελούν την πανηγυρική διακήρυξη (από την πλευρά του κράτους) της πρωτοκαθεδρίας της χριστιανικής ορθόδοξης θρησκείας. Το πρόβλημα αφορά τη θρησκευτική ελευθερία των ανθρώπων σε ένα περιβάλλον του οποίου η καθημερινότητα κυριαρχείται από την επιβολή και υποβολή της ορθόδοξης πίστης».

Η χριστιανική εκκλησία έχει πετύχει να συνδεθεί η εικόνα της ορθοδοξίας τόσο στενά με την έννοια του ελληνισμού, ώστε να φαντάζει από πολύ δύσκολος έως ακατόρθωτος ο διαχωρισμός τους, ακόμη και στους άθεους. Σε ατομικό επίπεδο, παρατηρούμε το αξιοσημείωτο φαινόμενο πολλών άθεων, αγνωστικιστών, ντεϊστών και άθρησκων που όχι απλώς τηρούν τα έθιμα της ορθοδοξίας, αλλά αυτοχαρακτηρίζονται χριστιανοί ορθόδοξοι και θα τους στοίχιζε πολύ να απαρνηθούν τον χαρακτηρισμό αυτό.


Περισσότερα για το ιστορικό της εμπλοκής κράτους-εκκλησίας:

(Η ιστορία της εμπλοκής κράτους-εκκλησίας στον ελλαδικό χώρο ξεκινά από το 325 π.Χ., με τη σύγκληση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, ο οποίος συμμετείχε ο ίδιος στις εργασίες της συνόδου και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στις αποφάσεις της. Με τη Σύνοδο αυτή η Εκκλησία εντάχθηκε στις επίσημες δομές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Κωνσταντίνος, επηρεασμένος από τη μητέρα του Ελένη και τους χριστιανικούς της κύκλους, και χρησιμοποιώντας ως πρόφαση το περίφημο όραμα που υποτίθεται ότι είδε το 312 πριν τη μάχη της Μιλβίας γέφυρας, συνέδεσε τη χριστιανική θρησκεία με το ρωμαϊκό κράτος, ξεκινώντας μια μακραίωνη παράδοση που διαρκεί έως και σήμερα.

Γράφει ο Σπύρος Τρωιάνος, ομότιμος καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο άρθρο του Η «Ελληνική Ιδιαιτερότητα»: από την Βυζαντινή Συναλληλία στην «Επικρατούσα Θρησκεία»:

Η ευνοϊκή στάση των αυτοκρατόρων απέναντι στην Εκκλησία δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο των προσωπικών αντιλήψεών τους, αλλά και της διαπιστώσεως ότι η νέα πίστη είχε τη δυνατότητα να εξελιχθεί σε ένα από τα βασικά στοιχεία συνοχής του πληθυσμού της αυτοκρατορίας. Αλλά το στοιχείο αυτό λειτουργεί ως παράγοντας συνοχής, μόνον αν υπάρχει δογματική ενότητα, αλλιώς πολλαπλασιάζει την ένταση των διασπαστικών τάσεων.

Προφανώς λοιπόν για την εξασφάλιση της δογματικής ενότητας, με μια σειρά διαταγμάτων των βυζαντινών αυτοκρατόρων, κυρίως του Κωνσταντίνου, του Θεοδόσιου και του Ιουστινιανού, οι άλλες θρησκείες (και ιδίως η αρχαία ελληνική θρησκεία) διώχθηκαν και ο χριστιανισμός καθιερώθηκε ως επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας, με ιδιαίτερα προνόμια και επιρροή στη δημόσια σφαίρα.

Συνεχίζει ο Τρωιάνος:

Κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, σύμφωνα με την παραδοσιακή τακτική των μουσουλμάνων ηγετών, οι «λαοί της Βίβλου», οι χριστιανοί και οι Εβραίοι, εφόσον δεν είχαν προβάλει αντίσταση και πλήρωναν τον κεφαλικό φόρο (χαράτσι), μπορούσαν να ζήσουν μέσα στο μουσουλμανικό κράτος, αυτοδιοικούμενοι, κατά κάποιον τρόπο, σύμφωνα με το θρησκευτικό τους δίκαιο.

Ο σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ παραχώρησε μία σειρά από ειδικά και γενικά προνόμια, που αποτελούσαν τα νομικά πλαίσια για τη σταδιακή ένταξη του Πατριαρχείου στον οθωμανικό διοικητικό μηχανισμό και την οθωμανική έννομη τάξη. Τα προνόμια αυτά περιείχαν ελευθερία της λατρείας, εσωτερική αυτοδιοίκηση τόσο των θρησκευτικών κοινοτήτων όσο και των ιδρυμάτων με θρησκευτικό ή γενικότερα πνευματικό χαρακτήρα, ελευθερία στη διαχείριση των εκκλησιαστικών περιουσιακών στοιχείων και απαλλαγή από τη φορολογία, το δικαίωμα των εκκλησιαστικών οργάνων να ασκούν δικαιοδοσία σε πνευματικά ζητήματα και να επιλύουν διαφορές οικογενειακού ή κληρονομικού δικαίου κ.ά. Σύμφωνα με τα σχετικά «βεράτια», η αρμοδιότητα για την εκλογή του πατριάρχη ανήκε στην πατριαρχική σύνοδο, τον τελευταίο λόγο όμως είχε ο σουλτάνος, που μπορούσε και να τον απομακρύνει, αν για οποιονδήποτε λόγο γινόταν δυσάρεστος στην Υψηλή Πύλη.

Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας η χριστιανική εκκλησία ήρθε να αναπληρώσει το κενό μιας ελληνόφωνης πολιτικής και θεσμικής αρχής. Προσέλαβε συμβολικό εθνικό χαρακτήρα, λειτουργώντας συνεκτικά ως σημείο αναφοράς και λαμβάνοντας στη συνείδηση των Ελλήνων τη θέση θεματοφύλακα της εθνικής ενότητας.

Συνεχίζω από το άρθρο της Δασκαλοπούλου:

Η αφετηρία του ασφυκτικού εναγκαλισμού θρησκείας και πολιτικής που παρατηρούμε στο νεοελληνικό κράτος τοποθετείται συμβατικά στα 1833, όταν με βασιλικό διάταγμα η Εκκλησία της Ελλάδος αποσπάσθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τέθηκε υπό την εξουσία του Βασιλείου της Ελλάδος, ως κλιμάκιο του διοικητικού του μηχανισμού. Μετά τη συνταγματική αναγνώριση “επικρατούσης θρησκείας” το 1844, όλοι επαναπαύθηκαν στο καθεστώς πολιτειοκρατίας, το οποίο εξασφάλιζε στη μεν Πολιτεία τη δυνατότητα ασφυκτικού ελέγχου, στη δε Εκκλησία το προνόμιο δημόσιου οργανισμού. Οι παρενέργειες δεν άργησαν να φανούν: η μεν Πολιτεία καθηλώθηκε σε χρόνιες νομοθετικές αγκυλώσεις για μια σειρά από πεδία που θα έπρεπε να ανήκουν στη δική της αποκλειστική αρμοδιότητα (οικογενειακό δίκαιο, εκπαίδευση, ελευθερία θρησκευτικών μειονοτήτων), η δε Εκκλησία υποχρεώθηκε σε απόκλιση από τους δικούς της κανόνες για σειρά από θέματα που ανάγονται στην εσωτερική της οργάνωση.

Η Μεταπολίτευση, που ευαγγελίστηκε σαρωτικές αλλαγές στην οργάνωση και τις δομές της χώρας, παρά ταύτα δεν έκανε το μεγάλο βήμα. Ακόμη και στα πρακτικά του Συντάγματος του 1975 οι πάντες παραδέχονται ότι χρειάζονται μείζονες αλλαγές και αμφιβάλλουν μόνο για την προοπτική κοινωνικής αποδοχής τους. Η διστακτικότητα αυτή οφείλεται κυρίως στη σφοδρή αντίδραση της ίδιας της Εκκλησίας, η οποία εκτιμά ότι ενδεχόμενη αναθεώρηση της διασύνδεσής της με το κράτος θα διατάρασσε βιαίως τη σχέση της με την κοινωνία και το έθνος.


Η πιο σοβαρή και οργανωμένη προσπάθεια προς την κατεύθυνση του διαχωρισμού κράτους-εκκλησίας υπήρξε η πρόταση νόμου της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου που ανακοινώθηκε στις 19 Οκτωβρίου 2005. Έφερε τον τίτλο «Ρύθμιση σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας, θρησκευτικές ενώσεις και κατοχύρωση της θρησκευτικής ελευθερίας» και παρουσιάστηκε από τον τότε αντιπρόεδρο της ΕΕΔΑ Νίκο Αλιβιζάτο (Καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου) και τον γενικό γραμματέα Γιάννη Κτιστάκι (Δ.Ν., Δικηγόρος).

Την 1η Δεκεμβρίου 2005 η πρόταση νόμου επιδόθηκε στην πρόεδρο της Βουλής Άννα Μπενάκη-Ψαρούδα από τους βουλευτές Φώτη Κουβέλη του Συνασπισμού και τους ανεξάρτητους Στέφανο Μάνο και Ανδρέα Ανδριανόπουλο. Η Ν.Δ. και το ΠαΣοΚ απέρριψαν την πρόταση με το σκεπτικό ότι θα έπρεπε τάχα να προηγηθεί αναθεώρηση του Συντάγματος. Η Μαριέττα Γιαννάκου, αρμόδια υπουργός τότε, μίλησε για τη διαπλοκή που υπάρχει σε πάρα πολλούς χώρους και για την οποία υπεύθυνοι είναι προ πάντων οι άνθρωποι και λιγότερο οι νόμοι. (από δήλωση του Ν. Αλιβιζάτου)

Άποψή μου είναι ότι ναι μεν για τη διαπλοκή ευθύνονται οι άνθρωποι, αλλά οι νόμοι αποτελούν το θεσμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται οι άνθρωποι. Αν το πλαίσιο αυτό είναι χαλαρό, μεροληπτικό και διφορούμενο, τα περιθώρια αυθαιρεσίας είναι κατά πολύ μεγαλύτερα παρά αν το πλαίσιο είναι δίκαιο, σαφές και καλά ορισμένο.


Περισσότερα για τις οικονομικές σχέσεις εκκλησίας-κράτους:

Ο Γιάννης Κτιστάκις, λέκτορας στη Νομική Σχολή Κομοτηνής, κάνει τον απολογισμό της σύνδεσης Πολιτείας και Εκκλησίας:

«Δεν υπάρχει κανένα “λογιστικό” υπόλοιπο. Δεν χρωστάει η Πολιτεία στην Εκκλησία από το παρελθόν». Η ιεραρχία της Εκκλησίας ισχυρίζεται ότι καλώς οι ιερείς της πληρώνονται από τον δημόσιο κορβανά, αφού αυτό είναι το αντιστάθμισμα της σταδιακής αφαίρεσης μεγάλης ακίνητης εκκλησιαστικής περιουσίας χωρίς αποζημίωση. Ανακριβής ο ισχυρισμός. «Η σύμβαση του 1952 ήταν αμφοτεροβαρής: το κράτος απέκτησε την κυριότητα αγροτεμαχίων και βοσκοτόπων εκτός Αττικής (αξίας 97 δισεκατομμυρίων δραχμών) έναντι ίσης αξίας αστικών ακινήτων και μετρητών που απέκτησε η Εκκλησία».

Ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος υποστηρίζει πως «το μεγαλύτερο μέρος της Αθήνας παραχωρήθηκε από την Εκκλησία στο κράτος ή αυτό την άρπαξε με διάφορους τρόπους». Ο κύριος Κτιστάκις απαντά: «Ούτε τούτο είναι απολύτως ακριβές. Ο Αρχιεπίσκοπος έχει αναφέρει ως παραδείγματα την αμερικανική πρεσβεία και το Νοσοκομείο “Α. Συγγρός”. Από έναν δειγματοληπτικό έλεγχο που πραγματοποίησα στο Υποθηκοφυλακείο Αθηνών, προκύπτει ότι η μεν έκταση όπου οικοδομήθηκε η αμερικανική πρεσβεία απαλλοτριώθηκε νομίμως από το Δημόσιο, το δε Νοσοκομείο “Α. Συγγρός” οικοδομήθηκε από τον δωρητή Ανδρέα Συγγρό σε έκταση του Δημοσίου».

Εν τέλει, οφείλουμε ως φορολογούμενοι να πληρώνουμε τους ορθόδοξους ιερείς ή όχι; «Αυτή η πρακτική καθιερώθηκε το 1945, προκειμένου η κεντρική κυβέρνηση να ελέγχει τον κλήρο εν όψει του εμφύλιου πολέμου» θα μας πει ο κύριος Κτιστάκις. «Ο αναγκαστικός νόμος προέβλεπε μεν την κρατική μισθοδοσία, αλλά προέβλεπε, ταυτοχρόνως, και υποχρεωτική είσπραξη του 25% των τακτικών εσόδων των ενοριακών ναών από το Δημόσιο και υποχρεωτική ετήσια εισφορά όλων των ορθόδοξων οικογενειών στην ενορία τους. Με άλλα λόγια, το κράτος έλεγχε τον κλήρο πληρώνοντας τους μισθούς του με τα έσοδα των ναών — που σχηματίζονταν, όμως, από τις υποχρεωτικές εισφορές των πιστών».

Αξίζει να αναφερθούμε λίγο πιο διεξοδικά στο ιστορικό της κρατικής μισθοδοσίας των ιερέων. Το 1945 το κράτος ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλλει τους μισθούς των κληρικών και η Εκκλησία ανέλαβε την υποχρέωση να εισφέρει στον κρατικό προϋπολογισμό το 25% των ακαθάριστων εσόδων της. Συγκεκριμένα το άρθρο 2 παρ. 2Α του Α.Ν. 536/45 αναφέρει: «Προς κάλυψιν της δαπάνης διά την μισθοδοσίαν των εφημερίων, ορίζονται από της 1ης Οκτωβρίου 1945 οι κάτωθι πόροι: Α) Εισφορά 25% επί των ακαθαρίστων εισπράξεων των ενοριακών και συναδελφικών, ως και των υπό ειδικών διεπομένων Ναών… Η είσπραξις της ανωτέρω εισφοράς ενεργείται κατά τας διατάξεις του νόμου περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων». Αργότερα με το άρθρο 5 του Α.Ν. 469/68 το ποσοστό της εισφοράς αυξήθηκε από 25% σε 35%.

Λίγο πριν από τις βουλευτικές εκλογές του έτους 2004, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, με την ψήφιση του άρθρου 15 του Ν. 3220/04, κατήργησε, από 1-1-2004, την υποχρέωση της Εκκλησίας για την ως άνω εισφορά. Συγκεκριμένα το άρθρο 15 του Ν. 3220/04 αναφέρει: «Καταργείται η εισφορά που προβλέπεται από τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του Α.Ν. 536/45».

Με την κατάργηση του Ν. 536/45 συντελέστηκε μια ουσιώδης, μονόπλευρη ανατροπή στις ως τότε διαμορφωμένες οικονομικές σχέσεις κράτους-εκκλησίας. Η υποχρέωση της Εκλησίας για εισφορά καταργήθηκε, ενώ η υποχρέωση του κράτους για μισθοδοσία των κληρικών παρέμεινε.

Σημειώνεται ότι ο ανωτέρω Ν. 536/45 ουδέποτε τηρήθηκε με συνέπεια. Η αναποτελεσματικότητα της εισφοράς οφείλεται στη συστηματική φοροδιαφυγή της εκκλησίας, όπως καταδεικνύεται σαφώς και από την επίσημη απάντηση του Υπουργείου Οικονομίας & Οικονομικών στην υπ’ αριθμ. πρωτ. 8408/666/2-3-05 ερώτηση του ΣΥΝ, σχετικά με την καταβολή της εν λόγω εισφοράς. Στην ερώτηση δεν απαντήθηκαν τα ερωτήματα αν έγιναν έλεγχοι για την εξακρίβωση της τήρησης ή όχι των υποχρεώσεων που απορρέουν από τον Ν. 536/45 και αν υπήρξαν ναοί που δεν κατέβαλαν την ως άνω εισφορά. Από το ύψος των ποσών που καταβλήθηκαν από την εκκλησία, κατά τα έτη 2000-2004, στα Δημόσια Ταμεία, καταδεικνύεται η συστηματική φοροδιαφυγή της εκκλησίας.

Συγκεκριμένα, τα ποσά που κατέβαλε στις Δ.Ο.Υ. η εκκλησία, τα έτη 2000-2004, σύμφωνα με την απάντηση του Υπουργείου Οικονομίας & Οικονομικών, καλύπτουν το 3% – 4% της δαπάνης για τη μισθοδοσία των κληρικών, ενώ, υποτίθεται, θα την κάλυπταν πλήρως.

Επίσης σε σχετική επίκαιρη ερώτηση του ΣΥΡΙΖΑ (28-3-2005) για την κατάργηση της εισφοράς 35%, που κατέβαλλε η εκκλησία για την ενίσχυση του κρατικού προϋπολογισμού, ο υφυπουργός Οικονομίας & Οικονομικών απάντησε: “Το σκεπτικό της κατάργησης, όπως προκύπτει από την εισηγητική έκθεση, ήταν ότι επρόκειτο για έναν αναποτελεσματικό φόρο κατά κάποιο τρόπο και δεν λειτουργούσε. Η πραγματικότητα είναι κάπως έτσι, γιατί μεταβλήθηκε σε μια προαιρετική ουσιαστικά εισφορά που κάποιοι ιερείς προσήρχοντο στα δημόσια ταμεία και απέδιδαν και κάποιοι την είχαν εντελώς ξεχάσει”. Το Υπουργείο, δηλαδή, σαφώς αναγνωρίζει ότι στην πράξη η εισφορά έγινε προαιρετική και ότι για το λόγο αυτό καταργήθηκε — πράγμα που δεν ισχύει για κανένα φόρο ή εισφορά που αφορά τους πολίτες. (πηγή: “Καθεστώς μόνιμης φορολογικής ασυλίας για την εκκλησία”, e-forologia.gr)


Η ιστορία της πρότασης της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και του Πολίτη ανατρέχει στους υποτιθέμενους «ανοιχτούς λογαριασμούς» της Εκκλησίας με την Πολιτεία. Θα μπορούσε κανείς να αντιτάξει ότι η πρόταση αυτή θίγει τα δικαιώματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ελλάδα. «Το δικαίωμα της Εκκλησίας να εισπράττει από τα υπάρχοντά της δεν θίγεται. Θίγεται το καθεστώς off shore εταιρείας που έχει. Το καθεστώς των ανθρώπων που επιθυμούν να εκδηλώνουν την πίστη τους δεν θίγεται. Θίγεται το ότι αυτό επιβάλλεται σε άλλους, παρά τη θέλησή τους. Η δυνατότητα της Εκκλησίας να έχει όσους ιερωμένους θέλουν οι μητροπολίτες δεν θίγεται. Θίγεται η αξίωση να πληρώνει ο ελληνικός λαός γι’ αυτό. Εν ολίγοις, άλλο προνόμια, άλλο δικαιώματα».

Αλληλεπίδραση αθεϊσμού και εκκοσμίκευσης με πολιτικές ιδεολογίες

Αναρχισμός

Σύμφωνα με τον Μπακούνιν, ο Προυντόν ήταν ο πρώτος που αυτοχαρακτηρίστηκε «αναρχικός». Διάβασε συστηματικά τη χριστιανική βιβλιογραφία και κατέληξε να απορρίψει ολοκληρωτικά τη θρησκευτική πίστη του και τον χριστιανισμό.

Ο Μπακούνιν, που θεωρείται από πολλούς πατέρας της θεωρίας του αναρχισμού, ισχυρίστηκε ότι «η έννοια του θεού συνεπάγεται τον εξοβελισμό της ανθρώπινης λογικής και δικαιοσύνης. Είναι η πιο καθοριστική απάρνηση της ανθρώπινης ελευθερίας και οδηγεί κατ’ ανάγκη στην υποδούλωση της ανθρωπότητας, στη θεωρία και στην πράξη». Στο δοκίμιο «Θεός και κράτος», απ’ όπου και το προηγούμενο απόσπασμα, γράφει μεταξύ άλλων:

«Εφόσον ο Θεός είναι αφέντης, ο άνθρωπος είναι δούλος. Αδυνατεί να βρει τη δικαιοσύνη, την αλήθεια και την αιώνια ζωή μόνος του, μπορεί να τα φτάσει μόνο μέσω θεϊκής αποκάλυψης. Όταν όμως μιλάμε για αποκάλυψη, μιλάμε αναγκαστικά για φορείς της αποκάλυψης: θεόπνευστους μεσσίες, προφήτες, ιερείς και νομοθέτες, οι οποίοι μόλις αναγνωριστούν ως εκπρόσωποι της θεότητας επί γης, εκλεκτοί του ίδιου του Θεού για την καθοδήγηση της ανθρωπότητας προς τη σωτηρία, αναγκαστικά ασκούν απόλυτη εξουσία.»

Η Έμμα Γκόλντμαν ήταν δηλωμένη αθεΐστρια και έβλεπε τη θρησκεία ως εργαλείο ελέγχου και κυριαρχίας. Στο δοκίμιό της «Φιλοσοφία του αθεϊσμού» γράφει:

Συνειδητά ή ασυναίσθητα, οι περισσότεροι θεϊστές βλέπουν στους θεούς και τους διαβόλους, στον παράδεισο και την κόλαση, στην ανταμοιβή και την τιμωρία, ένα μαστίγιο για να εξαναγκάσουν τους ανθρώπους στην υποταγή, την ταπεινότητα και τον συμβιβασμό. […] Η φιλοσοφία του αθεïσμού εκφράζει τη διεύρυνση και την ανάπτυξη της ανθρώπινης διανόησης. Η φιλοσοφία του θεϊσμού, αν μπορούμε να την ονομάσουμε φιλοσοφία, είναι στατική και καθηλωμένη.

Κατηγόρησε τον χριστιανισμό για τη «διαιώνιση μιας κοινωνίας δουλείας», υποστηρίζοντας ότι υπαγορεύει τις επίγειες πράξεις των ατόμων και προσφέρει στους φτωχούς την απατηλή υπόσχεση ενός πλουσιοπάροχου μέλλοντος.

Παρά το γεγονός ότι οι θεωρητικοί του αναρχισμού στο σύνολό τους όχι μόνο απέρριψαν αλλά και καταδίκασαν τη θρησκεία, δεν είναι όλοι οι αναρχικοί και άθρησκοι. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα από το γεγονός της ύπαρξης του κινήματος του αναρχοχριστιανισμού: οι αναρχοχριστιανοί ή Χριστιανοί αναρχικοί πιστεύουν ότι η ελευθερία είναι δικαιολογημένη πνευματικά μέσω της διδασκαλίας του Ιησού.

Σοσιαλισμός – Κομμουνισμός

Ο Καρλ Μαρξ έγραψε στην “Κριτική της εγελιανής φιλοσοφίας του κράτους και του δικαίου” (μετάφραση Μπάμπη Λυκούδη):

Η θρησκευτική καχεξία είναι, κατά ένα μέρος, η έκφραση της πραγματικής καχεξίας και, κατά ένα άλλο, η διαμαρτυρία ενάντια στην πραγματική καχεξία. Η θρησκεία είναι ο στεναγμός του καταπιεζόμενου πλάσματος, η θαλπωρή ενός άκαρδου κόσμου, είναι το πνεύμα ενός κόσμου απ’ όπου το πνεύμα έχει λείψει. Η θρησκεία είναι το όπιο του λάου.

Ξεπέρασμα της θρησκείας σαν απατηλής ευτυχίας του λαού σημαίνει την απαίτηση της πραγματικής του ευτυχίας. Η απαίτηση να αρνηθεί τις αυταπάτες σχετικά με την κατάστασή του σημαίνει απαίτηση να αρνηθεί μια κατάσταση που έχει ανάγκη από αυταπάτες. Η κριτική της θρησκείας είναι λοιπόν εν σπέρματι η κριτική της κοιλάδας αυτής των δακρύων, που η θρησκεία αποτελεί το φωτοστέφανό της.

Ο Λένιν κατέκρινε έντονα τη θρησκεία. Στο βιβλίο του με τίτλο «Θρησκεία» έγραψε:

Ο αθεϊσμός είναι φυσικό και άρρηκτο μέρος του μαρξισμού, της θεωρίας και της πρακτικής του επιστημονικού σοσιαλισμού.

Στο «Σχετικά με τη Στάση του Εργατικού Κόμματος Απέναντι στη Θρησκεία» έγραψε (επιμέλεια-σύνταξη Θεοδόση Θωμαδάκη):

Η σοσιαλδημοκρατία βασίζει όλη την κοσμοθεωρία της στον επιστημονικό σοσιαλισμό, δηλ. στον μαρξισμό. Φιλοσοφική βάση του μαρξισμού, όπως δήλωσαν επανειλημμένα και ο Μαρξ και ο Έγκελς, είναι ο διαλεκτικός υλισμός, που αφομοίωσε στο σύνολό του τις ιστορικές παραδόσεις του υλισμού του ΧVΙΙΙ αιώνα στη Γαλλία και του Φόιερμπαχ (πρώτο μισό του ΧΙΧ αιώνα) στη Γερμανία — ενός υλισμού απόλυτα αθεϊστικού, κατηγορηματικά εχθρικού απέναντι σε κάθε θρησκεία. […] Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού, αυτό το απόφθεγμα του Μαρξ είναι ο ακρογωνιαίος λίθος όλης της κοσμοθεωρίας του μαρξισμού στο ζήτημα της θρησκείας. O μαρξισμός όλες τις σύγχρονες θρησκείες και εκκλησίες, όλες τις κάθε λογής θρησκευτικές οργανώσεις, τις βλέπει πάντα σαν όργανα της αστικής αντίδρασης, που χρησιμεύουν για την υπεράσπιση της εκμετάλλευσης και την αποχαύνωση της εργατικής τάξης.

Στο «Σοσιαλισμός και θρησκεία» διαβάζουμε:

«Η θρησκεία πρέπει να ανακηρυχθεί ατομική υπόθεση. […] Το κράτος δεν πρέπει να έχει καμία δουλειά με τη θρησκεία, οι θρησκευτικοί σύλλογοι δεν πρέπει να συνδέονται με την κρατική εξουσία. Ο καθένας πρέπει να είναι ολότελα ελεύθερος να πρεσβεύει όποια θρησκεία θέλει ή να μην παραδέχεται καμιά θρησκεία, δηλ. να είναι άθεος, όπως και είναι συνήθως κάθε σοσιαλιστής. Δεν επιτρέπονται σε καμιά περίπτωση κανενός είδους διακρίσεις δικαιωμάτων ανάμεσα στους πολίτες εξαιτίας των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων. Πρέπει να καταργηθεί απόλυτα ακόμα και κάθε υπόμνηση στα επίσημα έγγραφα σχετικά με το άλφα ή βήτα θρήσκευμα των πολιτών. Δεν πρέπει να δίνεται καμιά επιχορήγηση στην επίσημη εκκλησία του κράτους, καμιά επιχορήγηση από τα χρήματα του δημοσίου στις εκκλησιαστικές και θρησκευτικές ενώσεις, που πρέπει να γίνουν ενώσεις πολιτών-ομοϊδεατών ολότελα ελεύθερες, ανεξάρτητες από την κρατική εξουσία.»

Φιλελευθερισμός

Θεμέλιο της κοσμοθεωρίας της πολιτικής φιλοσοφίας του φιλελευθερισμού είναι η ιδέα της ελευθερίας και της ισότητας. Οι φιλελεύθεροι καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα απόψεων ανάλογα με την ερμηνεία αυτών των βασικών αρχών, γενικά όμως υποστηρίζουν ελεύθερες εκλογές, ελεύθερα πολιτικά δικαιώματα, ελευθερία του τύπου και θρησκευτική ελευθερία.

Ο φιλελευθερισμός ως διακριτό πολιτικό κίνημα εμφανίζεται την εποχή του Διαφωτισμού. Απορρίπτει τα κληρονομικά δικαιώματα, την κρατική θρησκεία, την απόλυτη μοναρχία και την ελέω θεού βασιλεία. Είναι η κυρίαρχη ιδεολογία που βρίσκεται πίσω από την Αμερικανική και τη Γαλλική επανάσταση.

Οι πρώτοι φιλελεύθεροι έθεσαν τις βάσεις για τον διαχωρισμό εκκλησίας-κράτους. Ως διάδοχοι του διαφωτισμού, πίστευαν ότι κάθε κοινωνική και πολιτική τάξη εκπορεύεται από τις ανθρώπινες αλληλεπιδράσεις και όχι από κάποια θεϊκή βούληση. Πολλοί φιλελεύθεροι ήταν εχθρικοί προς τη θρησκευτική πίστη, οι περισσότεροι όμως εστίασαν την αντίθεσή τους στην εμπλοκή θρησκευτικής και πολιτικής εξουσίας, υποστηρίζοντας ότι η πίστη μπορεί να αναπτυχθεί ανεξάρτητα, χωρίς επίσημη κρατική χορηγία και διοίκηση.

Στη φιλοσοφία του φιλελευθερισμού, η ανεκτικότητα είναι φυσική συνέπεια του πλουραλισμού. Δεδομένου ότι τα άτομα διαφωνούν, οφείλουν να σέβονται και να στηρίζουν το δικαίωμα του καθενός στη διαφωνία. Από τη φιλελεύθερη προοπτική, η ανεκτικότητα συνδέθηκε εξ αρχής με την ανεξιθρησκία. Ο Σπινόζα καταδίκασε την «ανοησία των θρησκευτικών πολέμων και διωγμών». Η ανεκτικότητα κατέχει επίσης κεντρική θέση στις ιδέες του Καντ, ο οποίος πίστευε ότι η κοινωνία εκ των πραγμάτων πάντα θα περιλαμβάνει πολλές και διάφορες απόψεις του καλού και του ηθικού, και ότι θα πρέπει να επιτρέπεται να κάνει καθένας τις προσωπικές επιλογές του χωρίς κρατική ή άλλη παρέμβαση.

Συντηρητική δεξιά

Οι συντηρητικές ιδεολογίες συνδέονται παραδοσιακά με τη θρησκεία και τις εκκλησίες. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι είναι και θεϊστικές: απλώς υιοθετούν την όποια κυρίαρχη τάση της παράδοσης προκειμένου να είναι αρεστές στο λαό, συντάσσονται με την όποια ισχυρή εξουσιαστική οργάνωση, και αξιοποιούν κάθε δυνατό μέσο χειραγώγησης των ανθρώπων. Η θρησκεία πληροί και τις τρεις αυτές προϋποθέσεις. Η δεξιά, επομένως, δεν είναι ούτε αθεΐστρια ούτε θεΐστρια: είναι τυχοδιώκτρια. Συντάσσεται με τον θεϊσμό επειδή συνιστά την κυρίαρχη ιδεολογία και επηρεάζει μεγαλύτερο πλήθος ανθρώπων. Εάν τη θέση του κατείχε ο αθεϊσμός, θα συντασσόταν με αυτόν.

Αθεϊσμός και εκκοσμίκευση

Ποιος είναι όμως τελικά ο ρόλος του αθεϊσμού στη διαδικασία της εκκοσμίκευσης; Είναι ένας ρόλος έμμεσος και αφανής, αλλά ουσιαστικός.

Παρατηρούμε ιστορικά ότι η εκκοσμίκευση συντελείται μέσα από πολιτικές διαδικασίες οι οποίες κατευθύνονται από πολιτικές ιδεολογίες σε συνάρτηση με τις κοινωνικές συνθήκες. Οι ιδεολογίες αυτές, όπως είδαμε, κατά κανόνα περιλαμβάνουν τον αθεϊσμό στη θεωρία τους.

Από την άλλη μεριά, παρατηρούμε ότι σε κοινωνίες όπου υπάρχει κυρίαρχη θρησκευτική επιρροή, ιδίως επιρροή των μεγάλων μονοθεϊστικών θρησκειών, η εκκοσμίκευση είναι από δυσχερής έως αδύνατη. Αυτό συμβαίνει κυρίως για τον λόγο που ανέφερα στην αρχή: οι πιστοί είναι πεπεισμένοι ότι το δόγμα τους συνιστά την ύψιστη αξία και ότι ως εκ τούτου είναι χρέος τους να το επιβάλλουν και να ενεργούν με γνώμονα αυτό.

Είναι λοιπόν φανερό ότι αν δεν είναι αναγκαίο ένα αθεϊστικό υπόβαθρο για την εκκοσμίκευση, είναι οπωσδήποτε αναγκαίο ένα υπόβαθρο ελεύθερο από θρησκευτικές προκαταλήψεις. Δεν είναι άνευ προηγουμένου οι περιπτώσεις πολιτικών προσώπων που υποστηρίζουν την εκκοσμίκευση όντας θρήσκοι. Συνολικά όμως αποτελούν την εξαίρεση και όχι τον κανόνα, διότι το να θέσει ένας πιστός τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις σε δεύτερη μοίρα και να δρα με άλλες αρχές σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο, το να προχωρήσει δηλαδή σε μια ουσιαστική εκκοσμίκευση της συμπεριφοράς του, απαιτεί πολύ υψηλό επίπεδο κοινωνικής και πολιτικής ωριμότητας, κάτι που δεν συναντάμε συχνά.

Αλλά αν ο αθεϊσμός δεν είναι αναγκαία προϋπόθεση για την εκκοσμίκευση, η μερική έστω εκκοσμίκευση είναι αναγκαία προϋπόθεση για την ελεύθερη εκδήλωση του αθεϊσμού. Στα θεοκρατικά ή τα έντονα θρησκευτικά κράτη ο αθεϊσμός θεωρείται απειλή για την εξουσία και η έκφρασή του περιορίζεται ή και διώκεται.

Κατά καιρούς εκφράζεται η άποψη ότι η εκκοσμίκευση συνιστά μεροληψία υπέρ του αθεϊσμού και ότι απειλεί τις θρησκείες, καταδιώκοντάς τες και περιορίζοντας την έκφρασή τους. Η παρεξήγηση αυτή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη σύγχυση μεταξύ του αθεϊσμού και των λεγόμενων αθεϊστικών κρατών, τα οποία, όπως εξήγησα, στην πραγματικότητα είναι αντιθρησκευτικά. Σε ένα κοσμικό κράτος η θρησκεία δεν καταπιέζεται, απλώς δεν επιτρέπεται η εισχώρησή της στον κρατικό μηχανισμό.

Αναφέρει για παράδειγμα ο Παναγιώτης Δ. Νικολόπουλος, διδάκτωρ αστικού δικαίου, μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού Σύναξη, και αρθρογράφος της εφημερίδας Χριστιανική, στο βιβλίο του Ιδιωτικοποίηση της θρησκείας και εκκοσμίκευση της εκκλησίας, ότι η άρνηση δυνατότητας συμμετοχής της Εκκλησίας στην άσκηση της κυβερνητικής & νομοθετικής πολιτικής συνιστά αντίφαση: από τη μια της αναγνωρίζουμε το δικαίωμα να εκφέρει γνώμη για κοσμικά ζητήματα και από την άλλη της αρνούμεθα το δικαίωμα να λειτουργεί ως ομάδα πίεσης για να υποδείξει την ορθή κατά τη γνώμη της εθνική, κοινωνική και εκπαιδευτική πολιτική. [Μανιτάκης, Η ορθόδοξη εκκλησία της Ελλάδας μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας, Καθ’ οδόν 16/2000] Όμως αυτό το δικαίωμα κανείς δεν το αρνείται. Φυσικά και έχει δικαίωμα η εκκλησία να εκφέρει γνώμη και να ασκεί πιέσεις στις κυβερνήσεις, όπως και όσο ακριβώς το έχει οποιαδήποτε οργάνωση, σύλλογος ή ομάδα ανθρώπων – ούτε λιγότερο, ούτε περισσότερο, και πάντα με τρόπο νόμιμο και θεμιτό, όχι μέσω διαπλοκής και εκβιασμών.

Αναφέρει επίσης ο Νικολόπουλος ότι η απαίτηση αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες βασίζεται στο δικαίωμα εκδήλωσης των θρησκευτικών πεποιθήσεων με κάθε τρόπο, ακόμη και σε δημόσια έγγραφα, χωρίς αυτό να επισείει κίνδυνο διακρίσεων. Μα τα δημόσια έγγραφα εξυπηρετούν ένα σκοπό, εν προκειμένω την καταγραφή των απαραίτητων στοιχείων για την ταυτοποίηση ενός πολίτη. Δεν είναι πεδίο ελεύθερης έκφρασης για τις ιδιαιτερότητες του καθενός. Όποιος επιθυμεί να εκφράσει τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις είναι απολύτως ελεύθερος να το κάνει, και ιδιωτικά αλλά και δημόσια. Δεν μπορεί όμως να αξιώνει την επιβολή της παρείσφρησης των θρησκευτικών του πεποιθήσεων στα κρατικά έγγραφα, στα κρατικά κτίρια και στις κρατικές εκδηλώσεις προκειμένου να νιώθει ελεύθερος.

Η παρεξήγηση αυτή οφείλεται κατά ένα μέρος στη σύγχυση μεταξύ του όρου «δημόσιος» με την έννοια του κοινόχρηστου και «δημόσιος» με την έννοια του κρατικού. Σημαντικό ρόλο παίζει βεβαίως και το γεγονός ότι η εμπλοκή με το κράτος συνιστά μακραίωνη παράδοση των θρησκειών, δημιουργώντας την αίσθηση ότι συνιστά κεκτημένο δικαίωμα. Όσο για τον κίνδυνο διακρίσεων, σε τι άλλο μπορεί να χρησιμεύσει η καταγραφή του θρησκεύματος σε δημόσια αρχεία και έγγραφα, αν όχι στην επιβολή διακρίσεων; Ας μην ξεχνάμε δε ότι οι διακρίσεις, ακόμη και όταν είναι εκ πρώτης όψεως θετικές, δηλαδή υπέρ μιας ομάδας ανθρώπων, είναι κατ’ ανάγκην ταυτόχρονα αρνητικές, γιατί αποκλείουν μιαν άλλη ομάδα ανθρώπων, προκαλώντας έτσι ένα τεχνητό και περιττό χάσμα μεταξύ των πολιτών.

Η αποκαθήλωση θρησκευτικών συμβόλων, η κατάργηση του θρησκευτικού όρκου, η κατάργηση του αγιασμού, της προσευχής και της διδασκαλίας θρησκευτικών στα σχολεία, δεν είναι παραχώρηση προς τον αθεϊσμό, αλλά προς τη θρησκευτική ουδετερότητα που εξασφαλίζει σε όλους τους πολίτες τον χώρο για να αναπτύξουν και να εκφράσουν ελεύθερα τις θρησκευτικές και φιλοσοφικές τους πεποιθήσεις.

Η εκκοσμίκευση δεν επιβάλλει τον αθεϊσμό, ωστόσο κατά μία έννοια μπορεί κανείς να πει ότι είναι αθεϊσμός, διότι δεν ενστερνίζεται καμία πίστη σε καμία θεότητα. Το σύνταγμα της εκκοσμικευμένης κοινωνίας, συμβολικά και κυριολεκτικά μιλώντας, συντάσσεται στο όνομα του λαού και όχι του θεού. Παραλλάσσοντας ελαφρά τα λόγια του Θανάση Παπαθανασίου που παρέθεσα στην αρχή, μπορώ να πω ότι πραγματικά η εκκοσμίκευση, αν είναι συνεπής, τελικά ταυτίζεται με τον αθεϊσμό.

Πηγές

Συνέχεια…

Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο Αόρατη Μελάνη, της ίδιας της αρθρογράφου, όπου και γίνεται ο σχολιασμός.